
Το πόσο καίρια είναι η κριτική σκέψη των θετικών επιστημών στην ανάλυση και ως ένα βαθμό στην πρόβλεψη γεγονότων όπως αυτό της πανδημίας του Covid είναι δεδομένο. Όπως δυστυχώς δεδομένες είναι και η αδυναμία, η ανεπάρκεια και σε μερικές περιπτώσεις η εγκληματική αδιαφορία (ενδεικτική είναι η τραγική κατάσταση σε Ινδία και Βραζιλία), της παγκόσμιας κοινότητας, στην έγκαιρη δημιουργία κεντρικών διοικητικών και επιστημονικών μηχανισμών για την αντιμετώπιση παρόμοιων κρίσεων.

Ενώ οι περισσότεροι αναλυτές αντιμετωπίζουν ως υψηλού επιπέδου πολιτικό συμβολισμό -και μάλιστα ιστορικών διαστάσεων- τη θέση του νέου προέδρου των Η.Π.Α για απελευθέρωση των πνευματικών δικαιωμάτων (πατέντες) των εμβολίων, λίγοι έως και ελάχιστοι επισημαίνουν την -εδώ και δεκαετίες- άνευ όρων παράδοση της επιστημονικής έρευνας, της ανάπτυξης νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων, διαγνωστικών μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας κλπ. σε ιδιωτικά ολιγοπώλια συγκεκριμένων πολυεθνικών, οι οποίες όμως – εκτός των άλλων- χρηματοδοτούν αφειδώς τις προεκλογικές εκστρατείες κομμάτων και πολιτικών σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου κι αφήνω στην άκρη άλλες ύποπτες και κάτω από το τραπέζι συναλλαγές, προκειμένου να επιτύχουν καλύτερους όρους, στη φορολογία, στη νομοθεσία αλλά και να ελέγχουν τα κέντρα λήψεως αποφάσεων.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον χώρο της αεροδιαστημικής βιομηχανίας, στην ανάπτυξη δηλαδή νέων προηγμένων μέσων προκειμένου να συνεχιστεί η εξερεύνηση και η κατανόηση του διαστήματος. Το ιδιαίτερα πολύπλοκο και με τεράστιο κόστος αυτό έργο, έχουν κατ’ ανάθεση αναλάβει συγκεκριμένοι ολιγάρχες δισεκατομμυριούχοι, οι οποίοι ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται και σε τομείς όπως η ανάπτυξη προηγμένων οπλικών συστημάτων, επενδύουν στις βιοκαλλιέργειες και στην εκμετάλλευση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κ.α. από τους οποίους εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό η φύση και το αντικείμενο και αυτού του τομέα, που ίσως αποδειχθεί κρισιμότερος από κάθε άλλον στο εγγύς μέλλον.
To δυσβάσταχτο κόστος, η υψηλή εξειδίκευση, η πολυπλοκότητα παρόμοιων προγραμμάτων και ο ανταγωνισμός μεταξύ υπερδυνάμεων ωθούν τις κυβερνήσεις -με πρώτη εκείνη των Η.Π.Α- να στρέφονται ολοένα και περισσότερο σε πανίσχυρες εταιρείες και επιχειρηματικούς κολοσσούς, οι οποίοι υπό την καθοδήγηση των φιλόδοξων ηγετών τους, καθορίζουν τους νέους στόχους και το όραμα για τις επόμενες γενιές και σε ό,τι αφορά το διάστημα.
Το γεγονός όμως αυτό προϋποθέτει ή έχει αποτέλεσμα μια επικίνδυνη συγκέντρωση μιας πρωτόγνωρης εξουσίας στα χέρια λίγων, συγκεκριμένων επιχειρηματιών, οι επιλογές των οποίων, εκτός από ανεξέλεγκτες ίσως αποδειχθούν και μοιραίες στο μέλλον, όχι απλώς για τους ίδιους αλλά για την παγκόσμια κοινότητα. Κράτη-υπερδυνάμεις, οργανισμοί και ενώσεις όπως π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν φαίνεται να έμαθαν και πολλά από τις ολέθριες επιπτώσεις αυτής της πανδημίας (ήδη προχθές η κομισιόν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, ενέκρινε την προ-αγορά εκατομμυρίων δόσεων του εμβολίου των Pfizer-Biontech παρά τις καθυστερήσεις στην παράδοση των προηγούμενων) συνεχίζοντας σε μεγάλο βαθμό είτε να αντιμετωπίζουν το γεγονός αυτό-άρα και άλλα μελλοντικά και πιθανώς καταστροφικότερα- με όρους είτε αμιγώς οικονομικούς ή (και) γεωστρατηγικούς, είτε ψυχροπολεμικούς.
Αδυνατούν να λειτουργήσουν κατ’ αρχήν αποτελεσματικά και συντονισμένα και κατόπιν να στραφούν άμεσα στη δημιουργία ή ενίσχυση των μηχανισμών εκείνων που θα αποδεσμεύσουν την έρευνα και την ανάπτυξη νέων επιστημονικών επιτευγμάτων από ένα συγκεκριμένο κύκλο ιδιωτικών εταιρειών και συμφερόντων, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει την κατάργηση τους ή την επιστροφή σε έναν αδιέξοδο κρατισμό, σοβιετικού τύπου.
Η συνέργεια, η ισορροπημένη συνύπαρξη τόσων των κρατικών τεχνολογικών και επιστημονικών οργανισμών όσο και των ιδιωτικών βιομηχανιών και εταιρειών, θα εξασφάλιζε περισσότερα μακροπρόθεσμα οφέλη για όλους, έστω κι αν μείωνε τα εξωφρενικά κέρδη της μιας πλευράς.
Σημειώνεται ότι τα κέρδη των εταιρειών Pfizer και BioNTech για το 2021 θα ανέλθουν στο ιλιγγιώδες πόσο των 26 δις δολαρίων! Και η άποψη αυτή επ’ ουδενί δεν ταυτίζεται με εκείνη που θεωρεί ως απώτερη και οριστική λύση στο πρόβλημα της συνεννόησης και του διακρατικού συντονισμού, τη δημιουργία ενός μηχανισμού παγκόσμιας διακυβέρνησης, ζήτημα που συζητήθηκε στο περιθώριο της συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών των G7 στο Λονδίνο στις 5/5/2021 και φυσικά δεν αποτελεί ούτε συνομωσιολογικό σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ούτε και λογοτεχνική μυθοπλασία.
Ο Υπ. Εξωτερικών των Η.Π.Α, και μάλιστα παρουσία των υπ. Εξωτερικών Αυστραλίας, Ινδίας, Νότιας Αφρικής και Νότιας Κορέας, οι οποίοι είχαν προσκληθεί ως παρατηρητές έθεσε ξεκάθαρο το πλαίσιο και τους στόχους μιας τέτοιας κοινής προσπάθειας: η κλιματική αλλαγή, οι σχέσεις της διεθνούς κοινότητας με τη Ρωσία, τη Β. Κορέα, το Ιράν και ιδιαίτερα με την Κίνα, καθώς και η επιτάχυνση της παραγωγής εμβολίων κατά του Covid-19, σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός κοινού «πράσινου διαβατηρίου» που θα διευκόλυνε τις μετακινήσεις και τα ταξίδια άρα θα ενίσχυε την τουριστική βιομηχανία και τους συναφείς κλάδους. Και πάλι επικράτησε μια οπτική επενδύσεων, διάθεσης κεφαλαίων και διαχείρισης του νέου οικονομικού μοντέλου, σε ένα ζήτημα πρωτίστως πολιτικό και κατόπιν προφανώς οικονομικό.
Οι προκλήσεις σε όλα τα επίπεδα, (οικονομικά, επιστημονικά, στρατιωτικά, κοινωνικά κ.α.) στις επόμενες δεκαετίες θα είναι τέτοιες, ώστε από τον τρόπο και την αποτελεσματικότητα της αντιμετώπισής τους θα εξαρτηθεί όχι απλώς η επικράτηση της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά αν τελικά ο άνθρωπος θα ηττηθεί, άδοξα κι ασήμαντα από τον ίδιο του, τον κακό εαυτό. Και σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν, όπως και στην περίπτωση αυτής της πανδημίας, η αναλυτική σκέψη που αναπτύσσουν οι θετικές επιστήμες, αλλά και η αμείλικτη λογική της στατιστικής των αριθμών.