Τον Μάιο του 2017, ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, ανακοίνωσε ότι εγκαινιάζει το «σχέδιο του αιώνα» ενώπιον περίπου 30 αρχηγών κρατών και αμέτρητων εκπροσώπων από 130 χώρες. Αναφερόταν στο φιλόδοξο σχέδιο που έγινε γνωστό ως «ο νέος Δρόμος του Μεταξιού» και κάθε άλλο παρά υπερβολή ήταν ο ισχυρισμός του Κινέζου προέδρου ότι επρόκειτο για το «σχέδιο του αιώνα».
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Το Πεκίνο υποσχέθηκε να δαπανήσει περίπου 1 τρισ. δολάρια κατασκευάζοντας υποδομές κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες ανά τον κόσμο. Υποσχέθηκε, επίσης, να χρηματοδοτήσει το μεγαλύτερο μέρος από το πολυσχιδές έργο μέσα από κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το κόστος του γιγάντιου δικτύου υποδομών ανά τον κόσμο υπολογίζεται ότι με σημερινούς όρους είναι επταπλάσιο από τις δαπάνες που έκαναν οι ΗΠΑ για να προωθήσουν το σχέδιο Μάρσαλ και την ανοικοδόμηση της Ευρώπης.
Από τα τελευταία στοιχεία προκύπτει, όμως, ότι η πραγματικότητα δεν συνάδει με το όραμα του κ. Σι. Ενώ στη σύλληψή του το φιλόδοξο αυτό σχέδιο θα αποτελούσε το μεγαλύτερο αναπτυξιακό πρόγραμμα στον κόσμο, τώρα κινδυνεύει να εξελιχθεί στην πρώτη υπερπόντια κρίση χρέους της Κίνας.
Οπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, έχει μειωθεί ραγδαία αφενός ο δανεισμός από τις δύο μεγάλες κρατικές τράπεζες της Κίνας που έχουν χρηματοδοτήσει τα έργα του Δρόμου του Μεταξιού και αφετέρου η συμμετοχή των κυβερνήσεων των χωρών υποδοχής.
Αιτία, το δυσθεώρητο κόστος των έργων, που φαίνεται πως εγκλωβίζει τις χώρες υποδοχής του Πεκίνου σε μια παγίδα χρέους. Το Πεκίνο έχει, έτσι, εμπλακεί σε μια επαναδιαπραγμάτευση του χρέους των χωρών υποδοχής. Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν, έτσι, πως αν η Κίνα δεν μπορεί ή δεν θέλει να ελαφρύνει το χρέος αυτών των χωρών, μπορεί να βρεθεί στη δίνη μιας κρίσης χρέους των αναπτυσσόμενων αγορών.
Οι κινεζικές τράπεζες που χρηματοδότησαν τα έργα είναι η Αναπτυξιακή Τράπεζα της Κίνας (China Development Bank) και η Εισαγωγή – Εξαγωγική Τράπεζα της Κίνας (Export-Import Bank of China). Οταν ο νέος Δρόμος του Μεταξιού ήταν στα πρώτα του στάδια, οι δύο τράπεζες χορήγησαν πιστώσεις ύψους 75 δισ. δολαρίων. Το περασμένο έτος τις είχαν ήδη περιορίσει στα 4 δισ. δολάρια. Οι δύο τράπεζες ελέγχονται στενά από το Πεκίνο και λειτουργούν ως χρηματοπιστωτικοί βραχίονες του κράτους. Είναι αυτές που χρηματοδοτούν τη συντριπτική πλειονότητα των υπερπόντιων αναπτυξιακών έργων και πιστώσεων του Πεκίνου.
Σύμφωνα με στοιχεία του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, από το 2008 έως το 2019 οι δύο αυτές κινεζικές τράπεζες δάνεισαν συνολικά 462 δισ. δολάρια όταν το ίδιο χρονικό διάστημα ο δανεισμός της Παγκόσμιας Τράπεζας ανήλθε στα 467 δισ. δολάρια. Σε διάστημα ολίγων ετών, άλλωστε, ο δανεισμός αυτών των δύο τραπεζών ήταν σχεδόν ίσος με το άθροισμα δανεισμού των έξι μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του κόσμου. Σε αυτά μαζί με την Παγκόσμια Τράπεζα περιλαμβάνονται η Ασιατική Αναπτυξιακή Τράπεζα, η Αναπτυξιακή Τράπεζα της Αμερικής, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και η Αναπτυξιακή Τράπεζα της Αφρικής.
Εν ολίγοις, αυτή η δραματική μείωση του δανεισμού από τις μεγάλες κρατικές τράπεζες της Κίνας συνεπάγεται τεκτονικούς κραδασμούς στο σύστημα. Αν δεν αντιστραφεί η κατάσταση, θα υπάρξει ένα χρηματοδοτικό κενό που μόνο στις χώρες της Ασίας θα ανέρχεται σε 907 δισ. δολάρια ετησίως σύμφωνα με την Ασιατική Αναπτυξιακή Τράπεζα. Στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική, όπου η χρηματοδότηση των έργων υποδομής προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από πιστώσεις των κινεζικών τραπεζών, θα διευρυνθεί το χάσμα ανάμεσα στις ανάγκες και στα διαθέσιμα κεφάλαια.
Κινέζοι αναλυτές αποδίδουν την αναδίπλωση των κινεζικών τραπεζών σε διαρθρωτική αλλαγή πολιτικής. Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα ο Γουάνγκ Χουιγιάο, σύμβουλος της κινεζικής ηγεσίας και πρόεδρος του Κέντρου για την Κίνα και την Παγκοσμιοποίηση, επισημαίνει πως «η Κίνα συγκεντρώνει, απορροφά και χωνεύει τις επενδύσεις που έκανε στο παρελθόν». Ο Τσεν Ζιβού, καθηγητής Χρηματοπιστωτικών στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ, επιμένει πως η μείωση του δανεισμού από πλευράς των κινεζικών τραπεζών είναι μέρος της ευρύτερης εικόνας στην Κίνα, που περιορίζει τις επενδύσεις στο εξωτερικό για να επικεντρωθεί περισσότερο στην εγχώρια οικονομία.
πηγή πληροφοριών : ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