Ο αγωγός Nord Stream II μήκους 1.230 χιλιομέτρων, που ξεκίνησε το 2015, είναι μια κοινοπραξία μεταξύ της ρωσικής Gazprom και πέντε ευρωπαϊκών εταιρειών και θα αυξήσει τη ρωσική παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη στα 110 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Από την πρώτη ημέρα μετεξελίχθηκε σε βολικό σάκκο του μποξ τόσο στη γερμανική εγχώρια πολιτική, όσο και μεταξύ των 27 μελών της ΕΕ, ιδίως της Ανατολικής Ευρώπης, και στο πλαίσιο των μεταβαλλόμενων διατλαντικών σχέσεων.
Η Γερμανία, ιδίως, θα επωφεληθεί από τις αυξημένες ροές του ρωσικού φυσικού αερίου, ως περιφερειακός κόμβος διανομής, την ώρα που η προγραμματισμένη έξοδός της από τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια το 2022 δεν απέχει πολύ.
Το φυσικό αέριο της παρέχει ένα βολικό υποκατάστατο βραχυπρόθεσμα, μέχρι τη μετάβαση σε ένα πιο πράσινο καύσιμο.
Οι κυρώσεις
Από την άλλη, οι Η.Π.Α. αντιτίθενται στο Nord Stream II, διότι θεωρούν πως υπονομεύει την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια και ενότητα.
Σε πολλές περιπτώσεις, ανώτεροι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχουν δηλώσει ότι ο Nord Stream II παρέχει στη Ρωσία ακόμη ένα εργαλείο για τον πολιτικό και οικονομικό εκβιασμό των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως της Ουκρανίας.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε καταστήσει σαφές ότι οι εταιρείες που συμμετέχουν στην κατασκευή του Nord Stream II ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κυρώσεις και πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να υπογραμμίζουν την ισχυρή, διακομματική αντίθεσή τους στην κατασκευή του.
Επίσης, υποστήριζε ξεκάθαρα ότι ο αγωγός αποτελεί μια ρωσική γεωπολιτική προσπάθεια που απειλεί την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια, καθώς και αυτή της Ουκρανίας, των συμμάχων και των εταίρων του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ υπέβαλε στις 19 Μαΐου έκθεση στο Κογκρέσο, σύμφωνα με τον Νόμο για την Ενεργειακή Ασφάλεια και την Προστασία της Ευρώπης (PEESA), όπως τροποποιήθηκε, στην οποία απαριθμούνταν τέσσερα πλοία, πέντε εταιρίες και ένα άτομο, που συμμετέχουν στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream II, συμπεριλαμβανομένου της κοινοπραξίας Nord Stream II AG και του διευθύνοντος συμβούλου της Ματτίας Βάρνιγκ.
Παρόλα αυτά, με μια κίνηση που εξέπληξε τη διεθνή σκηνή, μετά τη συνάντηση των υπουργών εξωτερικών Μπλίνκεν-Λαβρώφ στο περιθώριο της Υπουργικής Διάσκεψης για την Αρκτική στις 19 Μαΐου, ο εκπρόσωπος τύπου του Στέητ Ντηπάρτμεντ Νεντ Πράις, δήλωσε πως στο πλαίσιο μιας πιο σταθερής και προβλέψιμης σχέσης με τη Μόσχα, οι ΗΠΑ σκοπεύουν να μην εφαρμόσουν τις ψηφισμένες κυρώσεις.
Οι επιπτώσεις
Η ολοκλήρωση του Nord Stream ΙΙ θα είναι μια τεράστια γεωπολιτική νίκη για τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν και θα ενισχύσει την ενεργειακή διείσδυση της Ρωσίας στην Ευρώπη. Η παράκαμψη της Ουκρανίας με έναν απευθείας αγωγό στη Γερμανία, είναι μια ευκαιρία για τη Ρωσία να προωθήσει τον στόχο της να απομονώσει το πρώην κράτος-πελάτη της από τη Δυτική Ευρώπη.
Παρόλ’ αυτά, στο πρόσφατο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, ο Πούτιν είπε ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να μεταφέρει 40 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας ετησίως, σύμφωνα με την υφιστάμενη πενταετή σύμβαση.
