Ποια μπορεί να είναι τα “τεχνικά-στρατιωτικά μέσα” στα οποία η ρωσική ηγεσία απειλεί να καταφύγει εάν δεν αποσπάσει από τις ΗΠΑ τις εγγυήσεις ασφαλείας που διεκδικεί;
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Του Κώστα Ράπτη
Τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικές ηγεσίες της Δύσης επιμένουν, εβδομάδες τώρα, ότι επίκειται ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία. Αυτός όμως είναι ένας τρόπος να θέτουν εκτός συζήτησης το πραγματικό επίδικο που είναι η φιλοδοξία της Μόσχας (και διακριτικότερα του Πεκίνου) να επιτύχει μιαν επαναφορά στο πνεύμα της αδιαίρετης συλλογικής ασφάλειας, όπως λ.χ. αυτή αποτυπώθηκε στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975, έξω από την αμερικανική “λογική εξαίρεσης” που κατεξοχήν διαπνέει την μεταψυχροπολεμική “μονοπολική στιγμή”.
Μάλιστα η Ουάσιγκτον μοιάζει να ενθαρρύνει εμμέσως τη Μόσχα να προχωρήσει σε στρατιωτικές ενέργειες στην Ουκρανία, αν κρίνουμε και από τις πρόσφατες ακατανόητες δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν ότι μία “ελλάσσων εισβολή” (minor incursion) θα αξιολογηθεί διαφορετικά.
Όμως και οι δύο πρωταγωνιστές της αναμέτρησης είναι εγκλωβισμένοι σε μεγάλες αντιφάσεις.
Το ανέβασμα των τόνων που υιοθέτησε το τελευταίο διάστημα ο Βλαντίμιρ Πούτιν τον υποχρεώνει (εφόσον δεν αναμένεται αμερικανική ανταπόκριση ως προς τις ρωσικές “κόκκινες γραμμές”) να περάσει σε ενέργειες οι οποίες θα δημιουργούν τετελεσμένα, ειδάλλως η κίνησή του θα έχει αυτοϋπονομευθεί. Μοιάζει σαν ο Ρώσος ηγέτης να “κόβει τις γέφυρες” που θα του επέτρεπαν να οπισθοχωρήσει με μη ταπεινωτικό τρόπο, αναγκάζοντας με τον τρόπο αυτό και όλες της πτέρυγες του συνασπισμού εξουσίας στη Ρωσία να συνταχθούν στην δική του προσωπική μεταστροφή.
Ωστόσο, η Ουκρανία αποτελεί έναν στόχο τόσο προφανή, ώστε να χάνεται το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού – και άλλοι εξίσου εύκολοι δεν προβάλλουν στον ορίζοντα. Επιπλέον, η ανάληψη στρατιωτικής δράσης είναι ό,τι ακριβώς που προσδοκά από αυτόν η Ουάσιγκτον, ώστε να κινητοποιηθούν οι προαναγγελλόμενες “κυρώσεις από την κόλαση” που θα της προσφέρουν, ασχέτως των εξελίξεων επί του πεδίου, μία μεγάλη πολιτική νίκη, εξασφαλίζοντας τη ρηγμάτωση του ευρασιατικού χώρου και την ισχυρότερη πρόσδεση απρόθυμων συμμάχων, όπως η Γερμανία και η Γαλλία στο ατλαντικό “άρμα”.
Βεβαίως, τα “τεχνικά-στρατιωτικά μέσα” δεν ταυτίζονται με μία εισβολή στην ουκρανική επικράτεια, η οποία είναι και επιχειρησιακά αχρείαστη, με δεδομένες τις δυνατότητες της Ρωσίας στα πυραυλικά πλήγματα εξ αποστάσεως και στον ηλεκτρονικό πόλεμο. Πάντως το ερώτημα του ποιά θα είναι μία μορφή δράσης που θα αντιστοιχεί στην έως τώρα πολιτική κίνηση της Μόσχας και θα έχει διαρκή αποτελέσματα παραμένει.
Στο βάθος… Κίνα
Από την άλλη πλευρά, η θέση του Τζο Μπάιντεν δεν είναι πολύ ευκολότερη. Ο αντιρωσικός οίστρος είναι μεν το μοναδικό ίσως στοιχείο που συνενώνει τις διαφορετικές πολιτικές “φυλές” μιας όλο και πιο πολωμένης αμερικανικής πολιτικής ζωής, ωστόσο προσομοιάζει με πολιτική “αυτόματου πιλότου” που παράγει δικά της αποτελέσματα, δίχως να έχουν προμελετηθεί οι μελλοντικές κινήσεις (και τα ρίσκα) μιας διαρκούς κλιμάκωσης,
Η αμερικανική αντίφαση συνίσταται στο ότι επί τρεις δεκαετίες η πολιτική περικύκλωσης της Ρωσίας έχει αναδειχθεί σε στρατηγική επιλογή, που δεν μπορεί να αντιστραφεί απλώς με διπλωματική συμφωνία, ενώ η ευρω-ατλαντική σχέση δοκιμάζεται μπροστά στα κόστη που κινδυνεύει να καταβάλλει η Γηραιά Ήπειρος, αν όχι υπό μορφήν πολεμικών περιπετειών, οπωσδήποτε στο επίπεδο των ενεργειακών και οικονομικών κραδασμών που συνεπάγονται οι “κυρώσεις από την κόλαση” ή και των νέων προσφυγικών κυμάτων που μπορεί να ενεργοποιήσει περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας.
Η Ουάσιγκτον “νατοποιεί” την Ουκρανία, χωρίς να αναλαμβάνει τη δέσμευση μιας αυτοπρόσωπης συνδρομής στην ουκρανική ασφάλεια και ταυτοχρόνως οραματίζεται μια “στρατολόγηση” της Ρωσίας στο έργο της ανάσχεσης των Κινέζων ανταγωνιστών, αλλά υπό την προϋπόθεση μιας αλλαγής καθεστώτος στη Μόσχα, που θα παραγκωνίσει την υφιστάμενη “κλεπτοκρατία”. Αυτό ακριβώς τόνισε σε πρόσφατο άρθρο του στο Foreign Affairs, εξαίροντας μάλιστα τους ιστορικούς ρωσο-αμερικανικούς δεσμούς, o τέως επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μάικλ Πομπέο, δίχως να αναλογίζεται γιατί έχει αποτύχει κάθε προσπάθεια ανάδυσης μιας αξιόπιστης φιλοδυτικής αντιπολίτευσης στη Ρωσία.