Ούτε τις ημέρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο τουρκικός στρατός δεν είχε τέτοια στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων. Ο Ερντογάν οδηγεί την Τουρκία με το βλέμμα στο παρελθόν και αυτό του κοστίζει.
Υπό τις οδηγίες του «Νέου πατέρα των Τούρκων», Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η Τουρκία έστειλε στρατεύματα στη Λιβύη, διατηρεί στρατιωτική παρουσία στη Συρία, το Ιράκ, το Κατάρ, τη Σομαλία και το Αφγανιστάν, καθώς και στα Βαλκάνια.
Ταυτόχρονα, το τουρκικό ναυτικό και η αεροπορία επιχειρούν σε Μεσόγειο και Αιγαίο διεκδικώντας ενεργειακά και εδαφικά κεκτημένα τρίτων. Ο τουρκικός επεκτατισμός όμως έχει το τίμημα του. Οι αμυντικές δαπάνες, ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, αυξήθηκαν, από 1,8% το 2015 σε 2,5% το 2018, σε μια εποχή που η οικονομία της Τουρκίας πνέει τα λοίσθια.
Ας δούμε κάθε τουρκικό μέτωπο ξεχωριστά:
Λιβύη
Την ανακοίνωση έκανε ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, στις αρχές του έτους, αναφέροντας ότι στέλνει στρατό στη Λιβύη για να διατηρήσει τη σταθερότητα της κυβέρνησης στην Τρίπολη, που έχει αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ. Η Τουρκία υποστηρίζει την κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Fayez al-Sarraj με έδρα την Τρίπολη κόντρα στις δυνάμεις του Στρατάρχη Χάφταρ, οι οποίες υποστηρίζονται από τη Ρωσία, την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η Τουρκία στοχεύει στη διάσωση επιχειρηματικών συμβάσεων αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανοικοδόμηση της Λιβύης. Παράλληλα εκμεταλλεύτηκε το «νόμιμο» της κυβέρνησης Σάρατζ για να υπογράψει ένα -παράνομο- θαλάσσιο μνημόνιο για αξιοποίηση κοινής ΑΟΖ.
Συρία
Η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στη Συρία είναι μια από τις μεγαλύτερες ξένες επιχειρήσεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ερντογάν έστειλε πρώτη φορά στρατό στη Συρία το 2016 για να πολεμήσει τόσο τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους όσο και τις κουρδικές δυνάμεις που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ, οι οποίες συνδέονται με το «τρομοκρατικό» Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, ή αλλιώς PKK.
Ο τουρκικός στρατός κατέλαβε πόλεις στη βόρεια Συρία σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ζώνη ασφαλείας για τους 3,6 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Τουρκία. Με απώλειες και ένα κύκλο διπλωματικών επεισοδίων, η Τουρκία κατάφερε, σε ένα μεγάλο βαθμό, να εξασφαλίσει τα εδάφη που ήθελε, για τη διατήρηση των οποίων παλεύει μέχρι και σήμερα.
Ιράκ
Η Τουρκία βομβαρδίζει τακτικά περιοχές στα βόρεια σύνορα του Ιράκ, σε μία προσπάθεια να καταστρέψει τα κρησφύγετα των «τρομοκρατών» του ΡΚΚ. Διατηρεί επίσης στρατιωτικές βάσεις που είχαν αρχικά συσταθεί για ειρηνευτική αποστολή τη δεκαετία του 1990. Ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι η συνεχιζόμενη παρουσία του τουρκικού στρατού στην περιοχή αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα εναντίον του PKK και πιθανή απόσυρση θα ήταν καταστροφική για το έθνος.
Κατάρ
Η Τουρκία διαθέτει στρατιωτικές βάσεις στο Κατάρ και έχει άμεση επιρροή στα θέματα του Κόλπου, υπό την αιγίδα του Κατάρ. Η Άγκυρα και η Ντόχα «παντρεύτηκαν» με τις ευχές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ένα πολιτικό κίνημα με αρκετούς εχθρούς στην περιοχή που το βλέπουν ως απειλή, ειδικά από τότε που η Αραβική Άνοιξη απέκτησε δύναμη στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Σομαλία
Το 2017, η Τουρκία άνοιξε τη μεγαλύτερη υπερπόντια βάση της στο Μογκαντίσου, όπου εκατοντάδες τουρκικά στρατεύματα εκπαιδεύουν Σομαλούς στρατιώτες στο πλαίσιο ενός ευρύτερου τουρκικού σχεδίου για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση μιας χώρας που έχει καταστραφεί από έναν δεκαετή πόλεμο με την ισλαμιστική ομάδα al-Shabaab. Η επίσκεψη του Ερντογάν το 2011 επισημοποίησε τη συμμαχία. Το 2015 ο Τούρκος ηγέτης δεσμεύθηκε να κατασκευάσει 10.000 νέες κατοικίες στη χώρα, ενώ υπεγράφησαν επίσης αμυντικές και βιομηχανικές συμφωνίες.
Αφγανιστάν
Τα τουρκικά στρατεύματα βρίσκονται στο Αφγανιστάν ως μέρος ενός συνασπισμού υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ σε περισσότερες από 50 χώρες που υποστηρίζουν τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας ενάντια στους Ταλιμπάν, τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές που κάποτε κυβερνούσαν εκεί. Στο πλαίσιο της Συμμαχίας, η Τουρκία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στην περιοχή, μετά τις ΗΠΑ.
Αζερμπαϊτζάν
«Δύο χώρες, ένα έθνος». Οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας υπερασπίζονται το Αζερμπαϊτζάν, το οποίο και θεωρούν αδελφό-έθνος. Στρατιωτικές βάσεις, αποθήκες εξοπλισμών ακόμη και αεροπορική δύναμη διαθέτει ο Ερντογάν εκεί. Οι χώρες πραγματοποιούν συχνά κοινές στρατιωτικές ασκήσεις. Μετά τα επεισόδια με την Αρμενία, η Άγκυρα δεσμεύθηκε να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να προασπίσει τα συμφέροντα των Αζέρων.
Ελλάδα και Κύπρος
Ελλάδα και Κύπρος βιώνουν από πρώτο χέρι τον παραλογισμό της Τουρκίας στην εξωτερική της πολιτική. Η τουρκική προκλητικότητα που εκδηλώθηκε με δραματικό τρόπο το καλοκαίρι του 1974 με την στρατιωτική εισβολή και κατοχή του βόρειου κομματιού της Μεγαλονήσου, τις έχει εντάξει σ’ ένα σπιράλ συνεχόμενων εντάσεων και προκλήσεων, αναβιώνοντας με υπαιτιότητα της Άγκυρας ακόμη μια ιστορική διαμάχη. Η μη συμμόρφωση της Τουρκίας με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, με τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ροπή της χώρας σε ένα πολιτικό μοντέλο που απέχει πολύ από το να χαρακτηρισθεί δημοκρατικό, περιπλέκει ακόμα πιο πολύ την κατάσταση.
Ο αυταρχισμός του Προέδρου Ερντογάν ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, η πολιτική του συμμαχία με τους ακραίους εθνικιστές και τους «γκρίζους λύκους» στην Κυβέρνηση, η υιοθέτηση του νεο-οθωμανικού δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού.
Η αμφισβήτηση της «Συνθήκης της Λωζάννης» αποτελεί την κορωνίδα του αναθεωρητισμού της Άγκυρας και ανοίγει τον ασκό του Αιόλου με απρόβλεπτες συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή. Με πολεμικά και ερευνητικά πλοία εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας, η Τουρκία καλεί δήθεν σε διάλογο με το όπλο στο τραπέζι.
Εκτεταμένη τουρκική απειλή: Τι πρέπει να προσέξουμε
Τέλος να θυμίσουμε το άρθρο του Κώστα Λαμπρόπουλου για το ζήτημα της τουρκικής απειλής προς την Ελλάδα. Μεταξύ άλλων γράφει ο Στρατηγικός Αναλυτής κι Εταίρος Geneva Centre for Security Policy:
Η πρόσφατη επιθετική ενέργεια της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας, σηματοδοτεί την απαρχή ενός πολυεπίπεδου κύκλου κρίσης (crisis cycle), σ’ ένα ενιαίο πεδίο διαπραγματεύσεων και επιχειρήσεων, με παράλληλη χρήση διπλωματικού/νομικού/πολιτισμικού “οπλοστασίου” καθώς και στρατιωτικών μέσων.
Η Ελλάδα εισέρχεται συνεπώς σε τροχιά (trajectory) αντιπαράθεσης ασαφούς χρονικού διαστήματος με την αναθεωρητική Τουρκία, έχοντας να αντιμετωπίσει σωρεία επιθετικών πρωτοβουλιών και διεκδικήσεων της γείτονος χώρας, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ευρεία ή εκτεταμένη απειλή, υπαγόμενη σε απεριόριστη στοχοθεσία και γεωγραφικό εύρος, η οποία λαμβάνει υπαρξιακά χαρακτηριστικά, λαμβάνοντας υπόψη τις γεωπολιτικές, γεωοικονομικές, δημογραφικές και ταυτοτικές/πολιτισμικές παραμέτρους που συνιστούν την τουρκική αναθεωρητική στρατηγική και ατζέντα.
Προς αντιμετώπιση μιας τέτοιου μεγέθους απειλής, η ελληνική πλευρά φαίνεται να προτάσσει αποφασιστικότητα και αποτροπή δια της παρουσίας των Ενόπλων Δυνάμεων (deterrence by presence), όταν απειλούνται μέσω στρατιωτικών μέσων η ελληνική εθνική κυριαρχία και δυνητικά η εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Παράλληλα λαμβάνονται αντίμετρα στο πλαίσιο της εξωτερικής εξισορρόπησης (external balancing), μέσω των σημαντικών συμμαχιών στις οποίες η χώρα μετέχει ως μέλος (ΝΑΤΟ-Ε.Ε).
Προδήλως, το υπάρχον ελληνικό πλαίσιο Αποτροπής (Deterrence) είναι αποσπασματικό, καθώς υπολείπεται μιας ολιστικής θεώρησης που να δημιουργεί ουσιαστικά διλήμματα κόστους-οφέλους στον αντίπαλο ιδίως όταν αυτός επιχειρεί στην λεγόμενη “γκρίζα περιοχή μεταξύ πολέμου και ειρήνης” (grey area), ενώ και η παρουσία των ΕΔ χωρίς ένα συνεκτικό στρατηγικό δόγμα συνιστά επί της ουσίας Λανθάνουσα Πίεση μην εξασφαλίζοντας την μεγιστοποίηση της Αποτροπής.
Κυρίως όμως καθίσταται εξόχως ευάλωτο σε μια στρατηγική εξουθένωσης (exhaustion) απειλούμενο με κορεσμό μιας παρατεταμένης κρίσης (protracted crisis), συνεπεία του υβριδικού δόγματος της Τουρκίας, το οποίο επιτρέπει τη διατήρηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων (initiative) στοχεύοντας αφενός τις τρωτότητες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και αφετέρου τον βαθμό και ρυθμό διατήρησης της επιχειρησιακής ικανότητας των ελληνικών ΕΔ.
Είναι προφανές πως η Ελλάδα δεν δύναται πλέον να επιτρέπει στην τουρκική πλευρά να καθορίζει το τέμπο της αντιπαράθεσης, καθώς θα δοκιμαστούν τα όρια των πολιτικών και οικονομικών αντοχών της.
Αντιθέτως, επιβάλλεται να αναπτύξει μια ολιστική στρατηγική αντιμετώπισης των τουρκικών επιθετικών ενεργειών, μεταφέροντας το δίλημμα στoν αντίπαλο, αρχικά δια της αρνήσεως των στόχων του (deterrence by denial) αυξάνοντας κλιμακωτά την πίεση μέσω της τιμωρίας (deterrence by punishment).
Εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση προς επίτευξη αυτού, αποτελεί η πρωταρχική επένδυση στον αμυντικό πυλώνα όπερ σημαίνει γενναία χρηματοδότηση για την εξασφάλιση των απαραίτητων στρατιωτικών δυνατοτήτων (capabilities) ήτοι το περίφημο “bang for the buck”, υιoθετώντας βέλτιστες πρακτικές ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας (συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα-αυτονομία στην χρηματοδότηση των ΕΔ που διαρκώς εξαρτάται απ’ το ασφυκτικό πλαίσιο του Υπουργείου Οικονομικών) παρακάμπτοντας την πολυδαίδαλη υπάρχουσα γραφειοκρατία και καλύπτοντας τρέχουσες ανάγκες τόσο σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο όσο και τις μελλοντικές απαιτήσεις που σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η χώρα θα πρέπει να συμβαδίσει με τις επιταγές της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης στο πλαίσιο της Εθνικής Ασφάλειας στο άμεσο μέλλον, στη λογική της ταυτόχρονης απόκτησης εξοπλισμών κύρους και αλλαγής δεδομένων (game-changing military equipment) όσο και χαμηλού κόστους χρηστικούς εξοπλισμούς πολλαπλής υφής (multi-modal equipment) συμβατών σε μια φιλοσοφία κυριαρχίας (dominance) σ’ ένα πολυφασικό πεδίο μάχης (full-spectrum battlefield) το οποίο διαρκώς καθίσταται αμφισβητούμενο (contested).
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να επισημανθούν δύο σημαντικές παράμετροι που αφορούν το μέλλον του Πολέμου στον 21ο αιώνα.
Πρώτον, το πλαίσιο του συμβατικού πολέμου αλλάζει λόγω της ταχύτητας με την οποία θα διεξάγονται οι επιχειρήσεις, ενώ θα καταστεί εξαιρετικά ανεδαφική η λεγόμενη ενδοπολεμική αποτροπή (intra-war deterrence). Κατά τα λεγόμενα του Αμερικανού στρατηγού William Hix, ένας συμβατικός πόλεμος στο μέλλον θα είναι εξαιρετικά θανατηφόρος και σύντομος, ενώ θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποτραπεί η κλιμάκωσή του.
Δεύτερον οι νέες στρατιωτικές δυνατότητες δύνανται να ανατρέψουν την ισορροπία μεταξύ επίθεσης-άμυνας, δημιουργώντας συνθήκες αποσταθεροποίησης σε στρατηγικό επίπεδο, ευνοώντας την ανάληψη ρίσκου και επιθετικής στρατηγικής συμπεριφοράς, ενώ το μοντέλο του Προληπτικού Πρώτου Πλήγματος δύναται να κυριαρχήσει έναντι της Αποτροπής βασισμένης στην ικανότητα του αμυνόμενου να εξαπολύσει ένα δεύτερο πλήγμα από πλατφόρμες που δύσκολα εντοπίζονται και γίνονται στόχοι (ισχύει τόσο αναφορικά με την πιθανότητα πυρηνικού όσο και συμβατικού πλήγματος.
H Ελλάδα επιβάλλεται να αλλάξει στρατηγική κουλτούρα και στρατηγική συμπεριφορά, αξιολογώντας το διαφορετικό -σε σχέση με τις πρώτες δεκαετίες της μεταψυχροπολεμικής εποχής-στρατηγικό περιβάλλον το οποίο αναπτύσσεται ταχύτατα στον περίγυρό της. Οι καιροί της παθητικής εμπλοκής στη διεθνή σκακιέρα έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Ακολούθως θα πρέπει να υπερβεί στερεότυπα και παρωχημένες αντιλήψεις υπέρ του λεγόμενου “Βουτύρου” στο περίφημο δίλημμα “Κανονιών-Βουτύρου” (Guns or Butter dilemma), προκρίνοντας σαφώς τους αμυντικούς εξοπλισμούς έναντι των κοινωνικών προταγμάτων σε ορθολογικό πλαίσιο και στη λογική απόκτησης επιχειρησιακού και στρατηγικού πλεονεκτήματος.
Όπως κατέδειξε η Μάργκαρετ Θάτσερ στον περίφημο λόγο της στο Kensington Town Hall το 1976, έναντι μιας αναβαθμισμένης απειλής, απαιτείται ξεκάθαρα προτεραιότητα στην υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας μέσω της επένδυσης στον αμυντικό τομέα.