Η συγκλονιστική αλληλοεξάρτηση Γερμανίας – Ρωσίας | Financial Times

Eνώ ήταν επικεφαλής του γερμανο-ρωσικού εμπορικού επιμελητηρίου στη Μόσχα, προώθησε τους δεσμούς ακόμη και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα το 2014.

Ως διευθύνων σύμβουλος στη γερμανική επιτροπή για τις ανατολικοευρωπαϊκές οικονομικές σχέσεις, υποστήριξε τον αγωγό Nord Stream 2 που έχει πλέον ανασταλεί μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας.

Αλλά όταν ο Ρώσος πρόεδρος, Vladimir Putin ξεκίνησε την εισβολή στην Ουκρανία τον περασμένο μήνα, ο Harms ήξερε ότι το έργο που είχε καθορίσει την καριέρα του μόλις είχε τελειώσει.

Financial Times | Η συγκλονιστική αλληλοεξάρτηση Γερμανίας-Ρωσίας

Από την Erika Solomon στο Βερολίνο και τον Joe Miller στη Φρανκφούρτη/Financial Times

«Είναι μια τρομερή συναισθηματική κατάσταση όταν βλέπω ανθρώπους να πεθαίνουν σε χώρες που γνωρίζω πολύ καλά. Επαγγελματικά, αφιέρωσα σχεδόν όλη μου τη ζωή σε αυτές τις σχέσεις», ανέφερε ο Michael Harms στους Financial Times. «Όταν βλέπεις ότι αυτή η προσπάθεια ήταν κατά κάποιον τρόπο μάταιη, νιώθεις έντονα, προσωπικά επηρεασμένος».

Οι επικεφαλής των γερμανικών επιχειρήσεων, όπως ο Harms, υπήρξαν οι πρωτοστάτες της μακροχρόνιας στρατηγικής της κυβέρνησης, της λεγόμενης «Wandel durch Handel», της αλλαγής δηλαδή μέσω του εμπορίου, για τη συνεργασία με τη Μόσχα. Οι επικριτές υποστήριζαν ότι αυτοί οι δεσμοί και η επιθυμία να μην βλάψουν τα οικονομικά συμφέροντα που σφυρηλατούσαν είχαν κάνει το Βερολίνο πολύ μαλακό με το Κρεμλίνο.

Αλλά καθώς η διεθνής οργή για την εισβολή γιγαντώνεται και η γερμανική κυβέρνηση εντάχθηκε στη διεθνή ώθηση για την απομόνωση της Ρωσίας μέσω των κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής του Nord Stream 2, το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών έχει σχεδόν σταματήσει.

Περίπου 3.650 γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνταν στη Ρωσία πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, σύμφωνα με την Ένωση Γερμανικών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων (DIHK).

Είχαν επενδύσει 25 δισ. ευρώ στη χώρα μέχρι το 2019, σύμφωνα με στοιχεία της Bundesbank, και απασχολούσαν 280.000 άτομα στη Ρωσία

Πριν από τον πόλεμο, εκατοντάδες χιλιάδες εμπορευματοκιβώτια μετακινούνταν ετησίως μεταξύ της Ρωσίας και του γερμανικού λιμανιού του Αμβούργου. Τις τελευταίες ημέρες, ο αριθμός τους «πλησίαζε στο μηδέν», ανέφερε στους δημοσιογράφους την περασμένη εβδομάδα ο Volker Treier, επικεφαλής εξωτερικού εμπορίου της DIHK.

Παρά τις ξαφνικές μεγάλης κλίμακας εμπορικές απώλειες και την αναστάτωση, είπε ο Treier, «δεν ακούσαμε ούτε μια φωνή κριτικής από τη γερμανική επιχειρηματική κοινότητα να υποστηρίζει ότι οι κυρώσεις είναι λάθος».

Πράγματι, η αποσύνδεση των επιχειρηματικών δεσμών θα είναι επώδυνη και για τις δύο χώρες, με συνεργασίες σε τομείς από την αυτοκινητοβιομηχανία και την πληροφορική έως τη γεωργία.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η Γερμανία εισήγαγε αγαθά αξίας περίπου 33 δισ. ευρώ από τη Ρωσία πέρυσι, ενώ οι εξαγωγές της στη χώρα ανήλθαν σε λίγο πάνω από 26,6 δισ. ευρώ.

Η Γερμανία εξαρτάται από τη Ρωσία για εισαγωγές άνω του 55% του φυσικού αερίου της, του μισού άνθρακα και του 35% του πετρελαίου της, και μέχρι στιγμής έχει απορρίψει την ιδέα του εμπάργκο στα ορυκτά καύσιμα της χώρας.

Οι δύο χώρες έχουν επίσης ισχυρούς ακαδημαϊκούς και πολιτιστικούς δεσμούς, σχέσεις που εκτιμώνται ιδιαίτερα στην ανατολική Γερμανία, όπου πέντε ομοσπονδιακά κράτη σχημάτισαν κάποτε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας η οποία βρίσκονταν στην πλευρά της Μόσχας στο σιδηρούν παραπέτασμα. Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και την επανένωση της Γερμανίας, οι Γερμανοί από τα ανατολικά κράτησαν μια ανοιχτή στάση απέναντι στη Ρωσία.

Για αυτούς, «η Ρωσία ήταν πάντα μια μεγάλη -φιλική- δύναμη όπως ήταν για μένα οι ΗΠΑ ως κάποιος που μεγαλώνω στην [πρώην] Δυτική Γερμανία», δήλωσε ο Oliver Günther, πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ, το οποίο τις τελευταίες ημέρες έπαψε περισσότερες από δώδεκα ακαδημαϊκές και ερευνητικές σχέσεις με ρωσικά ιδρύματα.

Πολλά μέλη του ίδιου πανεπιστημίου, που βρίσκεται στην ανατολική Γερμανία, διατηρούν προγράμματα ανταλλαγών με τη Ρωσία για περισσότερες από τρεις δεκαετίες και βιώνουν τη ρήξη ως προσωπικό και επαγγελματικό πλήγμα.

«Υπήρχε μια καλή παράδοση, και αυτό σημαίνει ότι πονάει ακόμα περισσότερο», τόνισε ο Günther. «Για αυτούς τους Ανατολικογερμανούς, είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Και αυτό οδηγεί σε ένα είδος γνωστικής ασυμφωνίας» (Η «γνωστική ασυμφωνία» είναι ένας επιστημονικός όρος της ψυχολογίας, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το ψυχολογικό φαινόμενο της δυσφορίας/ψυχολογικό στρες και αρνητικών συναισθημάτων (όπως ντροπή, έκπληξη, θυμός, ενοχή) που βιώνει ένας άνθρωπος, όταν τα γνωστικά στοιχεία (υπάρχουσες αξίες, πεποιθήσεις, στάση ζωής, σκέψεις, ιδέες κτλ) που γνωρίζει ως τώρα ανατρέπονται/συγκρούονται με καινούργια γνωστικά στοιχεία (νέες πληροφορίες).

Ο Günther επεσήμανε επίσης τον αντίκτυπο στην επιστημονική έρευνα. Τα μεγάλα έργα που σταμάτησαν περιλαμβάνουν τη συνεργασία μεταξύ του DESY, του μεγαλύτερου ερευνητικού κέντρου επιταχυντών σωματιδίων της Γερμανίας, και των ρωσικών ιδρυμάτων, κάτι που δεν συνέβη ποτέ ακόμη και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η συνεργασία μεταξύ των υγειονομικών αρχών και των ερευνητών στο φόρουμ Koch-Metschnikow, το οποίο εργαζόταν για να φέρει τη ρωσική υγειονομική περίθαλψη στα πρότυπα της ΕΕ, έχει επίσης ανασταλεί.

Ωστόσο, η διακοπή των γερμανορωσικών δεσμών δεν επηρέασε μόνο εταιρείες υψηλού προφίλ και ερευνητικά κέντρα. Πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Αμβούργου και του Έμντεν, ακυρώνουν το καθεστώς της «αδερφής πόλης» με τους Ρώσους ομολόγους τους.

Τοπικοί πολιτικοί παραιτήθηκαν από το μικρό Ίδρυμα της Βαλτικής Θάλασσας, ένα ταμείο για την προστασία του κλίματος του οποίου η αρχική χρηματοδότηση δόθηκε μέσω του πρώτου αγωγού Nord Stream ως αποζημίωση για περιβαλλοντικές ζημιές. Και στη Φρανκφούρτη, γερμανικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Deutsche Bank και της ING, παρενέβησαν για να χρηματοδοτήσουν μια τοπική ομάδα χόκεϊ επί πάγου, αφού έληξε η συμφωνία χορηγίας με τη ρωσική κρατική τράπεζα VTB.

Σε αντίθεση με προηγούμενους γύρους κυρώσεων ή περιόδους έντασης με τη Ρωσία, πολλοί εξέχοντες λεγόμενοι Putinversteher ή «συμπαθείς του Πούτιν, όπως περιγράφουν οι επικριτές όσους θεωρούνται πολύ κοντά στον Ρώσο ηγέτη, έχουν αποσυρθεί από οργανώσεις με δεσμούς με τη Ρωσία ή κατήγγειλαν την εισβολή.

Η Manuela Schwesig, πρωθυπουργός του κρατιδίου Mecklenburg-Vorpommern στα βορειοδυτικά της Γερμανίας, όπου αναδύεται ο πρώτος αγωγός Nord Stream και ο Nord Stream 2, κάποτε υπερασπίστηκε την «Ημέρα της Ρωσίας» της περιοχής, που δημιουργήθηκε για την προώθηση των οικονομικών δεσμών, την ίδια χρονιά που η Μόσχα προσάρτησε την Κριμαία. Η Schwesig ακύρωσε τώρα την εκδήλωση, γράφοντας στο Twitter ότι είναι σαφές πως η σύγκρουση στην Ουκρανία είχε «αλλάξει θεμελιωδώς» τις γερμανο-ρωσικές σχέσεις. «Όλοι ελπίζουμε σε ένα γρήγορο τέλος στη βία», έγραψε. «Ωστόσο, η σχέση μας με τη Ρωσία δεν θα είναι η ίδια ποτέ ξανά».

Ο Harms συμφωνεί: Η επιτροπή του σχεδιάζει τώρα να στηρίξει εταιρείες που αναζητούν επενδύσεις στην Πολωνία ή την Κεντρική Ασία. Θα προσπαθήσει επίσης να διατηρήσει δεσμούς με ουκρανικές επιχειρήσεις και να υποστηρίξει ορισμένες μετεγκαταστάσεις στη Γερμανία. Ωστόσο, δεν αποχωρούν πλήρως όλες οι γερμανικές εταιρείες από τη Ρωσία, σημείωσε ο Harms, και βαθιά μέσα του εξακολουθεί να πιστεύει ότι η εποχή του «Wandel durch Handel» δεν έχει τελειώσει εντελώς.

«Βραχυπρόθεσμα, είναι αλήθεια ότι η οικονομική συνεργασία δεν μπορεί να αποτρέψει τρομερές πολιτικές εξελίξεις», ανέφερε. «Αλλά χτίστηκε μεγάλη εμπιστοσύνη. Μακροπρόθεσμα, νομίζω ότι το [Wandel durch Handel] θα είναι ακόμη πιο σημαντικό».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *