Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει τον στόχο για τον πληθωρισμό και να επιτρέψει την υπέρβασή του για ένα μικρό χρονικό διάστημα, προσφέρει περισσότερο χώρο στην κεντρική τράπεζα του ευρώ να υποστηρίξει μια οικονομία η οποία για χρόνια υπο-απέδιδε με βάση τα διεθνή πρότυπα.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Εννέα χρόνια μετά την ιστορική φράση του πρώην Προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ότι η κεντρική τράπεζα θα κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για να διατηρήσει το ευρώ, η διάδοχός του Κριστίν Λαγκάρντ αναθεώρησε τη στρατηγική της τράπεζας έπειτα από 18 μήνες συζητήσεων με στόχο να γίνει πιο σαφής στον τρόπο λήψης αποφάσεων για τα επιτόκια και τον πληθωρισμό. Η αναθεώρηση της στρατηγικής είναι η πρώτη που πραγματοποιεί η ΕΚΤ από το 2003 και η πλέον φιλόδοξη προσπάθεια να επανεξετάσει το ρόλο της στην υπηρεσία των 342 εκατομμυρίων πολιτών της Ευρωζώνης από τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος στις αρχές του 2000.
Ισως πιο σημαντικό ακόμη είναι ότι η απόφαση αυτή εξουδετερώνει ένα από τα προπύργια της γερμανικής οικονομικής πολιτικής –τον φόβο του Βερολίνου για τον υψηλό πληθωρισμό, κατάλοιπο της τραυματικής εμπειρίας που είχε η χώρα την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαιμάρης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παράλληλα, ενισχύει το οπλοστάσιο των κρατών-μελών που ζητούν τη ριζική αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και την εγκατάλειψη της πολιτικής της δημοσιονομικής πειθαρχίας (κάτι που υποστηρίζει και η Λαγκάρντ). Τέλος, η ΕΚΤ κερδίζει κρίσιμο χρόνο στην προσπάθειά της να συνεχίσει την υποστήριξη της οικονομίας της Ευρωζώνης καθώς ανακάμπτει από τη βαθιά ύφεση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού.
Για την Ελλάδα, η απόφαση της ΕΚΤ θα έχει πολλαπλά οφέλη. Η χώρα εξασφαλίζει για αρκετό καιρό ακόμη ότι το κόστος δανεισμού θα παραμείνει χαμηλό, διευκολύνοντας τη δημοσιονομική πολιτική και επιτρέποντας στο τραπεζικό σύστημα να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Παράλληλα, συνεχίζεται η αγορά ομολόγων στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς ενεργητικού της ΕΚΤ διατηρώντας υψηλή ρευστότητα στην εγχώρια αγορά χρέους και επιτρέποντας στις ελληνικές επιχειρήσεις να αντλούν κεφάλαια με πολύ καλούς όρους
Τι άλλαξε στη στρατηγική της ΕΚΤ;
Οι διαμορφωτές πολιτικής συμφώνησαν να επιδιώξουν ανάπτυξη του τιμάριθμου στο 2% μεσοπρόθεσμα με έναν συμμετρικό στόχο. Η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι όταν τα επιτόκια βρίσκονται τόσο χαμηλά ώστε περαιτέρω μείωσή τους να γίνεται αναποτελεσματική, όπως συμβαίνει σήμερα, η οικονομία θα χρειαστεί «ειδικά ισχυρά» νομισματικά μέτρα τόνωσης τα οποία υπονοούν ότι θα υπάρξει μια μεταβατική περίοδος κατά την οποία ο πληθωρισμός θα βρίσκεται μετρίως πάνω από τον στόχο. Η νέα φρασεολογία της ΕΚΤ αποτελεί σημαντική αλλαγή από την προηγούμενη θέση «κάτω, αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα», η οποία ορισμένοι αξιωματούχοι θεώρησαν πως ήταν πολύ θολή και οδήγησε σε εκκλήσεις για επιστροφή σε αυστηρότερη νομισματική πολιτική πολύ νωρίς.
Τι σημαίνει για τον πληθωρισμό;
Η Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι ο παλιός στόχος πληθωρισμού θεωρήθηκε «πολύ περίπλοκος» και τόνισε ότι η νέα έκδοση «απομακρύνει κάθε πιθανή αμφιβολία και αποφασιστικά μεταφέρει το μήνυμα ότι το 2% δεν είναι οροφή.» Αξιωματούχοι συμφώνησαν ότι πρέπει να αντανακλά καλύτερα τα κόστη της ιδιοκατοίκησης στην μέτρηση των πιέσεων τιμών. Ενώ η ένταξη αυτών των στοιχείων στα επίσημα στοιχεία για τον πληθωρισμό θα χρειαστεί χρόνο, η ΕΚΤ θα παρακολουθεί τις αρχικές εκτιμήσεις.
Πώς διαφέρει αυτή η προσέγγιση από αυτή της Fed;
Η ανανεωμένη αποστολή της ΕΚΤ ακολουθεί μια παρόμοια προσπάθεια της Federal Reserve να αμφισβητήσει την προσέγγιση στις οικονομικές προκλήσεις έπειτα από χρόνια χαμένων προσπαθειών σ’ ολόκληρο τον προηγμένο κόσμο για την αναβίωση των τιμών καταναλωτή βιώσιμα. Ωστόσο, εδώ σταματά και η σύγκριση. Το 2020, η Fed ανακοίνωσε ότι θα επιδιώξει έναν πληθωρισμό που θα κινείται σε μέσα επίπεδα στο 2%. Η Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι η νέα θέση της ΕΚΤ διαφέρει από αυτή την Fed και ότι αντίθετα, η στρατηγική επιτρέπει στην ΕΚΤ να επιδιώξει μια «ειδικά ισχυρή απάντηση» στη διάρκεια αρνητικών σοκ.
Πώς θα επηρεάσει την ευρύτερη οικονομία;
Οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές στην Ευρωζώνη λειτούργησαν συμπληρωματικά μεταξύ τους στη διάρκεια της κρίσης του Covid-19, κάτι που δεν είχε συμβεί ξανά στο παρελθόν. Στις προηγούμενες κρίσεις, η ΕΚΤ αργούσε στην υιοθέτηση μη-συμβατικών μέτρων και ακόμη και τότε αφήνονταν να κάνει τα περισσότερα δύσκολα πράγματα μόνη της. Η Λαγκάρντ δήλωσε ότι είναι σίγουρη πως οι διαμορφωτές πολιτικής θα είναι πλέον πιο αποτελεσματικοί απ΄ ότι στο παρελθόν στην επίτευξη του στόχου της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό.
Τι άλλο προβλέπει η αναθεώρηση της ΕΚΤ;
Το κλίμα. Οι νέες πολιτικές της ΕΚΤ περιλαμβάνουν μέτρα για την εξέταση της περιβαλλοντικής και κλιματικής αλλαγής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, στο πλαίσιο των προσπαθειών των κεντρικών τραπεζών σ΄ ολόκληρο τον κόσμο να κάνουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα πιο πράσινο. Η Λαγκάρντ δήλωσε ότι οι διαμορφωτές πολιτικής θα βάλουν την παράμετρο της κλιματικής αλλαγής στην αγορά ενεργητικού και στην ευρύτερη νομισματική πολιτική. Θα σχεδιάσουν επίσης ένα πλαίσιο για το πώς θα διαχειριστούν την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα. Τα μέτρα κυρίως εστιάζουν στους κινδύνους που προκαλεί η υπερθέρμανση του πλανήτη.
Η Λαγκάρντ δήλωσε ότι ακόμη δεν έχει διαγνωστεί το πώς η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει τον πληθωρισμό και ότι η ΕΚΤ δεν έχει λάβει απόφαση. Αναλυτές διχάζονται ως προς τον αντίκτυπο. Αλλοι υποστηρίζουν ότι θα τονώσει τις τιμές καταναλωτή, ενώ άλλοι υποστηρίζουν το αντίθετο. Προς το παρόν, η ΕΚΤ βρίσκεται κλίνει μάλλον προς το δεύτερο στρατόπεδο, είπε η Λαγκάρντ.
Είναι αρκετά τολμητές αυτές οι κινήσεις για το κλίμα;
Η στρατηγική πιθανότατα θα δεν ικανοποιήσει απόλυτα όσους πιέζουν την ΕΚΤ να συνεισφέρει πιο δυναμικά στη μάχη κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Όμως το σχέδιο δείχνει επίσης πόσο πολύ έχει εξελιχθεί το σκεπτικό στους κόλπους της ΕΚΤ, δεδομένης της επιφυλακτικής στάσης που είχαν κάποιοι αξιωματούχοι στο παρελθόν.
Οι κινήσεις αυτές αντανακλούν προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι την Κίνα να κινητοποιήσουν επενδυτές στην υποστήριξη σχεδίων με μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και να εξετάσουν τους μακροπρόθεσμους κινδύνους που ενέχει η υποστήριξή τους σε βιομηχανίες που προκαλούν τη μεγαλύτερη ζημιά στο περιβάλλον.