Νέα οικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι το 2023 διαμορφώνεται ως η χρονιά με τις περισσότερες καταθέσεις αιτήσεων πτώχευσης για πάνω από μια δεκαετία, καθώς μια ισχυρή παραγωγή προβλημάτων έπληξε οικονομικά τις πιο αποδυναμωμένες εταιρείες. Αν και πολλές από αυτές επιβιώνουν τελικά μετά από τη χρεοκοπία, η αύξηση των συγκεκριμένων υποθέσεων αποτελεί μια έντονη αντανάκλαση του μεγαλύτερου άγχους που αντιμετωπίζουν τώρα οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Από τον Andrew Ross Sorkin/New York Times
Νέα οικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι το 2023 διαμορφώνεται ως η χρονιά με τις περισσότερες καταθέσεις αιτήσεων πτώχευσης για πάνω από μια δεκαετία, καθώς μια ισχυρή παραγωγή προβλημάτων έπληξε οικονομικά τις πιο αποδυναμωμένες εταιρείες. Αν και πολλές από αυτές επιβιώνουν τελικά μετά από τη χρεοκοπία, η αύξηση των συγκεκριμένων υποθέσεων αποτελεί μια έντονη αντανάκλαση του μεγαλύτερου άγχους που αντιμετωπίζουν τώρα οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ.
Περισσότερες από 230 αμερικανικές εταιρείες είχαν κηρύξει πτώχευση μέχρι τον Απρίλιο, σύμφωνα με την S&P Global, το υψηλότερο επίπεδο όσον αφορά το πρώτο τετράμηνο οποιουδήποτε έτους από το 2010.
Αυτός ο αριθμός —ο οποίος αφορά εταιρείες που διαπραγματεύονται τις μετοχές τους δημόσια, με τουλάχιστον 2 εκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις και ιδιωτικές εταιρείες με 10 εκατομμύρια δολάρια σε δημόσια διαπραγματευόμενο χρέος— δεν περιλαμβάνει πιο πρόσφατες περιπτώσεις, όπως η Vice Media, η Cox Operating και η Envision Healthcare που υποστηρίζεται από το μεγαθήριο της επενδυτικής Kohlberg Kravis Roberts (σε μια ελαφρώς πιο ρόδινη υποσημείωση: Ερευνητές της Jefferies, της επενδυτικής τράπεζας, παρακολούθησαν 1.440 πτωχεύσεις όλων των μεγεθών κατά την ίδια περίοδο και διαπίστωσαν ότι μία τέτοιο είδους τάση είχε να συμβεί από το 2013).
Όλο αυτό είναι σίγουρα συνέπεια της επιβράδυνσης της αμερικανικής οικονομίας, των ταχέως αυξανόμενων επιτοκίων και του επίμονου πληθωρισμού, που συνολικά έχουν πλήξει τις εταιρείες που μάχονται κάτω από βαριά χρέη και ουσιαστικά αμφισβητούν τις όποιες επιχειρηματικές στρατηγικές (μεταξύ των πιο ευάλωτων; Εταιρείες που εξαγοράζονται από άλλες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων και φορτώνονται με χρέη). Επιπλέον, σανίδες σωτηρίας όπως τα χαμηλά επιτόκια και η κρατική βοήθεια που σχετίζεται με την πανδημία έχουν επίσης σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί.
Οι ταλαιπωρημένες εταιρείες άρχισαν να απολύουν εργαζομένους πριν από ένα χρόνο σε μια προσπάθεια να μειώσουν το κόστος τους. Αλλά τώρα «εξαντλείται ο χρόνος», έγραψαν οι αναλυτές της S&P σε ένα σημείωμα τους την Τετάρτη. «Οι επιχειρήσεις που δυσκολευόντουσαν πολύ πριν από την πανδημία και πριν από το τέλος των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων έχουν φτάσει πλέον στο οριακό τους σημείο».
Οι εταιρείες διακριτικής ευχέρειας των καταναλωτών, όσες δηλαδή έχουν απευθείας επαφή με το κοινό, είναι οι πιο πολυσύχναστες υποθέσεις πτωχεύσεων, σύμφωνα με την S&P. Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει κυρίως λιανοπωλητές και εστιατόρια, οι οποίες συνήθως είναι οι πιο ευάλωτες από τις αλλαγές οικονομικού κλίματος και συνθηκών. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων υποθέσεων του Κεφαλαίου 11 (πτωχευτικού κώδικα) σε αυτόν τον τομέα: Bed Bath & Beyond και David’s Bridal.
Ακολουθούν από κοντά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα –τα οποία σημείωσαν αύξηση κρουσμάτων πτώχευσης εν μέσω της περιφερειακής τραπεζικής κρίσης που ξεκίνησε από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, εταιρείες υγειονομικής περίθαλψης και βιομηχανικοί παραγωγοί.
Αυτό που αναμένεται είναι περισσότερες αιτήσεις αργότερα φέτος, καθώς οι τράπεζες περικόπτουν τον δανεισμό, όπως προειδοποίησε τους επενδυτές αυτή την εβδομάδα ο Joe Davis, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Vanguard παγκοσμίως. Αυστηρότεροι οικονομικοί όροι -που οδηγούνται εν μέρει από την εκτεταμένη εκστρατεία των αυξήσεων των επιτοκίων της Fed- αναμένεται να επιμείνουν, αναγκάζοντας ενδεχομένως τις εταιρείες να επιδιώξουν περισσότερες περικοπές κόστους, απολύσεις και, ελλείψει αυτού, αιτήσεις προς πτώχευση.
Οι αναλυτές προειδοποιούν επίσης ότι η αποτυχία επίτευξης ενός γρήγορου συμβιβασμού για το ανώτατο όριο του χρέους θα μπορούσε να ωθήσει ακόμη περισσότερες εταιρείες στο χείλος του γκρεμού.
Στο χειρότερο ίσως οικονομικό σενάριο, οι αναλυτές πιστωτικής στρατηγικής της Bank of America προέβλεψαν την περασμένη εβδομάδα ότι το ποσοστό αθέτησης του εταιρικού χρέους θα μπορούσε να μεγεθυνθεί έως και περίπου 15%. Ωστόσο, προέβλεψαν ότι μια χαμηλότερη κορυφή του 8% είναι πιο πιθανή -κάτι που θα εξακολουθούσε να μεταφράζεται σε αθέτηση χρέους αξίας σχεδόν 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων.