Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Κίνα χαρακτηρίζονται τις τελευταίες δύο δεκαετίες, από ένα αντιφατικό, παράλληλο μοτίβο αμοιβαίας καχυποψίας και αμοιβαίας καλλιέργειας υψηλών προσδοκιών συνεργασίας, ιδίως στον οικονομικό τομέα. Η ανωτέρω αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι και οι δύο πλευρές έχουν αναγνώσει πεδία δυνητικής οικονομικής σύμπραξης με την επιφύλαξη όμως των πολιτικών δυσχερειών και των τριβών, που υφίστανται μεταξύ των δύο χωρών εξαιτίας πρωτίστως του πολύκροτου ζητήματος των Ουιγούρων.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Επιπρόσθετα, από τη διαχρονική αντιθετική στάση των τουρκικών ελίτ αναφορικά με το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας καθώς και από το γεγονός ότι η Τουρκία ήταν και είναι ενταγμένη στην Ευρω-ατλαντική Αρχιτεκτονική Ασφαλείας, στοιχείο που δεν παραβλέπεται από την σινική ανώτατη γραφειοκρατία.
Παραταύτα, η προοπτική εμβάθυνσης των διμερών οικονομικών σχέσεων τίθεται επί τάπητος, βάσει φιλόδοξων επενδυτικών σχεδίων, με το Πεκίνο ως ανερχόμενη υπερδύναμη να υιοθετεί το περίφημο σχέδιο «Μία Ζώνη Ένας Δρόμος» (BRI), εντάσσοντας την Τουρκία ως συμπληρωματικό κρίκο στη σινική επενδυτική «αλυσίδα».
Αντίστοιχα η Άγκυρα υπό την ηγεσία του AKP, διείδε στην Κίνα, δυνητικές ευκαιρίες μερικής οικονομικής απεξάρτησης από την Δύση, δυνατότητες διείσδυσης στην τεράστια κινεζική αγορά, προοπτική σημαντικών πρόσθετων ξένων άμεσων επενδύσεων για την δοκιμαζόμενη τουρκική οικονομία, φιλοδοξώντας παράλληλα να συνδέσει την δική της γεωοικονομική αρχιτεκτονική στην Ευρασία με το φιλόδοξο σχέδιο αναβίωσης του Δρόμου του Μεταξιού.
Αν και η προοπτική της οικονομικής εμβάθυνσης των σινο-τουρκικών σχέσεων, υπερτονιζόταν και απ’ τις δύο πλευρές από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, εντούτοις οι διμερείς οικονομικές σχέσεις υφίσταντο την πίεση ανυπέρβλητων πολιτικών διαφορών.
Και οι δύο χώρες (ιδιαίτερα η Κίνα) συναρτούσαν την στρατηγική τους συμπεριφορά στις διμερείς σχέσεις, με την αποδοχή συγκεκριμένων θέσεων εκατέρωθεν εν είδει κόκκινων γραμμών. Τουτέστιν, το ζήτημα τoυ τουρκoγενούς μουσουλμανικού πληθυσμού των Ουιγούρων, κατέστη μέχρι πρότινος αγεφύρωτη διαφορά που εμπόδιζε την περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σινοτουρκικών σχέσεων.
Παραταύτα η νέα δυναμική που αναπτύσσεται και από τις δύο χώρες στο πλαίσιο ενός μετα-αυτοκρατορικού προτάγματος, προκρίνει μια «διαμερισματοποίηση» (compartmentalization) της εξωτερικής πολιτικής, αποφεύγοντας τους σκοπέλους μιας εκ των προτέρων συνολικής διευθέτησης εκκρεμών ζητημάτων προς χάριν της ευόδωσης σχεδίων αμοιβαίου οικονομικού συμφέροντος.
Το μείζον ερώτημα που προκύπτει έγκειται στην δυνατότητα του προκρινόμενου μοτίβου της «διαμερισματοποίησης» να καταστήσει την σινο-τουρκική συνεργασία στρατηγικής υφής.
Συστημικές γεωπολιτικές και ιδεολογικές πτυχές της ανάπτυξης των σινο-τουρκικών σχέσεων
Η αξιομνημόνευτη σινο-τουρκική προσέγγιση της τελευταίας δεκαετίας εδράζεται στην συστημική μεταβολή, στο τέλος της αμερικανικής μονοπολικής στιγμής (unipolar moment) και της λεγόμενης ανόδου των Υπολοίπων (Rise of the Rest). Ο Ασιατικός Δράκος συνιστά έναν δρώντα παγκόσμιου βεληνεκούς με δυνατότητες αμφισβήτησης της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στον διεθνή καταμερισμό ισχύος, ενώ η Τουρκική Ημισέληνος σταδιακά καθίσταται μια Περιφερειακή Δύναμη, με στόχους αυτόνομης πορείας στο διεθνές σύστημα, επεκτείνοντας την έννοια του κομβικού κράτους (pivotal state) σε κράτος εκκρεμές που φιλοδοξεί να καθορίζει την ισορροπία ισχύος στο περίφημο Κρηπίδωμα (Rimland) της Ευρασίας.
Είναι πρόδηλο πως και οι δύο χώρες αναγνωρίζουν ως κοινό τόπο, την οπτική ενός πολυπολικού κόσμου που θα αντικαταστήσει την μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, την λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», με μια νέα παγκόσμια τάξη.
Η νέα παγκόσμια τάξη θα εδράζεται στη μετατόπιση της οικονομικής ισχύος στην Ασία, στη διαμόρφωση νέων σφαιρών επιρροής, στο ομότροπον της αυταρχικής διακυβέρνησης (αν και με διαφορετικό πολιτικό υπόβαθρο και ιδεολογικό πρόσημο), στην εναλλακτική (από την Δύση) οικονομική αρχιτεκτονική, στην πολιτισμική υπεροχή των ασιατικών κοσμοαντιλήψεων και στην απόρριψη της δυτικής πρωτοκαθεδρίας και ηγεμονίας.
Η ροπή Πεκίνου-Άγκυρας στον αντι-δυτικισμό, αφορά την κοινή πεποίθηση περί της υπαιτιότητας της Δύσης για την διάλυση και των δύο πρώην αυτοκρατοριών στον 20ο αιώνα. Επιπλέον κοινό τόπο των ηγεσιών των δύο χωρών, αποτελεί η επί του παρόντος απόδοση ευθυνών στην Δύση και δη στις ΗΠΑ, για τον περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων (σύμφωνα με τη σινική ή με την τουρκική αντίληψη του διεθνούς γίγνεσθαι) και των φιλοδοξιών Κίνας και Τουρκίας σε συνάρτηση με τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα κατά την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Αναφορικά με τον σινικό αντι-δυτικισμό, αυτός συνδέεται με την κυρίαρχη αντίληψη στις σινικές ελίτ περί του «Αιώνα της Ταπείνωσης» και έχει ως κύρια σημεία αναφοράς, αφενός τους Πολέμους του Οπίου και τις επακόλουθες παραχωρήσεις κομματιών της εδαφικής κυριαρχίας της Κίνας, αφετέρου τον πόλεμο της Κορέας και την ιδεολογική του υφή. Η σύγχρονη αντι-δυτική εκδοχή εδράζεται στην αμερικανική συνδρομή της Ταϊβάν, στην μη αποδοχή της ενιαίας Κίνας και τον περιορισμό (κατά την κινεζική πρόσληψη της πραγματικότητας) των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κίνας στη νότια Σινική Θάλασσα.
Αντιστοίχως, η τουρκική αντι-δυτική ροπή, αναφέρεται στην διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό των ευρωπαϊκών Μεγάλων δυνάμεων (πλην Γερμανίας), ενώ η σύγχρονη εκδοχή αφορά το περίφημο «Σύνδρομο των Σεβρών», το οποίο εκ νέου άπτεται μιας δυνητικής αποσταθεροποίησης του τουρκικού κράτους αμερικανικής εμπνεύσεως. Χαρακτηριστική της ανωτέρω πρόσληψης είναι η επίσημη απόδοση της ενορχήστρωσης του αποτυχημένου πραξικοπήματος το 2016 τόσο στο δίκτυο Γκιουλέν όσο και σε δυτικά κέντρα αποφάσεων και δη των ΗΠΑ.
Το ανωτέρω Σύνδρομο επιπρόσθετα, συνίσταται στον φόβο των τουρκικών ελίτ, για την δημιουργία μιας αυτόνομης κρατικής κουρδικής οντότητας με την στήριξη των ΗΠΑ, στον περιορισμό της τουρκικής επιρροής στο κρίσιμο για τις τουρκικές φιλοδοξίες περιφερειακό υποσύστημα του Αιγαίου και της Μεσογείου και εν κατακλείδι στη μη αποδοχή από την Δύση μιας πλήρους αυτόνομης τουρκικής γεωπολιτικής ταυτότητας, γεγονός που συνεπάγεται (κατά τη τουρκική οπτική) μη αποδοχή και ενός αναβαθμισμένου παρεμβατικού ρόλου στα περιφερειακά και παγκόσμια δρώμενα.
Επιπρόσθετα, ο κοινός τόπος Κίνας-Τουρκίας παραπέμπει σε αναθεωρητικές του υφιστάμενου status quo πεποιθήσεις και συμπεριφορές αναφορικά με το κεφαλαιώδες ζήτημα των θαλάσσιων ορίων, με το Πεκίνο να υιοθετεί την περίφημη αυθαίρετη γραμμή με τις 9 παύλες (nine dash line) για την θάλασσα της Νότιας Κίνας, ενώ αντιστοίχως η Άγκυρα επενδύει στο αυθαίρετο και επεκτατικό τουρκικό αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» (Mavi Vatan) στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σινο-τουρκική συνεργασία: Τριβές, Όρια και o Δρόμος του Μεταξιού
Οι σινο-τουρκικές σχέσεις διακατέχονται από προφανή ασυμμετρία στο οικονομικό πεδίο. Άρχισαν να αναπτύσσονται κατ’ ουσίαν (η συνεργασία με την Κίνα είχε ξεκινήσει απ’ τις κεμαλικές κυβερνήσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’90 στον αμυντικό τομέα αν και περιορισμένης εμβέλειας) από την άνοδο του AKP στην εξουσία, όπου το διμερές εμπόριο έφθασε τα 20 δις δολλάρια το 2010 σε σχέση με μόλις 1.8 δις το 2002, με την Κίνα σαφέστατα να απολαμβάνει την «μερίδα του λέοντος».
Είναι χαρακτηριστικό πως την τελευταία δεκαετία, η Κίνα έχει καταστεί ο τρίτος τη τάξει εμπορικός εταίρος της Τουρκίας και ο πρώτος τη τάξει εξαγωγέας ξεπερνώντας και τη Ρωσία από το 2015.
Παρά το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές επιδόθηκαν ιδίως μετά το 2010, σε σημαντικές πολιτικές κινήσεις ενδυνάμωσης της εταιρικής σχέσης, αναφερόμενες πλειστάκις σε στρατηγική συνεργασία (strategic partnership), διατρανώνοντας την αμοιβαία πρόθεση να αυξήσουν το διμερές εμπόριο μεταξύ των και θέτοντας μεγαλεπήβολους στόχους (100 δις το 2020), εντούτοις οι διμερείς σχέσεις υπέστησαν τριβές από τις πολιτικές πραγματικότητες και τα αποκλίνοντα γεωοικονομικά συμφέροντα εκατέρωθεν στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής .
Ως το 2016, οι πρωτοβουλίες εμβάθυνσης των σινο-τουρκικών σχέσεων, υποσκάπτονταν από τις αντίθετες πολιτικές θέσεις στο μέτωπο της Συρίας, με τη σινική υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ να έρχεται σε αντίθεση με την εχθρική υπονομευτική τουρκική στάση επ αυτού, ενώ επιπρόσθετα το ζήτημα της υποστήριξης των Ουιγούρων τζιχαντιστών από την Άγκυρα προκάλεσε έντονη δυσπιστία στην κινεζική πλευρά για τις τουρκικές προθέσεις.
Παράλληλα στον τομέα της στρατιωτικής συνεργασίας, παρά τη σημαντική συμβολική κίνηση κοινής συμμετοχής σε αεροπορική άσκηση, η συμφωνηθείσα αγορά κινεζικού αντιβαλλιστικού πυραυλικού συστήματος απορρίφθηκε εν τέλει το 2015 από την τουρκική πλευρά με το πρόσχημα της ανάπτυξης τουρκικού αντίστοιχου πρωτοτύπου. Το ίδιο συνέβη και με την σύναψη συμφωνίας για τον κινητήρα του μελλοντικού τουρκικού αεροσκάφους TF-X. Και οι δύο σινικές προσφορές απερρίφθησαν προς χάριν τρίτων έπειτα από αμερικανικές πιέσεις.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016, το καθεστώς Ερντογάν διαπνεόμενο από έντονο αντι-δυτικισμό και εξ ανάγκης ορμώμενο, στρέφεται προς μία σαφή ευρασιατική κατεύθυνση, επιδιώκοντας αφενός, τη σταδιακή και μερική οικονομική απεξάρτηση από την ευρω-ατλαντική γεω-οικονομική αρχιτεκτονική αφετέρου τη σαφή πολιτική και οικονομική στήριξη της Κίνας, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες εμβάθυνσης με το Πεκίνο σε πολλαπλά επίπεδα.
Στο πλαίσιο της ανάδυσης ενός πολυπολικού κόσμου και μια εναλλακτικής γεωοικονομικής τάξης, η σινο-τουρκική συνεργασία συνδέθηκε με το μεγαλεπήβολο σινικό σχέδιο της Μίας Ζώνης Ένας Δρόμος και την τουρκική συμμετοχή μέσω του σχεδίου του «Μεσαίου Διαδρόμου».
Τον Μαϊο 2017, στο πλαίσιο του διεθνούς forum Συνεργασίας για το σχέδιο «Μία Ζώνη Ένας Δρόμος», εμπεδώνεται μεταξύ του Ερντογάν και του Σι Τζινπινγκ, το πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών που περιλαμβάνει βιομηχανική συνεργασία, ανταλλαγές προτύπων, συνδεσιμότητα δικτύων, κατασκευή κρίσιμων υποδομών και πολιτιστικές επαφές.
Παράλληλα, στο πλαίσιο του χερσαίου δρόμου του Μεταξιού (SREB) ανακοινώνεται η ένταξη της Τουρκίας στον οικονομικό διάδρομο Κίνας-Πακιστάν (CPEC) και η ανάληψη εκ μέρους της Τουρκίας ενός έργου κατασκευής ενός σιδηροδρομικού δικτύου του Μεσαίου διαδρόμου (MC) που θα διατρέχει την περιοχή της Κασπίας, ώστε να αποτελέσει δυνητικό ενοποιητικό δρόμο μεταξύ Κίνας και Ευρώπης. Η σύνδεση και ένταξη του Μεσαίου Διαδρόμου στο κολοσσιαίο σινικό σχέδιο της Μίας Ζώνης Ενός Δρόμου, αποτελεί έναν υψίστης σημασίας στρατηγικό στόχο για το καθεστώς Ερντογάν.
Αντιθέτως η κινεζική ηγεσία θεωρεί τον Μεσαίο Διάδρομο δυνητικά συμπληρωματικό και μία από τις τρεις επιλογές που διαθέτει για την ευόδωση της Οικονομικής Ζώνης (SREB). Προσώρας προτιμάται ο Νότιος Διάδρομος μέσω των χωρών της Κεντρικής Ασίας που καταλήγει μεν στην Τουρκία, παρακάμπτει όμως τον Μεσαίο Διάδρομο.
Καθώς ο Νότιος Διάδρομος περνάει μέσω του Ιράν, δύναται να αναθεωρηθεί από τη σινική ηγεσία ως ασύμφορος, αν συνεχισθεί το καθεστώς των αυστηρών κυρώσεων εναντίον της Τεχεράνης από τις ΗΠΑ από την Προεδρία Μπάιντεν, γεγονός που εντείνει τις προσπάθειες της Κίνας για μείωση της έντασης και μια διπλωματική λύση μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ.
Είναι πρόδηλο πάντως, πως παρά τις τουρκικές φιλοδοξίες, η σινο-τουρκική εταιρική σχέση, καθώς διέπεται από ασυμμετρία ισχύος, είναι ετεροβαρής υπέρ της Κίνας και στο επίπεδο των γεω-οικονομικών συσχετισμών. Αυτό καθίσταται σαφές και από την κινεζική απροθυμία να συμπεριλάβει την Τουρκία στον Θαλάσσιο Δρόμο του Μεταξιού παρά τις τουρκικές επίμονες πιέσεις, οι οποίες συνδέονται με τα φαραωνικά έργα του καθεστώτος Ερντογάν στον Βόσπορο.
Ο Μεσαίος Διάδρομος καθεαυτός δεν αποτελεί προτεραιότητα της σινικής ηγεσίας στο πλαίσιο του BRI αλλά συμπληρωματική προοπτική. Eντούτοις το σημείο κλειδί για την ευόδωση του Μεσαίου Διαδρόμου αποτελεί το Αζερμπαϊτζάν μέσω της υπό κατασκευής Υπερ-κασπιανής Οδού (Transcaspian International Transport Route), που περνάει από το Καζακστάν μέσω της Κασπίας φθάνει στο Αζερμπαιτζάν και από κει στην Τουρκία.
Σινο-τουρκικές Σχέσεις την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα: Διαμερισματοποίηση και Συναλλακτική Προσέγγιση
Από το 2017, η σινο-τουρκική συνεργασία αναπτύσσεται σταθερά. Η υιοθέτηση της διαμερισματοποίησης των ζητημάτων στην εξωτερική πολιτική, λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας στις διμερείς σχέσεις, εξοικονομώντας πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο, αποφεύγοντας δυνητικές τριβές, εξασφαλίζοντας στρατηγική ευελιξία ώστε να ευοδωθούν οι πρωτοβουλίες αμοιβαίου οικονομικού και πολιτικού ενδιαφέροντος (ως προς την εξασφάλιση αντι-δυτικών ερεισμάτων).
Αξίζει να σημειωθεί πως η διαμερισματοποίηση (compartmentalization) της εξωτερικής πολιτικής αποτελεί μια τάση που συνδέθηκε με την ευρεία αλληλεξάρτηση των κρατών και τις αναγκαιότητες αντιμετώπισης διεθνικών απειλών στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο του 21ου αιώνα. Τόσο οι Μεγάλες Δυνάμεις, όσο και τα κομβικά κράτη, ανέπτυξαν μηχανισμούς και fora συννενόησης μεταξύ των, προσπαθώντας να ενθυλακώσουν τις προοπτικές δυνητικής συνεργασίας, από τις υπαρκτές και συνάμα δυνητικά ανυπέρβλητες πολιτικές διαφορές και τριβές εξαιτίας αποκλινόντων συμφερόντων σε άλλα πεδία.
Η Διαμερισματοποίηση στις σινο-τουρκικές σχέσεις είναι αποτέλεσμα του πραγματισμού και της ρευστής κατάστασης του διεθνούς συστήματος στον 21ο αιώνα. Επικουρείται και από την τάση της αυξημένης συναλλακτικότητας (transnationalism) στις διεθνείς σχέσεις, γεγονός που κατέστη αποδεκτή νόρμα de facto κυρίως εξαιτίας της αμφισβήτησης της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης εκ των έσω, κατά την διακυβέρνηση Τραμπ.
Έχοντας ως παράδειγμα και πρότυπο τις ρωσο-τουρκικές σχέσεις μετά το 2016, η διαμερισματοποίηση και η συναλλακτικότητα ως βασικές αρχές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, υιοθετούνται από την Άγκυρα προς το Πεκίνο με στόχο, να ρυμουλκηθεί ο σινικός οικονομικός γίγαντας προς την αποδοχή μιας αυτόνομης Τουρκίας με αναβαθμισμένο ρόλο, γεγονός που σύμφωνα με τους Τούρκους ιθύνοντες, συμπλέει με τα ευρύτερα σινικά γεωπολιτικά συμφέροντα, ήτοι την εξάλειψη της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας και την εγκαθίδρυση μιας νέας τάξης.
Ως εκ τούτου, παραβλέπονται προς χάριν αμοιβαίων απώτερων στόχων, δομικά αποκλίνοντα συμφέροντα και επιδιώκεται ένα αποδεκτό modus vivendi σε γεωγραφικές περιοχές αμοιβαίου ενδιαφέροντος, παρά το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός υφίσταται και είναι οξύς, ιδίως στην Βόρεια και Κεντρική Αφρική.
Η ανωτέρω πολιτική προσέγγιση, υιοθετείται πρόσκαιρα και από τη σινική πλευρά, η οποία εξαιτίας της ετεροβαρούς υπέρ της σχέσης με την Τουρκία, «ροκανίζει» αναίμακτα, τα γεωπολιτικά ερείσματα υπαρκτών και δυνητικών της αντιπάλων στη Μέση Ανατολή και Αφρική. Στο πλαίσιο αυτό, η Κίνα δεν δίστασε να συνδράμει σημαντικά την χειμαζόμενη τουρκική οικονομία, ενώ οι διμερείς σχέσεις έλαβαν νέα ώθηση με την παροχή βοήθειας του Πεκίνου στην Τουρκία κατά την διαχείριση της Πανδημίας. Αντιστοίχως στον υγειονομικό ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων, η Άγκυρα, επέλεξε ξεκάθαρα να ταχθεί στο πλευρό της Κίνας.
Σε αυτό το διάστημα, χρήζει μνείας το γεγονός ότι το «αγκάθι» των Ουιγούρων αποσιωπήθηκε πλήρως από την τουρκική πλευρά. Αξίζει να σημειωθεί επιπρόσθετα, ότι επιδιώκονται συμπράξεις και στον αμυντικό τομέα κατά την πρακτική των ρωσο-τουρκικών σχέσεων (περίπτωση S-400) ιδίως στον τομέα της πυραυλικής τεχνολογίας. Παραταύτα, η νέα δυναμική των σινο-τουρκικών σχέσεων ενδέχεται να αντιμετωπίσει ισχυρούς κλυδωνισμούς.
Καταρχάς η Τουρκία, έχοντας ανακαλύψει πως η οικονομική της εξάρτηση από την Δύση και τις ΗΠΑ, δεν είναι δυνατό να αντισταθμιστεί από την κινεζική συνδρομή σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, ήδη στρέφεται εκ νέου στον προσεταιρισμό της νέας ηγεσίας των ΗΠΑ αλλά και της Ε.Ε. Το μοτίβο που ακολουθεί είναι αντίστοιχο με αυτό που διέπει τις ρωσο-τουρκικές και σινο-τουρκικές σχέσεις αλλά οπωσδήποτε οι συνθήκες είναι διαφορετικές.
Και μια αυτόνομη Τουρκία που στρέφεται εναλλάξ εναντίον των δυτικών συμφερόντων και εναντίον των ρωσικών ή των σινικών συμφερόντων δύσκολα καθίσταται αποδεκτή από το παραδοσιακό κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο προσεταιρισμού των ΗΠΑ έστω και πρόσκαιρα, θα χρειαστεί να κινηθεί πιθανόν κατά των σινικών συμφερόντων, ιδίως σε ό,τι αφορά υφιστάμενες συμφωνίες. Μία από αυτές είναι η ανάθεση της κατασκευής του τρίτου πυρηνικού εργοστασίου της σε κινεζικό consortium.
Η όξυνση του σινο-αμερικανικού ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στις τουρκικές φιλοδοξίες, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι ΗΠΑ δεν θα αφήσουν το περιθώριο να χρησιμοποιεί η Άγκυρα την υφιστάμενη σινο-αμερικανική διαμάχη ως διαπραγματευτικό χαρτί (bargaining chip).
Αντιστοίχως, η Κίνα υπό το κομμουνιστικό καθεστώς δεν διακατέχεται από μια κουλτούρα ιδιαίτερης ευελιξίας στο διπλωματικό πεδίο. Ανεξαρτήτως των σημαντικών βημάτων προσαρμοστικότητας που έχει πραγματοποιήσει σε συνεργατικά σχήματα, η κουλτούρα της βασίζεται στο παίγνιο μηδενικού αθροίσματος συνεπικουρούμενη και από το αίσθημα υπεροχής που της προσδίδει η κολοσσιαία οικονομική ισχύς της στις διμερείς σχέσεις. Είναι συνεπώς αμφίβολο αν θα συνεχίσει να ακολουθεί αυτό το μοτίβο μεσοπρόθεσμα, αφενός γιατί δεν εμπιστεύεται τις τουρκικές ελίτ λόγω ευρω-ατλαντικής προσήλωσης και διαχρονικής αντι -σινικής στάσης, αφετέρου γιατί τα τελικά δείγματα των συμφωνιών με την Τουρκία άφησαν αρνητικό αποτύπωμα.
Η τελική τουρκική ακύρωση της συμφωνίας για το αντιβαλλιστικό πυραυλικό σύστημα το 2015 και η αντίστοιχη ανάθεση του πυρηνικού εργοστασίου της Σινώπης σε γαλλο-ιαπωνικό consortium, ενίσχυσε έτι περαιτέρω τη δυσπιστία της κινεζικής πλευράς για τις προθέσεις και τις δυνατότητες της Τουρκίας να αποσυνδεθεί από την Δύση. Ένα ακόμη γεγονός που ωθεί την σινική ηγεσία να τηρεί σοβαρές επιφυλάξεις για τις τουρκικές προθέσεις, αφορά τη σύνθεση του τουρκικού πολιτικού εσωτερικού τοπίου μετά τις τελευταίες εκλογές.
Ο Σι Τζινπίνγκ και οι επιτελείς του, έχοντας την πολυτέλεια να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα, επιδιώκουν συμπράξεις με ηγεσίες που διάκεινται φιλικά προς την Κίνα. Είναι δηλωτικό των σινικών προθέσεων, η απόρριψη στις διμερείς συναντήσεις των υπερ-εθνικιστικών κομμάτων που υποδαυλίζουν ανοικτά το ζήτημα των Ουιγούρων, όπως το MHP (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί ή το IYI Parti (Καλό Κόμμα) της Μεράλ Ακσενέρ. Αντιθέτως, το μικρό, ευρασιανικού προσανατολισμού Vatan Parti (Πατριωτικό Κόμμα) καθίσταται προνομιακός συνομιλητής των σινικών αντιπροσωπειών μαζί φυσικά με το κυβερνόν AKP.
Το Πεκίνο καλείται συνεπώς να αποτιμήσει το κόστος της διαφαινόμενης τουρκικής αναδίπλωσης προς την Δύση και τις ΗΠΑ και τις δυνητικές επιπτώσεις στην περαιτέρω εμβάθυνση των σινο-τουρκικών σχέσεων. Κόστος που ήδη διαφαίνεται στη δυνητική απόσυρση σημαινόντων Τούρκων ιθυνόντων του νεοσύστατου ευρασιατικού κατεστημένου έστω και πρόσκαιρα.
Κατά συνέπεια, το Πεκίνο τηρεί μια στάση αναμονής ενόψει της επικείμενης προεδρίας Μπάιντεν προκειμένου να διαπιστώσει τον τρόπο που θα κινηθεί η τουρκική ηγεσία σε κρίσιμα ζητήματα συμπεριλαμβανομένου και του Χερσαίου Δρόμου του Μεταξιού. Η διαμερισματοποίηση θα συνεχιστεί παράλληλα με την συναλλακτικότητα σε βραχυπρόθεσμο πλαίσιο αλλά η εμβάθυνση των σινο-τουρκικών σχέσεων τίθεται υπό την αίρεση τόσο δομικών όσο και εσωτερικών παραγόντων που άπτονται των πολιτικών προτιμήσεων της τουρκικής ελίτ.
Εν κατακλείδι, οι σινο-τουρκικές σχέσεις υπόκεινται σε συγκεκριμένους περιορισμούς που απορρέουν από δομικές-συστημικές αιτίες αλλά και τις ιδεολογικές-ταυτοτικές παραμέτρους του εσωτερικού περιβάλλοντος και των δύο πλευρών. Αναμφίλεκτα όμως, η νέα δυναμική των σινο-τουρκικών σχέσεων μετά το 2016, εδράζεται στον κοινό τόπο του πολυπολισμού και στον κοινό στόχο της αποδόμησης της διεθνούς τάξης του 1945.