
Η δήλωση του Τουρκου προέδρου Ερντογάν στις 23 Μαΐου ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης “δεν υπάρχει πλέον για εμένα”, σηματοδοτεί νέο χαμηλό στις τεταμένες σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Η προσβολή επιδεινώνει τις πρόσφατες τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, πιο συγκρουσιακά από ό,τι στο παρελθόν, και έρχεται μετά από μια φαινομενικά επιτυχημένη πορεία για την επαναπροσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών, η οποία όμως μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, έχει καταρρεύσει.
από τους Gallia Lindenstrauss, Christoph Becker, Remi Daniel
Οι συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ της ιστορικής ελληνουτουρκικής σύγκρουσης, ήταν εμφανείς για άλλη μια φορά, από το 2018 μέχρι το 2020. Εξαιτίας της αυξημένης ελκυστικότητας της Ανατολικής Μεσογείου δεδομένης της ενεργειακής της δυναμικής, το ζήτημα των θαλάσσιων συνόρων ήλθε ξανά στην επιφάνεια.
Η διαφωνία για τη νομιμότητα της στρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα, η αναζωπύρωση του Κυπριακού και οι αντικρουόμενες αξιώσεις αναφορικά με τα θαλάσσια σύνορα, αποτελούν αλληλένδετα γεγονότα που καταλήγουν σε στρατιωτική αντιπαράθεση, κάτι που δεν έχει παρατηρηθεί από το 1996.
Η ρητορική του Ερντογάν αναφορικά με τον Μητσοτάκη έρχεται αμέσως μετά την τριήμερη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ στα μέσα Μαΐου, η οποία κορυφώθηκε με την ομιλία του ενώπιον του Κογκρέσου (ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που το κάνει αυτό).
Αυτή η επίσκεψη είναι απόδειξη των βελτιωμένων ελληνό-αμερικανικών σχέσεων και της πιο θετικής ελληνικής στάσης προς το ΝΑΤΟ. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η ελληνική προσέγγιση χαρακτηριζόταν από θεμελιώδη σκεπτικισμό απέναντι στην αμερικανική παρουσία στην περιοχή, παρόλο που η Αθήνα είναι μέλος της δυτικής αμυντικής συμμαχίας από το 1952.
Η ύπαρξη μιας ισχυρής σκεπτικιστικής αριστεράς κατά των ΗΠΑ στην Ελλάδα, η οποία δεν ξέχασε την αμερικανική στήριξη προς την ελληνική χούντα από το 1967 μέχρι το 1974, καθώς και μην περιορισμένη εμπλοκή της Ουάσιγκτον καθόλη τη διαμάχη μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας -καθώς και οι δύο είναι μέλη του ΝΑΤΟ- έθεταν μια σημαντική πρόκληση για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις για μεγάλη περίοδο. Παράλληλα, ακόμη και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού ΠΟλέμου, οι Έλληνες είχαν κοινούς πολιτιστικούς και οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία, η οποία θεωρείται ιδιαίτερα στενά συνδεδεμένη, στο επίπεδο της θρησκείας.
Η στροφή της Ελλάδας προς την Ουάσιγκτον, αφήνοντας πίσω της την επί δεκαετίες στάση της, αντανακλά τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή. Πρώτον, η θετική σχέση με τη Μόσχα έχει επιδεινωθεί ραγδαία από το 2018, όταν η Ρωσία κατηγορήθηκε ότι αναμειγνύεται στις ελληνικές υποθέσεις, τη στιγμή που ήταν υπό διαπραγμάτευση η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι ελληνορωσικές σχέσεις έχουν προσφάτως φτάσει σε νέο χαμηλό, όταν ο θάνατος 12 αμάχων της ελληνικής μειονότητας στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας ως αποτέλεσμα του ρωσικού βομβαρδισμού, οδήγησε σε λαϊκή κατακραυγή στην Ελλάδα.
Η απότομη ευθυγράμμιση της Αθήνας με την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της ξεκάθαρης στάσης του Έλληνα ΥΠΕΞ Δένδια “να καλωσορίσει στην ΝΑΤΟϊκή οικογένεια τη Σουηδία και τη Φινλανδία”, αντιπροσωπεύει το αντίθετο της αντίληψης της Μόσχας.
Ταυτόχρονα, από πολλές απόψεις οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας αντικατοπτρίζουν τις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ. Επομένως, ενώ οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Ουάσιγκτον δεν ήταν ποτέ καλύτερες, η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον δεν φαίνονται ικανές να επιλύσουν αρκετά επίμαχα ζητήματα. Πράγματι, παρά την κάποια βελτίωση ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, ο κατάλογος των ζητημάτων που είναι προς αμφισβήτηση μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, παραμένει.
Όπως καταδεικνύει η αντίδραση της Τουρκίας στην προσπάθεια της Σουηδίας και της Φινλανδίας να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, οι κινήσεις της Άγκυρας που αψηφούν ορισμένες από τις προσδοκίες των δυτικών εταίρων, είναι επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Από την πλευρά της, η Άγκυρα αγανακτεί όταν θεωρείται δεδομένη στο ΝΑΤΟ και έχει την αίσθηση ότι δεν υπάρχει αρκετή κατανόηση των αναγκών της στην ασφάλεια, ιδιαίτερα αναφορικά με το ΡΚΚ και τις συνεργαζόμενες με αυτό οργανώσεις.
Το γεγονός ότι ακόμη και η εξαγορά F-16 και ο εκσυγχρονισμός αυτών από τις ΗΠΑ έχει αποδειχθεί δύσκολος, για να μην αναφέρουμε την αποβολή τους από το project F-35 μετά την απόφαση της να αγοράσει τα S-400 από τη Ρωσία, εκλαμβάνεται από την Άγκυρα λες και η Τουρκία τυγχάνει άδικης μεταχείρισης.
Με τη σειρά τους, οι διμερείς σχέσεις Ουάσιγκτον-Αθήνας και Ουάσιγκτον Άγκυρας, επηρεάζουν η μία την άλλη επίσης. Οι προσπάθειες του Μητσοτάκης στις ΗΠΑ φαίνεται να είναι ένας τρόπος για να αντισταθμιστεί η Τουρκία, η οποία επέδειξε σημαντική διπλωματική προσπάθεια στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου πέρυσι. Η επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με πολλά ενδιαφερόμενα μέρη τους τελευταίους μήνες, συμπεριλαμβανομένης και της Ιερουσαλήμ, παρακολουθείται με προσοχή από την Αθήνα. Την ίδια στιγμή, ο Έλληνας πρωθυπουργός σκόπευε στην επίσκεψη του, την οποία προγραμμάτιζε από το 2020, να καλύψει το κενό που δημιουργείται από τις συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ.


Η ανακοίνωση του Μητσοτάκης ότι η χώρα του θα προσπαθήσει να μπει στο πρόγραμμα των F35, οι αναφορές στο Κογκρέσο για τις τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και οι εκκλήσεις του προς τους βουλευτές να είναι προσεκτικοί “στις αποφάσεις τους για τις αμυντικές προμήθειες στην Ανατολική Μεσόγειο”, έχουν ερμηνευτεί στην Τουρκία ως αντί-τουρκικές κινήσεις, κάτι που εξηγεί τα πρόσφατα λόγια του Ερντογάν για τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Γενικότερα, ενώ προφανώς ένας από τους κύριους λόγους που η Ουάσιγκτον έχει βελτιώσει τις σχέσεις της με την Αθήνα ήταν η ανάγκη να βρει υποκατάστατο και backup για κάποιες από τις αμερικανικές ανάγκες στην περιοχή που προηγουμένως καλυπτόταν από την Τουρκία, η Άγκυρα δυσανασχετεί με την ενεργό προσπάθεια της Ελλάδας να δελεάσει τις ΗΠΑ να εξαρτώνται περισσότερο από την Αθήνα.
Οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας βρίσκονται σε αντίθεση με την “επίθεση γοητείας” της Τουρκίας προς άλλους παράγοντες στο περιφερειακό σύστημα, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Τι θα μπορούσε να εξηγήσει αυτή τη διαφορετική προσέγγιση;
Πρώτον η αίσθηση των “επικοινωνιακών οχημάτων” στην Άγκυρα αναφορικά με τους δεσμούς μεταξύ των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ και Τουρκίας ΗΠΑ είναι μοναδική και δεν ισχύει για άλλες περιφερειακές δυνάμεις. Η κοινή ένταξη στο ΝΑΤΟ, η αίσθηση ανταγωνισμού για την απόκτηση πλεονεκτημάτων από τις ΗΠΑ, μια κοινή ιστορία εντάσεων, και σημαντικά ανεπίλυτα ζητήματα, δημιουργούν μια κατάσταση που προκαλεί τακτικές εντάσεις και δεν συναντάται σε άλλες διμερείς σχέσεις της Άγκυρας.
Δεύτερον, σε αντίθεση με τα κράτη του Κόλπου, των οποίων η επαναπροσέγγιση με την Τουρκία έχει ισχυρή οικονομική διάσταση, η πιθανότητα η Ελλάδα να παρέχει στην Τουρκία σημαντικές άμεσες ξένες επενδύσεις, είναι αμελητέα. Επιπλέον, ορισμένα από τα σημεία αντιπαράθεσης μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, αφορούν σε ζητήματα που έχουν οικονομική σημασία, όπως η οριοθέτηση αποκλειστικών οικονομικών ζωνών.
Τέλος, σε εγχώριο επίπεδο, οι βουλευτικές και προεδρικές εκλογές που πλησιάζουν το 2023, επηρεάζουν επίσης τις αποφάσεις του Ερντογάν. Λίγα ζητήματα έχουν πιο ενοποιητική επίδραση στο τουρκικό κοινό από την ελληνοτουρκική σύγκρουση και την τουρκική δυσαρέσκεια απέναντι στις ελληνικές και ελληνοκυπριακές αξιώσεις για τις ναυτικές ΑΟΖ.
Το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας, που αναπτύχθηκε από στρατιωτικούς και κυβερνητικούς κύκλους στην Άγκυρα και συνοψίζει τις μαξιμαλιστικές αξιώσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει γίνει εργαλείο κινητοποίησης της τουρκικής κοινής γνώμης, γύρω από αυτό που θεωρείται άμυνα των νόμιμων δικαιωμάτων της Τουρκίας και της κυριαρχίας της χώρας.
Πιο γενικά, καθώς η επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση της χώρας έχει δημιουργήσει μεγάλη δυσαρέσκεια στον τουρκικό πληθυσμό κατά της κυβέρνησης και καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια πιθανή ήττα του Ερντογάν και του συνασπισμού του το 2023, η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποιεί ευρύτερα εθνικιστικά συναισθήματα για να ενισχύσει τη θέση του. Αυτό μπορεί να φανεί στις απειλές της Άγκυρας να εντείνει τις επιχειρήσεις της εναντίον των κουρδικών δυνάμεων στη Βόρεια Σύρια και στο Βόρειο Ιράκ καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο. Με τον τρόπο αυτόν, ο Ερντογάν προσπαθεί να αυξήσει τη δημόσια στήριξη για τον ίδιο και για το εθνικιστικό κόμμα της Τουρκίας, το οποίο είναι βασικός σύμμαχος για τον Τούρκο πρόεδρο και κινδυνεύει να μην μπει στη Βουλή μετά τις εκλογές του 2023.
Οι ελληνοτουρκικές εντάσεις έρχονται σε μια στιγμή που η Τουρκία και το Ισραήλ επιδιώκουν να βελτιώσουν τις σχέσεις, προσθέτοντας άλλο ένα στρώμα δυσκολίας στην προσπάθεια του Ισραήλ να εξισορροπήσει τη σχέση του με Ελλάδα και Κύπρο, και της σχέσης με την Τουρκία. Οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι καλά θα έκαναν να ενημερώσουν την Αθήνα και τη Λευκωσία με πίστη και ανοιχτά για τυχόν νέα εξέλιξη σε σχέση με την Άγκυρα.
Η σκληρή ρητορική της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας, είναι επίσης ένα προειδοποιητικό σημάδι ότι η επανεκκίνηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας έρχεται με πολλούς περιορισμούς και αντιστοίχως, το Ισραήλ θα πρέπει να επιδείξει προσοχή. Επιπλέον, η Ιερουσαλήμ θα πρέπει να εξετάσει πώς θα αντιδράσει σε περίπτωση που οι εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κλιμακωθούν σε μια αναμέτρηση στην Ανατολική Μεσόγειο, μια περιοχή στρατηγικής αξίας για το Ισραήλ.