Επιπλέον, την επαύριο της δήλωσης ότι η Μόσχα σκοπεύει να σταματήσει τις τοποθετήσεις σε δολάρια από το Εθνικό Ταμείο Κρατικής Περιουσίας και να αυξήσει τις αντίστοιχες σε ευρώ, κινεζικό γουάν και χρυσό, ο Πούτιν περιέγραψε τη χρήση του δολαρίου από τις ΗΠΑ ως πολιτικό όπλο και δήλωσε, επίσης, ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα πρέπει να πληρώνουν για το ρωσικό αέριο σε ευρώ.
Γιατί τώρα;
Γιατί, λοιπόν, η κυβέρνηση Μπάιντεν έκανε αυτήν την αμφιλεγόμενη κίνηση; Πιθανώς επειδή έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο κακά:
Το πρώτο κακό θα ήταν να εμμείνουν στην πολιτική κυρώσεων, με τίμημα την επιδείνωση του ανταγωνισμού με τη Γερμανία και άλλες χώρες της ΕΕ που συμμετέχουν στο έργο.
Η απόφαση των ΗΠΑ να εξειδικεύσουν τις κυρώσεις και στη συνέχεια να παραιτηθούν αμέσως από αυτές, υποδηλώνει ότι η Ουάσινγκτον συνειδητοποίησε πως η διατήρηση της απειλής μελλοντικών κυρώσεων δεν ήταν αποτελεσματική πλέον και ο αγωγός θα ολοκληρωθεί τελικά.
Κορυφαίοι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης, έχουν πεισθεί ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει ενδεχομένως το έργο, το οποίο είναι κατά 95% ολοκληρωμένο, είναι να τεθούν περιορισμοί στους Γερμανούς τελικούς χρήστες του ρωσικού φυσικού αερίου.
Η απόφαση φαίνεται να ελήφθη για να αποδείξει την προθυμία των ΗΠΑ να μη διακινδυνεύσουν τη διατλαντική συμμαχία, ειδικά με τη Γερμανία.
Η Ουάσιγκτον είναι, επίσης, πιθανό να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, δεδομένου ότι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού, εάν περιλαμβάνει και τους Πράσινους, θα ήταν πιο δεκτική στις αντιρρήσεις της και αυτό με τη σειρά του μπορεί να έχει αντίκτυπο στο ρυθμιστικό καθεστώς που θα θεσπιστεί από τη γερμανική ρυθμιστική αρχή, αν και η τελευταία είναι μια de jure ανεξάρτητη αρχή από την κυβέρνηση.
Παράλληλα, η επιβολή των κυρώσεων και η μετέπειτα άρση τους, δημιουργεί ένα συναινετικό περιβάλλον ενόψει της συνόδου κορυφής Μπάιντεν-Πούτιν στο περιθώριο της σύσκεψης του ΝΑΤΟ.
Ακόμη δε περισσότερο, η προσπάθεια προσέγγισης έρχεται ταυτόχρονα με την εντεινόμενη αναμέτρηση ΗΠΑ-Κίνας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και πιθανώς η Ουάσιγκτον θα ήθελε να σύρει τη Μόσχα, ή τουλάχιστον να πλήξει τους δεσμούς της, μακριά από το Πεκίνο.
Σε συνέντευξή του στο Κανάλι 1 της κρατικής τηλεόρασης, ο Πρόεδρος Πούτιν δήλωσε ότι δεν αναμένει “καμία πρόοδο” από τη συνάντησή του με τον Μπάιντεν, αλλά εξέφρασε την ελπίδα ότι οι συνομιλίες θα διεξαχθούν σε “θετική ατμόσφαιρα”.
Μερικά εύγλωτα ερωτήματα…
Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τους όποιους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και τις αιτίες της απόφασής τους να άρουν τις κυρώσεις στο Nord Stream II, γεγονός που από μόνο του δημιουργεί νέες γεωπολιτικές εξελίξεις, δημιουργούνται μερικές εύγλωττες απορίες που χρειάζονται απαντήσεις το συντομότερο δυνατό:
1. Ποια θα είναι η αντιμετώπιση του αγωγού TurkStream II;
Η Ουάσιγκτον αντιτίθεται, επίσης, στον αγωγό φυσικού αερίου TurkStream II, ο οποίος μεταφέρει το ρωσικό φυσικό αέριο στη Νότια Ευρώπη μέσω της Τουρκίας, υπονομεύοντας την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια και ενότητα.
Το αμερικανικό Κογκρέσο επέβαλε κυρώσεις στον TurkStream II με το Νόμο Εθνικής Άμυνας για το Φορολογικό Έτος 2020, που ψηφίστικε το Δεκέμβριο του 2019. Πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχουν επανειλημμένως δηλώσει ότι «… Η δεύτερη γραμμή του TurkStream δεν προωθεί τους στόχους ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης και παρέχει στη Ρωσία ακόμη ένα εργαλείο για τον πολιτικό και οικονομικό εκβιασμό των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως της Ουκρανίας».
2. Ποιο είναι το μέλλον του αγωγού EastMed;
Η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ υπέγραψαν στις 2 Ιανουαρίου 2020 τη Διακυβερνητική Συμφωνία για τον αγωγό φυσικού αερίου EastMed στην Αθήνα, τον οποίο οι ΗΠΑ υποστηρίζουν σθεναρά μέσω της πρωτοβουλίας 3+1 και του Νόμου για την Ασφάλεια και Ενεργειακή Συνεργασία στην Αν. Μεσόγειο του 2019.
Ο αγωγός πρόκειται να διασχίσει τη Μεσόγειο από τα υπεράκτια αποθέματα φυσικού αερίου του Ισραήλ και της Κύπρου, μέχρι την Κρήτη και την ελληνική ηπειρωτική χώρα και στη συνέχεια να οδεύσει προς την Ιταλία. Το γεγονός, ωστόσο, ότι ο αγωγός θα είναι σχεδιασμένος να μεταφέρει 10 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου ετησίως, όταν οι Nord Stream Ι και ΙΙ μαζί 110 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως, υποδηλώνει ότι η Ευρώπη δεν θα απογαλακτιστεί τόσο εύκολα από το ρωσικό αέριο.
3. Πώς θα εξελιχθεί το έργο της αναβάθμισης του λιμένα της Αλεξανδρούπολης και της πλωτής δεξαμενής FSRU;
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές μεταβολές και η αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή αύξησαν τη σημασία του λιμανιού, προσελκύοντας επίσης ενδιαφέρον από τη Ρωσία και την Κίνα.
Η σημασία του έχει επανειλημμένως τονισθεί από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζέφρυ Πάιατ, καθώς και από άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους των ΗΠΑ, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο ρόλος του λιμένα της Αλεξανδρούπολης ως στρατιωτικού εφοδιαστικού κόμβου των περιφερειακών μεταφορών και ενέργειας, έχει μεγάλη σημασία λόγω της θέσης του ως ενεργειακό σταυροδρόμι με την κατασκευή της υπεράκτιας πλωτής δεξαμενής φυσικού αερίου (FSRU), την Εγνατία Οδό, το διασυνδετήριο αγωγό IGB με τον αγωγό TAP, τον σταθμό παραγωγής ενέργειας φυσικού αερίου και τις σιδηροδρομικές συνδέσεις, που τελικά θα φτάσουν μέχρι τη Βάρνα.
Ιδιαίτερα η πλωτή δεξαμενή φυσικού αερίου (FSRU) αποτελεί ένα σημαντικό παράδειγμα της διαβαλκανικής συνεργασίας, με στόχο την ευρωπαϊκή διαφοροποίηση των πηγών και των διαδρομών ενέργειας, σε σχέση με τις αντίστοιχες ρωσικές.
Η Ελλάδα και η Βουλγαρία συμμετέχουν ως μέτοχοι στο έργο του FSRU, και η Βόρεια Μακεδονία επιδιώκει να συμμετάσχει και αυτή.
Υπάρχει, επίσης, μετοχική συμμετοχή αμερικανικών εταιριών στην Gastrade, την εταιρεία που αναπτύσσει το έργο, προκειμένου να εξασφαλίσει, μεταξύ άλλων πλεονεκτημάτων, ότι ορισμένα από τα μελλοντικά συμβόλαια θα συμφωνηθούν με αμερικανούς προμηθευτές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).