Καθώς η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών προχωρά, η Ευρώπη κινείται σε έναν πολύ διαφορετικό δρόμο: Μια παρατεταμένη οικονομική επιβράδυνση που συνεχίζεται εξιατίας των υψηλών επιτοκίων και τον παρατεταμένο αντίκτυπο του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Από τη Liz Alderman/New York Times
Η ανάπτυξη στην ευρωζώνη συρρικνώθηκε κατά 0,1% αυτό το καλοκαίρι, περισσότερο από το αναμενόμενο, καθώς τα επιτόκια ρεκόρ που προορίζονται για την καταπολέμηση του πληθωρισμού αμβλύνουν την οικονομική δραστηριότητα στη Γερμανία και τη Γαλλία, τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής, ανέφερε η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία.
Αυτός ο αναιμικός ρυθμός είναι σε έντονη αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η οικονομία έχει εκτιναχθεί παρά την άνοδο των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προκειμένου να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξήθηκε κατά 1,2% το τρίτο τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο -ετήσιος ρυθμός 4,9 τοις εκατό- υποβοηθούμενο από την τεράστια καταναλωτική δαπάνη και την επιβράδυνση του πληθωρισμού, που αύξησαν την αγοραστική δύναμη.
Η ύφεση αντανακλά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι οποίοι την περασμένη εβδομάδα διέκοψαν την εκστρατεία τους για αύξηση των επιτοκίων εν μέσω ενδείξεων ότι η οικονομία της περιοχής έχει αποδυναμωθεί. Τα στοιχεία έδειξαν ότι ο πληθωρισμός της ευρωζώνης τον Οκτώβριο υποχώρησε στο 2,9%, μια άλλη ένδειξη της επίδρασης των υψηλότερων επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας.
Η οικονομική παραγωγή στις 20 χώρες που χρησιμοποιούν το νόμισμα του ευρώ μειώθηκε κατά 0,1% από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο, αντιστρέφοντας μια ήπια αύξηση ανάπτυξης το δεύτερο τρίμηνο και παρατείνοντας σχεδόν ένα έτος ήπιας οικονομικής δραστηριότητας. Σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι, η οικονομική ανάπτυξη το τρίμηνο ήταν μόλις 0,1%.
Η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια σχεδόν παράλληλα με τη Fed για την καταπολέμηση της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων που προέρχονται από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στην πορεία, η Christine Langarde, η πρόεδρος, έχει επανειλημμένα επιδιώξει να βαδίσει πάνω σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ της επιβράδυνσης της οικονομίας αρκετά ώστε να τιθασευθούν οι αυξήσεις των τιμών -που είχε προκαλέσει τους καταναλωτές να περικόψουν τις δαπάνες και είχαν επιβαρύνει πολλές επιχειρήσεις με αβάσταχτο κόστος- και τη μη ανατροπή της ευρωζώνης σε ύφεση.
Αλλά η ενεργειακή κρίση «έπληξε την Ευρώπη πολύ πιο σκληρά από τις ΗΠΑ, καθώς οι δεύτερες δεν εξαρτώνται από το ρωσικό αέριο και είναι παραγωγός πετρελαίου», δήλωσε ο Bert Colijn, ανώτερος οικονομολόγος της ευρωζώνης στην ING Bank. «Αυτό έχει επιβαρύνει τη δραστηριότητα της ευρωζώνης από τα τέλη του περασμένου έτους και κράτησε την οικονομία στάσιμη».
Οι τιμές στα ευρωπαϊκά πρατήρια καυσίμων και σούπερ μάρκετ έχουν μειωθεί σε σχέση με τις διψήφιες αυξήσεις που παρατηρήθηκαν μόλις πριν από ένα χρόνο. Ακόμα κι έτσι, τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά συνέχισαν να κρατούν τις αποταμιεύσεις τους πιο προστατευμένες σε σχέση με τους Αμερικανούς καταναλωτές.
Και η επιβράδυνση όμως της ευρύτερης παγκόσμιας οικονομίας δεν βοήθησε.
Η Ευρώπη έχει πληγεί από ψυχρότερη ανάπτυξη, ειδικά όσον αφορά τις εξαγωγές προς την Κίνα, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χώρες όπως η Γερμανία που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές αγαθών, από αυτοκίνητα μέχρι φούρνους, για οικονομικό πλούτο έχουν υποστεί τον μεγαλύτερο αντίκτυπο.
«Η Ευρώπη με εξαγωγικό προσανατολισμό είναι πολύ πιο εκτεθειμένη στην κυκλική ύφεση της παγκόσμιας μεταποίησης από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Holger Schmieding, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank στο Λονδίνο.
Μια απότομη ύφεση στην Ευρώπη δεν είναι πιθανή, αλλά «η συνεχιζόμενη οικονομική και γεωπολιτική αβεβαιότητα παράλληλα με τον αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων στην οικονομία θα επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα τρίμηνα», δήλωσε ο Colijn της ING.
Η ΕΚΤ διέκοψε την εκστρατεία της για αυξήσεις επιτοκίων αυτόν τον μήνα εν μέσω ενδείξεων ότι η μάχη για τον πληθωρισμό άρχισε να αποδίδει καρπούς.
Η στατιστική υπηρεσία ανέφερε σε ξεχωριστή ανακοίνωση ότι οι τιμές καταναλωτή στην ευρωζώνη αυξήθηκαν κατά 2,9% κατά τη διάρκεια του έτους έως τον Οκτώβριο, από 4,3% τον προηγούμενο μήνα. Αν και πολύ κάτω από το ποσοστό του 10% μόλις πριν από ένα χρόνο, ο πληθωρισμός στην Ευρώπη παραμένει υψηλός συνολικά, ειδικά για τα τρόφιμα και την ενέργεια, διατηρώντας τους καταναλωτές προσεκτικούς όσον αφορά τις δαπάνες.
Και τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν περιορίσει επίσης τη δραστηριότητα μεταξύ των νοικοκυριών και των εταιρειών στέλνοντας τα επιτόκια δανεισμού υψηλότερα, περιορίζοντας την πίστωση που απαιτείται για αγορές και επενδύσεις.
Παράλληλα, η οικονομία της Γερμανίας, η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, συρρικνώθηκε κατά 0,1% το τρίτο τρίμηνο. Ο ενεργοβόρας βιομηχανικός τομέας της χώρας συνεχίζει να ταλαντεύεται από ένα σοκ τιμών μετά τη διακοπή των ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία στη Γερμανία, η οποία έχει εκτοξεύσει τον πληθωρισμό και περιόρισε τις καταναλωτικές δαπάνες.
Η γαλλική οικονομία έχασε επίσης τη δυναμική της, αυξανόμενη κατά 0,1% μετά από μια άνοδο ανάπτυξης το δεύτερο τρίμηνο. Οι καταναλωτές αύξησαν τις δαπάνες, αλλά η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας επηρέασε τους Γάλλους κατασκευαστές, οι οποίοι είδαν τη ζήτηση για τις εξαγωγές τους να μειώνεται. Η ανάπτυξη και στην Ιταλία παρέμεινε στάσιμη.
Οι συνολικές επιδόσεις της ευρωζώνης παραμορφώθηκαν σε κάποιο βαθμό από τη σημαντική μείωση των μεγεθών ανάπτυξης όσον αφορά την Ιρλανδία, έναν σημαντικό εξαγωγέα φαρμάκων. Οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων μειώνονται από το τέλος του lockdown εξαιτίας της πανδημίας και η ανάπτυξη στην Ιρλανδία συρρικνώθηκε κατά 1,8% το καλοκαίρι σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Σε μια ενημέρωση αυτόν τον μήνα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είπε ότι η Ευρώπη βρίσκεται «σε ένα σημείο καμπής». Η περιοχή έχει ξεπεράσει μια σειρά από σοκ, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης.
Περισσότεροι άνθρωποι έχουν δουλειές και οι μισθοί αυξάνονται για να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό. Ωστόσο, οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας παραμένουν σχετικά υψηλές –ένας κίνδυνος που φαινόταν πιθανό να συνεχίσει να επιβαρύνει την ανάπτυξη, σύμφωνα με το ΔΝΤ.