Ενώ η τρέχουσα κατάσταση καθιστά απίθανο η οποιαδήποτε ισραηλινή προσπάθεια κατευνασμού να έχει μια θετική επίδραση στην κατάσταση, το Ισραήλ θα πρέπει να σκεφτεί τρόπους να στηρίξει, άμεσα ή έμμεσα, τις προσπάθειες σταθεροποίησης της κατάστασης των περιφερειακών του συμμάχων.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://www.inss.org.il/publication/turkey-greece-usa/
The declaration by Turkey’s President, Recep Tayyip Erdogan, on May 23, 2022 that Greek Prime Minister Kyriakos Mitsotakis “no longer exists for him” constitutes a new low in the tense relationship between Turkey and Greece. This is in sharp contrast not only to Ankara’s previous attempt to lower the tensions between the two states but also to Turkey’s “charm offensive” toward several Middle East states.
Beyond economic and domestic considerations is the Turkey-Greece-US triangle and the sense in Ankara that the record warmth in US-Greece relations is at the expense of Turkey. The growing tensions between Turkey and Greece complicate Israel’s need to balance its recent rapprochement with Turkey and its strong relations with Athens and Nicosia.
The declaration by Turkish President Recep Tayyip Erdogan on May 23, 2022 that Greek Prime Minister Kyriakos Mitsotakis “no longer exists for him” marks a new low in the tense relationship between Turkey and Greece. The insult compounds the recent Turkish violations of Greek airspace, more confrontational than in the past, and comes after a seemingly successful path to rapprochement between the two countries, though now, within only weeks, shattered.
The ongoing tensions of the historic Greek-Turkish conflict were evident once again from 2018 to 2020. Due to the increased attractiveness of the Eastern Mediterranean given its energy potential, the issue of maritime borders resurfaced yet again. The dispute over the legality of Greece’s militarization of the Aegean Islands, the resurgence of the Cyprus question, and conflicting claims concerning the maritime borders all constitute interrelated events resulting in a military standoff, which has not been seen since 1996.
2021 marked an abrupt turning point where Athens and Ankara, which had found itself isolated on both the regional and international levels, agreed to resume exploratory talks after a five-year hiatus to defuse this crisis. However, after Mitsotakis and Erdogan met in a seemingly constructive meeting in Istanbul in March 2022, the clock has now rolled back to 2020. Following the increasingly provocative violations of Greek airspace by the Turkish Air Force, the Greek government decided to exclude the planned Turkish participation in the NATO drill Tiger Meet in Greece.
Ankara protested by claiming that the Greek side was the first to violate Turkish airspace. Furthermore, some 600 migrants were stopped by the Greek coast guard while trying to cross the Aegean from Turkey, reigniting Athens’s accusation that Ankara breaches its side of the 2016 EU migration deal.
Erdogan’s rhetoric regarding Mitsotakis comes directly on the heels of the Greek Prime Minister’s three-day visit to the US in mid-May, which culminated with his address in front of a joint session of Congress (the first Greek Prime Minister ever to do so). This visit is exemplary of improved Greece-US relations, and of the more positive Greek attitude toward NATO. For a long time, the Greek approach was characterized by fundamental skepticism toward the American presence in the region, even though Athens has been a member of the Western defense alliance since 1952.
The existence of a strong US-skeptic left in Greece, which did not forget the American support for the Greek junta from 1967 to 1974, as well as Washington’s limited involvement throughout the conflict between Athens and Ankara – as both are NATO members – posed a significant challenge to Greek-US relations for a considerable period. In tandem, even during the Cold War, Greeks have shared cultural and economic ties with Russia, which is seen as particularly closely connected on the level of religion.
Greece’s turn toward Washington, leaving its decades-long stance behind, reflects developments on the international stage. First, the positive relationship with Moscow has deteriorated rapidly since 2018, when Russia was accused of meddling in Greece, at a time when the admission of Macedonia – present-day North Macedonia – to NATO was under negotiation. In addition, with the Russian invasion of Ukraine, Greek-Russian relations have recently reached a low point, when the death of 12 civilians from the Greek minority on the Ukrainian Black Sea coast as a result of Russian bombardment led to public outrage in Greece.
Athens’s sharp alignment with Washington and NATO, including the clear stance by Greek Foreign Minister Nikos Dendias “to welcome Sweden and Finland to the NATO family,” consequently represents the inverse of the perception of Moscow.
Simultaneously, in many respects Greece-US relations mirror Turkey-US relations. Thus while relations between Athens and Washington have never been better, Ankara and Washington do not seem able to resolve several contentious issues. Indeed, despite some improvement as a consequence of the war in Ukraine, the list of issues in dispute between Turkey and the US remains. As Turkey’s objection to Sweden and Finland’s bid to join NATO exemplifies, Ankara’s moves that defy some of its Western partners’ expectations are a recurring phenomenon.
From its perspective, Ankara resents being taken for granted in NATO and has a sense that there is not enough understanding of its security needs, especially concerning the PKK and PKK-affiliated groups. The fact that even purchasing F-16 and F-16 modernization kits from the US has proven challenging, not to mention its expulsion from the F-35 project following its decision to buy S-400 air defense systems from Russia, is understood in Ankara as if Turkey is singled out and treated unjustly.
In turn, Washington-Athens and Washington-Ankara bilateral relations impact each other as well. Mitsotakis efforts in the US appear to be a way to counterbalance Turkey, which displayed a considerable diplomatic effort in the Eastern Mediterranean region last year.
Ankara’s rapprochement with several stakeholders in recent months, including Jerusalem, has been monitored carefully by Athens. At the same time, the Greek Prime Minister intended in his visit, planned since 2020, to fill the gap created by the ongoing tensions between Turkey and the US. Mitsotakis’ announcement that his country would try to enter the F-35 program, his references in Congress to Turkish violations of the Greek airspace, and his calls for lawmakers to be cautious in “their defense procurement decisions concerning the Eastern Mediterranean” have been interpreted in Turkey as anti-Turkish moves, which explains Erdogan’s latest words on the Greek Prime Minister.
More generally, while obviously one of the main reasons Washington has improved its relations with Athens has been the need to find a substitute and a backup for some of the US needs in the region that were previously fulfilled by Turkey, Ankara resents Greece’s active attempt to lure the US to rely more on Athens.
The rising tensions between Turkey and Greece lie in contrast with Turkey’s “charm offensive” toward other actors in the regional system such as the UAE, Saudi Arabia, Israel, and Egypt. What might explain this different approach?
First, the sense of “communicating vessels” in Ankara concerning the links between Greece-US and Turkey-US relations is singular and does not apply to other regional powers. The common membership in NATO, the feeling of competition to gain advantages from the US, a tense shared history, and important unsolved issues bring about a configuration that creates regular tensions and is not found elsewhere in Ankara’s bilateral relations.
Second, contrary to the Gulf states, whose rapprochement with Turkey has a strong economic dimension, the likelihood of Greece providing Turkey with significant additional foreign direct investment is negligible. Moreover, some of the points of contention between Ankara and Athens refer to issues that have economic significance, such as the delimitation of exclusive economic zones.
Finally, at the domestic level, the approaching 2023 parliamentary and presidential elections also influence Erdogan’s decisions. Few issues have a more unifying effect on the Turkish public than the Greek-Turkish conflict and the Turkish resentment toward Greek (and Greek-Cypriot) claims for naval exclusive economic zones.
The Blue Homeland doctrine, developed by military and governmental circles in Ankara and which summarizes Turkey’s maximalist claims in the Eastern Mediterranean, has become a tool for mobilizing Turkish public opinion around what is seen as the defense of Turkey’s legitimate rights and the country’s sovereignty.
More generally, as the country’s deteriorating economic situation has created much resentment within the Turkish population against the government, and as the polls point to a possible defeat of Erdogan and his coalition in 2023, the Turkish government is making wider use of nationalist feelings to strengthen its position.
This can be seen in Ankara’s threats to intensify its operation against the Kurdish forces in northern Syria and northern Iraq and in the Eastern Mediterranean too. By doing so, Erdogan tries to increase public support for himself and for Turkey’s nationalist party, which is a key ally for the Turkish President and risks exclusion from parliament after the 2023 elections.
Turkey-Greece tensions come at a time when Turkey and Israel seek to improve relations, adding another layer of difficulty to Jerusalem’s attempt to balance its relationship with the Republic of Cyprus and Greece and its relationship with Turkey. Israeli policymakers would do well to update Athens and Nicosia faithfully and openly on any new developments vis-à-vis Ankara. The harsh Turkish rhetoric against Greece is also a warning sign that Turkey’s foreign policy restart comes with many limitations, and accordingly, Israel should demonstrate caution.
In addition, Jerusalem should consider how it ought to react in case the tensions between Greece and Turkey escalate to a showdown in the Eastern Mediterranean, a region of strategic value for Israel. While the current configuration makes any Israeli alleviation effort unlikely to have a positive impact on the situation, Israel should think of ways to support, directly or indirectly, the efforts to stabilize the situation of its regional allies.