Στο μυαλό των δύο ηγετών που πρωταγωνιστούν στην ουκρανική κρίση επιχειρούν να μπουν αναλυτές, δημοσιογράφοι και διπλωμάτες, με την ελπίδα να αποτραπεί μία γενικευμένη σύρραξη στην Ουκρανία, με φόντο την ανάπτυξη ρωσικού στρατού στο Ντονμπάς.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Ο Ρώσος πρόεδρος αποκάλυψε στους δημοσιογράφους, το «μεγάλο μυστικό» οπως ο ίδιος είπε χαρακτηριστικά, το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεών του δηλάδή με τη Δύση για την Ουκρανία και τα θέματα ασφάλειας στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τη ρωσική ιστοσελίδα Moskovskiy komsomolets, ο Πούτιν είπε για πρώτη φορά, λέγοντας τι πραγματικά επιδιώκει η Μόσχα.
Το μεγάλο «κοινό μυστικό» του Πούτιν
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε έτοιμος να αποκαλύψει ένα «μεγάλο μυστικό» στον δημοσιογράφο που τον ρώτησε πώς βλέπει τις προοπτικές για την «αποκατάσταση» των σχέσεων Μόσχας και Κιέβου, μετά την κρίση που εξακολουθεί να μαίνεται απο το 2014 και κλιμακώθηκε επικίνδυνα το τελευταίο διάστημα
Και αναφέρθηκε στις κύριες απαιτήσεις που έθεσε το Κρεμλίνο κατά τη διάρκεια πολύωρων διαπραγματεύσεων με τους ευρωπαίους εταίρους και με τους Αμερικανούς. Ο κατάλογος του Ρώσου προέδρου λοιπόμ αποτελείται από τέσσερα σημεία, ένα από τα οποία, η εφαρμογή των ειρηνευτικών συμφωνιών του Μινσκ, πλέον δεν υφίσταται.
Η Μόσχα είπε, επιζητά την αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικής -την αναγνώριση όπως είπε της «βούλησης του λαού στη Σεβαστούπολη και την Κριμαία», δηλαδή τη ρωσική ιδιοκτησία της Κριμαίας- δεύτερον, τη ρητή δέσμευση των αρχών του Κιέβου ότι δεν σκοπεύουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και τρίτον τη εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, η οποία ωστόσο έχει ήδη χάσει τη σημασία της.
Η τέταρτη προϋπόθεση για να αποκλιμακωθεί η κρίση σύμφωνα πάντα με το Κρεμλίνο που άναψε το «φυτίλι» της έντασης στην ανατολική Ουκρανία είναι και το πιο σημαντικό και περιλαμβάνει την αποστρατικοποίηση της σημερινής Ουκρανίας. Σύμφωνα με τον πρόεδρο, προκειμένου οι δυτικές χώρες να σώσουν την αξιοπιστία τους, οι ίδιες οι αρχές του Κιέβου πρέπει να αρνηθούν να ενταχθούν στη συμμαχία και, στην πραγματικότητα, να εφαρμόσουν την αρχή της ουδετερότητας.
Εάν ικανοποιηθούν αυτές οι απαιτήσεις της Μόσχας, θα επέλθει ηρεμία μακροπρόθεσμα και θα μειωθεί ο κίνδυνος σύγκρουσης σημείωσε. «Εάν πληρούνταν αυτές οι προϋποθέσεις τότε η Ρωσία και η Ουκρανία, και μαζί ολόκληρη η Ευρώπη, θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά, χωρίς συγκρούσεις, ειδικά ένοπλες» υπογράμμισε ο Πούτιν.
Σύμφωνα με τον Πούτιν, η Ρωσία βρίσκεται στην «πλευρά του καλού», στην παρούσα κατάσταση: το καλό, πιστεύει ο Πούτιν, δεν πρέπει να είναι ανίσχυρο. Προϋποθέτει τη δυνατότητα υπεράσπισης του εαυτού του και το Κρεμλίνο σκοπεύει να καθοδηγείται από αυτό το αξίωμα στις σχέσεις του με τον κόσμο
Τα όρια του Ντονμπάς
Στο περιθώριο της συνάντησής του με τον πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ, η οποία διήρκεσε απροσδόκητα πολύ, πέντε ώρες αντί για τις δύο προγραμματισμένες ο Πούτιν έδωσε απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα, σχετικά με την αναγνώριση του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ.
Ουσιαστικά επανέλαβε τα λόγια του εκπροσώπου του Ντμίτρι Πεσκόφ: «Οι συμφωνίες του Μινσκ δεν υπάρχουν πλέον. Οσο για τα σύνορα, οι δημοκρατίες αναγνωρίστηκαν με όλα τα θεμελιώδη έγγραφα που είχαν. «Και τα συντάγματά τους ορίζουν τα σύνορα εντός των περιοχών Ντόνετσκ και Λουγκάνσκ την εποχή που ήταν μέρος της Ουκρανίας».
Οι αποσχισθείσες δημοκρατίες διεκδικούν εδάφη πολύ μεγαλύτερα από τις περιοχές που ελέγχουν σήμερα, συμπεριλαμβανομένων κωμοπόλεων και πόλεων πέρα από την πρώτη γραμμή της σύγκρουσης που ελέγχονται από την ουκρανική κυβέρνηση. Η αναγνώριση της εδαφικής διεκδίκησης των φιλορώσων αυτονομιστών στην ευρύτερη περιοχή του Ντονμπάς βασίζεται στο σύνταγμά τους του 2014.
«Οποιοδήποτε είδος αναγνώρισης αυτής της περιοχής θα περιλάμβανε δυνητικά πόλεις όπως η Μαριούπολη και μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις όπως το Σλαβιάνσκκ και το Kραματόρσκ. Είναι μια τεράστια εκτεταμένη περιοχή που είναι πολύ μεγαλύτερη από την περιοχή που ελέγχεται αυτή τη στιγμή από τις υποστηριζόμενες από τη Ρωσία αυτονομιστικές δυνάμεις», είπε.
Το δυνατό «χαρτί» της Κίνας
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δείχνει περισσότερη εμπιστοσύνη στην επίλυση της κρίσης προς όφελος της χώρας του από ποτέ. Η αυτοπεποίθησή του είναι πιθανό να βασίζεται σύμφωνα με αναλυτές και στα ακόλουθα χαρτιά: την παραπαίουσα ουκρανική οικονομία, τη στρατιωτική ικανότητα της Ρωσίας, αλλά και ένα νέο ατού, την Κίνα.
Η Ρωσία εντείνει την οικονομική της πίεση στην Ουκρανία μειώνοντας την αξία της χώρας ως κράτος διέλευσης για τις εξαγωγές φυσικού αερίου της. Οι αναλυτές λένε ότι οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας έπεσαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα τον Ιανουάριο, πράγμα που σημαίνει λιγότερα έσοδα από τους φόρους διαμετακόμισης για την Ουκρανία.
Η απειλή σύγκρουσης προκάλεσε επίσης πτώση του νομίσματος της Ουκρανίας σε χαμηλό τετραετίας έναντι του δολαρίου και οδήγησε σε υψηλότερη ασφάλιση για τις ουκρανικές εξαγωγές από λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και για τις ουκρανικές αεροπορικές εταιρείες.
Ένας Ουκρανός οικονομολόγος λέει ότι η κρίση έχει ήδη κοστίσει στην οικονομία αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια μόλις τις τελευταίες εβδομάδες. Το Κρεμλίνο επίσης είναι πεπεισμένο ότι δέκα χρόνια μεταρρυθμίσεων και οι τεράστιες οικονομικές ενισχύσεις έχουν μετατρέψει τον ρωσικό στρατό από μια «γερασμένη δύναμη» σε έναν από τους πιο ισχυρούς στρατούς του κόσμου.
Ίσως το πιο ισχυρό χαρτί όμως στην τσέπη του Πούτιν είναι η Κίνα. Ενώ η Ρωσία και η Κίνα πλησιάζουν όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, μια σύνοδος κορυφής μεταξύ του Πούτιν και του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ κατά την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων σήμανε συναγερμό στη Δύση. Ορισμένοι Αμερικανοί και ευρωπαίοι αξιωματούχοι μίλησαν ακόμη και για «αλλαγή της παγκόσμιας τάξης».
Οι δύο ηγέτες υπέγραψαν μια μακροπρόθεσμη συμφωνία για τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Κίνα αξίας 117 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτή η συμφωνία επιτρέπει στη Μόσχα να μετριάσει τις πιθανές συνέπειες από τη διακοπή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 από τη Ρωσία στην Ευρώπη. Επίσης για πρώτη φορά, η Κίνα εξέφρασε την υποστήριξή της για την αντίθεση της Ρωσίας στην επέκταση του ΝΑΤΟ
Η «στρατηγική» πίσω απο τις κυρώσεις Μπάιντεν στη Ρωσία
Ο Μπάιντεν πίστευε ότι θα τον θυμούνταν ως πρόεδρο της πανδημίας, βρέθηκε ωστόσο διοικεί το οπλοστάσιο της χώρας σε μία κρίση που θα μπορούσε να εξελιχθεί στην μεγαλύτερη στρατιωτική επίθεση στην Ευρώπη από τον ‘Β παγκόσμιο πόλεμο. Η κρίση κλιμακώθηκε τη Δευτέρα, όταν ο Πούτιν αναγνώρισε δύο αποσχισθείσες περιοχές στην ανατολική Ουκρανία ως ανεξάρτητες οντότητες, σε ένα προφανές πρόσχημα για εισβολή.
«Ποιος για όνομα του Θεού πιστεύει ο Πούτιν ότι του δίνει το δικαίωμα να δηλώσει νέες αποκαλούμενες χώρες σε έδαφος που ανήκει στους γείτονές του;» τόνισε ο Αμερικανός πρόεδρος και έκανε λόγο για «κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου που απαιτεί σθεναρή απάντηση από τη διεθνή κοινότητα».
Η απάντηση που έδωσε ωστόσο και οι κυρώσεις που ανακοίνωσε δεν ήταν τόσο σκληρή και άμεση όσο θα ήθελαν ορισμένοι στην Ουάσιγκτον. Έτυχε επιφυλακτικής υποδοχής από τους Δημοκρατικούς και απέτυχε να ικανοποιήσει τους Ρεπουμπλικάνους που κατηγορούν τον Μπάιντεν για «πολιτική κατευνασμού».
Ο Μπάιντεν ανακοίνωσε κυρώσεις που στοχεύουν την VEB (κρατική τράπεζα ανάπτυξης της Ρωσίας) και τη ρωσική στρατιωτική τράπεζα, καθώς και το δημόσιο χρέος της χώρας και πέντε μέλη της ρωσικής ελίτ και τις οικογένειές τους που «μοιράζονται τα διεφθαρμένα κέρδη των πολιτικών του Κρεμλίνου και θα πρέπει επίσης να συμμεριστούν τις συνέπειες», είπε.
Προς το παρόν, ο Μπάιντεν απείλησε με σκληρότερα μέτρα εάν η Ρωσία «συνεχίσει την επιθετικότητά της» και προειδοποίησε: «Θα συνεχίσουμε να κλιμακώνουμε τις κυρώσεις εάν η Ρωσία κλιμακωθεί». Η λογική του είναι ότι οι κυρώσεις χάνουν την ισχύ τους ως αποτρεπτικός παράγοντας εάν επιβληθούν πολύ γρήγορα: εάν κάποιος έχει τιμωρηθεί για κάτι που δεν έχει κάνει ακόμη, μπορεί να το κάνει ούτως ή άλλως. Αλλά με το παράθυρο της διπλωματίας να κλείνει γρήγορα, μπορεί σύντομα να είναι πολύ αργά για να σημαίνει οτιδήποτε η αποτροπή.
Η απάντηση της Ουάσιγκτον δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν τράβηξε την προσοχή όπως η απόφαση της Γερμανίας να σταματήσει τη διαδικασία πιστοποίησης του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 από τη Ρωσία – μια προσοδοφόρα συμφωνία που αναζητούσε εδώ και καιρό η Μόσχα.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν αποκόψει τη Ρωσία από το τραπεζικό σύστημα Swift, που χρησιμοποιείται για τη διακίνηση χρημάτων σε όλο τον κόσμο, ούτε έχουν επιβάλει ελέγχους στις εξαγωγές, που θα είχαν αποκόψει τις ρωσικές εταιρείες από βασικό εξοπλισμό και λογισμικό υψηλής τεχνολογίας.
Ο Δημοκρατικός Μπομπ Μενέντεζ, πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών σχέσεων της Γερουσίας, είπε στο δίκτυο MSNBC ότι είναι «μια καλή πρώτη δόση των κυρώσεων, αλλά δεν μπορεί να είναι το τέλος της». Οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν πολύ πιο επικριτικοί πιθανότατα για να ικανοποιήσουν τη βάση τους.
Τα «γεράκια» στην Ουάσιγκτον επικρίνουν τον Μπάιντεν
Ο Κέβιν Μακάρθι και άλλοι Ρεπουμπλικάνοι ηγέτες στη Βουλή των Αντιπροσώπων εξέδωσαν κοινή δήλωση νωρίτερα την Τρίτη στην οποία ανέφεραν: «Δυστυχώς, ο Πρόεδρος Μπάιντεν επέλεξε με συνέπεια τον κατευνασμό και η σκληρή του ομιλία για τη Ρωσία δεν ακολουθήθηκε ποτέ από ισχυρή δράση. Η βοήθεια ήταν αργή, οι αντιαεροπορικές και αντιπλοϊκές δυνατότητες δεν παρασχέθηκαν ποτέ άμεσα, οι κυρώσεις ανάλογες με την επίθεση που είχε ήδη διαπράξει ο Πούτιν δεν επιβλήθηκαν ποτέ και οι κυρώσεις ενάντια στον Nord Stream 2 ήρθησαν».
Και ο Μιτς ΜακΚόνελ, ο ηγέτης της Ρεπουμπλικανικής μειονότητας στη Γερουσία, αναβίωσε τη συζήτηση για τη χαοτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν. «Δεν πιστεύω ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα είχε τοποθετήσει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες στα σύνορα με την Ουκρανία αν δεν αποσυρόμασταν απότομα από το Αφγανιστάν τον περασμένο Αύγουστο, αλλά εδώ είμαστε».
H καταστροφή στο Αφγανιστάν μείωσε την αξιοπιστία και τη δημοτικότητα Μπάιντεν, κρίση απο την οποία δεν έχει ανακάμψει ακόμη. Ωστόσο, φαίνεται οτι έλαβε μαθήματα από αυτή την αποτυχία, εφαρμόζοντας μία πολιτική ριζικής διαφάνειας σχετικά με τις πληροφορίες, τον στενό συντονισμό με τους συμμάχους και τις προειδοποιήσεις προς τους Αμερικανούς ότι δεν θα υπάρξει επιχείρηση διάσωσης στην Ουκρανία.
Όλα αυτά του επέτρεψαν να παίξει το ρόλο του παγκόσμιου πολιτικού και έμπειρου «μετρ» της εξωτερικής πολιτικής. Προσέφερε μια απροσδόκητη ώθηση στην υπόσχεση του Μπάιντεν να επανενώσει το ΝΑΤΟ μετά τις αμφιβολίες και την αναταραχή της εποχής Ντόναλντ Τραμπ.
Αλλά μπορεί να δεχθεί περαιτέρω χτυπήματα στο εσωτερικό, εάν οι κρίση αυξήσει περαιτέρω τις τιμές του φυσικού αερίου. «Η υπεράσπιση της ελευθερίας θα έχει κόστος και για εμάς, εδώ στο σπίτι», είπε ο Μπάιντεν. «Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς για αυτό». Η ειλικρίνεια, ωστόσο, μπορεί να μην είναι αρκετή για να κερδίσει ένα αποσπασμένο και διχασμένο εκλογικό σώμα.