Το τίμημα της οικονομικής, και δη συναλλαγματικής, κρίσης της γείτονος δεν το πληρώνουν μόνο οι Τούρκοι πολίτες. Το πληρώνουν και οι κάτοικοι εκείνων των περιοχών της βόρειας Συρίας που τελούν υπό την κατοχή του τουρκικού στρατού και των ανταρτών συμμάχων του μετά τις διαδοχικές στρατιωτικές εισβολές που έλαβαν τις ονομασίες “Ασπίδα του Ευφράτη” (2016), “Κλάδος Ελαίας” (2018) και “Πηγή Ειρήνης” (2019).
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!κείμενο Κώστας Ράπτης
Η de facto προσάρτηση των περιοχών αυτών που προηγουμένως κατοικούνταν από Κούρδους έχει λάβει, μεταξύ άλλων, και τη μορφή της εισαγωγής της τουρκικής λίρας στις συναλλαγές (όπως και της λειτουργίας τουρκικής κινητής τηλεφωνίας κ.ο.κ.). Για πολλούς από τους εναπομείναντες κατοίκους η αλλαγή αυτή ήταν έως και ευπρόσδεκτη, δεδομένης της αστάθειας του συριακού νομίσματος.
Όμως πλέον, όπως εξήγησε ένας από αυτούς μιλώντας στο Euronews, τα πνεύματα έχουν αλλάξει, μετά την καταβύθιση της λίρας και την άνοδο του πληθωρισμού στην Τουρκία. Και το κόστος ζωής σε μέρη όπως το Αφρίν, η αλ-Μπαμπ ή η Τζαράμπουλους έχει εκτιναχθεί.
Ελλείψεις και ακρίβεια
Σε ανταπόκριση του Γαλλικού Πρακτορείου από την περιοχή αναφέρεται εκτόξευση των τιμών όλων των βασικών ειδών (που εισάγονται, εννοείται, από την Τουρκία), μείωση της πραγματικής αξίας των μισθών έως και κατά τα δύο τρίτα, ενώ ο επικεφαλής του εμπορικού επιμελητηρίου της αλ-Μπαμπ υποστηρίζει ότι οι κάτοικοι δεν μπορούν να καλύψουν καθημερινές ανάγκες σε τρόφιμα, φάρμακα και θέρμανση.
Παρόμοια είναι, όμως, η κατάσταση και στην Ίντλιμπ, τον υπό τουρκική προστασία θύλακα της βορειοδυτικής Συρίας, όπου έχουν βρει καταφύγιο, μετά τις συμφωνίες ανακωχής όπου μεσολάβησαν οι ρωσικές δυνάμεις, αντικυβερνητικοί (βλ. ισλαμιστές) αντάρτες από όλη τη χώρα.
Σύμφωνα με την εμιρατιανή ιστοσελίδα The National, στην Ίντλιμπ σημειώνονται ουρές στα καταστήματα λόγω ελλείψεων, ενώ το τελευταίο εξάμηνο υπολογίζεται (με βάση μαρτυρίες, καθώς ελλείπουν τα επίσημα στοιχεία) ότι οι αυξήσεις τιμών έφτασαν έως και το 50%. Παράλληλα, η πετρελαϊκή εταιρεία Watad Petroleum, που λειτουργεί στην περιοχή και συνδέεται με την ισλαμιστική οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, αποσυνέδεσε τις τιμές της από τη λίρα και τις προσέδεσε στο δολάριο.
Πρόβλημα ασφαλείας
Όλα αυτά, όμως, κινδυνεύουν να μετατραπούν από οικονομικό πρόβλημα σε πρόβλημα ασφαλείας, εφόσον καθοριστικός για τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης είναι ο ρόλος των συμμάχων της Τουρκίας ανταρτών, οι οποίοι και μισθοδοτούνται σε (υποτιμημένες πλέον) τουρκικές λίρες.
Η μείωση της αγοραστικής δύναμης αυτών των ενόπλων έχει διπλό αποτέλεσμα. Αφενός ενισχύει την αδημονία τους για την εξαπόλυση και νέας, τέταρτης επιχείρησης ενάντια στα εδάφη τα ελεγχόμενα από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, δηλ. τους Κούρδους τοπικούς συμμάχους των ΗΠΑ, με το βλέμμα στραμμένο στα προσδοκώμενα λάφυρα.
Όμως το “πράσινο φως” στην Άγκυρα να προωθηθεί δεν έρχεται ούτε από την Ουάσιγκτον ούτε από τη Μόσχα, όπως είχε συμβεί διακριτικά τις προηγούμενες φορές, με αποτέλεσμα οι φιλοτουρκικές ένοπλες οργανώσεις να εντείνουν τη λεηλασία των ήδη κατεχόμενων περιοχών, όπως το Αφρίν.
Κατοικίες και επιχειρήσεις που εγκαταλείφθηκαν από τους αρχικούς κατοίκους τους, ελαιώνες και σαπωνοποιίες, αλλά και αντικείμενα ιστορικής αξίας, αποτελούν αντικείμενο συστηματικού διαγουμίσματος, παρά τις διακηρύξεις της Άγκυρας ότι δεν θα ανεχθεί τέτοιες συμπεριφορές.
Αφενός η όλη κατάσταση εντείνει τις συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών ένοπλων οργανώσεων, οι ηγέτες των οποίων ούτως ή άλλως κατηγορούνται ότι εμπλέκονται βαθιά σε πρακτικές οργανωμένου εγκλήματος (ναρκεμπόριο, εμπόριο όπλων, απαγωγές, εκβιασμούς, βασανιστήρια κ.ο.κ.). Συχνά πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι συνεργάστηκαν με τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες τόσο για την προετοιμασία των εισβολών όσο και για τη μεταφορά ανταρτών σε άλλα διεθνή μέτωπα, όπως η Λιβύη και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου η Άγκυρα επιθυμούσε να μοχλεύσει την επιρροή της. Το ότι όλοι αυτοί τίθενται εκτός παιδιάς ή διακόπτουν τη συνεργασία τους με τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες δημιουργεί προφανές κενό.
Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία αισθάνεται ακόμη αρκετά ασφαλής ώστε να προβαίνει ακόμα και σε προβοκατόρικες ενέργειες, όπως ο βομβαρδισμός στις 25 Δεκεμβρίου μίας οικίας με νέους Κούρδους και Άραβες ακτιβιστές στο Κομπάνι, στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις κοπέλες και δύο νεαροί.
Τα θύματα προφανώς κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στις τρομοκρατικές ενέργειες του Εργατικού Κόμματος Κουρδιστάν (ΡΚΚ) εντός Τουρκίας, όμως η πραγματικότητα μοιάζει να είναι ότι επρόκειτο για άοπλους κοινωνικούς αγωνιστές. Αλλά το Κομπάνι, όπου οι Κούρδοι μαχητές του PYD (αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ στη Συρία) ηρωικά απέκρουσαν το 2014 την προέλαση του “Ισλαμικού Κράτους”, με αποτέλεσμα να σφυρηλατηθεί η συμμαχία τους με τις αμερικανικές δυνάμεις, αποτελεί πάντοτε “καρφί στο μάτι” της κυβέρνησης Ερντογάν και κάθε επίδειξη δύναμης στην περιοχή έχει εξόχως συμβολικό χαρακτήρα.
Ενδο-κουρδικοί ανταγωνισμοί
Πόσω μάλλον αν βοηθά στην προώθηση των ενδο-κουρδικών ανταγωνισμών και στη διεύρυνση του παραδοσιακού ρήγματος ανάμεσα στο ΡΚΚ ή τις παραφυάδες του και την περιφερειακή κυβέρνηση του αυτόνομου Ιρακινού Κουρδιστάν, που διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με την Άγκυρα.
Ήδη στα σύνορα Συρίας-Ιράκ αγωνιστές των δύο πλευρών βρίσκονται σε καθημερινή σύγκρουση και η μεθόριος παραμένει κλειστή, εξαιρουμένης, όπως έγινε δεκτό κατόπιν αμερικανικών πιέσεων, μόνον της μεταφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη βορειοδυτική Συρία.
Παρούσα η “Αστάνα”
Η δε Τουρκία, παρά τις εντεινόμενες λόγω της ουκρανικής κρίσης τριβές της με τη Ρωσία, εξακολουθεί να συνεργάζεται με τις λοιπές δυνάμεις της “Διαδικασίας της Αστάνα”, προκειμένου να διευθετηθεί το συριακό ζήτημα, και ειδικότερα να υποχρεωθούν να αποδεχθούν οι Κούρδοι του PYD την επανυπαγωγή στην εξουσία της Δαμασκού των εδαφών που ελέγχουν (με αμερικανική στήριξη) στην πέραν του Ευφράτη πετρελαιοπαραγωγό βορειοανατολική Συρία. Μάλιστα η Τουρκία, η Ρωσία και το Ιράν μόλις έκαναν γνωστό ότι θα πραγματοποιήσουν τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο, αναλόγως των επιδημιολογικών συνθηκών, νέα σύνοδο κουφής, η οποία προηγουμένως θα έχει προετοιμαστεί καταλλήλως σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών.