Last updated on 26 Σεπτεμβρίου, 2024 at 09:03 πμ
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Εξπρές Σαμίνα: Ένα τραγικό ναυάγιο που τόσα χρόνια μετά ακόμα πονάει κι ακόμα ζητάει απαντήσεις Τα χρόνια έχουν ταξιδέψει σαν τα κύματα του Αιγαίου, αλλά το κουφάρι του μοιραίου πλοίου παραμένει ακόμα εκεί: στο βυθό κάτω από τις Πόρτες – Παραμένει και πονάει όσους θυμούνται εκείνη τη μοιραία βραδιά πριν από χρόνια.
Ήταν βράδυ Τρίτης. Το ημερολόγιο έγραφε 26 Σεπτεμβρίου του 2000. Το «Εξπρές Σαμίνα» ταξίδευε ατάραχο…
Στο Αιγαίο ο άνεμος κυνηγούσε τα κύματα… Οκτώ μποφόρ στο στενό Πάρου – Νάξου. Και λίγα δεν τα λες. Εκείνη τη βραδιά ο Παναθηναϊκός έπαιζε στο Αμβούργο απέναντι στη δυνατή γερμανική ομάδα.
Για το Τσάμπιονς Λιγκ ήταν το παιχνίδι. Και η ελληνική ομάδα θα πετύχαινε ένα σπουδαίο διπλό, που όμως θα περνούσε στα χαμηλά των ειδήσεων το επόμενο πρωινό. Γιατί; Γιατί μια τραγωδία θα είχε το προνόμιο – όπως όλες οι πολύνεκρες τραγωδίες άλλωστε – να ντύσει στο πένθος τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων!
Εκείνες τις ώρες λοιπόν που ο Γιώργος Νασιόπουλος με το τριφύλλι στη φανέλα απογείωνε τους φίλους του Παναθηναϊκού, εκείνη την ώρα εκατοντάδες άνθρωποι πάλευαν για τη ζωή τους στα κύματα του Αιγαίου κι ας έβλεπαν πεντακάθαρα απέναντι τους τα φώτα της ακτής. Η μοίρα δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Όταν θέλει να σε πνίξει, σε πνίγει κι ας είσαι με το νερό μέχρι τον αστράγαλο.
Από τον Πειραιά Full Ahead στο θάνατο…
Το «Εξπρές Σαμίνα», έχοντας στα σαλόνια του 472 επιβάτες και στα ντεκ, στις μηχανές και στη γέφυρα 61 μέλη του πληρώματος είχε αφήσει το λιμάνι του Πειραιά και πλησίαζε στην Πάρο. Τα ρολόγια έδειχναν 10:12. Τα φώτα της Παροικιάς φαίνονταν καθαρά. Άλλωστε δυο μίλια έξω από το λιμάνι τι είναι; Έτσι να κάνεις, με δυο απλωτές έφτασες. Πού λέει ο λόγος… Εκεί λοιπόν, έξω από το λιμάνι της Παροικιάς είναι δυο βράχοι, Πόρτες τις λένε οι ντόπιοι, Βραχονησίδες Πόρτες της γράφουν και οι χάρτες οι ναυτικοί. Εκεί στις Πόρτες μπροστά, είχε καθίσει η μοίρα και περίμενε…
Το πλοίο με σχεδόν τη μέγιστη ταχύτητα – Full Ahead που λένε οι ναυτικοί – ( με 18 κόμβους: περίπου 35 χιλιόμετρα την ώρα) έπεσε πάνω στις Πόρτες! Το αποτέλεσμα αναμενόμενο: ρήγμα στα δεξιά ύφαλα μήκους περίπου τριών μέτρων, στη βάση του δεξιού πτερυγίου ευστάθειας. Το νερό χύθηκε με ορμή στα σπλάχνα του καραβιού! Το μηχανοστάσιο πλημμύρισε αμέσως. Οι ηλεκτρομηχανές έσβησαν και το σκοτάδι τύλιξε τον τόπο, έτσι για να μην φαίνεται ο θάνατος που ερχόταν… Το πλοίο γρήγορα πήρε επικίνδυνη κλίση δεξιά. Και δεν πέρασε ούτε μισή ώρα για να παραδοθεί το «Σαμίνα» στο βυθό κάτω από τις Πόρτες!
«Δεν άκουγες τα κύματα που μάνιαζαν. Τα σκέπαζαν οι κραυγές αγωνίας των ανθρώπων», θα πουν αργότερα οι ψαράδες της Πάρου που έφτασαν πρώτοι στο ναυάγιο. Πολλοί από τους επιβάτες βούτηξαν στη θάλασσα πριν βυθιστεί το πλοίο. Άλλοι κρέμονταν από τα ρέλια. Κι άλλοι είχαν μπει στις σωσίβιες λέμβους και προσεύχονταν. Το πλήρωμα δεν είχε ενημερώσει κανέναν. Τα μεγάφωνα δεν λειτούργησαν, δεν ακούστηκε σειρήνα συναγερμού. Τόσα πολλά «δεν» μέσα σε λίγα λεπτά φτάνουν για να φέρουν τη συμφορά!
«Δεν ενέπνεε ανησυχία»…
Στο θάλαμο επιχειρήσεων του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας είχαν πειστεί ότι ήταν απλό το περιστατικό: «Δεν ενέπνεε ανησυχία». Από τα κινητά τηλέφωνα που ξεχείλιζαν κραυγή αγωνίας και απόγνωσης όμως ακούγονταν άλλα… Πέρασε ώρα αρκετή μέχρι το Λιμεναρχείο Πάρου να δώσει διαταγή να σπεύσουν τα παραπλέοντα σκάφη στην περιοχή. Οι πρώτοι που οσμίστηκαν το «κακό» ήταν οι ψαράδες της Προικιάς. Μπήκαν στα καΐκια τους και έβαλαν πλώρη για τις Πόρτες.
Ο Λαμιώτης Βασίλης Ραχούτης, μαζί με άλλους 19 στρατιώτες ταξίδευαν για τη Νάξο· ήταν από τους πρώτους που βούτηξε στα νερά και πάλεψε να σώσει ανθρώπους που χάνονταν στη θάλασσα. Ανέβασε πρώτα τη μάνα σε μια βάρκα και γύρισε για το μωρό της. Δεν τα κατάφερε. Κάπου χτύπησε, κάτι τον χτύπησε… Λίγες ώρες μετά το όνομά του ακουγόταν στη λίστα με τους νεκρούς! Οι στρατιώτες βοήθησαν κόσμο πολύ.
Οι ψαράδες έσωσαν ακόμα περισσότερους! Αλλά το κακό δεν βαστιόταν. Στο μεταξύ, σύγχυση επικρατεί σχετικά με τον αριθμό των επιβαινόντων. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία έκανε λόγο για 447 επιβάτες και 64μελές πλήρωμα, πολλοί όμως μιλούσαν ότι οι επιβαίνοντες ήταν περισσότεροι. Οι πρώτοι διασωθέντες αποβιβάστηκαν στην Πάρο και προωθήθηκαν στο Κέντρο Υγείας του νησιού.
Το ξημέρωμα αποκάλυψε το μέγεθος της τραγωδίας. Ο αριθμός των θυμάτων συνεχώς αυξανόταν: Από 40 στους 42, τους 59, τους 63, τους 74, τους 79 και τελικά στους 81 νεκρούς. Η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στην Ελλάδα έπειτα από εκείνη του «Ηράκλειον» (250 νεκροί) που βυθίστηκε στη Φαλκονέρα!
Και σ’ εκείνους τους 81 βάλτε πλάι και τον λιμενάρχη της Πάρου που δεν άντεξε η καρδιά του και έπεσε νεκρός από έμφραγμα το ίδιο βράδυ, βάλτε και τον πλοιοκτήτη, που έναν μήνα μετά «κυνηγημένος» από τις Ερινύες βούτηξε από τον 6ο όροφο των γραφείων της Εταιρίας του.
Τα αίτια του μοιραίου ναυαγίου
Ακούστηκαν τότε πολλά για τις αιτίες της πρόσκρουσης του πλοίου: Ότι μέρος του πληρώματος έβλεπε ποδόσφαιρο αντί να είναι στα όργανα πλοήγησης, ότι έχανε μοίρες ο αυτόματος πιλότος, ότι λίγο καιρό πριν είχε φύγει ο λοστρόμος καταγγέλλοντας τεχνικά προβλήματα, ελλείψεις και κακοσυντήρητα μέσα διάσωσης, μη ύπαρξη στεγανών…
Λίγες μέρες μετά – στις 2/10/2000 – ο εκπαιδευόμενος δόκιμος Γιώργος Πατήλας που βρισκόταν στη γέφυρα του «Σαμίνα» τη μοιραία νύχτα, χωρίς να έχει δικαίωμα συμμετοχής – ως εκπαιδευόμενος – στη διαδικασία πορείας, δήλωσε ότι το πλοίο δεν υπάκουε στους χειρισμούς του πηδαλιούχου για να αλλάξει πορεία, όταν είχαν αντιληφθεί ότι πήγαιναν για σύγκρουση με τις βραχονησίδες «Πόρτες»!
Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης
Πολλά ακούστηκαν, πολλά γράφτηκαν, άλλα αληθή άλλα υπερβολικά κι άλλα εντελώς ψευδή. Έπειτα από έρευνα ενός χρόνου, οι διορισμένοι πραγματογνώμονες παρέδωσαν στον ειδικό εφέτη ανακριτή την έκθεσή τους που περιέγραφε την κατάσταση:
1. Οι χειρισμοί του πληρώματος φυλακής γέφυρας ακόμα λίγα λεπτά πριν τη πρόσκρουση ήταν ανεπαρκείς, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση. Περίπου 15 λεπτά πριν την πρόσκρουση, το πλοίο ερήμην των κανόνων ασφαλούς πλοήγησης σε συνδυασμό με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και εκτός ελέγχου της πραγματικής του θέσης, έπλεε με χρήση αυτόματου πιλότου (autopilot) με ευθύνη του πληρώματος φυλακής γέφυρας και το ακριβές στίγμα του πλοίου δεν ήταν γνωστά στον υποπλοίαρχο.
2. Κατά παράβαση του πιστοποιητικού ασφαλείας, οι υδατοστεγείς πόρτες ήταν όλες ανοιχτές ενώ θα έπρεπε να ήταν ερμητικά κλειστές, με ευθύνη του πλοιάρχου και του υποπλοιάρχου.
3. Οι αξιωματικοί του μηχανοστασίου μετά την πρόσκρουση δεν ειδοποίησαν έγκαιρα τον πλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο για την ύπαρξη ρήγματος, παραλείποντας να κλείσουν τις υδατοστεγείς πόρτες (ηλεκτρικό πίνακα ή το χειροκίνητο σύστημα) τις 3 από τις 11 με αποτέλεσμα την ταχεία κατάκλυση υδάτων στο εσωτερικό του σκάφους. Η καθυστέρηση ειδοποίησης του πλοιάρχου ήταν 8-10 λεπτά.
4. Δεν τέθηκε σε λειτουργία η σειρήνα έκτακτης ανάγκης για εγκατάλειψη του πλοίου και της σχετικής ενημέρωσης από τα μεγάφωνα του πλοίου, με ευθύνη του πλοιάρχου καθώς επίσης δεν υπήρξε καθοδήγηση από το ανωτέρω πλήρωμα, για οργανωμένη εκκένωση του πλοίου.
5. Πολλά σωσίβια δεν ήταν εφοδιασμένα με λαμπτήρες σήμανσης και δεν διέθεταν σφυρίχτρες.
6. Το πλοίο λίγο μετά την πρόσκρουση βυθίστηκε στο σκοτάδι, η ηλεκτρογεννήτρια έκτακτης ανάγκης (emergency generator) εντός ολίγων λεπτών μετά την σύγκρουση λόγω βλάβης έπαψε να λειτουργεί.
7. Η παράλειψη διαβίβασης στίγματος του ναυαγίου, με αποτέλεσμα τη δυσχέρεια των ενεργειών έρευνας και διάσωσης με ευθύνη του πλοιάρχου και του ασυρματιστή του πλοίου. O ασυρματιστής ισχυρίστηκε πως από την πρώτη στιγμή έδωσε το στίγμα μέσω του «Ολύμπια Ράδιο» και του «Καναλιού 4».
Η δίκη για το ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα» άρχισε στις 27 Μαΐου του 2005 στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων Πειραιώς και στις 27 Φεβρουαρίου του 2006 εκδόθηκε η ετυμηγορία. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πλοίο ήταν αξιόπλοο, ότι οι βάρκες ήταν σε καλή κατάσταση κι ότι η πρόσκρουση οφειλόταν σε κακή διακυβέρνηση κυρίως από τον υποπλοίαρχο, ενώ η γρήγορη βύθιση αποδόθηκε στο γεγονός ότι δεν ήταν κλειστές οι υδατοστεγείς θύρες.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν στους κατηγορούμενους
Οι κατηγορούμενοι για το τραγικό ναυάγιο ήταν επτά και καταδικάστηκαν όλοι με τις παρακάτω ποινές:
- Ο πλοίαρχος Βασίλης Γιαννακής καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 11 χρόνων 11 μηνών και 25 ημερών
- Ο ύπαρχος Γιώργος Τριαντάφυλλος καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών και 28 ημερών
- Ο Α’ μηχανικός Γεράσιμος Σκιαδαρέσης καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 7 ετών, πέντε μηνών και 28 ημερών
- Ο ασυρματιστής Δημήτρης Τσούμας καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών με τριετή αναστολή
- Ο διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος της τότε της πλοιοκτήτριας εταιρείας Νικόλαος Βικάτος και Κωνσταντίνος Κληρονόμος καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, 6 μηνών και 2 ημερών.
Οι άνθρωποι που χάθηκαν δεν γύρισαν ποτέ πίσω… Ούτε το πλοίο βγήκε ξανά στον αφρό των κυμάτων, αφού ακόμα 21 χρόνια μετά είναι σπασμένο καράβι, κούφιο κι ακίνητο στο βυθό.
Τραγική ειρωνεία: το «Σαμίνα», είχε σχεδόν ίδιο όνομα με το πλοίο «Σάμαινα», που στην ίδια γραμμή, μερικά χρόνια πριν, είχε άθελά του εμπλακεί σε ναυτικό δυστύχημα με την πυραυλάκατο «Κωστάκος», που έκανε άσκηση απόκρυψης από το ραντάρ του. Σ’ εκείνο το δυστύχημα χάθηκαν τέσσερις ανθρώπινες ζωές.
Ευθύνες και παραλείψεις
Έπειτα από 12μηνη έρευνα, οι διορισμένοι πραγματογνώμονες (Απ. Παπανικολάου, καθηγητής ΕΜΠ, Ι. Βεντούρας, πλοίαρχος Α” τάξεως, Γ. Δημητριάδης, αντιπλοίαρχος Π.Ν., Θ. Λουκάκης, καθηγητής ΕΜΠ και Εμ. Μανιός, ναυπηγός) παρέδωσαν στις 25 Σεπτεμβρίου του 2001 στον ειδικό εφέτη ανακριτή την έκθεσή τους.
Συγκεκριμένα:
– Οι χειρισμοί του πληρώματος φυλακής γέφυρας ακόμα λίγα λεπτά πριν τη πρόσκρουση ήταν ανεπαρκείς, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση. Περίπου 15 λεπτά πριν την πρόσκρουση, το πλοίο ερήμην των κανόνων ασφαλούς πλοήγησης σε συνδυασμό με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και εκτός ελέγχου της πραγματικής του θέσης, έπλεε με χρήση αυτόματου πιλότου (autopilot) με ευθύνη του πληρώματος φυλακής γέφυρας και το ακριβές στίγμα του πλοίου δεν ήταν γνωστά στον υποπλοίαρχο.
– Κατά παράβαση του πιστοποιητικού ασφαλείας, οι υδατοστεγείς πόρτες ήταν όλες ανοιχτές, ενώ θα έπρεπε να ήταν ερμητικά κλειστές, με ευθύνη του πλοιάρχου και του υποπλοιάρχου.
– Οι αξιωματικοί του μηχανοστασίου μετά την πρόσκρουση δεν ειδοποίησαν έγκαιρα τον πλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο για την ύπαρξη ρήγματος, παραλείποντας να κλείσουν τις υδατοστεγείς πόρτες (ηλεκτρικό πίνακα ή το χειροκίνητο σύστημα) τις 3 από τις 11 με αποτέλεσμα την ταχεία κατάκλυση υδάτων στο εσωτερικό του σκάφους. Η καθυστέρηση ειδοποίησης του πλοιάρχου ήταν 8-10 λεπτά.
– Δεν τέθηκε σε λειτουργία η σειρήνα έκτακτης ανάγκης για εγκατάλειψη του πλοίου και της σχετικής ενημέρωσης από τα μεγάφωνα του πλοίου, με ευθύνη του πλοιάρχου, καθώς επίσης δεν υπήρξε καθοδήγηση από το ανωτέρω πλήρωμα για οργανωμένη εκκένωση του πλοίου.
– Πολλά σωσίβια δεν ήταν εφοδιασμένα με λαμπτήρες σήμανσης και δεν διέθεταν σφυρίχτρες.
– Το πλοίο λίγο μετά την πρόσκρουση βυθίστηκε στο σκοτάδι, η ηλεκτρογεννήτρια έκτακτης ανάγκης (emergency generator) εντός ολίγων λεπτών μετά την σύγκρουση λόγω βλάβης έπαψε να λειτουργεί.
– Η παράλειψη διαβίβασης στίγματος του ναυαγίου, με αποτέλεσμα τη δυσχέρεια των ενεργειών έρευνας και διάσωσης με ευθύνη του πλοιάρχου και του ασυρματιστή του πλοίου. O ασυρματιστής ισχυρίστηκε πως από την πρώτη στιγμή έδωσε το στίγμα μέσω του «Ολύμπια Ράδιο» και του «Καναλιού 4».
Οι καταγγελίες πριν από το ναυάγιο και η αυτοκτονία του εφοπλιστή Παντελή Σφηνιά
Ο Α’ μηχανικός Αναστάσιος Σορόκας, δούλευε στο πλοίο έως της 19 Σεπτεμβρίου, δηλαδή λίγες ημέρες πριν να βυθιστεί. Ο ίδιος παραιτήθηκε υποστηρίζοντας ότι το πλοίο ήταν αναξιόπλοο με πολλά προβλήματα μεταξύ των οποίων άσχημη κατάσταση μηχανών, παλαιότητα και έλλειψη συντήρησης των τεσσάρων ηλεκτρομηχανών, προβληματική λειτουργία των συστημάτων καθέλκυσης των λέμβων και ανεπάρκεια των υδατοστεγών θυρών σε περίπτωση που ένα τμήμα του πλοίου κατακλυζόταν με νερά όπως και έγινε.
Μετά από αυτές τις καταγγελίες διατάχθηκαν δύο έκτακτες επιθεωρήσεις, μια στις 21 Σεπτεμβρίου του 2000 και άλλη μια στις 26 του ίδιου μήνα από τους επιθεωρητές του ΚΕΕΠ (Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων).
Κατά την πρώτη επιθεώρηση, οι επιθεωρητές δεν βρήκαν κανένα πρόβλημα στο πλοίο, ενώ μετά από νέες καταγγελίες του Α’ μηχανικού, πραγματοποιήθηκε και η δεύτερη επιθεώρηση στην οποία όμως και πάλι δεν βρήκαν κάποιο πρόβλημα.
O τέως πρόεδρος της ΠΕΜΕΝ Γ. Τούσσας είχε αναφέρει πως το Σάμινα δεν διέθετε Πιστοποιητικό Ασφάλειας. Η ισχύς του Πιστοποιητικού Ασφαλείας, που είχε εκδοθεί από τον ΚΕΕΠ είχε λήξει στις 17 Αυγούστου του 2000 και ταξίδευε με προσωρινό πιστοποιητικό του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης.
Ο 55χρονος εφοπλιστής, που ήταν αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Μinoan Flying Dolphins , Παντελής Σφηνιάς, δεν άντεξε το βάρος της τραγωδίας και της πίεσης που του ασκήθηκε.
Έδωσε τέλος στη ζωή του το πρωί της 29ης Νοεμβρίου του 2000 πέφτοντας από τον έκτο όροφο του κτιρίου της εταιρείας στην Ακτή Κονδύλη στον Πειραιά.
Οι ποινές
Οι κατηγορούμενοι για το τραγικό ναυάγιο ήταν επτά και καταδικάστηκαν με τις κάτωθι ποινές:
Ο πλοίαρχος Βασίλης Γιαννακής καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 11 χρόνων 11 μηνών και 25 ημερών για:
• Διατάραξη ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας με ενδεχόμενο δόλο από την οποία επήλθε θάνατος ανθρώπων (κακούργημα)
• Ναυάγιο από αμέλεια
• ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή
• σωματικές βλάβες από αμέλεια κατά συρροή
• μη αυτοπρόσωπη διεύθυνση πλοίου από πλοίαρχο σε πλου με δυσχερή σημεία.
Πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 16 χρόνων, ενός μήνα και 15 ημερών.
Ο υποπλοίαρχος Αναστάσιος Ψυχογιός καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 12 χρόνων, 9 μηνών και 25 ημερών για:
• διατάραξη ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας με ενδεχόμενο δόλο από την οποία επήλθε θάνατος ανθρώπων (κακούργημα)
• ναυάγιο από αμέλεια
• ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή
• σωματικές βλάβες από αμέλεια και κατά συρροή.
Πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 19 χρόνων, ενός μήνα και 15 ημερών.
Και οι δύο αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας οδηγήθηκαν στη φυλακή για τη συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής τους.
Ο ύπαρχος Γιώργος Τριαντάφυλλος καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών και 28 ημερών για:
• διατάραξη ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια
• ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή
• πρόκληση σωματικών βλαβών από αμέλεια κατά συρροή
• έκθεση με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή
• εγκατάλειψη πλοίου χωρίς τη συναίνεση πλοιάρχου
Πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση οκτώ χρόνων, εννέα μηνών και 28 ημερών. Η ποινή του είναι εξαγοράσιμη.
Ο Α΄ μηχανικός Γεράσιμος Σκιαδαρέσης καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 7 ετών, πέντε μηνών και 28 ημερών για:
• πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια
• ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή
• πρόκληση σωματικών βλαβών από αμέλεια κατά συρροή
• έκθεση με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή
Πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 8 χρόνων, 6 μηνών και 28 ημερών. Η ποινή του είναι εξαγοράσιμη.
Ο ασυρματιστής Δημήτρης Τσούμας καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών με τριετή αναστολή για:
• Εγκατάλειψη πλοίου χωρίς συναίνεση πλοιάρχου. Πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 15 μηνών με τριετή αναστολή.
Ο διευθύνων σύμβουλος και ο πρόεδρος της τότε της πλοιοκτήτριας εταιρείας Νικόλαος Βικάτος και Κωνσταντίνος Κληρονόμος καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, 6 μηνών και 2 ημερών για:
• Έκθεση κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο
Η ποινή τους είναι εξαγοράσιμη ενώ πρωτόδικα είχαν καταδικαστεί σε φυλάκιση 4 χρόνων, τριών μηνών και τριών ημερών.
Ο Άρειος Πάγος
Δέκα χρόνια μετά το τραγικό ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα» ο Άρειος Πάγος αποφάσισε τελεσίδικα ότι τα κατώτερα δικαστήρια που είχαν χειριστεί την υπόθεση έκαναν νομικά σφάλματα ως προς τα αδικήματα που απέδωσαν στους βασικούς κατηγορούμενους, γεγονός που οδηγεί στην ευμενέστερη ποινική μεταχείρισή τους.
Η Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου, έκανε δεκτή την εισήγηση του αντεισαγγελέα Αθ. Κονταξή και έκρινε ότι πρέπει να μειωθεί η ποινή του πλοιάρχου Βασ. Γιαννακή και να ανατραπεί η σε βάρος του καταδικαστική απόφαση με την οποία του έχει επιβληθεί κάθειρξη 12 ετών.
Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά τον είχε κρίνει ένοχο για τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, της σωματικής βλάβης από αμέλεια και της διατάραξης της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας, αλλά όπως έκρινε ο Άρειος Πάγος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την ποινική νομοθεσία, διότι τα δύο πρώτα αδικήματα απορροφώνται από το τρίτο.
Έτσι, η ποινική δίωξη σε βάρος του πλοιάρχου είχε παύσει αφού τα δύο πλημμελήματα για τα οποία είχε καταδικαστεί σε 6 χρόνια και 5 μήνες είχαν παραγραφεί. Αντίθετα, παρέμεινε η ποινή των 5 ετών και 6 μηνών που του επιβλήθηκε για διατάραξη της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας και για τα πλημμελήματα της μη αυτοπρόσωπης διεύθυνσης πλοίου και του ναυαγίου από αμέλεια.
Την στιγμή της απόφασης του Αρείου πάγου, ο πλοίαρχος είχε αποφυλακιστεί, αφού είχε εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του.
Ο Ήρωας φαντάρος Βασίλης Ραχούτης
Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τον 19χρονο ήρωα Βασίλη Ραχούτη που πνίγηκε παλεύοντας με τα κύματα προσπαθώντας να σώσει συνανθρώπους του που κινδύνευαν. Προς τιμή του στην Φθιώτιδα υπάρχει η προτομή του, ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ η θυσία του.
«Έτσι σώθηκα στο ναυάγιο του Σαμίνα»
Πέρασαν κιόλας 21 χρόνια (26 Σεπτεμβρίου του 2000) από την τραγωδία του Σαμίνα . Από το βράδυ που 81 ψυχές έχασαν την ζωή τους στα αγριεμένα νερά της Πάρου. Από το βράδυ που όσοι κατάφεραν να επιζήσουν ζουν μέχρι σήμερα μ’ αυτό. Όπως κι η Στέλλα Κυριαζάνου, η οποία είχε Άγιο, όπως λέει στο Gazzetta Weekend Journal, εξιστορώντας τις στιγμές που βίωσε εκείνη τη νύχτα της απόλυτης τραγωδίας.
«Θα ξεκινήσω από τη στιγμή που ήμουν στην καμπίνα με έναν κύριο και το παιδί του. Φτάναμε όμως στην Πάρο, ήξερα ότι περίπου μισή ώρα πριν αράξουμε στο λιμάνι ακούγεται η σχετική ανακοίνωση, τη συγκεκριμένη νύχτα όμως τίποτα. Έτσι, είπα να βγω στο σαλόνι της πρώτης θέσης για να δω πού ακριβώς βρισκόμαστε.
Ξαφνικά ακούγεται ένας θόρυβος, αλλά δεν καταλάβαμε όσοι ήμασταν μέσα ότι είχαμε βρει στα βράχια.
Τα πάντα άρχισαν να εξελίσσονται πολύ γρήγορα. Δεν υπήρχε ενημέρωση ότι βουλιάζουμε, προσπαθούσαμε ο ένας με τον άλλον να βοηθηθούμε. Στη συνέχεια, θυμάμαι ότι βγήκα στο πίσω κατάστρωμα, μερικοί επιβάτες είχαν ανακαλύψει κάποια σωσίβια. Και λέω επιβάτες διότι δεν είδαμε κανέναν από το πλήρωμα.
Εμένα με βοήθησε ένας συνεπιβάτης μου να το βάλω σωστά διότι αρχικά το είχα τοποθετήσει λανθασμένα.
Το καλό είναι ότι στις πρώτες στιγμές υπήρχε ηρεμία, δεν τρομάξαμε τόσο πολύ. Ίσως γιατί βλέπαμε τα φώτα της Παροικιάς. Πού να φανταστούμε ότι σε λιγότερο από μισή ώρα τα πάντα θα είχαν χαθεί!
Τα ελάχιστα φώτα που βλέπαμε να είναι απέναντί μας, μας έκαναν να ξέρουμε ότι δεν απέχουμε μακριά από τη στεριά. Επίσης, ακούσαμε ότι ήδη έχουν ενημερωθεί βάρκες που είχαν ξεκινήσει να έρχονται για να μας σώσουν.
Πάρα πολύ γρήγορα το καράβι άρχισε να γέρνει. Ξαφνικά οι διπλανοί μου χάθηκαν. Εγώ συνέχισα να στέκομαι εκεί, στο κατάστρωμα. Δεν είχα αντιδράσει, δεν μπορούσα. Μου ήταν αδύνατον. Ξ
έρετε, ήμουν στο κατάστρωμα της πρώτης θέσης που έχει ένα ντεκ. Το ρήγμα ήταν πολύ μεγάλο και μέσα σε περίπου μισή ώρα το πλοίο βυθίστηκε.
Εκεί ένας στρατιώτης, ο γνωστός Βασίλης Ραχούτης που βοήθησε πολλούς εκείνο το βράδυ, μου φωνάζει “έλα πάνω”. Αρχικά σάστισα. Λέω: “ποιος είσαι εσύ και πού ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε”;
Μου απάντησε να τον εμπιστευτώ και χωρίς να διστάσω τον ακολούθησα. Βρέθηκα στο ψηλότερο μέρος του καραβιού και ευτυχώς που τον άκουσα, γιατί αλλιώς θα είχα πεθάνει. Εκεί άρχισα να φοβάμαι. Τα φώτα ήδη όλα είχαν σβήσει. Φαινόντουσαν μόνο αυτά, τα μακρινά φωτάκια της Παροικιάς.
Ο κόσμος που υπήρχε λοιπόν στο πιο πάνω κατάστρωμα ήταν πάρα πολύς. Προσπάθησα να κρατηθώ από τα κάγκελα αλλά ήταν αδύνατον. Μπροστά μου υπήρχαν δύο σειρές από ανθρώπινα σώματα, μεταξύ των οποίων πολλά ήταν γυμνά. Το καράβι ξεκίνησε να παίρνει επικίνδυνη κλίση. Άκουγες από μέσα να σπάνε τα πάντα, δεν βλέπαμε τίποτα, παρά μόνο ακούγαμε παιδικές φωνές, κραυγές μεγαλυτέρων.
Μιλάμε για σκηνές Τιτανικού. Αυτές που βλέπαμε στην ταινία και κανείς μας ποτέ δεν περίμενε να βιώσει. Εγώ έμεινα στο πλοίο μέχρι το τέλος. Αυτό ήταν! Το καράβι εξαφανίστηκε στον βυθό της θάλασσας. Εμένα η ρουφήχτρα με πήρε κάτω τρεις φορές και τελικά κατάφερα να μείνω στην επιφάνεια.
Ήμουν πολύ τυχερή, απλά ήθελε ο Θεός να επιζήσω. Φυσικά υπήρχε συνέχεια. Από το κατάστρωμα, το δράμα πήρε συνέχεια στη θάλασσα. Ο αέρας με έπαιρνε και με πήγαινε προς την Κορακιά, τον Παρασπόρο δηλαδή. Επέπλεα μαζί με άλλα δέκα άτομα περίπου. Ο μπαμπάς και το παιδί με τους οποίους ήμουν στην καμπίνα δεν ήταν μαζί μου. Πνίγηκαν. Ο στρατιώτης που με βοήθησε, το παλικάρι αυτό επίσης δεν τα κατάφερε, χάθηκε κι αυτό.
Θεέ μου! Ενώ ήμασταν μέσα στη θάλασσα και απλά περιμέναμε ένα θαύμα, εμφανίστηκε μπροστά μας ένα κότερο, το “Αγγελική”. Όμως ήταν αδύνατον να μας πλησιάσει, διότι λόγω των πολλών μποφόρ, αν ερχόταν προς το μέρος μας θα μας σκότωνε. Μας πέταξαν κάτι μικρές βάρκες. Ανεβαίνουμε πάνω και δεν βλέπουμε κάποια μηχανή. “Κάτσε εδώ και ο Θεός ο βοηθός”, μου λέει ένας κύριος. Το ρεύμα μας πήγαινε πάνω στα βράχια και ευτυχώς λίγο πριν χτυπήσω πάνω στα βράχια, όπου πολλοί πέθαναν χτυπώντας πάνω τους, ήρθε μία λάτζα να με σώσει. Ήταν η βάρκα του Γιάννη Περαντινού, τον οποίο γνώριζα. “Γιάννη σώσε με”, του φώναξα, με προσέγγισε, πέταξε κουλούρες στο νερό και αυτός είναι ο άνθρωπος εξαιτίας του οποίου σήμερα σας μιλάω.
Δεν ήταν εύκολο να μας πάρει αμέσως, όμως, γιατί ο αέρας, όπως είπα και πριν, ήταν τόσο έντονος που ήταν σχεδόν αδύνατον να βγούμε από το νερό. Οι άνθρωποι επίσης δεν έβλεπαν τίποτα παραπάνω από τα φωτάκια που υπήρχαν στα σωσίβιά μας. Εμένα με την τέταρτη προσπάθεια με τράβηξε προς τα πάνω. Παραδόξως όσο ήμασταν μέσα σ’ αυτό ήταν ζεστά, μετά που βγήκαμε ήταν πολύ παγωμένα, έτρεμα σαν το ψάρι, είχα πάθει υποθερμία.
Τελικά, πατήσαμε γη στο λιμανάκι της Πούντας, αφού εκεί το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Μόλις κατεβήκαμε, είδαμε ασθενοφόρα και συγγενείς επιβατών. Εκεί ήταν κι ο πατέρας μου με τον αδερφό μου. Είχαν ακούσει ότι το πλοίο προσέκρουσε στα βράχια και έτρεξαν για να με βρουν. Ήταν κι άλλοι που ερχόντουσαν σ’ αυτό το σημείο.
Έτσι σώθηκα εγώ. Δυστυχώς 81 ψυχές δεν τα κατάφεραν».
Ύστερα από τόσα χρόνια υπάρχει κάτι που σας έρχεται στο μυαλό;
«Απλά για εμάς όσο ήμασταν μέσα στο πλοίο, κανείς από το προσωπικό δεν είδα να ενδιαφέρεται. Ακόμη και σήμερα προσπαθώ να το ξεχάσω. Αδύνατον. Γυρνώντας το μυαλό μου σε εκείνες τις στιγμές, λέω ότι πριν βυθιστεί το πλοίο είχα Άγιο. Ήμουν στην καμπίνα και δεν είχε γίνει η συνηθισμένη ανακοίνωση. Αν είχε συμβεί ως συνήθως, δεδομένα θα είχα πνιγεί κι εγώ όπως συνέβη με εκείνον τον άντρα και το παιδί του».