Η άγνωστη ιστορία τού πώς ο Bob Brockman, ο μυστικοπαθής δισεκατομμυριούχος που θεωρείται ο “εγκέφαλος” της μεγαλύτερης σκευωρίας φοροδιαφυγής στις ΗΠΑ, χρησιμοποίησε επαχθή συμβόλαια συνεργασίας, γνωστά και ως “Darth Vader” contracts, για να υπερχρεώνει τους αντιπροσώπους αυτοκινήτων και να χρηματοδοτήσει την αυτοκρατορία private equity του Robert F. Smith.
Του Chris Helman
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Από τότε που η Ford Motor Company ξεκίνησε τις πωλήσεις του Model T, το 1908, λίγα εργαλεία τεχνολογίας έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στα περιθώρια κέρδους των αντιπροσώπων αυτοκινήτων όσο το “DocuPad”.
Η επίπεδη οθόνη των 45×29 ιντσών που βρίσκεται πάνω στο γραφείο κάθε πωλητή και του δίνει τη δυνατότητα να δελεάσει γρήγορα τους πελάτες, γλιτώνοντάς τους από τον Γολγοθά της γραφειοκρατίας. Επιτρέποντας στους υποψήφιους αγοραστές να τσεκάρουν απλώς κουτάκια και να υπογράψουν το συμβόλαιο πώλησης στη διαδραστική οθόνη, το DocuPad ουσιαστικά αίρει ένα σημαντικό “εμπόδιο” για τους πωλητές αυτοκινήτων – παρέχοντάς τους μια αναβαθμισμένη υπηρεσία.
Υπερασπιζόμενος το σύστημα ενώπιον δικαστηρίου το 2019, ο μυστικοπαθής 79χρονος Robert Brockman, ιδιοκτήτης της εταιρείας λογισμικού Reynolds and Reynolds, που πουλά το DocuPad, παρείχε μια κλεφτή ματιά στις μακροοικονομικές συνθήκες που επικρατούν στις αγοραπωλησίες αυτοκινήτων.
Ο Brockman δήλωσε ότι το DocuPad παρέχει στους παρόχους χρηματοδότησης επιπλέον όφελος τουλάχιστον $200 ανά συναλλαγή σε μια δραστηριότητα όπου τα περιθώρια κέρδους κάθε πώλησης ή χρονομίσθωσης (leasing) αυτοκινήτου είναι συνήθως μηδαμινά. “Η απόσβεση του αρχικού κόστους απόκτησης του DocuPad γίνεται πολύ πολύ γρήγορα”, δήλωσε ο Brockman, αναφερόμενος στο εφάπαξ τέλος απόκτησης των $10.000 και το μετέπειτα μηνιαίο κόστος χρήσης των $1.000. Έπειτα από αυτό (σ.μ. το κόστος) αποφέρει μόνο κέρδος”, πρόσθεσε.
Φυσικά, ένας έμπορος αυτοκινήτων μπορεί να αποκτήσει το DocuPad μόνο εάν έχει άδεια χρήσης ενός από τα ολοκληρωμένα συστήματα διαχείρισης που παρέχει ο Brockman – η εταιρεία του έχει αναπτύξει ψηφιακές πλατφόρμες για τη διαχείριση οποιασδήποτε εργασίας, από το απόθεμα ανταλλακτικών και τον προγραμματισμό υπηρεσιών έως τα μηχανήματα που διασφαλίζουν την ασφάλεια των κλειδιών των αυτοκινήτων.
Αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για χιλιάδες αντιπροσώπους αυτοκινήτων που έχουν δεσμευθεί με πολυετή συμβόλαια, τότε το ύψος των προμηθειών αυτών ανέρχεται στο ποσό του $1 δισ., με τα ετήσια έσοδα να υπολογίζονται σε $300 εκατ. Και ο Brockman ελέγχει το 98% αυτής της αγοράς μέσω μιας εξωχώριας εταιρείας (offshore), μερίδιο που αποτιμάται τουλάχιστον σε $3 δισ.
Αυτή η “αθόρυβη μηχανή” συσσώρευσης δισεκατομμυρίων του Brockman σταμάτησε απότομα τον Οκτώβριο του 2020, όταν αποδόθηκαν στον 79χρονο κατηγορίες για την ενορχήστρωση της μεγαλύτερης σκευωρίας φοροδιαφυγής στην αμερικανική ιστορία και την απόκρυψη από την Υπηρεσία Δημοσίων Εσόδων (IRS) των ΗΠΑ περίπου $2 δισ. τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ο Brockman αρνείται τις κατηγορίες, ενώ αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση $1 εκατ. Ούτε ο ίδιος ούτε οι δικηγόροι του, ωστόσο, ανταποκρίθηκαν στο αίτημα του “Forbes” να μιλήσουν για το θέμα.
Η “μηχανή” που φέρεται να έστησε ο Brockman βοήθησε στην απόκρυψη κερδών διαμέσου μίας από τις πλέον επιτυχημένες εταιρείες private equity της χώρας, της Vista Equity Partners από το Όστιν του Τέξας, την οποία ίδρυσε ο πλουσιότερος μαύρος Αμερικανός, ο Robert F. Smith. Τον περασμένο Οκτώβριο ο Smith έκανε συμφωνία με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για τη μη δίωξή του και κατέθεσε για σωρεία φορολογικών κακουργημάτων που συνδέονται με μυστικούς εξωχώριους λογαριασμούς που δημιουργήθηκαν κατ’ εντολήν του Βrockman.
Η αρχή έγινε το 2000, όταν ο Brockman δέσμευσε κεφάλαιο ύψους $1 δισ. στο πρώτο fund της Vista και δίδαξε στον Smith τα “μυστικά” λειτουργίας μιας επιχείρησης λογισμικού. Ο 79χρονος συνεχίζει να διατηρεί μικρά ποσοστά σε αρκετά από τα επενδυτικά funds της Vista, ύψους $73 δισ. Ο Smith έχει ήδη καταβάλει το ποσό-ρεκόρ των $139 εκατ. προκειμένου να ξεμπλέξει με την IRS και συμφώνησε να συνεργαστεί με τους ανακριτές στην υπόθεση εναντίον του πάλαι ποτέ ευεργέτη και μέντορά του.
Η υπόθεση εμπεριέχει όλα τα συστατικά και τις ίντριγκες που συνθέτουν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, εμπλέκοντας ένα μοντέλο του Playboy, ένα δίκτυο εξωχώριων λογαριασμών και ένα κρυπτογραφημένο σύστημα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο οποίο ο Brockman αποκαλούσε τον Smith με το κωδικό όνομα “Steelhead”. Ο δικηγόρος του Brockman, ένας Αυστραλός ονόματι Evatt Tamine, ο οποίος διατελούσε ονομαστικός διαχειριστής του δισεκατομμυριούχου, ήταν γνωστός ως “Redfish”. Η IRS αποκαλούνταν “the House” και ο Brockman, η κορυφή της πυραμίδας, είχε το κωδικό όνομα “Permit”.
Πολύμηνη έρευνα του “Forbes” αποκαλύπτει ότι η φερόμενη υπόθεση φοροδιαφυγής δεν είναι η πρώτη, ή η μόνη, “αμαρτία” που μπορεί να έχει διαπράξει κατά τη διάρκεια της εντυπωσιακής καριέρας του ο Brockman. Ο επιχειρηματίας από το Χιούστον “έχτισε” την περιουσία του, που υπολογίζεται σε $6 δισ., εν μέσω εκατοντάδων διευθετήσεων και αγωγών από αντιπροσώπους αυτοκινήτων, που αποτελούν και την κύρια κατηγορία πελατών του, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι τους εξαπάτησε με τις “υπόγειες πρακτικές” του, υφαρπάζοντάς τους εκατοντάδες εκατομμύρια.
Γεννηθείς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από μητέρα φυσιοθεραπεύτρια και πατέρα ιδιοκτήτη βενζινάδικου, ο Robert Brockman μεγάλωσε στο Σεντ Πίτερσμπεργκ της Φλόριντα και αποφοίτησε με άριστα από το Πανεπιστήμιο της Φλόριντα το 1963, στη λέσχη επιχειρηματικής αριστείας του οποίου είναι μέλος. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του στο Σώμα Εφέδρων Πεζοναυτών των ΗΠΑ εργάστηκε στο τμήμα μάρκετινγκ της Ford και στη συνέχεια, το 1966, εντάχθηκε στο δυναμικό της IBM, όπου ξεχώρισε πουλώντας συστήματα πληροφορικής σε εμπόρους αυτοκινήτων.
Το 1970 αποχώρησε από την IBM, ίδρυσε τη Universal Computer Services (UCS) και ξεκίνησε μόνος του να εντρυφεί στην ανάπτυξη κώδικα, σε μια εποχή που ακόμη ο προγραμματισμός γινόταν με κάρτες διάτρησης που τροφοδοτούσαν τεράστια μηχανήματα. Σύντομα παρείχε στους αντιπροσώπους αυτοκινήτων εβδομαδιαίες εκτυπωμένες αναφορές για τα αποθέματα των ανταλλακτικών τους.
“Ο Brockman ήταν ο πρώτος πάροχος που κατέστησε δυνατό για έναν επιχειρηματία να συνθέσει τις οικονομικές καταστάσεις των 10 αντιπροσωπιών του σε μία. Κι αυτό στη δεκαετία του 1980”, αναφέρει επαινετικά ο Paul Gillrie, βετεράνος σύμβουλος στον χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο Brockman είχε εγκαταστήσει δεκάδες υπολογιστές σε αντιπροσωπίες αυτοκινήτων και εισήγαγε αυτό που ακόμα και σήμερα παραμένει ένα από τα βασικά συστήματα λογισμικού που παρέχει, το Power.
Στον προσωπικό του ιστότοπο, μέχρι που αυτός έκλεισε, ο Brockman, ο οποίος έχει κατοχυρώσει 21 διπλώματα ευρεσιτεχνίας, έγραφε: “Παραμένω προγραμματιστής στην καρδιά. Και παρότι χρειάστηκε να σταματήσω τον προγραμματισμό πριν από πολλά χρόνια, εξακολουθώ να συμμετέχω πολύ στενά σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα προϊόντα μας”.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ford αποφάσισε ότι δεν ήθελε πλέον να έχει παρουσία στον κλάδο της πληροφορικής και πούλησε την Dealer Computer Services στη UCS του Brockman, έναντι τιμήματος $103 εκατ. Η συμφωνία περιελάμβανε, ωστόσο, έναν όρο: Η Ford θα επέτρεπε στον Brockman να συνεχίσει, χωρίς να γίνει γνωστό, να χρησιμοποιεί το λογότυπό της στις επιστολές του, τη διεύθυνσή της, ακόμα και τους ίδιους υπαλλήλους για πέντε χρόνια.
“Συμβόλαια Darth Vader”
“Όταν ανέλαβε ο Brockman, ουσιαστικά ήταν η αρχή για το τσουνάμι που θα ακολουθούσε”, σημειώνει ένας από τους συμβούλους που συμμετείχαν στις διαδικασίες διευθέτησης των διαφωνιών εμπόρων αυτοκινήτων με τον Brockman. “Η Ford ήταν πολύ χαλαρή. Οι έμποροι τους εμπιστεύτηκαν και η Ford τούς φρόντισε πολύ”, λέει. Οι τεχνολογικές αναβαθμίσεις άρεσαν στους αντιπροσώπους αυτοκινήτων – ακόμα και η απαρχαιωμένη πλέον οθόνη του DocuPad, που αντικατέστησε τους όγκους χαρτιού που είχαν συνηθίσει. “Ο Brockman προχώρησε στη μηχανογράφηση των πάντων, δημιουργώντας ένα εξελιγμένο σύστημα”.
Και στη συνέχεια, όπως προκύπτει από μια τυπική περίπτωση “συνεργασίας”, εκμεταλλεύτηκε την καλή τους πρόθεση υπογράφοντας με τους αντιπροσώπους ανανεώσεις συμβάσεων “με σκοπό να τους δεσμεύσει και μετά τη διάρκεια ζωής των υπολογιστικών συστημάτων τους, προκειμένου να τους επιβάλει κοστοβόρες αναβαθμίσεις”. Ορισμένοι αντιπρόσωποι εξοργίστηκαν όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν συνεργάζονταν με τη Ford – και άρα δεν είχαν πολλά περιθώρια αντίδρασης έναντι χρεώσεων της τάξης των $12.000 για την εγκατάσταση ενός σκληρού δίσκου 500 megabyte ή $2.400 για την απόκτηση ενός εκτυπωτή.
Όσοι προσπάθησαν να σπάσουν τα συμβόλαιά τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη νομική ομάδα του Brockman. Διότι είχε συνάψει μαζί τους συμφωνίες τις οποίες παράγοντας της αγοράς χαρακτηρίζει “ως συμβόλαια Darth Vader”, δεδομένου ότι έδιναν στους δικηγόρους του τη δυνατότητα να καταστρέψουν όποιον αντιπρόσωπο “επαναστατούσε”. Πολλές αναβαθμίσεις ή νέες υπηρεσίες συνοδεύονταν από μακροχρόνιες ανανεώσεις των συμβολαίων. “Όταν έχεις ένα συμβόλαιο που σου εξασφαλίζει μονοπώλιο με τον πελάτη σου για 30 χρόνια, δεν χρειάζεται να συζητήσεις τίποτα μαζί του”, εξηγεί ο Gillrie.
Το 2010 ο Jay Gill, επιχειρηματίας από το Φρέσνο της Καλιφόρνια με 10 αντιπροσωπίες, έλαβε έναν λογαριασμό ύψους $3 εκατ. όταν εξαγόρασε τη Livermore Auto Group, η οποία πλήρωνε $35.000 τον μήνα στην εταιρεία του Brockman. Οι δύο πλευρές διευθέτησαν την υπόθεση έναντι περίπου του μισού ποσού. “Ο Brockman έκανε περιουσία γδέρνοντας τον κόσμο”, λέει ο Gill. “Κάθε φορά που ζητούσες κάτι ή χρειαζόσουν κάτι, θα επέκτεινε αυτόματα το συμβόλαιό σου χωρίς να το ξέρεις. Όταν έχεις ένα συμβόλαιο πάχους μερικών βιβλίων, το γράφει κάπου εκεί μέσα”, προσθέτει.
Ούτε καν η απειλή της χρεοκοπίας δεν μπορούσε να “ελευθερώσει” τους εμπόρους αυτοκινήτων από τα δίχτυα του Brockman. Όταν το 1994 ο Orville Beckford, ένας μαύρος αντιπρόσωπος από τη Φλόριντα, αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα παρά την ανακεφαλαιοποίησή του από τη Ford, ο Brockman κυνήγησε την αυτοκινητοβιομηχανία για την είσπραξη των χρημάτων του, ενώ σε επιστολή του την επέπληττε διότι στήριξε κάποιον που ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ήταν ανίκανος επαγγελματίας:
“Θα ήθελα να το αποφύγω αυτό – ωστόσο, μην υποκύπτοντας στον “εκβιασμό” αυτού του αντιπροσώπου, δεν βλέπω άλλη αντίδραση παρά να τον πολεμήσω νομικά μέχρι τέλους”. Ο Beckford μήνυσε τον Brockman για δυσφήμιση και το δικαστήριο του επιδίκασε αποζημίωση $250.000.
Με την πάροδο των ετών, περισσότεροι από 100 αντιπρόσωποι αυτοκινήτων που επλήγησαν οικονομικά στο πλαίσιο διευθετήσεων αρνήθηκαν να αποπληρώσουν τα συμβόλαιά τους με τις εταιρείες του Brockman και κατέληξαν στα ομοσπονδιακά δικαστήρια. “Αναμφισβήτητα εγώ δεν θα έκανα δουλειές με αυτόν τον άνθρωπο, ακόμα κι αν ήταν δωρεάν”, λέει ο Gill.
Ο Robert Smith, ο οποίος ασχολούνταν με τη σύναψη συμφωνιών, δεν είχε τέτοιες επιφυλάξεις όταν γνώρισε τον Brockman στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Άρτι αποφοιτήσας από το Columbia Business School και όντας ανερχόμενο “αστέρι” στο τμήμα επενδυτικής τραπεζικής της Goldman Sachs, ο Smith προσέγγισε τον Brockman προκειμένου να του προτείνει την εξαγορά της αναπτυσσόμενης εταιρείας λογισμικού του.
Ο Brockman, όμως, δεν χρειαζόταν χρηματοδότηση από την Goldman. Η εταιρεία του, η UCS, είχε πολύ μετρητό – το οποίο ο ίδιος προφανώς δεν είναι καμία πρόθεση να μοιραστεί με τον “Θείο Σαμ”. Με βάση όσα κατέθεσε ο Smith στο πλαίσιο της συμφωνίας μη δίωξής του, ο Brockman συμφώνησε να δώσει στον Smith το ποσό του $1 δισ., το 2000, προκειμένου ο τελευταίος να δημιουργήσει τη Vista Equity Partners – υπό την προϋπόθεση ότι ο Smith θα συνεργαζόταν μαζί του για να στήσουν αυτό που το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ στο κατηγορητήριο εναντίον του Brockman χαρακτηρίζει “συνωμοσία και σκευωρία και τέχνασμα εξαπάτησης”.
Το 1997 ο Brockman, μέσω του A. Eugene Brockman Charitable Trust με έδρα τις Βερμούδες, συνέστησε μια εταιρεία συμμετοχών στο νησί με την επωνυμία Spanish Steps Holdings. Υπό την “ομπρέλα” της Spanish Steps, ίδρυσε την εταιρεία Point Investments στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους.
Αυτή η εταιρεία θα ενεργούσε ως “βιτρίνα” για τις επενδύσεις του Brockman στη Vista. Σύμφωνα με την κατάθεση του Smith, ο Brockman, στην πρόταση “take it or leave it” που του έκανε, επέμεινε και ο ίδιος να διακρατήσει το ήμισυ της συμμετοχής του στο αρχικό Vista Fund II μέσω ενός αντίστοιχου “άρτιου τραστ στο εξωτερικό”. Προφανώς, με αυτόν τον τρόπο ο Brockman θα μπορούσε να είναι ήσυχος ξέροντας ότι ήταν “μαζί” σε όλο αυτό.
Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη”, είχε δηλώσει ο 58χρονος Smith στο “Forbes”, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος το 2018, προτού ανακύψει ακόμη οποιαδήποτε ένδειξη εμπλοκής σε εγκληματικές δραστηριότητες: “Κοιτάχτηκα και αναρωτήθηκα: Αν δεν το κάνω τώρα, πώς θα νιώθω μετά από 10 χρόνια;”. Σύμφωνα με την κατάθεσή του, ο Smith έβαλε έναν συγγενή της τότε συζύγου του, Suzanne McFayne, να συστήσει ένα τραστ με έδρα στην Μπελίζ, με την επωνυμία Excelsior, διαμέσου του οποίου ο Smith χρηματοδότησε την εξωχώρια επενδυτική εταιρεία του, Flash Holding.
Είναι νόμιμο και φυσιολογικό εταιρείες να συστήνουν θυγατρικές σε φορολογικούς παραδείσους για να διακρατούν εκεί πατέντες και άλλα κερδοφόρα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας – οι εταιρείες λογισμικού, για παράδειγμα, επιλέγουν εδώ και χρόνια την Ιρλανδία. Ομοίως, επενδυτές hedge funds και private equity συστήνουν εξωχώρια τραστ όπου κατευθύνουν τα έσοδα των συμμετοχών τους. Η νομιμότητα τέτοιων επιχειρηματικών δομών τείνει να εξαρτάται από τον βαθμό ελέγχου που ασκούν οι τελικοί δικαιούχοι στα περιουσιακά στοιχεία, αλλά και πώς τις χρησιμοποιούν.
Ο Brockman θα μπορούσε να είχε ξεφύγει αν κατάφερνε να αποδείξει ότι ήταν παθητικός δικαιούχος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που ήλεγχε μέσω του A. Eugene Brockman Charitable Trust – και όχι ο απόλυτος κυρίαρχος που ο Smith στην κατάθεσή του ισχυρίζεται ότι ήταν: “Ήταν εμφανές στον Smith ότι, αν και τα χαρτιά έλεγαν το αντίθετο, το Πρόσωπο A [Brockman] ήλεγχε πλήρως το ξένο τραστ του Προσώπου Α και τις συνδεδεμένες με αυτό ξένες εταιρείες και λάμβανε όλες τις ουσιαστικές αποφάσεις για το σύνολο των συναλλαγών και των επενδύσεων”.
Συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, της απόφασης να μη γνωστοποιεί τίποτε από τα παραπάνω στην Υπηρεσία Δημοσίων Εσόδων των ΗΠΑ (IRS). Όπως είχε δηλώσει για τον εαυτό του ο Brockman κατά τη διάρκεια κατάθεσής του στο δικαστήριο το 2019: “Κάποιος θα μπορούσε μάλλον να πει ότι είμαι μέσα στα πράγματα, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα”.
Παράλληλα, στην κατάθεσή του ο Smith εξηγεί ότι είχε κίνητρο να εξασφαλίσει πως η επένδυση του $1 δισ. που είχε κάνει ο Brockman θα απέφερε κέρδη. Κι αυτό γιατί ο Brockman είχε τη δύναμη να αντικαταστήσει τον Smith, αναγκάζοντάς τον να του πουλήσει το μερίδιό του στη συνεταιριστική επιχείρηση Vista Fund II που είχαν στήσει από κοινού, και μάλιστα σε τιμή που θα όριζε ο Brockman. Με άλλα λόγια, ο Brockman είχε “αλυσοδέσει” τον Smith, όπως είχε κάνει και με τους αντιπροσώπους αυτοκινήτων.
Με το κεφάλαιο του Brockman, η Vista Fund II απέκτησε εταιρείες όπως οι SirsiDynix, Applied Systems, BigMachines, Brainware, Surgical Information Systems και SER Solutions. Ο Brockman δεν καθοδηγούσε αποφασιστικά την ομάδα της Vista ώστε να εφαρμόζει τις δικές του “αρχές επιχειρηματικής λειτουργίας” που επικεντρώνονταν στη μείωση του κόστους και στην ενοποίηση προϊόντων. Σύμφωνα με πρόσωπο που είχε γνώση των τεκταινομένων κατά τα πρώτα βήματα της Vista, η εκκολαπτόμενη εταιρεία private equity εφάρμοσε την εστιασμένη στρατηγική της IBM, που την εμφύσησε ο Brockman, για να εξαγοράσει και να μεγεθύνει εταιρείες λογισμικού. “Όλα όσα γνωρίζει η Vista για τον χώρο του λογισμικού τα έμαθε από τον Bob Brockman”, λέει.
Η Vista ως “βιτρίνα”
Μια έξυπνη στρατηγική που χρησιμοποίησε η Vista ήταν η συγχώνευση εταιρειών λογισμικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εταιρεία λογισμικού βιομηχανικής διαχείρισης Ventyx, από την Ατλάντα, που κάποτε ανήκε στο χαρτοφυλάκιο της Vista. Το 2005 η Vista πλήρωσε $70 εκατ. για την απόκτηση της MDSI, το 2007 εξαγόρασε την Indus έναντι $240 εκατ. και στη συνέχεια τις συγχώνευσε με τη Ventyx. Αργότερα “πρόσθεσε” στη Ventyx τις εταιρείες Global Energy Decisions, NewEnergy Associates και Tech-Assist, προκειμένου να ενισχύσει την γκάμα των προϊόντων της με βασικές εφαρμογές και να διευρύνει το μερίδιο αγοράς της.
Το 2010 η Vista πούλησε τη Ventyx στον ελβετικό τεχνολογικό κολοσσό ενέργειας και αυτοματισμού ABB έναντι τιμήματος $1 δισ. Στη συνέχεια η Vista μετέφερε $799 εκατ. από το τίμημα σε λογαριασμό της ελβετικής τράπεζας Mirabaud, που ήλεγχε η εταιρεία Point Investments του Brockman.
Ο Brockman φέρεται επίσης να χρησιμοποίησε τη Vista ως “βιτρίνα” για να απορροφήσει άλλους παρόχους λογισμικού στον κλάδο της εμπορίας αυτοκινήτων. Το 2005 η UCS του Brockman εξαγόρασε την εταιρεία λογισμικού τηλεφωνικής διαχείρισης Callbright.
Το επόμενο έτος η Vista Fund II (με τα λεφτά του Brockman) απέκτησε την ανταγωνίστρια εταιρεία της Callbright, Who’s Calling – την οποία αργότερα πούλησε επίσης στον Brockman. Σύμφωνα με την εταιρεία πληροφοριών για την αγορά εναλλακτικών περιουσιακών στοιχείων Preqin, το πρώτο fund Vista του Smith, που συστάθηκε το 2000, είχε απόδοση άνω του 29% ετησίως. Εάν αυτό αληθεύει, σημαίνει ότι ο Brockman και ο Smith υπερδεκαπλασίασαν το αρχικό ποσό του $1 δισ.
Και καθώς ο Brockman ενορχήστρωνε την ανάπτυξη της Vista παρασκηνιακά, η επιχείρησή του ευημερούσε. Το 2005 η εταιρεία λογισμικού του ανακοίνωσε έσοδα $530 εκατ. και κέρδη $100 εκατ., ενώ απασχολούσε 2.600 υπαλλήλους. Ο ψηφιακός κατάλογος ανταλλακτικών που είχε δημιουργήσει υιοθετήθηκε από περίπου 2.500 αντιπροσώπους αυτοκινήτων της Ford και της Lincoln-Mercury.
Εν τω μεταξύ, όμως, ο Brockman αντιμετώπιζε ένα σημαντικό πρόβλημα – η Ford είχε αναπτύξει τον δικό της ψηφιακό κατάλογο ανταλλακτικών. Το 2005 η Ford αρνήθηκε να ανανεώσει την αποκλειστική άδεια του Brockman, εκτός εάν συμφωνούσε στη σταδιακή λήξη των υφιστάμενων συμβολαίων του εντός τριετίας. Ο Brockman κατέθεσε αγωγή κατά της αυτοκινητοβιομηχανίας, ισχυριζόμενος παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, αλλά τελικά την απέσυρε.
Χάνοντας την αποκλειστική συμφωνία με τη Ford, ο Brockman έπρεπε να κάνει κάτι για να αντισταθμίσει την απώλεια δραστηριότητας. Έτσι, “στρατολόγησε” τον Smith για να τον βοηθήσει να υλοποιήσει τη συμφωνία της ζωής του – τη μοχλευμένη εξαγορά της Reynolds and Reynolds του Οχάιο έναντι $2,4 δισ., το 2006. Ο Brockman έβαλε ίδια κεφάλαια $300 εκατ., ενώ η Vista συνεισέφερε $50 εκατ. (από τα χρήματα του Brockman). Η Deutsche Bank ανέλαβε την έκδοση των απαιτούμενων δανείων.
Ο κλάδος σοκαρίστηκε, υποθέτοντας ότι η πολύ μεγαλύτερη Reynolds θα εξαγόραζε τη UCS και όχι το αντίστροφο. Ο Brockman, έτσι, είχε εξασφαλίσει μια νέα “δεξαμενή” χιλιάδων νέων πελατών που μπορούσε να “δέσει” με τα επαχθή συμβόλαιά του (Darth Vader contracts).
Σχεδόν από την πρώτη στιγμή ξέσπασε μια σύγκρουση κουλτούρας. Ο “κλειστός” πρώην πεζοναύτης Brockman δεν ταίριαζε με το “χαλαρό” κλίμα εργασίας που επικρατούσε στη Reynolds. Απαγόρευσε στους υπαλλήλους να καπνίζουν, ακόμα και στις ώρες του διαλείμματος, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα παρακολουθούσε ακόμα και πόση ώρα “έχαναν” στο μπάνιο.
Το 2008, κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Reynolds προέβη σε τιτλοποίηση του χρέους της, σε μια προσπάθεια εξυγίανσης. Βλέποντας τα δάνεια της εταιρείας του να διαπραγματεύονται στο πολύ χαμηλό επίπεδο των 35 σεντς ανά δολάριο, ο Brockman άδραξε την ευκαιρία. Παρότι είχε υπογράψει πιστωτικές συμβάσεις που του απαγόρευαν την αγορά χρέους μειωμένης εξασφάλισης της Reynolds χωρίς τη συγκατάθεση των προτιμητέων πιστωτών, ο Brockman αγόρασε κρυφά χρέος ύψους $20 εκατ. το 2009, σύμφωνα με έρευνα της IRS.
Για να το επιτύχει αυτό, ο Brockman, μέσω του Αυστραλού πληρεξούσιου δικηγόρου του Tamine, χρησιμοποίησε κεφάλαια της Edge Capital Investments (όπως η Point Investments, η Edge ήταν μια οντότητα με έδρα στην Καραϊβική που ιδρύθηκε μέσω ενός τραστ που ήλεγχε ο επί μακρόν οικονομικός διευθυντής του Brockman, Don Jones, “προκειμένου να μη φαίνεται ότι ανήκει στον Brockman”, σύμφωνα με έρευνα της IRS). Έναν χρόνο αργότερα, όταν η Deutsche προέβη στην αναχρηματοδότηση του χρέους της Reynolds, η Edge ρευστοποίησε τα χρεόγραφα του Brockman στην ονομαστική τους αξία, αποκομίζοντας $72 εκατ., τα οποία κατέθεσε σε εξωχώριο λογαριασμό.
Σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση ερευνητή της IRS, “ο Tamine, υπό την καθοδήγηση του Brockman, ξέπλυνε στη συνέχεια περίπου $57 εκατ. από τα έσοδα” μέσω άλλων λογαριασμών και εταιρειών του Brockman, “συμπεριλαμβανομένων αρκετών funds της Vista Equity Partners”.
Μεγάλη ζωή
Μέρος από τα αφορολόγητα κέρδη που επέφερε η προσοδοφόρα αυτή συναλλαγή του Brockman φέρεται ότι χρηματοδότησαν τα πάθη του. Το ράντσο του στο Frying Pan Canyon, κοντά στο Άσπεν του Κολοράντο, αποκτήθηκε έναντι $15 εκατ. Επίσης, ορμήνευσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του να αγοράσει ένα πολυτελές γιοτ 64 μέτρων ονόματι “Albula”, που είχε ακόμα και ελικοδρόμιο, έναντι $33 εκατ. Ο Brockman, φανατικός ψαράς και κυνηγός, συνήθιζε να πετάγεται με ιδιωτικό τζετ στην Κόρδοβα της Αργεντινής για το διάσημο κυνήγι περιστεριού.
Ο Smith έκανε επίσης “μεγάλη ζωή”. Το 2009 μετακόμισε με την επί 22 χρόνια σύζυγό του Suzanne στην Ελβετία. Την επόμενη χρονιά μετέφερε περισσότερα από $30 εκατ. από τα προσωπικά του αφορολόγητα κέρδη σε λογαριασμό στην ελβετική τράπεζα Banque Bonhοte για την αγορά δύο σαλέ σκι στο Μαζέβ, στις γαλλικές Άλπεις. Η οικογένεια είχε, επίσης, σπίτια στο Τέξας, στην Καλιφόρνια και στο Κολοράντο.
Στη συνέχεια εμφανίστηκε στη ζωή του Smith η Playmate 2010 του Playboy, Hope Dworaczyk, με την οποία σύναψε σχέση το 2011, ενώ ήταν σε διάσταση με τη σύζυγό του. Η προσωπική ζωή του Smith προφανώς είχε εξελιχθεί σε πρόβλημα για την ομάδα του Brockman. Τον Αύγουστο του 2011, σύμφωνα με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανακάλυψαν οι ερευνητές του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ο οικονομικός διευθυντής του Brockman, Jones, ή γνωστός με το κωδικό όνομα “King”, έγραψε στον πληρεξούσιο δικηγόρο Tamine ή “Redfish”: “Ο Bob ανησυχεί για την περίπτωση του Robert Smith και ποιον αντίκτυπο θα μπορούσε να έχει ένα άσχημο διαζύγιο σε εμάς.
Συμφωνήσαμε ότι, εάν η επιχείρησή του διαχωριστεί από τον δικηγόρο της, η Point θα μπορούσε να είναι ο πρώτος στόχος”. Πράγματι, στην αίτηση διαζυγίου της, η Suzanne McFayden, η οποία γνώρισε τον Smith όταν αμφότεροι φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο Cornell τη δεκαετία του 1980, ζήτησε πλήρη κυριότητα των σπιτιών, διατροφή για τα παιδιά τους, να απαγορευτεί στην Dworaczyk να έχει σχέση με τα παιδιά, καθώς και “πλήρη καταγραφή των χρημάτων που δαπανήθηκαν” προς όφελος της συντρόφου του Smith. Το κρισιμότερο αίτημα, ωστόσο, των δικηγόρων της McFayden ήταν να αποκαλύψει ο Smith τα φορολογικά του στοιχεία.
Ενόσω το ζεύγος Smith διαπραγματευόταν τον διακανονισμό του διαζυγίου, ο Brockman αναζητούσε τρόπο διαφυγής από την όλη κατάσταση.
Στα τέλη του 2012 έφτασε κοντά στη σύναψη συμφωνίας για την πώληση της Reynolds and Reynolds στην KKR, έναντι $5 δισ., αλλά υπαναχώρησε. Το 2013 ο Brockman επιχείρησε να ωθήσει τη Reynolds στην έκδοση νέου χρέους με στόχο την πληρωμή ειδικού μερίσματος, κίνηση που θα μπορούσε να αποτιμήσει την εταιρεία στα $5,3 δισ. και να αυξήσει το χρέος της από τα 900 εκατ. στα $4,3 δισ. Σε έκθεσή του τότε ο οίκος αξιολόγησης Moody’s υπολόγιζε τις “ελεύθερες ταμειακές ροές” της Reynolds εκείνη τη χρονιά στα $350 εκατ., με περιθώριο 40%. Ο Brockman, σύμφωνα με δημοσιεύματα, σχεδίαζε να αποκομίσει $2,5 δισ. σε μετρητά.
Αλλά και αυτή η προσπάθεια κατέρρευσε. Παραδόξως, αφού τα δάνεια είχαν ήδη συμφωνηθεί και είχαν βρεθεί επενδυτές, η έκδοση χρέους ακυρώθηκε. Στη συνέχεια ο Brockman ήρε τη δέσμευσή του για μια πολυδιαφημισμένη δωρεά ύψους $250 εκατ. στο Center College, στο Ντάνβιλ του Κεντάκι, όπου φοιτούσε πριν από τη μεταγραφή του στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα.
Ομοίως, πιέσεις άρχισε να υφίσταται και η Vista. Σε υπόμνημά του το 2012 ο Tamine ανέφερε στον Brockman ότι άρχισε να δέχεται “άβολες” ερωτήσεις. “Είναι η εμπλοκή της Point Investments, άγνωστου επενδυτή με έδρα εκτός ΗΠΑ, που εν γένει εγείρει ζητήματα κανονιστικής συμμόρφωσης”. Όταν “πιέστηκα σχετικά με τον ιδιοκτήτη της Point”, έγραφε ο Tamine, “το ξεπέρασα με τις λιγότερες δυνατές αποκαλύψεις”.
Εν τω μεταξύ, στα τέλη του 2013, η Banque Bonhοte ενημέρωσε τον Smith ότι σκοπεύει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα “Swiss-bank” του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης και, ως εκ τούτου, θα ενημερώνει τις Αρχές των ΗΠΑ για τους λογαριασμούς του. Συνειδητοποιώντας ότι το “πάρτι” τελείωσε, ο Smith υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Δημοσίων Εσόδων (IRS) των ΗΠΑ, τον Μάρτιο του 2014, ζητώντας να ενταχθεί στο πρόγραμμα αμνηστίας για Αμερικανούς που δεν είχαν αποκαλύψει τους εξωχώριους λογαριασμούς τους. Έναν μήνα αργότερα, η αίτησή του απορρίφθηκε.
Αργότερα το 2014, όταν ο Smith και η McFayden οριστικοποίησαν το διαζύγιό τους, ο Brockman δάνεισε στον Smith $75 εκατ., σύμφωνα με έγγραφα του δικαστηρίου. Την ίδια χρονιά η Vista έκλεισε το Fund II του Brockman και πούλησε το μικρό ποσοστό που κατείχε στη Reynolds and Reynolds.
Ο Smith γιόρτασε την ελευθερία του και τον Ιούλιο του 2015 νυμφεύθηκε την Dworaczyk σε μια λαμπρή τελετή στο Villa Cimbrone, στην Ακτή Αμάλφι της Ιταλίας, παρουσία διασήμων.
Δεν πέρασε, όμως, ένας χρόνος, και τον Ιούνιο του 2016 οι φερόμενοι “συνωμότες” μπήκαν σε νέες περιπέτειες εν αναμονή μιας νέας μεγάλης ομοσπονδιακής έρευνας. Ο Tamine εστάλη στην Οξφόρδη του Μισισίπι, προκειμένου να συναντήσει τη χήρα του Don Jones, που είχε στην κατοχή της ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως σκληρούς δίσκους. Σε κρυπτογραφημένο μήνυμά του ο Tamine έγραφε τότε: “Όπως ξέρετε, διέκοψα το ταξίδι μου στην Αργεντινή προκειμένου να μεταβώ στην Οξφόρδη και να καταστρέψω νέους δίσκους που είχαν βρεθεί”.
Το 2017 ο Tamine διέβλεπε πλέον την επερχόμενη καταστροφή. Σε υπόμνημά του προς τον Brockman έγραφε: “Ακόμα κι αν ο Robert Smith διευθετήσει τα προβλήματά του, εγώ βρίσκομαι στο μικροσκόπιο και πρέπει να περιμένουμε ότι θα γίνει έλεγχος κάποια στιγμή”. Τον Σεπτέμβριο του 2018 οι Αρχές εισέβαλαν στο σπίτι του, στις Βερμούδες.
Χτίζοντας φιλανθρωπικό προφίλ
Αφότου η IRS απέρριψε το αίτημά του για αμνηστία, ο Smith αύξησε τις φιλανθρωπικές του προσφορές. Έκλεισε το πρώτο fund της Vista και δημιούργησε ένα ίδρυμα με κεφάλαια εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων από τα κέρδη του. Το 2016 ο ίδιος και το ίδρυμά του προέβησαν σε δωρεά ύψους $50 εκατ. στη Σχολή Μηχανικών του Πανεπιστημίου Cornell και επιπλέον $20 εκατ. προς το Εθνικό Μουσείο Αφροαμερικανικής Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η πιο γνωστή, όμως, φιλανθρωπική πρωτοβουλία του έλαβε χώρα τον Μάιο του 2019, όταν σε ομιλία του στο Morehouse College ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει $34 εκατ. για να αποπληρώσει τα φοιτητικά δάνεια όλης της τάξης αποφοίτησης του ιστορικού κολλεγίου, όπου ιστορικά φοιτούσαν κυρίως μαύροι.
Ο Brockman επίσης προσπάθησε να ενισχύσει το φιλανθρωπικό του προφίλ, δωρίζοντας $25 εκατ. στο Baylor College of Medicine και δεκάδες εκατομμύρια ακόμα για την ανέγερση εγκαταστάσεων στο Center College και στο Rice University. Ο Tamine, σε υπόμνημά του προς τον Brockman, άλλωστε, επεσήμαινε τη σημασία να εμφανίσει φιλανθρωπικό έργο: “Αυτές οι κινήσεις θα λειτουργήσουν ως ισχυρό πρόσκομμα σε μια επίθεση από την IRS”.
Στις 15 Οκτωβρίου 2020 οι εισαγγελείς των ΗΠΑ έριξαν τη “βόμβα” για τον Smith και τον Brockman. Σε αντάλλαγμα για μια συμφωνία μη δίωξής του, ο Smith θα κατέβαλλε $56 εκατ. σε φόρους και πρόστιμα για μη δηλωθέντα εισοδήματα και επιπλέον $82 εκατ. σε πρόστιμα για απόκρυψη εξωχώριων λογαριασμών. Επιπλέον, θα απεμπολούσε τις αξιώσεις του για επιστροφή ποσού ύψους $182 εκατ. που σχετιζόταν με το φιλανθρωπικό του έργο και προηγούμενες πληρωμές φόρου στον “Θείο Σαμ”. “Ποτέ δεν είναι πολύ αργά να κάνουμε το σωστό”, ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ David Anderson, προσθέτοντας: “Ο Smith διέπραξε σοβαρά εγκλήματα, αλλά συμφώνησε επίσης να συνεργαστεί” –σε βάρος του Brockman–, γεγονός που “τον οδηγεί σε απαλλαγή από τη δίωξη”.
Εν τω μεταξύ ο Smith συνεχίζει να βρίσκεται στο τιμόνι της Vista, και μόνο λίγοι επενδυτές έδειξαν σημάδια ανησυχίας. Το Συνταξιοδοτικό Ταμείο Εκπαιδευτικών του Νέου Μεξικού ήρε την πρότασή του να επενδύσει το ποσό των $100 εκατ., ενώ το Συνταξιοδοτικό Ταμείο της Βιρτζίνια, που έχει επενδύσει $350 εκατ. μέσω της Vista, ανέφερε ότι παρακολουθεί την υπόθεση.
Στα τέλη Νοεμβρίου 2020 ο επί μακρόν πρόεδρος της Vista, Brian Sheth, ανακοίνωσε ότι θα αποχωρήσει από την εταιρεία, λέγοντας στο “Forbes” ότι η απόφασή του δεν είχε καμία σχέση –δήθεν– με όσα ομολόγησε ο Smith: “Ξέρω ότι για τον Robert και τη Vista τα καλύτερα δεν έχουν έρθει ακόμη”. Η Vista εξασφάλισε, δε, πρόσφατα επιπλέον κεφάλαια $2,7 δισ. και πλέον διαθέτει συνολικά υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία ύψους $73 δισ.
Σε ό,τι αφορά τον Brockman, τον Νοέμβριο παραιτήθηκε από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της Reynolds προκειμένου να προετοιμαστεί για τη δίκη του. Μέχρι στιγμής οι Αρχές των Βερμούδων και της Ελβετίας έχουν παγώσει τους λογαριασμούς του, ενώ ο Tamine επίσης συνεργάζεται με τις Αρχές. Οι δικηγόροι του Brockman λένε ότι πάσχει από πρώιμου σταδίου άνοια. Προς το παρόν οι δικηγόροι του έχουν πείσει το δικαστήριο να μεταφερθεί η εκδίκαση της υπόθεσης από το Σαν Φρανσίσκο στο Χιούστον, λόγω της επιδεινούμενης υγείας του Brockman.
Οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς χαρακτηρίζουν τα συμπτώματα του Brockman ως “γενική αδιαθεσία” και επικαλούνται τη διαυγή κατάθεσή του το 2019, καθώς και το μακροσκελές υπόμνημα που έστειλε στον αντιπρόεδρο της Reynolds τον Μάιο του 2020, που προμηνύει, στο πλαίσιο του γνωστού πλέον παρασκηνιακού ρόλου του, τα σχέδιά του: “Σκοπεύω να δουλέψω 4 ή 5 χρόνια ακόμη, μαθαίνοντας στην επόμενη γενιά όλα όσα ξέρω για το πώς διευθύνεται η εταιρεία αποτελεσματικά”.
Το πάνθεον των φοροφυγάδων μεγιστάνων
Η ομολογία του Robert F. Smith για απόκρυψη $200 εκατ. σε εξωχώριους λογαριασμούς δεν είναι η πρώτη. Έχει προηγηθεί μια μακρά λίστα επί μακρόν φοροφυγάδων. Αν και εξαρτάται από την απόφαση του δικαστηρίου, ο Bob Brockman μπορεί να τους επισκιάσει όλους.
Walter Anderson: Ο μεγιστάνας των τηλεπικοινωνιών και των διαστημικών πτήσεων δήλωσε ένοχος το 2006 για απόκρυψη εισοδημάτων $450 εκατ., μέσω εταιρειών-“βιτρίνων” στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους και στον Παναμά. Το Εφετείο επικύρωσε το 2009 την ποινή φυλάκισης 12 ετών που του επιβλήθηκε και αποζημίωση $22 εκατ. Εξέτισε 2 χρόνια.
Leona Helmsley: Η “Βασίλισσα της Κακίας” έλεγε: “Δεν πληρώνουμε φόρους· μόνο τα ανθρωπάκια πληρώνουν φόρους”. Αν και το δικαστήριο την καταδίκασε σε ποινή 16 ετών, τα εγκλήματά της ήταν “παιδικά”, δηλώνοντας $8 εκατ. για ανακαίνιση κατοικίας ως επιχειρηματικά έξοδα. Πέθανε το 2007 έχοντας περιουσία $2,5 δισ.
Igor Olenicoff: Ο γεννηθείς στη Ρωσία ιδιοκτήτης της εταιρείας ακινήτων Olen Properties δήλωσε ένοχος για την απόκρυψη $200 εκατ. σε εξωχώριους λογαριασμούς. Τη γλίτωσε με 2 χρόνια αναστολή υπό επιτήρηση και καταβολή $52 εκατ. σε φόρους και πρόστιμα. Ο 79χρονος σήμερα έχει περιουσία $4,3 δισ.
Ty Warner: Ο επιχειρηματίας των παιχνιδιών Beanie Baby δήλωσε ένοχος για το “στοκάρισμα” $80 εκατ. στη UBS το 1996, σε μυστικό λογαριασμό, και για μη δήλωση εισοδημάτων $24 εκατ. Πλήρωσε $70 εκατ., αλλά γλίτωσε τη φυλακή. Έχει περιουσία $3,8 δισ.
Sam & Charles Wyly: Ίδρυσαν την αλυσίδα ειδών τέχνης Michael’s. Έκρυβαν τα κέρδη τους σε εξωχώρια τραστ. Οι Αρχές τούς τσάκωσαν το 2010. Τους επιβλήθηκε χρηματική ποινή $1,3 δισ. σε φόρους, πρόστιμα και τόκους, την οποία διευθέτησαν έναντι $500 εκατ. Ο Charles απεβίωσε το 2011. Ο Sam, 86 ετών, ζει σε οίκο ευγηρίας.