Why the EU Cannot Do Foreign Policy | Γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να ασκήσει εξωτερική πολιτική

Why the EU Cannot Do Foreign Policy | Γιατί η Ευρώπη  δεν μπορεί να ασκήσει εξωτερική πολιτική
Why the EU Cannot Do Foreign Policy | Γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να ασκήσει εξωτερική πολιτική

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε μια σπάνια ευκαιρία να αρχίσει να δρα στρατηγικά. Τότε ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump, ο οποίος διέλυσε την αμερικανική παγκόσμια ηγετική θέση, είχε μόνο περιφρόνηση για την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τις διατλαντικές σχέσεις και τους πολυμερείς θεσμούς.

Της Judy Dempsey

Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία για τους Ευρωπαίους να προσπαθήσουν και να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε διεθνώς από την κυβέρνηση trump. Αντί αυτού, την σπατάλησαν. Φαινόταν ότι προτιμούν να ασκούν κριτική, αν δεν κορόϊδευαν, στην αμερικανική κυβέρνηση, αντί να κινητοποιήσουν την ευρωπαϊκή λαϊκή στήριξη για την οικοδόμηση μιας πιο στρατηγικής εξωτερικής πολιτικής της Εε. Αυτό ήταν που προσπάθησε ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron, αλλά απέτυχε να κάνει.

Η επίσκεψη του κορυφαίου διπλωμάτη της ΕΕ, του Josep Borrell, στη Μόσχα στις 4-6 Φεβρουαρίου, επιβεβαίωσε αυτή την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Άθλια διότι στερείται στρατηγικής και κατεύθυνσης. Τα περισσότερα κράτη-μέλη, ιδιαίτερα η Γερμανία, βλέπουν ελάχιστο συμφέρον στο να δώσουν στον Borrell την εξουσία που χρειάζεται για να σφυρηλατήσει μια ισχυρή εξωτερική πολιτική. Οι προκάτοχοι του είχαν την ίδια αδυναμία, έχοντας μια θέση που ουσιαστικά τη “χρωστούσαν” στις πρωτεύουσες της Ευρώπης.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το μπλογκ του Borrell, που γράφτηκε κατά την επιστροφή του από τη Μόσχα, ήταν αμυντικό. Άρχισε να δικαιολογεί μια επίσκεψη για την οποία είχαν ήδη φέρει αντιρρήσεις ορισμένα κράτη-μέλη. Συγκρίνοντας το μπλογκ του με την γεμάτη αυτοπεποίθηση, εν μέρει υποτιμητική δήλωση από τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Sergei Lavrov, δείχνει πως ο κορυφαίος διπλωμάτης της Ευρώπης ταξίδεψε στη Μόσχα με άδεια βαλίτσα.

Μετά από την επίσκεψη, η οποία περιλάμβανε μια “επιθετικά στημένη” κοινή συνέντευξη Τύπου την οποία ακολούθησε η απέλαση από τη Ρωσία τριών διπλωματών της ΕΕ, ο Borrell έγραψε ότι “οι ρωσικές αρχές δεν ήθελαν να αδράξουν αυτή την ευκαιρία για να έχουν έναν πιο εποικοδομητικό διάλογο με την ΕΕ. Αν και δεν είναι εντελώς απροσδόκητο, είναι λυπηρό… και θα πρέπει να δούμε τις συνέπειες”.

Αλλά είναι η αντίστροφη κατάσταση. Η Μόσχα γνωρίζει τι θέλει από την ΕΕ: μια σχέση που είναι βασισμένη στην διαπραγμάτευση ξεχωριστά με κάθε κράτος-μέλος -το οποίο είναι ακριβώς αυτό που κάνει με την εξωτερική, οικονομική και εμπορική πολιτική της έναντι της Γερμανίας, για παράδειγμα.

Αντιθέτως, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη -συλλογικά- δεν ξέρουν τι είδους διάλογο ή σχέση θέλουν με τη Ρωσία. Η στάση της Γερμανίας προβληματίζει ιδιαιτέρως.

Ως η ηγέτης της πιο σημαντικής χώρας της ΕΕ, η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel έχει την εξουσία να δώσει στην Ευρώπη την εξωτερική πολιτική που χρειάζεται απαραιτήτως. Αλλά η Merkel δεν είναι strategist. Εάν ήταν, θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τον Nord Stream 2, τον αγωγό που κατασκευάζεται μεταξύ της Ρωσίας και της Γερμανίας, ως μόχλευση στη Ρωσία.

Αυτή η έλλειψη στρατηγικής σκέψης δεν θα αλλάξει υπό την διακυβέρνηση Biden, η οποία ήδη κινείται ταχύτατα στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής. Αντιθέτως, και αυτό αφορά ξανά στη Γερμανία, θα αλλάξει μόνο όταν το Βερολίνο κάνει το άλμα από το να υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα, να υπερασπίζεται και τα ευρωπαϊκά, και να δώσει στην Ένωση την εξουσία που χρειάζεται για να προβάλει μια ισχυρή, κοινή εξωτερική πολιτική. Μια που να συνδυάζει τα συμφέροντα με τις αξίες.

Και ακόμη και μέσα στην ΕΕ, η Γερμανία κάνει το αντίθετο. Η Merkel θα μπορούσε να είχε ασκήσει τη σημαντική επιρροή της στο ΕΛΚ, το πολιτικό κόμμα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που αντιπροσωπεύει τα συντηρητικά κόμματα, να αποβάλλει το κυβερνών ουγγρικό κόμμα Fidesz.

Ναι το Fidesz βρίσκεται σε αναστολή. Αλλά παραμένει στο ΕΛΚ. Ωστόσο το θέμα είναι πως ο ηγέτης του, Ούγγρος πρωθυπουργός Viktor Orban, έχει κάνει ζημιά στη δημοκρατία της χώρας του, τους ελέγχους και τις ισορροπίες, τα ΜΜΕ, την ελευθερία των ακαδημαϊκών και στην κοινωνία των πολιτών από το 2010 -ξεφεύγοντας χωρίς τιμωρία από όλα αυτά- και διαβρώνει τις αξίες και τα συμφέροντα της ΕΕ στο σύνολό της. Χώρες όπως η Πολωνία και η Βουλγαρία τώρα ξέρουν και αυτές ότι μπορούν να ξεφύγουν παρά το ότι υπονομεύουν το κράτος δικαίου και διαιωνίζουν την κρατική διαφθορά.

Αυτή η ανικανότητα να υπερασπίζονται συλλογικά τα συμφέροντα και τις αξίες εντός της ΕΕ, έχει επιπτώσεις για την εξωτερική πολιτική. Είναι χαρτί στα χέρια της Κίνας, της Αιγύπτου και της Ρωσίας -αναφέροντας μερικούς- των οποίων οι ηγέτες αναγνωρίζουν την αδυναμία της ΕΕ ως μη παράγοντας εξωτερικής πολιτικής. Αυτό τους επιτρέπει να προωθούν τα δικά τους συμφέροντα με μεμονωμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Παρά τη “βαθιά ανησυχία” για την ποινή φυλάκισης του ηγέτη της αντιπολίτευσης Alexei Navalny ή την απόπειρα δολοφονίας του με ένα δηλητηριώδες χημικό, ή τις κυβερνοεπιθέσεις της Ρωσίας στο γερμανικό κοινοβούλιο, ή τις απειλές της Κίνας να επιβάλλουν εμπάργκο στις χώρες της ΕΕ που ασκούν κριτική ανοιχτά για την καταστολή της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ ή την καταστολή στη Λευκορωσία, οι αντιδράσεις της Ευρώπης δεν ήταν καν αυτοί που θα έπρεπε, ούτε κατά το ήμισυ.

Το γεγονός ότι οι ηγέτες των θεσμικών οργάνων της ΕΕ δεν έχουν κατορθώσει να αντιμετωπίσουν το φόρουμ 17+1, στο οποίο το Πεκίνο συναντάται τακτικά με μια ομάδα χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, για να προάγει τα δικά του πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, είναι ένα τέλειο παράδειγμα της επιτυχημένης πολιτικής διαίρει και βασίλευε της Κίνας στην Ευρώπη.

Αποτελεί επίσης ένα τέτοιο παράδειγμα του πώς 12 κράτη-μέλη της ΕΕ που εμπλέκονται σε αυτή τη μορφή, έχουν ρίξει τις αξίες της ΕΕ στα βράχια. Σε ό,τι  αφορά στην υπεράσπιση των βασικών αξιών, καθίσταται ακόμη πιο δύσκολο για τις Βρυξέλλες να αντιμετωπίσουν το Πεκίνο -όπως δείχνει η πρόσφατη επενδυτική συμφωνία ΕΕ-Κίνας.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν κάνει πιο εύκολο τον ρόλο του Borrell.

Προς το τέλος του μπλογκ, γράφει: “Τοποθετώντας τον εαυτό μας πίσω από τείχη και ζητώντας από άλλους (να μας υπερασπιστούν) από την ασφάλεια αυτής της θέσης μας, δεν θα φέρει μεγαλύτερη ασφάλεια στην ΕΕ”, πρόσθεσε ότι “έχουμε να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένου και του να συναντηθούμε με άλλους στην έδρα τους, ακριβώς όταν εκδηλώνονται αρνητικά γεγονότα…”.

Έχει ένα δίκιο. Αλλά σίγουρα, αυτό σημαίνει ότι το ταξίδι είναι εξοπλισμένο με μια στρατηγική που συνδυάζει αξίες, κοινά ενδιαφέροντα και στόχους. Μέχρι τώρα, τα εθνικά συμφέροντα στην Ευρώπη έχουν αποτρέψει να συμβεί αυτό. Είναι δύσκολο να το δούμε αυτό να αλλάζει.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ

During the last four years, the European Union had a rare chance to begin to act strategically. Then U.S. president Donald Trump, who was dismantling American global leadership, had only scorn for the EU, NATO, transatlantic relations, and multilateral institutions.

Dempsey is a nonresident senior fellow at Carnegie Europe and editor in chief of Strategic Europe.

This could have been such an opportunity for the Europeans to try and fill the international gap created by the Trump administration. Instead, they wasted it. They seemed to prefer criticizing, if not mocking, the U.S. administration—rather than mobilizing European public support behind constructing a more strategic EU foreign policy. This is what French President Emmanuel Macron has tried but failed to do.

The visit by the EU’s top diplomat, Josep Borrell, to Moscow on February 4–6 confirmed this miserable state of European foreign policy. Miserable because it lacks strategy and direction. Most of the member states, particularly Germany, see little interest in giving Borrell the authority he needs to forge a strong foreign policy. His predecessors endured the same weakness of a position that is beholden to Europe’s capitals.

No wonder then that Borrell’s blog, written upon his return from Moscow, was defensive. He went out of his way to justify a visit which had already been opposed by a few member states. Comparing his blog to the self-confident, partly condescending statement by Russian Foreign Minister Sergei Lavrov showed how Europe’s top diplomat travelled to Moscow with an empty suitcase.

After the visit, which included an “aggressively-staged” joint press conference that was followed by Russia’s expulsion of three EU diplomats, Borrell wrote that “the Russian authorities did not want to seize this opportunity to have a more constructive dialogue with the EU. While not fully unexpected, this is regrettable . . . [and] we will have to draw the consequences.”

But it’s the reverse situation. Moscow knows what it wants from the EU: a relationship that is based on dealing separately with each member state—which is exactly how it conducts its foreign, economic, and trade policy toward Germany, for example.

In contrast, the EU and the member states—collectively—don’t know what kind of dialogue or relationship they want with Russia. Germany’s stance is particularly puzzling.

As leader of the EU’s most important country, German Chancellor Angela Merkel has the authority to give Europe the foreign policy that it sorely needs. But Merkel is no strategist. If she were, she could have used Nord Stream 2, the gas pipeline being built between Russia and Germany, as leverage over Moscow.

This lack of a strategic thinking will not change under the administration of U.S. President Joe Biden, which is already moving fast on the foreign policy front. Instead, and this refers to Germany again, it will only change once Berlin makes the leap from defending national interests to defending European interests and giving the union the authority it needs to project a strong, common foreign policy. And one that combines interests with values.

As it is, even inside the EU, Germany is doing the opposite. Merkel could have exerted her considerable influence in the European People’s Party (EPP), the political bloc in the European Parliament that represents conservative parties, to expel Hungary’s governing Fidesz party.

Yes, Fidesz has been suspended. But it still sits in the EPP. Yet the damage that its leader, Hungarian Prime Minister Viktor Orbán, has inflicted on Hungary’s democracy, checks and balances, media, academic freedom, and civil society since 2010—while getting away with it all—erodes the values and interests of the EU as a whole. Countries such as Poland and Bulgaria now know they too can get away with undermining the rule of law and perpetuating state corruption.

This inability to collectively defend interests and values inside the EU has repercussions for foreign policy. It plays into the hands of China, Egypt, and Russia—to name just a few—whose leaders recognize the EU’s weaknesses as a foreign policy non-actor. That allows them to pursue their own interests with individual European governments.

Despite all the “deep concern” about Russian opposition leader Alexei Navalny’s prison sentence, or the attempt to murder him with a poisonous chemical substance, or Russia’s cyberattacks on the German parliament, or China’s threats to impose embargoes on EU countries that openly criticize its crackdown on democracy in Hong Kong, or the repression in Belarus, Europe’s responses have not been even half baked.

The fact that leaders of the EU institutions have not managed to counter the 17+1 forum, in which Beijing meets regularly with a group of Central and Eastern European and Balkan countries to promote its political and economic interests, is a perfect example of China’s successful divide-and-rule policy in Europe.

It is also a perfect example of how the twelve EU member states involved in this format have thrown EU values to the wind. When it comes to defending basic values, it makes it even more difficult for Brussels to deal with Beijing—as the recent EU-China investment accord shows. Values don’t get a look in.

None of the above makes Borrell’s role any easier.

Toward the end of his blog, he writes: “Locking ourselves up behind walls and calling on others from the safety of that position will not bring greater security to the EU,” adding that “we have to face challenges, including meeting others in their home turf, just when negative events are unfolding. . .”

He has a point. But surely that means traveling equipped with a strategy that combines values, common interests, and goals. Until now, national interests in Europe have prevented that from happening. It’s hard to see that changing.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *