Συμφωνία των Πρεσπών | Μπορεί η Ελλάδα να καταγγείλει τη Συμφωνία ;

Συμφωνία των Πρεσπών | Μπορεί η Ελλάδα να καταγγείλει τη Συμφωνία ;

Η συμμετοχή της εθνικής ομάδας της Βόρειας Μακεδονίας στο Euro σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη από την Συμφωνία των Πρεσπών (εδώ και καιρό καθυστερούμενη) κύρωση των τριών πρωτοκόλλων, έφερε εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα της ερμηνείας και εφαρμογής της Συμφωνίας. Τα γεγονότα είναι γνωστά: Η Βόρεια Μακεδονία παρατάχθηκε κόντρα στην Αυστρία, φορώντας φόρμες οι οποίες είχαν πάνω τους το έμβλημα με τα αρχικά FFM, δηλαδή Football Federation Macedonia.

Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!

Παρά τις διαμαρτυρίες του Προέδρου της ΕΠΟ, του υφυπουργού Αθλητισμού και του υπουργού Εξωτερικών στην UEFA, ο Ζάεφ, παρακολουθώντας με τον Ολλανδό ομόλογό του Ρούτε το παιχνίδι Ολλανδίας-Βόρειας Μακεδονίας τουίταρε αναφέροντας την χώρα του σαν “Μακεδονία”. Μετά την έντονη δυσαρέσκεια της ελληνικής πλευράς με μια παιδαριώδη ανάρτησή του προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Η ελληνική πλευρά κατηγορεί, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα της κοινής λογικής, τα Σκόπια ότι παραβιάζουν το γράμμα και κυρίως το πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Η Βόρεια Μακεδονία κρύβεται πίσω από τις γκρίζες ζώνες που έχει δημιουργήσει η εν λόγω Συμφωνία, οι οποίες εάν ερμηνευθούν αποκομμένες από την κοινή λογική μπορεί να οδηγήσουν σε νομική και πολιτική σχιζοφρένεια. Η δε UEFA, απαντώντας στις αιτιάσεις της ελληνικής πλευράς και προσπαθώντας να συγκεράσει τις αντιτιθέμενες απόψεις είπε τα εξής: Αναγνωρίζει ότι η εθνική ομάδα αποκαλείται “Βόρεια Μακεδονία” και με αυτή την ονομασία παίρνει μέρος στο Euro, αλλά επισημαίνει ότι τα διακριτικά της Ομοσπονδίας της χώρας δεν αντίκεινται στην Συμφωνία των Πρεσπών.

Από το σκηνικό δημιουργούνται δύο ερωτήματα:

• Παραβίασαν τα Σκόπια την Συμφωνία των Πρεσπών με την συμπεριφορά της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας στο Euro;

• Εάν την παραβίασε πώς θα πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα; Μπορεί να αποτελέσει μέσο αντίδρασης η μονομερής καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως επιθυμούν όσοι δεν έχουν χωνέψει την υπογραφή της, επικαλούμενοι και την αρνητική θέση της ΝΔ κατά τον χρόνο υπογραφής και κύρωσης;

Η στάση Κοτζιά

Όσο κι αν φαίνεται δικαιολογημένα παράλογος ο ισχυρισμός που υιοθετεί και η UEFA, ότι η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Βόρειας Μακεδονίας, ως οργανισμός ιδιωτικού δικαίου, δεν δεσμεύεται από την Συμφωνία των Πρεσπών όσον αφορά την χρήση του όρου “Μακεδονία”, “μακεδονικός” κατά το άρθρο 1 παρ. 3 (ζ). Η χρήση του κωδικού ΝΜ, NMK αφορά μόνο τις πινακίδες των αυτοκινήτων και κατά τα άλλα ισχύουν οι κωδικοί ΜΚ, ΜΚD κατά την περίπτωση (ε) της ίδιας διάταξης. Αυτό προκύπτει όντως από το γράμμα της Συμφωνίας.

Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς προσπάθησε να δώσει μία λογική ερμηνεία στο πρόβλημα, ότι δεν μπορεί το κράτος να έχει άλλη ονομασία και άλλο διακριτικό γνώρισμα η Ποδοσφαιρική του Ομοσπονδία. Η θέση του είναι απόλυτα λογική, αλλά δεν ανταποκρίνεται στο γράμμα των ως άνω αλλά και άλλων διατάξεων της Συμφωνίας, την οποία αυτός διαπραγματεύθηκε και υπέγραψε.

Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά που αφορούν την ιθαγένεια και την γλώσσα που αναφέρονται στην Συμφωνία ως “μακεδονική”, ενώ η χώρα καλείται Βόρεια Μακεδονία. Αυτό δεν απάδει την κοινής λογικής; Κι όμως όχι μόνο ο κ. Κοτζιάς το υπέγραψε αλλά και το υπερασπίστηκε μέχρι τέλους. Βέβαια, το τουιτάρισμα του Ζάεφ ξεπέρασε τα εσκαμμένα με αποτέλεσμα εκ των υστέρων να καταφύγει στην αστεία δικαιολογία ότι έτσι αποκαλεί την ομάδα της χώρας του από μικρό παιδί.

Το Διεθνές Δίκαιο

Το επόμενο ερώτημα είναι η αντίδραση της Ελλάδας. Η απάντηση πρέπει να είναι κυρίως πολιτική και δευτερευόντως νομική. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μονομερή καταγγελία της Συμφωνίας. Στις 19 Ιανουαρίου 2019 και λίγο πριν την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή είχα εξηγήσει αναλυτικά με άρθρο μου γιατί είναι αδύνατη η απεμπλοκή από τις Πρέσπες μετά την κύρωσή της από την ελληνική Βουλή, επισημαίνοντας τους κινδύνους από την κύρωση.

Είχα επισημάνει τότε: «Περαιτέρω, υπάρχει η δυνατότητα της λήξης ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης συνεπεία παραβιάσεώς της (ένσταση μη εκπληρωθείσης παροχής) βάσει του άρθρου 60 Σύμβασης της Βιέννης που ορίζει στην παρ. 1 ότι αυτή πρέπει να είναι ουσιώδης. Βέβαια, η εφαρμογή της διάταξης αυτής στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τα άρθρα 65 παρ. 3 και 66 Σύμβασης της Βιέννης, σε αρμονία με τα οποία βρίσκεται το άρθρο 19 της Συμφωνίας των Πρεσπών.»

Το εν λόγω άρθρο προβλέπει μηχανισμό ειρηνικής επίλυσης οποιασδήποτε διαφοράς προκύπτει από τη Συμφωνία με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ (παρ. 1), τις διμερείς διαπραγματεύσεις (παρ. 2 εδ. α’), την παροχή των καλών υπηρεσιών του Γ.Γ. του ΟΗΕ (παρ. 2 εδ. β’) και εν τέλει την παραπομπή της διαφοράς στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (παρ. 3 εδ. α’), είτε κατόπιν συνυποσχετικού (παρ. 3 εδ. β’) είτε μονομερώς (παρ. 3 εδ. γ’).»

Κατά συνέπεια, ακόμη και σε περίπτωση ουσιώδους παραβίασης των όρων της Συμφωνίας των Πρεσπών υπό την έννοια του στοιχ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 60 Σύμβασης της Βιέννης από το έτερο μέρος, από τον συνδυασμό των άρθρων 60, 65 παρ. 3 και 66 Σύμβασης της Βιέννης και 19 της Συμφωνίας δεν προκύπτει δικαίωμα μονομερούς καταγγελίας ή λήξεως της ισχύος της Συμφωνίας, αλλά παραπομπή του θέματος στον ως άνω μηχανισμό για την εντός του πλαισίου της Συμφωνίας επίλυση της διαφοράς, εν τέλει δια της παραπομπής του ζητήματος στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης».

Τι προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών

Αναλόγως η Συμφωνία των Πρεσπών δεν προβλέπει δυνατότητα προσωρινής αναστολής της με μονομερή πρωτοβουλία του ενός μέρους, όπως προτείνουν κάποιοι μάλλον αδαείς περί το Διεθνές Δίκαιο. Κι αυτό το ζήτημα το είχα απαντήσει στο προαναφερθέν άρθρο μου: «Άλλη δυνατότητα για να πάψει η Συμφωνία να επιφέρει έννομα αποτελέσματα είναι η αναστολή της εφαρμογής της σύμφωνα με το άρθρο 57 Σύμβασης της Βιέννης η οποία επιτρέπεται μόνο εάν προβλέπεται από αυτήν ή και χωρίς πρόβλεψη στο συμβατικό κείμενο με την συναίνεση των συμβαλλομένων μερών. Για την αναστολή εφαρμογής θα πρέπει να υφίστανται σοβαροί λόγοι, που θα πρέπει να γίνονται δεκτοί από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, εάν δεν υπάρχει συμβατική πρόβλεψη». 

Μόνο που ούτε τέτοια πρόβλεψη υπάρχει στο συμβατικό κείμενο, ούτε βέβαια η άλλη πλευρά θα συναινούσε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο για να μην αφήσω τον διεθνή παράγοντα που θα διάκειτο εχθρικά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κατά συνέπεια η απάντηση της ελληνικής πλευράς πρέπει να είναι πολιτική. Στις παρασπονδίες της άλλης πλευράς η Αθήνα πρέπει να απαντά όχι κατ’ ανάγκη με “αντιπαραβιάσεις” αλλά με αδιαφορία στην εκπλήρωση των δικών της υποχρεώσεων.

Εάν λοιπόν ο κ. Ζάεφ είναι τόσο ενθουσιασμένος που παρακολουθεί τον αγώνα της εθνικής ομάδας της χώρας του, της “Μακεδονίας”, αντιστρόφως ανάλογα ενθουσιασμένοι πρέπει να είμαστε εμείς με την κύρωση των πρωτοκόλλων που προβλέπει η Συμφωνία. Εάν θέλει η ποδοσφαιρική ομάδα και άλλοι ιδιωτικοί φορείς της γείτονος να χρησιμοποιούν τους κωδικούς MK ή MKD, που παραπέμπουν στον όνομα “Μακεδονία” και να αυτοαποκαλούνται “μακεδονικοί”, η Ελλάδα δεν χρειάζεται να επιδεικνύει ενθουσιασμό για την ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας, τοσούτω μάλλον που υπάρχει και το βέτο της Βουλγαρίας.

Πώς πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα

Γιατί γινόμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως και προσπαθούμε να πείσουμε τρίτους να άρουν εμπόδια που θέτουν για δικούς τους λόγους; Δεν χρειάζεται καν να θέσουμε εμείς βέτο που θα οδηγούσε σε παραβίαση της Συμφωνίας, ας αφήνουμε άλλους να το κάνουν. Περαιτέρω, πρέπει να συσταθεί παρατηρητήριο στο υπουργείο Εξωτερικών και στην Πρεσβεία μας στα Σκόπια που θα παρακολουθεί την τήρηση της Συμφωνίας από την άλλη πλευρά και να καταγράφει καθυστερήσεις στην εφαρμογή της και τυχόν παραβιάσεις.

Η θέση αυτή είναι και συνεπής με την προεκλογική θέση της ΝΔ ότι μετά την κύρωση και θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, η τελευταία δεν μπορεί να καταγγελθεί ή τροποποιηθεί μονομερώς. Άρα χρέος της σημερινής κυβέρνησης είναι να λειάνει τις όποιες αρνητικές συνέπειές της. Είναι, λοιπόν, θετική η απόφαση για προσωρινό πάγωμα της κύρωσης των τριών πρωτοκόλλων μέχρι να επανεξεταστεί η στάση της άλλης πλευράς.

Από την άλλη πρέπει η Βόρεια Μακεδονία και ο κ. Ζάεφ να καταλάβουν ότι η ύπαρξή τους και η πορεία τους προς την ΕΕ εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την Ελλάδα. Γι’ αυτό ας πάψουν με κακοπιστία να κρύβονται πίσω από την δημιουργική ασάφεια της Συμφωνίας των Πρεσπών που πράγματι υπάρχει σε ορισμένα σημεία της. Αλλά γι’ αυτό φρόντισαν άλλοι…

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Μεταπτυχιακό και διδακτορικό στη Νομική Σχολή της Χαϊδελβέργης στο Συνταγματικό και Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δίκαιο. Πρώην ειδικός σύμβουλος στην Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης και πρώην μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έχει συγγράψει πάνω από 60 μελέτες στα ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά για θέματα Συνταγματικού, Διοικητικού, Δημοσίου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *