Η στάση των Δυτικών κυβερνήσεων παραπέμπει περισσότερο σε μια προσπάθεια να βγει ηττημένη η Ρωσία παρά σε μια σχετικά γρήγορη ειρήνευση
κείμενο Παναγιώτης Σωτήρης
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Εάν κανείς παρατηρήσει τη διεθνή αντιπαράθεση γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία, θα διαπιστώσει ότι κατά βάση αναπτύσσονται δύο ρητορικές κατευθύνσεις. Η μία που περιλαμβάνει τις ΗΠΑ και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, κατατείνει κατά βάση στη διαρκή καταγγελία της ρωσικής επιθετικότητας, τον στιγματισμό της ηγεσίας, του Βλαντιμίρ Πούτιν συμπεριλαμβανομένου, και εσχάτως με αφορμή τα γεγονότα στη Μπούτσα, την έγκληση για «εγκλήματα πολέμου».
Η άλλη, που μπορεί κανείς να τη δει σε χώρες που δεν ανήκουν στον «στενό πυρήνα» της Δύσης, στην Κίνα, αλλά εμμέσως και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως επικεντρώνει στην ανάγκη να επιστρέψει η διπλωματία και να υπάρξει μια πολιτική διέξοδος ώστε να αποφευχθεί η συνέχιση του δράματος πρώτα και κύρια των αμάχων πολιτών της Ουκρανίας.
Η ρητορική αντιπαράθεση, που όπως συχνά συμβαίνει με τη διεθνή σκηνή, μπορεί να υποκρύπτει κυνισμό και στις δύο εκδοχές της, παραπέμπει σχηματικά σε δύο εκδοχές για τη δυνατότητα εξόδου από τη σημερινή τραγική κατάσταση: την επιδίωξη μιας ήττας της Ρωσίας και την προσπάθεια να υπάρξει κάποιου είδους ειρήνευση.
Πόσο εύκολο είναι να υπάρξει ρωσική ήττα;
Η επιλογή να προκριθεί ως στόχος η ήττα της Ρωσίας αυτή τη στιγμή δικαιολογείται κατά βάση επειδή η Ρωσία παραβίασε το διεθνές δίκαιο, πραγματοποιώντας επιθετική ενέργεια και εισβολή, ενώ διαπράττει εγκλήματα πολέμου. Με αυτή τη συλλογιστική, η αποκατάσταση του διεθνούς δικαίου περνάει μέσα από την ήττα του εισβολέα.
Βεβαίως, αυτή η οπτική παραβλέπει ότι συνήθως μια σύγκρουση, ακόμη και εάν ο ένας πόλος έχει πολύ μεγαλύτερη ευθύνη, πατάει σε κάποιο ανεπίλυτο ζήτημα (εν προκειμένω το θέμα των ρωσόφονων της Ουκρανίας και της κατάστασης στο Ντονμπάς) και διεξάγεται στο φόντο μιας συνολικότερης διεθνούς αντιπαράθεσης (εν προκειμένω αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως η προληπτική ανάσχεση της Ρωσίας μέσω της επέκτασης του ΝΑΤΟ).
Προφανώς οι καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου παρέχουν μια ιδιαίτερη φόρτιση, όμως η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων που έφτασαν στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, δείχνει ότι συχνά σε τέτοιους «εθνικούς» πολέμους εγκλήματα πολέμου διαπράττουν όλες οι πλευρές δυστυχώς. Επιπλέον, όπως φάνηκε και από πρόσφατη σχετική έκθεση, εγκλήματα πολέμους συμβαίνουν ακόμη και σε «δικαιωμένες» επιχειρήσεις όπως η πολιορκία και κατάληψη της Ράκκα από τις αμερικανικές δυνάμεις και τις κατά βάση κουρδικές Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις. Επιπλέον, υπάρχει πάντα η δυσκολία (και ανάγκη συνάμα…) διερεύνησης περιστατικών που όντως μπορούν να καταταγούν στις false flag operations αλλά και στις false false flag operations.
Όλα αυτά κατατείνουν σε μια κατεύθυνση όπου η Ρωσία αντιμετωπίζει ακόμη μεγαλύτερες και αυστηρότερες κυρώσεις (π.χ. μια επέκταση και στο πετρέλαιο ή τον άνθρακα), όπου η Ουκρανία συνεχίζεται να ενισχύεται με εξοπλισμό και η ελπίδα είναι η φθορά από τις κυρώσεις και την ουκρανική αντίσταση και πιθανώς κάποια έκρηξη δυσαρέσκειας στο εσωτερικό της Ρωσίας, να οδηγήσει σε μεγάλης κλίμακας αναδίπλωση και εκ των πραγμάτων υποχώρηση με όρους ήττας, που θα μπορούσε να οδηγούσε και σε εσωτερική πολιτική ανατροπή στη Ρωσία.
Όμως, αυτό δείχνει να προσκρούει σε πλευρές του πραγματικού συσχετισμού. Στο αμιγώς στρατιωτικό επίπεδο, η Ρωσία δείχνει να επικεντρώνει στον πλήρη έλεγχο του Ντονμπάς, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι εξαρχής στόχος ήταν η κατοχύρωση της «κυριαρχίας» των λαϊκών δημοκρατιών και στη συστηματική καταστροφή ουκρανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Παρότι συναντά ισχυρές αντιστάσεις, καθώς γύρω από το Ντονμπάς ήταν συγκεντρωμένος και ο κύριος όγκος των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, η δυναμική των πραγμάτων δεν παραπέμπει προς τη ρωσική ήττα αλλά περισσότερο σε μια τελική κατίσχυση, έστω και με κόστος. Επιπλέον, αυτό δίνει σταδιακά τη δυνατότητα στη Ρωσία να θεωρήσει ότι μπορεί να υπαγορεύει στους όρους της ειρήνευσης στο δίπτυχο αναγνώριση Ντονμπάς Κριμαίας και ουδετερότητα της Ουκρανίας.
Αυτό θα σήμαινε μια διαπραγμάτευση με την ουκρανική πλευρά που θα επικέντρωνε στην αναγνώριση των «τετελεσμένων γεγονότων» στο ουκρανικό έδαφος σε συνδυασμό με την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από τις υπόλοιπες περιοχές σε συνδυασμό εξασφάλιση της «ουδετερότητας» μιας στρατιωτικά αποδυναμωμένης Ουκρανίας.
Γιατί η Δύση δεν δείχνει έτοιμη για ειρήνευση τώρα;
Μια εξέλιξη όπως αυτή που περιγράφηκε πιο πάνω αυτή τη στιγμή δεν δείχνει εύκολα αποδεκτή από τη Δύση (ως ένα βαθμό ούτε και από την ουκρανική πλευρά). Και αυτό γιατί παρότι μπορεί κανείς να υποθέσει εύλογα ότι ένα σημαντικό μέρος των κυρώσεων θα παρέμεναν εν ισχύ, ότι η αναγνώριση της όποιας ειρήνευσης και των δεδομένων θα παρέμενε διακυβευόμενη (ενδεικτικό το πώς αντιμετωπίστηκε η εκ νέου ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία), όπως και ότι θα συνεχιστεί η διερεύνηση τυχόν εγκλημάτων πολέμου, στην πράξη η Ρωσία θα μπορεί να υποστηρίζει ότι πέτυχε τους βασικούς σκοπούς της.
Αυτό προσκρούει σε έναν μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό της Δύσης και των ΗΠΑ που είναι ουσιαστικά μια ανάσχεση της Ρωσίας, με το βλέμμα στραμμένο στην Κίνα.
Επιπλέον, μια τέτοια έμμεση αναγνώριση των ρωσικών πρακτικών θα ακύρωνε τον τρόπο με τον οποίο οι δυτικές ελίτ αλλά και η δυτική «δημόσια σφαίρα» σήμερα κινητοποιούνται γύρω από ένα αφήγημα ότι αντιπροσωπεύουν τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», ύστερα από μια σχετικά μακρά περίοδο απουσίας ισχυρών ιδεολογικών σημείων αναφοράς.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί σήμερα η Δύση δεν πρωτοστατεί σε προσπάθειες για ειρήνευση και κυρίως επικεντρώνει στην κατά το δυνατό (για να αποφευχθεί και ο κίνδυνος απευθείας σύγκρουσης ΝΑΤΟ και Ρωσίας) ενίσχυση της αντοχής της Ουκρανίας και της πίεσης προς τη Ρωσία, σε ένα είδος «πολέμου φθοράς» προς τη Μόσχα.
Ο διαρκής κίνδυνος κλιμάκωσης
Βεβαίως μια τέτοια κατεύθυνση δεν διευκολύνει την επίτευξη μιας διαδικασίας ειρήνευσης και την εξαρτά περισσότερο από την εξέλιξη των επιχειρήσεων στο ίδιο το πεδίο των πολεμικών συγκρούσεων, σε συνδυασμό με τα μέτρα πολιτικών απομόνωσης της Ρωσίας και το κόστος των κυρώσεων.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει το ενδεχόμενο αντί για τη ρωσική αναδίπλωση, ο συσχετισμός αυτός να οδηγήσει σε μια ακόμη μεγαλύτερη επιμονή της Ρωσίας να πετύχει στρατιωτικά τους στόχους της, ιδίως για την κατοχύρωση των όποιων εδαφικών κερδών στο Ντονμπάς.
Αυτό με τη σειρά του θα επιτείνει και στη Δύση τη συζήτηση για ενεργητικότερη εμπλοκή, που να υπερβαίνει την αποστολή φορητού και εν γένει εύκολα μεταφερόμενου οπλισμού στην Ουκρανία ή κάποιων στρατιωτικών οχημάτων και τεθωρακισμένων. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν ακουστεί φωνές που υποστηρίζουν ακόμη και την με κάποιο τρόπο αποστολή «ειρηνευτικής δύναμης», που βέβαια σε περιοχή όπου δεν έχουν σταματήσει οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεπάγεται άμεση εμπλοκή και άρα όλο το ενδεχόμενο της κλιμάκωσης της σύγκρουσης.
Προφανώς σε όλη αυτή τη διάρκεια το δράμα των αμάχων θα συνεχίζεται, όπως και συνολικά τα τραγικά αποτελέσματα που μια τέτοια σύγκρουση συνεπάγεται.
Στοιχείο που υπογραμμίζει τη σημασία της διαπίστωσης ότι οι πόλεμοι διεξάγονται στρατιωτικά αλλά το τέλος τους πάντα ενέχει ένα χαρακτήρα πολιτικής σε τελική ανάλυση απόφασης.