Η κυριαρχία της ελληνικής τσιπούρας και του ελληνικού λαβρακίου είναι βασικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Η ελληνική υδατοκαλλιέργεια «πρωταγωνιστεί» στην ΕΕ . H απειλή ωστόσο έρχεται από τον τουρκικό ανταγωνισμό.
Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού στη χώρα μας αντιπροσωπεύει σήμερα περισσότερο από το 60% της παραγωγής της Ε.Ε. Είναι δε κοντά στο 30% της παραγωγής των Μεσογειακών χωρών. Τα ποσοστά αυτά είναι ενθαρρυντικά μεν, χρήζουν βελτίωσης δε.
Το ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας βρίσκεται στη δεύτερη θέση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων της Ελλάδας.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (2018) δείχνουν ότι η παραγωγή τσιπούρας-λαβρακιού ανήλθε σε 117.000 τόνους. Ο όγκος πωλήσεων (το τελικό προϊόν, μετά από την όποια μεταποίηση) ανήλθε στους 106.500 τόνους, αξίας περίπου 502.465 ευρώ. Η αύξηση της παραγωγής συνοδεύτηκε από οριακή αύξηση της αξίας πωλήσεων (κοντά στο 1%), λόγω της μειωμένης τιμής και για αμφότερα είδη.
Συνολικά, περίπου το 80% της ελληνικής παραγωγής ιχθυοκαλλιέργειας εξάγεται, ενώ μόνο το 20% απορροφάται από την εγχώρια αγορά. Τονίζεται πως τα Μέλη της ΕΛ.Ο.Π.Υ αντιπροσωπεύουν περισσότερο από 80% της συνολικής παραγωγής της Ελλάδας.
Η Ιταλία είναι η μεγαλύτερη αγορά για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας καθώς εκεί εξάγεται το 45% του συνολικού αριθμού των εξαγωγών τσιπούρας-λαβρακιού. Συγκεκριμένα το 2018 στην Ιταλία εξήχθησαν 42.934 τόνοι.
Ενδεικτικά, το 2018, το 72% των πωλήσεων έγινε προς χώρες τις Ε.Ε. ενώ το 7% προς τρίτες χώρες. Το ελληνικό ψάρι εξάγεται συνολικά σε 32 χώρες του κόσμου ενώ εκτός από την Ιταλία άλλες σημαντικές αγορές είναι η Γαλλία, η Ισπανία, η Γερμανία και η Βόρεια Αμερική.
Ο τουρκικός ανταγωνισμός
Για «συστηματική προσπάθεια της τουρκικής ιχθυοκαλλιέργειας να αυξήσει τα μερίδιά της σε βάρος της ελληνικής, με χαμηλές τιμές και επιδοτήσεις και αθέμιτο ανταγωνισμό, που αφορά ειδικά την αγορά της Ιταλίας» έκανε λόγο ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ, Απόστολος Τουραλιάς . Η δήλωση στο πλαίσιο ημερίδας με θέμα «Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, βασικός πυλώνας ανάπτυξης» που πραγματοποιήθηκε τις προηγούμενες μέρες.
Η Ελλάδα πρέπει να μπορέσει να επιτύχει ετήσια αύξηση του κλάδου κατά 4%, φθάνοντας στους 185.000 τόνους ως το 2030, προϊόντος αξίας περί τα 900 εκατ. ευρώ. Αυτό επεσήμανε από την πλευρά του ο γενικός διευθυντής του ΕΛΟΠΥ, Γιάννης Πελεκανάκης. Για την Τουρκία ο ίδιος επε σήμανε ότι με πολύ μικρότερες θαλάσσιες εκτάσεις, μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε με την πολιτική που ακολουθεί, να παράγει παραπάνω από ότι όλες μαζί οι ευρωπαϊκές χώρες που ασχολούνται με την ιχθυοκαλλιέργεια.
Σύμφωνα με στοιχεία, που είχε παρουσίασε πρόσφατα η ΕΛ.Ο.ΠΥ, η Τουρκία κατέγραψε αλματώδη αύξηση στην παραγωγή ψαριών. Το 2002 παρήγαγε μόλις 20.0000 τόνους ενώ το 2018 έφτασε περίπου στους 190.000 τόνους. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της μάλιστα, πάνω από 100.000 τόνους, κατευθύνεται σε χώρες της ΕΕ. Ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ επεσήμανε βέβαια ότι η Τουρκία είχε το πλεονέκτημα, να διαθέτει τα προϊόντα αυτά στην αγορά της Ε.Ε χωρίς δασμούς.