Ας δούμε δέκα εμβληματικά κτίρια της Αθήνας
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Πύργος Αθηνών
Ενώ μέχρι το 1968 το ψηλότερο κτίριο στην Αθήνα ήταν το 14όροφο Χίλτον Αθηνών, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1963, όταν τα υπόλοιπα κτίρια ήταν εξαόροφες πολυκατοικίες, την ίδια χρονιά αίρεται ο νόμος για τον περιορισμό του ύψους των κτιρίων στην Ελλάδα και δόθηκε το ελεύθερο στα κτίρια να διατάσσονται με οποιοδήποτε τρόπο μέσα στο οικόπεδο για να εξασφαλίζεται ο καλύτερος φωτισμός και αερισμός.
Έτσι χτίστηκε ο Πύργος Αθηνών, το ψηλότερο κτίριο στην Ελλάδα. Έχει ύψος 103 μ. και 28 ορόφους και κτίστηκε επί δικτατορίας το 1971. Αποτελεί έναν από τους δύο πύργους των Αθηνών, με το μικρότερο δεύτερο πύργο να βρίσκεται δίπλα στον πρώτο. Αρχιτέκτονες ήταν ο Ιωάννης Βικέλας και ο Ιωάννης Κυμπρίτης. Παρά την κριτική που έχει δεχθεί λόγω της σχεδίασης και του μεγάλου ύψους του, ο Πύργος των Αθηνών θεωρείται σήμερα ένα από τα ορόσημα της Αθήνας. Η κατασκευή του διήρκεσε από το 1968 μέχρι το 1971.
Στο οικόπεδο όπου θα γινόταν η ανέγερση στα τέλη του 1967, τοποθετήθηκε η επιγραφή «ΑΝΕΓΕΡΣΙΣ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΟΥ ΠΥΡΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΑΝΑΔΟΧΟΣ ΕΡΓΟΥ: ΑΛΒΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ», η οποία προκάλεσε την έκπληξη των περαστικών. Η αρχιτεκτονική του Πύργου είναι μινιμαλιστική και φουτουριστική και αποτελεί μίμηση άλλων κτιρίων της Ευρώπης και της Αμερικής, όπως το κτίριο Σίγκραμ. Χαρακτηριστική είναι η χρήση υαλοπετασμάτων στα εξωτερικά τοιχώματα του κτιρίου με σκελετό αλουμινίου. Η χρήση υαλοπετασμάτων από τότε έγινε συνήθης για μεγάλα εμπορικά κτίρια στην Αθήνα. Τον κατακόρυφο άξονα του κτιρίου τονίζουν υποστυλώματα από λευκό μάρμαρο και κατακόρυφες στήλες στα υαλοπετάσματα από καφέ ανοδιωμένο αλουμίνιο.
Χίλτον Αθηνών
Το ξενοδοχείο “Hilton” των Αθηνών οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1958-1963, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Εμμανουήλ Βουρέκα (1905-1993), Προκόπη Βασιλειάδη (1912-1977) και Σπύρου Στάικου. Υπήρξε «το πρώτο σημείο οπτικής έξαρσης» στην μεταπολεμική Αθήνα, το πρώτο δείγμα μιας «αρχιτεκτονικής γοήτρου», συμβολικής γενικότερα των οικονομικών, πολιτιστικών και κοινωνικών εξελίξεων της εποχής εκείνης και ειδικότερα της εισόδου της χώρας στην παγκόσμια τουριστική αγορά πολυτελείας.
Ακόμη και η απλή καταγραφή της θυελλώδους διαμάχης που προκάλεσε η ανέγερσή του (στο αρχιτεκτονικό, πολεοδομικό, πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο), θα απαιτούσε ένα ξεχωριστό βιβλίο. Αν και ανήκει στην τυπολογία των μεγάλων κοσμοπολίτικων ξενοδοχείων, η εξωτερική κυρίως μορφή του παρουσιάζει κάποια πρωτοτυπία, χάρις στη σύνθεση που επιδιώχθηκε ανάμεσα στο μοντέρνο και το κλασικό, ενώ η χρήση του πεντελικού μαρμάρου και οι μνημειώδεις ανάγλυφες συνθέσεις του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, με την αρχαϊκή τους θεματολογία, επιχειρούν να δώσουν μια «ελληνική» πινελιά.
Η βασική επιτυχία από αρχιτεκτονικής πλευράς συνίσταται στο στήσιμο «ενός περίοπτου κτιρίου αξιώσεων σε ένα δύσκολο οικόπεδο», όπου ο κοίλος άξονας και άλλες λύσεις που επελέγησαν, καταφέρνουν ως ένα βαθμό να μειώσουν την ακαμψία του όγκου. Μεταξύ των ετών 2001-2003 πραγματοποιήθηκε μια «μινιμαλιστική» παρέμβαση των αρχιτεκτόνων Αλ. Τομπάζη και Χ. Μπουγαδέλλη, με στόχο την αποκατάσταση του κτιρίου και, παράλληλα, την προσθήκη μιας 6όροφης πτέρυγας προς την οδό Βεντήρη.
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Το συγκρότημα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, όπως υφίσταται σήμερα, οικοδομήθηκε σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Μεταξύ των ετών 1862-1876, ανεγέρθηκαν τα δύο κτίρια προς την οδό Πατησίων (της Σχολής Καλών Τεχνών και της Πρυτανείας) και το κεντρικό (της Αρχιτεκτονικής Σχολής), με κληροδοτήματα των ομογενών Νικολάου Στουρνάρη, Μιχαήλ και Ελένης Τοσίτσα, και συμπληρωματικά του Γεωργίου Αβέρωφ. Και τα τρία βασίστηκαν σε σχέδια του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου (1811-1885), του οποίου υπήρξαν «το κατ’ εξοχήν» (Δ. Φιλιππίδης), το «κορυφαίο έργο» (Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ), και σε κάθε περίπτωση ένα από τα σημαντικότερα νεοελληνικά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα του 19ου αιώνα.
Στα δύο πρώτα, ο δωρικός ρυθμός συνδυάζεται, όπως παρατηρεί η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, «με μια ελαφράδα και χάρη σπάνια», ενώ το τρίτο, το μνημειακό «Αβερώφειο» με το υπερυψωμένο ιωνικό πρόπυλο εμπρός και το αναγεννησιακό ημικύλινδρο (“ροτόντα”) πίσω, χαρακτηρίστηκε ως μια σύνθεση όπου «η αρχαία Ελληνική τέχνη, η Ρωμαϊκή και εκείνη της Αναγεννήσεως έδωκαν τα χέρια» (Μ. Καλλιγάς – υπήρξαν, ωστόσο, και αρνητικές κριτικές, από τον σύγχρονο του αρχιτέκτονα Αν. Θεοφιλά ως τον μεταγενέστερο Κ. Μπίρη).
Κατά τον 20ό αιώνα, καθώς αυξάνονταν ολοένα οι ανάγκες του Ιδρύματος, οικοδομήθηκε αρχικά το κτίριο Γκίνη (μεταξύ των ετών 1930-1935, προς τιμή του πρύτανη Άγγελου Γκίνη) στην οδό Στουρνάρη, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη (1892-1969), απόφοιτου της γερμανικής σχολής του Berlin-Charlottenburg, εκπρόσωπου ενός ιδιόρρυθμου δυναμικού νεοακαδημαϊσμού, που προωθεί μια σύνδεση παλαιοτέρων και νεοτέρων μορφών, με παλινδρομήσεις ανάμεσα στο μοντέρνο και το κλασικό.
Προς τις οδούς Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας (όπου κατά τον 19ο αιώνα είχε ανεγερθεί μηχανουργείο με καμινάδα), προστέθηκαν, τέλος, μεταπολεμικά (μεταξύ των ετών 1950-1957), οι πτέρυγες Χημικών Μηχανικών και Μηχανολόγων, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Κριεζή (1880-1967), απόφοιτου της σχολής του Μονάχου, πρώιμου εκφραστή μιας τάσης που επιδιώκει τη λειτουργικότητα και την αξιοποίηση των μοντέρνων δομικών υλικών, σε συνδυασμό με την αναζήτηση μιας «ελληνικότητας». Το συγκρότημα του Πολυτεχνείου συνδέθηκε άρρηκτα με τη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας, από τη στιγμή που απετέλεσε το σκηνικό της εξέγερσης κατά του δικτατορικού καθεστώτος, τον Νοέμβριο του 1973.
Ζάππειο Μέγαρο
© Β.Μαντάς (2013)
Το Ζάππειο Μέγαρο οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1874-1888, χάρις σε κληροδότημα του πλουσίου ομογενούς στη Ρουμανία, Ευαγγέλη Ζάππα. Τα αρχικά σχέδια εκπονήθηκαν από τον Γάλλο αρχιτέκτονα François Boulanger (1802-1875), ήδη από το 1856, αλλά αναμορφώθηκαν επανειλημμένα, την τελευταία φορά από τον Δανό αρχιτέκτονα Theophil Hansen (1813-1891). Πρόκειται για ένα επιβλητικό ημικυκλικό νεοκλασικό κτίριο με πρόπυλο κορινθιακού ρυθμού, το οποίο εξαρχής προοριζόταν ως χώρος εκθέσεων σχετιζόμενων με την αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων.
Οι πρώτες σκέψεις σχετικά με την επιλογή του χώρου για την ανέγερση του Μεγάρου των Ολυμπίων το τοποθετούσαν στην κορυφή του Παναθηναϊκού Σταδίου, από όπου «η Αυλή και οι Ελλανοδίκαι θα ηδύναντο από ευρέος εξώστου να επιβλέπωσι τους αγώνας και τας μυριάδας των περικαθημένων θεατών». Το 1869 όμως, η Βουλή των Ελλήνων διέθεσε περίπου 80.000 τετραγωνικά μέτρα δημόσιας γης μεταξύ του ναού του Ολυμπίου Διός και του τότε Ανακτορικού Κήπου, λαμβάνοντας υπόψη και την επιθυμία του Ζάππα το κτήριο να ευρίσκεται κατά το δυνατόν εγγύτερα στο Στάδιο. Στη συνέχεια, ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Θεοφιλάς κλήθηκε να αλλάξει το αρχικό σχέδιο που είχε ήδη εκπονήσει ο Φ. Μπουλανζέ.
Ύστερα από καθυστερήσεις, στις 20 Ιανουαρίου 1874 κατατίθεται ο θεμέλιος λίθος του Μεγάρου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 ο Κωνσταντίνος Ζάππας αναθέτει στον Θεόφιλο Χάνσεν τη σύνταξη καινούριου σχεδίου, με την πρόθεση να κάνει εν ανάγκη θυσίες σε βάρος του ήδη οικοδομηθέντος τμήματος.
Ωστόσο, οι επαγγελματικοί ανταγωνισμοί μεταξύ των γνωστότερων αρχιτεκτόνων της εποχής και οι υπόνοιες για σοβαρές οικονομικές καταχρήσεις οδήγησαν σε σοβαρές καθυστερήσεις και δύο φορές στη διακοπή των εργασιών. Τα εγκαίνια έγιναν, τελικά, με κάθε επισημότητα στις 20 Οκτωβρίου 1888. Το Ζάππειο Μέγαρο είναι το πρώτο κτήριο που ανεγείρεται παγκοσμίως για την εξυπηρέτηση Ολυμπιακών αναγκών.
Η αρχιτεκτονική του ακολουθεί τον νεοκλασικό ρυθμό, με πρόπυλο κορινθιακού ρυθμού και η συγκρότηση των όγκων του υπακούει με αρμονία στον προορισμό, για τον οποίο κτίσθηκε. Σε συνδυασμό με την τριτοξωτή λίθινη γέφυρα του Ιλισσού, η οποία είχε κατασκευασθεί, επίσης, με χορηγία του Ευαγγέλη Ζάππα, και τους πέριξ κήπους, συνέθεταν την εικόνα της Αθήνας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Από το 1936 και για 40 χρόνια φιλοξένησε τον πρώτο κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό της χώρας. Το 1940 μετασκευάζεται σε νοσοκομείο, τον επόμενο χρόνο επιτάσσεται από τον γερμανικό στρατό κατοχής, στη συνέχεια μετατρέπεται σε αποθήκη και κατόπιν σε στρατώνα (1944), ενώ πλήττεται και από βομβαρδισμούς στα Δεκεμβριανά. Το 1960 πραγματοποιήθηκε γενική επισκευή, υπό την επίβλεψη των αρχιτεκτόνων Α. Πλουμιστού και Φ. Παναγιωτόπουλου. Η τελευταία ανακαίνιση έγινε ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και ολοκληρώθηκε το 2007.
Βουλή των Ελλήνων
Τα Παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών (όπου στεγάζεται σήμερα η Βουλή των Ελλήνων), οικοδομήθηκαν βάσει σχεδίων του αξιόλογου Βαυαρού αρχιτέκτονα Friedrich von Gaertner (1792-1847), στο ανατολικό άκρο (τότε) της πόλης, κοντά στην πύλη της «Μπουμπουνίστρας», επί του αυχένος που σχηματίζεται μεταξύ των λόφων Λυκαβηττού και Ακρόπολης, θέση που κρίθηκε περίοπτη και ταυτόχρονα υγιεινή. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 25 Ιανουαρίου / 6 Φεβρουαρίου 1836 και η εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους Όθωνα και Αμαλίας πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιουλίου / 6 Αυγούστου 1843 (μόλις ένα μήνα περίπου προτού το νέο οικοδόμημα αποτελέσει για πρώτη -αλλά όχι και τελευταία- φορά, το σκηνικό ενός δραματικού γεγονότος στην ελληνική πολιτική ιστορία, της επανάστασης της Γ’ Σεπτεμβρίου).
Αρκετές εργασίες ωστόσο συνεχίστηκαν μέχρι το 1847 (λ.χ. το μεγάλο κλιμακοστάσιο), ενώ ορισμένες δεν ολοκληρώθηκαν παρά δέκα χρόνια αργότερα (όπως ο ζωγραφικός διάκοσμος). Πρόκειται για ένα μάλλον λιτό (παρά τον όγκο του) ορθογώνιο νεοκλασικό κτίριο, αποτελούμενο από τέσσερις περιμετρικές πτέρυγες και μια κεντρική, περιβαλλόμενο από δωρικές κιονοστοιχίες (ανατολικά και νότια) και προπύλαια (προς τη δύση), το οποίο διατηρεί ακόμη και σήμερα την επιβλητικότητά του, αν και δεν έχουν λείψει οι χαρακτηρισμοί «βαρύ και ακαλαίσθητο» (Κ. Μπίρης), «ομοιάζoν με στρατώνα» (E. About).
Αποτέλεσε την έδρα της βασιλικής εξουσίας επί επτά σχεδόν δεκαετίες, στη διάρκεια των οποίων υπέστη τις συνέπειες δύο σοβαρών πυρκαγιών. Η πρώτη (το 1884) κατέκαψε τον 2ο όροφο της βόρειας πτέρυγας, ενώ κατά τη δεύτερη (1909), πολύ καταστρεπτικότερη, αποτεφρώθηκαν το σύνολο της κεντρικής πτέρυγας και τμήματα της ανατολικής και δυτικής. Η βασιλική οικογένεια εγκαταστάθηκε τότε προσωρινά στα θερινά ανάκτορα του Τατοΐου ενώ, μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α’ (τον Μάιο του 1913), τα ανάκτορα του (μέχρι τότε διαδόχου και ήδη βασιλιά) Κωνσταντίνου, επί της οδού Ηρώδου Αττικού, κατέστησαν η νέα βασιλική έδρα.
Κατά το επόμενο διάστημα, τα Παλαιά Ανάκτορα είχαν ποικίλες χρήσεις (κατοικία της βασιλομήτορος Όλγας, ιδίως όταν ασκούσε την αντιβασιλεία, νοσοκομείο κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, έδρα ποικίλων υπηρεσιών μέριμνας των προσφύγων μετά την καταστροφή του 1922, κ.ά.), ώσπου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, η εγκατάσταση εκεί της Βουλής και της Γερουσίας.
Για την εφαρμογή αυτής της απόφασης, πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1930-1935 ευρύτατης έκτασης επέμβαση (βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, απόφοιτου του Πολυτεχνείου του Μονάχου και εκφραστή ενός νεοακαδημαϊκού εκλεκτικισμού), κατά τη διάρκεια της οποίας η ημιερειπωμένη κεντρική πτέρυγα κατεδαφίστηκε μέχρις θεμελίων και στη θέση της οικοδομήθηκαν τα αμφιθέατρα συνεδριάσεων των δύο νομοθετικών σωμάτων (με χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στα πατώματα και σιδηροκατασκευών με γυαλί στην επιστέγαση), ενώ ανεγέρθηκε στη βόρεια όψη νεοκλασικό πρόπυλο με έξι δωρικούς κίονες (συμπληρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τις αντίστοιχες κιονοστοιχίες των υπολοίπων όψεων).
Τα εγκαίνια της Γερουσίας έγιναν τον Αύγουστο του 1934, της δε Βουλής τον Ιούλιο του 1935 (αμφότερα τα σώματα καταργήθηκαν ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή τους εκεί, η μεν Γερουσία οριστικά, η δε Βουλή επί μια δεκαετία, συνεπεία της δικτατορίας Μεταξά και της Κατοχής).
Στο διάστημα 1934-1989 έδρευε επίσης στα Παλαιά Ανάκτορα το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ και κατά καιρούς στεγάζονταν και διάφορες άλλες υπηρεσίες (μεταξύ των ετών 1936-1944 το Υπουργείο Ασφαλείας, το 1940-1941 και το 1945-1951 το Γενικό Επιτελείο Στρατού, κ.ά.). Από το 1946, ωστόσο, χρησιμοποιείται κυρίως ως έδρα της Βουλής των Ελλήνων (με εξαίρεση το διάστημα της δικτατορίας 1967-1974), αλλά και του Υπουργικού Συμβουλίου. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκε πλήθος επεμβάσεων, κυρίως στην εσωτερική διαρρύθμιση, ενώ μεταξύ των ετών 1996-2000 κατασκευάστηκε (κάτω από το προαύλιο) υπόγειος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων και βρεφονηπιακός σταθμός.
Ακαδημία Αθηνών
Το μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών οικοδομήθηκε χάρη σε δωρεές του ομογενούς επιχειρηματία της Βιέννης, βαρώνου Σίμωνος Σίνα (1810-1877) και, μετά τον θάνατό του, της συζύγου του Ιφιγένειας, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Theophil Hansen (1813-1891), ενώ στην επίβλεψη συνεργάστηκε και ο νεοαφιχθείς τότε επί τούτου Ernst Ziller (1837-1923), η περαιτέρω παραμονή του οποίου στην Ελλάδα έμελλε να είναι καθοριστική για την πορεία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής.
Η χωροθέτησή του στη θέση αυτή προβλεπόταν ήδη από το 1842, στο πλάι του Πανεπιστημίου και της (μελλοντικής) Βιβλιοθήκης, συγκροτώντας ό,τι ονομάστηκε «Αθηναϊκή τριλογία» του νεοκλασικισμού, μαζί με την Εθνική Βιβλιοθήκη και το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η (επονομαζόμενη και “Σιναία“) Ακαδημία θεμελιώθηκε το 1859 και ολοκληρώθηκε μόλις το 1885. Η σύνθεση του κτιρίου ακολουθεί τον ιωνικό ρυθμό και είναι κατασκευασμένο με πεντελικό μάρμαρο εδραζόμενο σε πειραϊκή πέτρα (όπως και η κατοπινή Βιβλιοθήκη), ενώ σε δύο υψηλές ιωνικές κολώνες εκατέρωθεν τοποθετήθηκαν τα αγάλματα της Αθηνάς και του Απόλλωνα, έργα του Ελληνοβαυαρού γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, ο οποίος σχεδίασε και τα καθήμενα αγάλματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη υπεράνω της εξωτερικής κλίμακας (τα οποία όμως κατασκευάστηκαν μετά τον θάνατό του).
Παρά την αποπεράτωσή του φερώνυμου κτιρίου, το ζήτημα του θεσμού της Ακαδημίας επρόκειτο να μείνει εκκρεμές επί μια ακόμη τεσσαρακονταετία, μέχρι την ίδρυσή της το 1926, επί δικτατορίας Πάγκαλου. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, το κτίριο παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αχρησιμοποίητο, με εξαίρεση τη στέγαση σε ορισμένους χώρους του Νομισματικού Μουσείου και των Γενικών Αρχείων του Κράτους (η φιλοξενία των τελευταίων εκεί συνεχίστηκε κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 20ού αιώνα), ενώ υπήρξε και σκέψη (το 1888) να αξιοποιηθεί ως ξενώνας διακεκριμένων επισκεπτών.
Εθνική Βιβλιοθήκη
Το μέγαρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης οικοδομήθηκε χάρις σε δωρεές των ομογενών επιχειρηματιών αδελφών Παναγή, Μαρίνου και Ανδρέα Βαλλιάνου, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Theophil Hansen (1813-1891). Η χωροθέτησή του στη θέση αυτή προβλεπόταν ήδη από το 1842, στο πλάι του Πανεπιστημίου και της (μελλοντικής) Ακαδημίας, συγκροτώντας ό,τι ονομάστηκε «Αθηναϊκή τριλογία» του νεοκλασικισμού. Η (επονομαζόμενη και “Βαλλιάνειος”) Βιβλιοθήκη θεμελιώθηκε τελικώς το 1887 και ολοκληρώθηκε μόλις το 1902.
Η σύνθεση του κτιρίου ακολουθεί τον δωρικό ρυθμό, συνδυαζόμενο με αναγεννησιακού ύφους κλίμακες (που προκάλεσαν αρκετές συζητήσεις), και είναι κατασκευασμένο με πεντελικό μάρμαρο εδραζόμενο σε πειραϊκή πέτρα (όπως και η προηγηθείσα Ακαδημία), ενώ στην πρόσοψη τοποθετήθηκε ο αδριάντας του Παναγή Βαλλιάνου και στον πρόδομο εκείνοι των αδελφών του, έργα του γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου. Τα προβλεπόμενα από το σχέδιο διακοσμητικά γλυπτά στα τύμπανα των αετωμάτων τελικώς δεν εκτελέστηκαν, για οικονομικούς λόγους.
Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών θεμελιώθηκε το 1839, βάσει σχεδίων του Δανού αρχιτέκτονα Hans Christian Hansen (1803-1883), ο οποίος, χωρίς να απομακρυνθεί από τις βασικές αρχές του κλασικισμού, δημιούργησε μια σύνθεση η οποία συνδυάζει τη μεγαλοπρέπεια του μνημείου με την απλότητα της ανθρώπινης κλίμακας, υποδηλώνοντας μια απόπειρα προσαρμογής στο τοπικό περιβάλλον.
Η κάτοψη αναπτύσσεται σε ένα διώροφο διπλό «ταυ» με δύο συμμετρικές εκατέρωθεν αυλές, ώστε το σύνολο να εγγράφεται σε ορθογώνιο. Η ανέγερση της πρόσθιας πτέρυγας με το ιωνικού ρυθμού πρόπυλο, είχε ολοκληρωθεί μέχρι το έτος 1842-1843, με επιβλέποντα τον ίδιο τον μελετητή, ενώ οι υπόλοιπες πτέρυγες συνέχισαν να οικοδομούνται μέχρι και το έτος 1864, υπό τη διαδοχική επίβλεψη των Λύσανδρου Καυταντζόγλου και Αναστάσιου Θεοφιλά.
Για την τμηματική συμπλήρωση του κτιρίου συνεισέφεραν οικονομικά κατά καιρούς ο Όθωνας, ο Σέρβος ηγεμόνας Μίλος Ομπρένοβιτς, ο Δημήτριος Πλατυγένης, ο Δημήτριος Μπεναρδάκης, οι αδελφοί Ιωνίδη, η Ελληνική κοινότητα Γαλαζίου κ.ά., ενώ με έξοδα του βαρώνου Σίμωνος Σίνα σχεδιάστηκαν το 1861 από τον Βαυαρό ζωγράφο Κarl Rahl οι τοιχογραφίες της ζωφόρου στην πρόσθια στοά (οι οποίες εκτελέστηκαν μετά τον θάνατό του, από τον Πολωνό Ed. Lebiedzky, το 1888-1889). Στην πρόσοψη τοποθετήθηκαν διαδοχικά οι αδριάντες του Ρήγα Φεραίου (το 1871), του πατριάρχη Γρηγόριου Ε’ (το 1872), του Αδαμάντιου Κοραή (το 1875), του Γλάδστωνα (το 1885) και του Ιωάννη Καποδίστρια (το 1928).
Ο ρόλος του κτιρίου του Πανεπιστημίου υπήρξε σημαντικός, όπως παρατηρεί ο Δ. Φιλιππίδης, στη διαμόρφωση ενός αξιολογικού συστήματος μορφολογίας στην Ελλάδα, ενώ η κατοπινή ανέγερση της Βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας εκατέρωθεν, συγκρότησε ό,τι ονομάστηκε «Αθηναϊκή τριλογία» του νεοκλασικισμού.
Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
Η Στέγη θεμελιώθηκε στην Αθήνα το 2004 και κατασκευάστηκε με την αποκλειστική χρηματοδότηση και επίβλεψη του Ιδρύματος Ωνάση. Το κτίριο ανεγέρθη σε ιδιόκτητο οικόπεδο έκτασης τριών στρεμμάτων επί της Λεωφόρου Συγγρού 107-109, περιβάλλεται από τέσσερις δρόμους καλύπτοντας ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο και διαθέτει εσωτερικούς χώρους συνολικού εμβαδού 18.000 τ.μ. Κεντρική επιλογή του Ιδρύματος Ωνάση ήταν ένα κτίριο υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πραγματοποιήθηκε διεθνής πρόσκληση ενδιαφέροντος, συγκεντρώνοντας συνολικά 66 υποψηφιότητες από όλο τον κόσμο, εκ των οποίων επελέγη η πρόταση του γαλλικού αρχιτεκτονικού γραφείου Architecture Studio. Στην πρόσοψη αποτυπώνεται η φιλοσοφία της βασικής αρχιτεκτονικής ιδέας: ένα πάλλευκο, ορθογώνιο, ανάλαφρο κέλυφος, που μέσα από το εύρημα των οριζόντιων μαρμάρινων λωρίδων αποκαλύπτει τον κυρίως κτιριακό όγκο με τις δύο αίθουσες και τους υπόλοιπους χώρους.
Ο ιδιαίτερος τρόπος διαμόρφωσης της πρόσοψης λειτουργεί σαν ένα σκηνικό που εναλλάσσεται, προσδίδοντας αίσθηση μυστηρίου στο κτίριο, καθώς κατά τη διάρκεια της ημέρας οι λευκές οριζόντιες «περσίδες» ανακλούν το έντονο αττικό φως προκαλώντας από μακριά την εντύπωση ενός ελαφρού κυματισμού, ενώ τη νύχτα –όταν οι μαρμάρινες λωρίδες φωτίζονται διαφορετικά– η εικόνα αντιστρέφεται, επιτρέποντας να εμφανιστεί το εσωτερικό του κτιρίου και να αποκαλυφθεί το θερμό κέλυφος που περιβάλλει τις αίθουσες των εκδηλώσεων.
Το συγκρότημα περιλαμβάνει δύο βασικές αίθουσες, χωρητικότητας 880 και 220 ατόμων, κατάλληλες για την πραγματοποίηση μεγάλου εύρους εκδηλώσεων, όπως παραστάσεις θεάτρου και χορού, συναυλίες, κινηματογραφικές προβολές (πολυμέσων, εικονικής πραγματικότητας), διαλέξεις και συνέδρια, ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στον εκθεσιακό χώρο. Στον τελευταίο όροφο έχει χωροθετηθεί το εστιατόριο της Στέγης, το οποίο τους θερινούς μήνες επεκτείνεται και στην ταράτσα του κτιρίου με συναρπαστική θέα προς τον Ιερό Βράχο, το μνημείο του Φιλοπάππου, το λόφο του Λυκαβηττού και το Σαρωνικό.
Παλαιά Βουλή
Στο τότε βορειοανατολικό άκρο της παλαιάς πόλης των Αθηνών, κοντά στο τείχος Χασεκή, είχε οικοδομηθεί το 1832 μια από τις πρώτες νέες οικίες της απελευθερωμένης Αθήνας, μέσα σε ένα μεγάλο κήπο, για λογαριασμό του Χιώτη τραπεζίτη Αλέξανδρου Κοντόσταυλου. Μετά την εγκατάσταση της πρωτεύουσας του νεοπαγούς ελληνικού κράτους στην Αθήνα, το 1834, η οικία αυτή χρησιμοποιήθηκε για δύο περίπου έτη ως προσωρινό ανάκτορο του Όθωνα (με την προσθήκη μιας κυκλικής αίθουσας). Στη φάση εκείνη, ο Δανός αρχιτέκτονας Hans Christian Hansen (1803-1883) υπέβαλε μια μελέτη ολοκληρωμένης επέκτασης του κτιρίου, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε.
Μετά την άφιξη της Αμαλίας, το βασιλικό ζεύγος εγκαταστάθηκε στην οικία του (επίσης Χιώτη τραπεζίτη) Σταμάτιου Δεκόζη Βούρου, στην πλατεία Κλαυθμώνος, ώσπου να οικοδομηθούν τα οριστικά ανάκτορα (η σημερινή Βουλή). Η ολοκλήρωση των τελευταίων συνέπεσε με την Επανάσταση του 1843 και η Συντακτική Συνέλευση του 1844 συνήλθε στην οικία Κοντόσταυλου, στην οποία κατόπιν συνεδρίαζαν επί μια δεκαετία η Βουλή και η Γερουσία, μέχρι την πυρκαγιά του 1854 που κατέστρεψε τελείως το κτίριο.
Μετά από αυτό (και ενώ τα νομοθετικά σώματα εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε μια πτέρυγα του Πανεπιστημίου), ανατέθηκε στον Γάλλο αρχιτέκτονα François Boulanger (1802-1875), η εκπόνηση μελέτης για την ανέγερση νέου κτιρίου στην ίδια θέση (με πρόβλεψη δύο αμφιθεάτρων). Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε από την Αμαλία τον Αύγουστο του 1858, αλλά η οικοδομή διακόπηκε ένα χρόνο αργότερα, ελλείψει πόρων. Μετά την έξωση του Όθωνα, ανατέθηκε το 1863 στον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο (1810-1878) η αναθεώρηση των σχεδίων, καθώς στο μεταξύ είχε καταργηθεί ο θεσμός της Γερουσίας, και παράλληλα αποφασίστηκε για λόγους οικονομίας η μετατροπή της πρόσοψης από διώροφη σε μονοώροφη.
Το κτίριο, νεοκλασικού ρυθμού (χωρίς ωστόσο την επιβλητική απλότητα άλλων συγχρόνων του), περατώθηκε το 1875 και έκτοτε στέγασε τη Βουλή των Ελλήνων μέχρι το 1935. Στη συνέχεια στέγασε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ενώ από το 1961, ανακαινισμένο και διαρρυθμισμένο, φιλοξενεί το Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.
Πληροφορίες από: Κ. Η. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Αθήνα 1η έκδ. 1966, 3η έκδ. 1996, και τους ιστότοπους των σημείων.
—
Κεντρική φωτογραφία άρθρου: Αεροφωτογραφία του ξενοδοχείου, την δεκαετία του ‘70. © Hilton Αθηνών