Το “σκοτεινό” παρελθόν (και παρόν;) της Credit Suisse στην Επιτροπή Οικονομικών της Γερουσίας των ΗΠΑ

The logo of Swiss bank Credit Suisse is seen at a branch office in Zurich, Switzerland April 14, 2021. REUTERS/Arnd Wiegmann

H Credit Suisse καταγγέλλεται ότι βοήθησε εξαιρετικά πλούσιους Αμερικανούς να φοροδιαφύγουν και ότι απέκρυψε περισσότερα από 700 εκατομμύρια δολάρια από τις αμερικανικές φορολογικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης μιας άγνωστης οικογένειας με 100 εκατομμύρια δολάρια κρυμμένα σε μυστικούς υπεράκτιους λογαριασμούς.

Από τον Keith Griffith/Dailymail.com

Η Επιτροπή Οικονομικών της Γερουσίας των ΗΠΑ έκανε τους παραπάνω ισχυρισμούς σε έκθεσή της την Τετάρτη, επικαλούμενη πληροφορίες από καταγγέλλοντες, μετά την ολοκλήρωση της διετούς έρευνάς της για την Credit Suisse. Η τράπεζα ομολόγησε την ενοχή της το 2014 σε ποινικές κατηγορίες για «συνειδητή και εσκεμμένη» παροχή βοήθειας σε εκατοντάδες Αμερικανούς πελάτες για την απόκρυψη των υπεράκτιων περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων τους από την εφορία.

Παραδέχτηκε τότε ότι χρησιμοποιούσε εικονικές εταιρείες, κατέστρεφε αρχεία λογαριασμών και παρέδιδε μετρητά σε Αμερικανούς πελάτες για να αποφύγει τον εντοπισμό τους από την Εσωτερική Υπηρεσία Εσόδων των ΗΠΑ, ενώ συμφώνησε να σταματήσει την όποια δραστηριότητα με Αμερικανούς φοροφυγάδες στο μέλλον, ως μέρος της συμφωνίας ομολογίας της. Η Credit Suisse συμφώνησε επίσης τότε σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της αποκάλυψης των διασυνοριακών δραστηριοτήτων της και της συνεργασίας με τις αρχές όταν αυτές ζητούν πληροφορίες, μεταξύ άλλων.

Η έκθεση, η οποία δημοσιεύθηκε την Τετάρτη, περιγράφει λεπτομερώς τα ευρήματα της διετούς έρευνας της Επιτροπής και αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα δεδομένης της τραπεζικής κρίσης.

Τα πρώην στελέχη της Credit Suisse (από αριστερά προς τα δεξιά) Romeo Cerutti, Brady Dougan, Robert Shafir και Hans-Ulrich Meister, στην ακρόαση της Γερουσίας το 2014

Ωστόσο, δύο πρώην τραπεζικοί υπάλληλοι της Credit Suisse, οι οποίοι συνεργάζονται ως πληροφοριοδότες με την αμερικανική κυβέρνηση και τους ερευνητές της Γερουσίας, δήλωσαν στο CNBC ότι ορισμένες από τις κακές πρακτικές της τράπεζας συνεχίστηκαν πολύ καιρό και μετά τη συμφωνία του 2014.

Παρ’ όλο που η τράπεζα αποκάλυψε και έπαυσε πολλούς αμερικανικούς λογαριασμούς μετά τη συμφωνία, ορισμένοι τραπεζίτες συνεργάστηκαν με πελάτες με μεγάλες περιουσίες για να διατηρήσουν ορισμένους Αμερικανούς στην τράπεζα, αλλάζοντας τις εθνικότητες που αναγράφονταν στους λογαριασμούς τους και αγνοώντας τα στοιχεία που έδειχναν ότι οι κάτοχοι των λογαριασμών ήταν Αμερικανοί. Σε άλλες περιπτώσεις, βοήθησαν Αμερικανούς πελάτες να μεταφέρουν χρήματα σε άλλες τράπεζες, χωρίς να αναφέρουν τις μεταφορές αυτές στις αμερικανικές αρχές, λένε οι καταγγέλλοντες.

Οι παραβιάσεις που αναφέρονται στην έκθεση περιλαμβάνουν και την αδυναμία αποκάλυψης σχεδόν 100 εκατομμυρίων δολαρίων σε μυστικούς υπεράκτιους λογαριασμούς που ανήκαν σε μία και μόνο οικογένεια Αμερικανών φορολογουμένων, κάτι που όπως αναφέρεται αντιπροσωπεύει μια «συνεχιζόμενη και δυνητικά εγκληματική συνωμοσία». Η οικογένεια, η οποία δεν ονομάζεται στην έκθεση, περιγράφεται ότι έχει διπλή υπηκοότητα στις ΗΠΑ και σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής, με τον αρχηγό της οικογένειας να κατοικεί στο Μαϊάμι.

Επικαλούμενη πληροφοριοδότες, η έκθεση αναφέρει ότι οι τραπεζίτες της Credit Suisse κωδικοποίησαν τους λογαριασμούς της οικογένειας με τρόπο που αντικατόπτριζε μόνο την υπηκοότητα της Λατινικής Αμερικής, κρύβοντας το γεγονός ότι ήταν πολίτες και κάτοικοι των ΗΠΑ. Η έκθεση αναφέρει επίσης ότι οι λογαριασμοί της οικογένειας στην Credit Suisse έκλεισαν το 2013, αλλά ότι τα κεφάλαια μεταφέρθηκαν σε άλλες τράπεζες χωρίς να ειδοποιηθούν οι αρχές των ΗΠΑ, όπως απαιτείται από τη συμφωνία του 2014.

«Στο επίκεντρο αυτής της έρευνας βρίσκονται άπληστοι Ελβετοί τραπεζίτες και οι κυβερνητικές ρυθμιστικές αρχές και το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι μια τεράστια, συνεχιζόμενη συνωμοσία προκειμένου να βοηθιούνται εξαιρετικά πλούσιοι πολίτες των ΗΠΑ προκειμένου να φοροδιαφεύγουν εις βάρος των Αμερικανών συμπολιτών τους», δήλωσε ο πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών της Γερουσίας Ron Wyden.

Σε μια δήλωση στο DailyMail.com, ένας εκπρόσωπος της Credit Suisse ανέφερε ότι η τράπεζα «δεν ανέχεται τη φοροδιαφυγή» και ότι «συνεργάζεται ενεργά» με τις αρχές των ΗΠΑ.

«Στον πυρήνα της, η έκθεση περιγράφει ζητήματα που έχουν μείνει πίσω, ορισμένα από αυτά πριν από μια δεκαετία, και από τότε έχουμε εφαρμόσει εκτεταμένες βελτιώσεις για να εξαλείψουμε τα άτομα που προσπαθούν να αποκρύψουν περιουσιακά στοιχεία από τις φορολογικές αρχές», δήλωσε η εκπρόσωπος, ζητώντας να μην κατονομαστεί, επειδή δεν ήταν εξουσιοδοτημένη να μιλήσει επίσημα. Η ίδια είπε ακόμη ότι η νέα ηγετική ομάδα της τράπεζας συνεργάζεται με την Επιτροπή.

Η Credit Suisse έχει «υποστηρίξει το έργο του γερουσιαστή Wyden» και δήλωσε επίσης ότι η πολιτική της τράπεζας απαιτεί το κλείσιμο των αδήλωτων λογαριασμών όταν εντοπίζονται και κάνει λόγo για πειθαρχικό έλεγχο των υπαλλήλων που δεν ακολουθούν την πολιτική της τράπεζας.

Ο πρώην εισαγγελέας του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, Jeffrey Neiman, ο οποίος εκπροσωπεί τους καταγγέλλοντες, εξέφρασε την πεποίθηση ότι η απάτη συνεχίζεται και ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης θα πρέπει να ανακτήσει πρόστιμα εκατοντάδων εκατ. δολαρίων που η τράπεζα συμφώνησε να πληρώσει το 2014, αλλά τελικά δεν χρειάστηκε να πληρώσει. Η Credit Suisse είχε συμφωνήσει να πληρώσει 2,6 δισ. δολάρια, αλλά ένας ομοσπονδιακός δικαστής επέβαλε ποινή 1,3 δισ. δολαρίων εκείνη την εποχή.

«Νομίζω ότι η Credit Suisse γνωρίζει τους Αμερικανούς που εξακολουθούν να κρύβουν χρήματα σήμερα. Και νομίζω ότι η τράπεζα κάνει ό,τι μπορεί για να περιορίσει την όποια ζημιά», είπε ο Neiman.

«Στο μίνιμουμ, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να εισπράξει αυτά το 1,3 δισ. δολάρια για τους Αμερικανούς φορολογούμενους. Αυτή η τράπεζα πρέπει να γίνει παράδειγμα», σημείωσε ο Neiman. «Ακούμε σκληρές κουβέντες από το υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά με την υποχρέωση λογοδοσίας των επαναλαμβανόμενων εταιρικών παραβατών. Ας δούμε αν αυτές οι δηλώσεις έχουν πραγματικό νόημα».

Η έκθεση έρχεται λίγες εβδομάδες μετά την κρίση που οδήγησε στην εξαγορά της Credit Suisse από την UBS με 3,2 δισεκατομμύρια δολάρια κατόπιν παρότρυνσης των ελβετικών ρυθμιστικών αρχών και υπογραμμίζει τους πιθανούς νομικούς κινδύνους που κληρονόμησε η UBS μέσω της συμφωνίας.

Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών εξαγοράς, η UBS εξέφρασε ανησυχίες για την ανάληψη νομικών ή κανονιστικών υποχρεώσεων της προβληματικής Credit Suisse μετά τη συγχώνευση, αλλά η ελβετική κυβέρνηση συμφώνησε να καλύψει τέτοιες ζημίες έως και κατά 9,8 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών της Γερουσίας προσφέρει επίσης νέες λεπτομέρειες για το πώς οι τραπεζίτες της Credit Suisse βοήθησαν τον Dan Horsky, ο οποίος ομολόγησε την ενοχή του τον Νοέμβριο του 2016 για συνωμοσία στην απόκρυψη περίπου 200 εκατομμυρίων δολαρίων από τις φορολογικές αρχές των ΗΠΑ. Ο Horsky, πρώην καθηγητής Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ, κέρδισε εκατομμύρια επενδύοντας από νωρίς σε μια εξαιρετικά επιτυχημένη start-up, αλλά προσπάθησε να αποκρύψει τα κεφάλαια σε λογαριασμούς offshore, σύμφωνα με δικαστικές καταθέσεις.

Η επιτροπή της Γερουσίας ανέφερε ότι είχε λάβει αρχεία που δείχνουν ότι οι τραπεζίτες της Credit Suisse είχαν από καιρό στοιχεία στην κατοχή τους ότι ο Horsky ήταν πολίτης και κάτοικος ΗΠΑ και ότι εργάστηκαν προκειμένου να βοηθήσουν στην απόκρυψη της πραγματικής ιδιοκτησίας των λογαριασμών του. Ο Horsky καταδικάστηκε σε επτά μήνες φυλάκιση και πλήρωσε περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα και αναδρομικούς φόρους.

Ο Wyden, Δημοκρατικός του Όρεγκον, κάλεσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να συνεχίσει τις ποινικές έρευνες ως υποστήριξη στη νέα έκθεση της επιτροπής. «Εκτός από μια σημαντική ποινή για την τράπεζα, οι μεμονωμένοι τραπεζίτες που εμπλέκονται σε αυτά τα σχήματα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν ποινική διερεύνηση», ανέφερε σε δήλωσή του. «Δεν έχει νόημα να επιτρέπουμε στους τραπεζίτες που έχουν στα χέρια τους αυτούς τους κρυφούς λογαριασμούς και επιτρέπουν τη φοροδιαφυγή να ξεφεύγουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *