Ούτε η ίδια η Κίνα δεν είναι πεπεισμένη ότι μπορεί να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ

Υπάρχει μια όλο και πιο σκληρή θέση στην Ουάσιγκτον ότι η Κίνα επιδιώκει να υποκαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η ηγέτιδα παγκόσμια δύναμη και να επαναδιαμορφώσει το διεθνές σύστημα στην αντι-φιλελεύθερη εικόνα του.

Γράφει η Jessica Chen Weiss

Η Κίνα φυσικά έχει τροφοδοτήσει τους φόβους αυτούς αυξάνοντας τον στρατό της, επιδιώκοντας αμφισβητούμενες εδαφικές διεκδικήσεις, συνεργαζόμενη με μία ρεβανσιστική Ρωσία και με την ίδια τη ρητορική της. Ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ της Κίνας υποσχέθηκε να αντιταχθεί σε αυτό που θεωρεί ως προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτείων “να περιορίσουν, να περικυκλώσουν και να καταστείλουν” την Κίνα και έχει πει ότι “ο καπιταλισμός αναπόφευκτα θα χαθεί και ο σοσιαλισμός αναπόφευκτα θα θριαμβεύσει”.

Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!

Αλλά τέτοιες ιδεολογικές διακηρύξεις υποκινούνται εν μέρει από ανασφάλεια – τα περισσότερα κομμουνιστικά κράτη έχουν καταρρεύσει και η κινεζική ηγεσία φοβάται ότι θα είναι η επόμενη – και έχουν κυρίως στόχο να ενσταλάξουν εμπιστοσύνη στο εσωτερικό και πίστη στο κόμμα, παρά να δείξουν πραγματικές πολιτικές ή σταθερές πεποιθήσεις.

Η ίδια η ιδεολογία στην Κίνα είναι εύπλαστη αντί για ένα άκαμπτο κλουβί που καθορίζει την πολιτική και τροποποιείται διαρκώς για να δικαιολογήσει τη διατήρηση της μονοκομματικής κυριαρχίας στη διάρκεια δεκαετιών με τεράστιες αλλαγές. Επί Μάο, για παράδειγμα, οι καπιταλιστές διώκονταν ως “αντεπαναστάτες”.

Αλλά υπό τον Πρόεδρο Τσιανγκ Ζεμίν το κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα (ΚΚΚ) εγκατέλειψε το 2001 μία βασική μαρξιστική πεποίθηση αποδεχόμενο ιδιώτες επιχειρηματίες ως μέλη του κόμματος. Η οικονομία της Κίνας σήμερα είναι περισσότερο καπιταλιστική παρά μαρξιστική και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές.

Οι εκτιμήσεις για την Κίνα που στηρίζονται σε επιλεγμένες φράσεις της κομματικής προπαγάνδας παραβλέπουν το σύνηθες χάσμα μεταξύ ρητορικής και πραγματικότητας. Το 2018, για παράδειγμα, η Κίνα κατέστειλε μαρξιστικές φοιτητικές οργανώσεις και συνδικαλιστές, πιθανώς επειδή – όπως επισήμανε ο εργατολόγος και κοινωνιολόγος Eli Friedman – οι νεαροί ακτιβιστές ενσάρκωναν “τις μαρξιστικές αρχές που το ΚΚΚ είχε εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό στην πράξη”.

Παρομοίως, το Πεκίνο τονίζει για χρόνια την ιερότητα της εθνικής κυριαρχίας και της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις μιας χώρας, ωστόσο παρείχε διπλωματική κάλυψη στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

κίνα

Κορυφαίοι Κινέζοι διανοούμενοι αναγνωρίζουν ανοιχτά τη δυσκολία να συμφιλιωθούν αυτά που λέει η Κίνα με αυτά που κάνει. “Ακόμα και εμείς δεν πιστεύουμε πολλά από αυτά που λέμε”, έχει δηλώσει ο Κινέζος οικονομολόγος Yao Yang, που είναι γνωστός για τον πραγματισμό του. “Στόχος μας δεν είναι να νικήσουμε τον φιλελευθερισμό, αλλά αντίθετα να πούμε ότι αυτό που έχουμε μπορεί να είναι το ίδιο καλό με αυτό που έχετε εσείς”.

Ο Jiang Shigong, καθηγητής νομικών και υπερασπιστής της πολιτικής φιλοσοφίας του Σι Τζινπίνγκ, έχει γράψει ότι “ο “σοσιαλισμός” δεν είναι αποστεωμένο δόγμα, αλλά αντίθετα μία ανοιχτή έννοια που αναμένει εξερεύνηση και ορισμό”.

Τις μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες της Κίνας είναι δύσκολο να τις γνωρίζουμε με βεβαιότητα και μπορεί να αλλάξουν. Αλλά επί του παρόντος απέχει πολύ από το να είναι ξεκάθαρο ότι μπορεί – ή ακόμη και ότι επιδιώκει – να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο.

Ο κ. Σι και το ΚΚΚ προφανώς θεωρούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να κρατήσουν την Κίνα διαρκώς υποταγμένη και ευάλωτη, προβάλλοντας αντίσταση σε οτιδήποτε κάνει ή υποστηρίζει η Κίνα σε ένα διεθνές σύστημα που το Πεκίνο πιστεύει ότι ευνοεί τις ΗΠΑ και τις ανεπτυγμένες δημοκρατίες. Αλλά η Κίνα δείχνει να προτίθεται περισσότερο να τροποποιήσει τις πτυχές ενός συστήματος εντός του οποίου ευημέρησε – καθιστώντας το ασφαλέστερο για την απολυταρχία – παρά να το αντικαταστήσει.

Ο κ. Σι συχνά διατυπώνει την επιδίωξη αυτή στα πολιτικά του σλόγκαν όπως το “όνειρο της Κίνας” και ένα “κοινό μέλλον για την ανθρωπότητα”. Αλλά υπάρχει ανοιχτή συζήτηση στην Κίνα για το τι πραγματικά σημαίνουν αυτά τα οράματα και ποιο είναι το κόστος και οι κίνδυνοι που θα αναλάμβανε η Κίνα αναζητώντας την παγκόσμια ηγεσία.

Η υπερπόντια αναπτυξιακή φιλοδοξία της Κίνας, για παράδειγμα, περιορίζεται από την επιτακτικότητα να αντιμετωπίσει τις δικές της επίμονες αναπτυξιακές ανάγκες στο εσωτερικό της, όπως έδειξε έρευνα του μελετητή Min Ye.

Το ίδιο και με άλλες κρίσιμες κινεζικές στρατηγικές για τη διεύρυνση της επιρροής της: Οι προσπάθειές της να διεθνοποιήσει το ρενμίνμπι (γουάν) και να μειώσει την κυριαρχία του δολαρίου περιορίζονται από τον στενό έλεγχο που ασκεί στην αξία του νομίσματος, καθώς και από άλλους κεφαλαιακούς περιορισμούς. Οι πολιτικές αυτές βοηθούν στη σταθεροποίηση της οικονομίας της και αποτρέπουν τη φυγή κεφαλαίων, αλλά περιορίζουν την παγκόσμια απήχηση του ρενμίνμπι.

Οι ανησυχίες των ΗΠΑ εστιάζουν συχνά στον εύλογο φόβο ότι η Κίνα θα μπορούσε να επιτεθεί στην Ταϊβάν. Ωστόσο, παρά τις απειλητικές στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας που αποσκοπούν στο να αποτρέψουν το αυτοδιοικούμενο νησί να κινηθεί πιο κοντά στην επίσημη ανεξαρτησία, πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι το Πεκίνο εξακολουθεί να προτιμά να επιτύχει τον μακροχρόνιο στόχο του για “ειρηνική επανένωση” μέσω άλλων μέτρων χωρίς πόλεμο.

Η Κίνα θα μπορούσε να χάσει σε έναν πόλεμο και να βρεθεί αντιμέτωπη με διεθνείς κυρώσεις και διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Αυτά θα ήταν καταστροφικά οικονομικά και πολιτικά, θέτοντας σε κίνδυνο τους πρωταρχικούς στόχους του κ. Σι για ασφάλεια του καθεστώτος, εσωτερική σταθερότητα και εθνική αναζωογόνηση.

Αντιμετωπίζοντας αντίθετους οικονομικούς ανέμους και συρρίκνωση του πληθυσμού της, αυξάνονται οι αμφιβολίες ότι η Κίνα μπορεί να πετύχει τον στόχο της να ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, πόσο μάλλον σε άλλα επίπεδα παγκόσμιας ηγετικής θέσης.

Υπάρχει μία ευρεία αναγνώριση εντός Κίνας ότι παραμένει στρατιωτικά, οικονομικά και τεχνολογικά ασθενέστερη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός εξαρτάται από το να διατηρεί την πρόσβαση σε διεθνή τεχνολογία, κεφάλαια και αγορές εντός μίας σταθερής οικονομικής τάξης. “Είναι αδύνατο για την Αμερική να συγκρατήσει την άνοδο της Κίνας”, επισημαίνει ο επιδραστικός Κινέζος καθηγητής Huang Renwei, “και είναι εξίσου αδύνατο για την Κίνα να ξεπεράσει γρήγορα την Αμερική”.


Η κινεζική ρητορική για τη μεταρρύθμιση της παγκόσμιας διακυβέρνησης έχει απήχηση σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες που επίσης θεωρούν ότι οι διεθνείς θεσμοί είναι στραμμένοι εναντίον τους. Αλλά υπάρχουν ελάχιστοι λόγοι να πιστεύουμε ότι η ιδιοτελής, εθνικιστική ιδεολογία του ΚΚΚ θα σαγηνεύσει τον κόσμο, ειδικά καθώς ο κ.Σι τροφοδοτεί τη δυσπιστία με τους αυταρχικούς τρόπους του, τις τακτικές εξαναγκασμού σε ξένες επιχειρήσεις και εμπορικούς εταίρους και τις πολιτικές που βρίθουν αυξανόμενης παράνοιας.

Η Κίνα τείνει να έχει πιο θετική εικόνα σε μέρη του αναπτυσσόμενου κόσμου. Αλλά το οφείλει αυτό περισσότερο σε οικονομικά παρά σε ιδέες, και οι επενδύσεις της στο εξωτερικό επικρίνονται συχνά για έλλειψη διαφάνειας, για επιβάρυνση των φτωχών χωρών με χρέη, καθώς και για περιβαλλοντικές και άλλες ανησυχίες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να συνεχίσουν να αποθαρρύνουν και να περιφρουρούνται απέναντι στην πλέον απειλητική κινεζική συμπεριφορά, κάτι που περιλαμβάνει της ενίσχυσης της ικανότητας της Ταϊβάν να αντιστέκεται στην πίεση. Αλλά η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αντισταθεί της καθοδήγησης αποκλειστικά από φόβο, κάτι που απειλεί την προσιτότητα και το δυναμισμό που οδήγησαν στην αμερικανική τεχνολογική και επιστημονική ηγεσία.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να συνδυάσουν τις αποτρεπτικές απειλές με πιο ισχυρές προσπάθειες επιδίωξης μίας εποικοδομητικής σχέσης με την Κίνα, προστατεύοντας παράλληλα τις θεμελιώδεις αξίες και τα συμφέροντα μιας συμπεριληπτικής διεθνούς τάξης και καλώντας το Πεκίνο να προσφέρει πιο αξιόπιστες διαβεβαιώσεις για τις προθέσεις του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κίνα – όποια τροχιά και αν ακολουθεί – συνιστά μία τεράστια και περίπλοκη πολιτική πρόκληση για την Αμερική. Αλλά οι υπερβολικοί φόβοι για μία “υπαρξιακή διαπάλη” αυξάνουν την πιθανότητα σύγκρουσης, παραγκωνίζουν τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή και δημιουργούν ένα πλαίσιο μαζί-μας-ή-εναντίον-μας που θα μπορούσε να αποξενώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τους συμμάχους τους και μεγάλο μέρος του πλανήτη.

Ακόμα χειρότερα, οι αντανακλαστικοί ελιγμοί για να υπερνικηθεί ή να εμποδιστεί η Κίνα δικαιώνουν μόνο τους σκληροπυρηνικούς του Πεκίνου που πιστεύουν ότι η Αμερική είναι αδυσώπητα εχθρική και ότι η μόνη απάντηση βρίσκεται στην υπονόμευση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Συνεχίζοντας σε αυτόν τον δρόμο, οι δύο πιο ισχυρές χώρες του κόσμου μπορεί να καταλήξουν να μετατρέψουν η μία την άλλη στους εχθρούς που φοβούνται.

* Η Jessica Chen Weiss είναι καθηγήτρια διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Cornell και ανώτερη συνεργάτιδα στο Κέντρο Ανάλυσης της Κίνας του Asia Society Policy Institute. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Powerful Patriots: Nationalist Protest in China’s Foreign Relation

© 2023 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *