Ουκρανία | Πώς και γιατί δεν έκλεισε η συμφωνία που θα τερμάτιζε τον πόλεμο

Ουκρανία | Πώς και γιατί δεν έκλεισε η συμφωνία που θα τερμάτιζε τον πόλεμο

Αποκαλύψεις στο έγκυρο αμερικανικό Foreign Affairs.

Εγγυήσεις τύπου ΝΑΤΟ και δικαίωμα προσχώρησης στην ΕΕ αναγνώριζαν οι Ρώσοι, ενώ ζητούσαν πλήρη ουδετερότητα και αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας.

Ανοιχτό άφηναν και το μέλλον της Κριμαίας.

Το στόρι της αποτυχίας, ο ρόλος της Δύσης και η σημασία για το μέλλον.

Τι έχει γίνει στα μέτωπα του πολέμου της Ουκρανίας είναι γνωστό. Αυτό που δεν έχει, όμως, γίνει κατανοητό είναι το τι συνέβη στις διπλωματικές επαφές στις οποίες ενεπλάκησαν Μόσχα, Κίεβο και αρκετοί άλλοι παίκτες. Διαπραγματεύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διευθέτηση λίγες εβδομάδες από την έναρξη των εχθροπραξιών, υποστηρίζει άρθρο των Samuel Charap και Sergey Radchenko που δημοσιεύεται στο Foreign Affairs.

Να σημειωθεί ότι ο Samuel Charap είναι ανώτατος πολιτικός επιστήμονας στη RAND Corporation, ενώ ο Sergey Radchenko διακεκριμένος καθηγητής στο Johns Hopkins University School of Advanced International Studies.

Στο άρθρο υπενθυμίζεται ότι μετά από τηλεδιασκέψεις και απευθείας συνομιλίες στα τέλη Μαρτίου του 2022, υπήρξε το λεγόμενο «Istanbul Communiqué», που περιέγραφε το πλαίσιο μιας διευθέτησης.

Υποστηρίζει ότι Ουκρανοί και Ρώσοι διαπραγματευτές άρχισαν να δουλεύουν το κείμενο μιας συνθήκης, κάνοντας μάλιστα ουσιαστική πρόοδο προς μια συμφωνία. Τον Μάιο, όμως, οι συνομιλίες διακόπηκαν και ο πόλεμος συνεχίζεται έως σήμερα.

Οι συγγραφείς, για να ρίξουν φως στο τι έγινε, υποστηρίζουν ότι εξέτασαν προσχέδια συμφωνίας που αντάλλαξαν οι δυο πλευρές και επίσης συνομίλησαν με συμμετέχοντες στις διαδικασίες, αλλά και πολιτικούς δυτικών κυβερνήσεων που μίλησαν υπό τον όρο της ανωνυμίας.

Κατά την άποψη που καταθέτουν οι συγγραφείς, η τελική συμφωνία δεν έκλεισε για διάφορους λόγους. Οι δυτικοί εταίροι του Κιέβου ήταν απρόθυμοι να παρασυρθούν σε μια διαπραγμάτευση με τη Ρωσία, ιδιαίτερα σε μια διαπραγμάτευση που θα δημιουργούσε γι’ αυτούς νέες δεσμεύσεις για την εγγύηση της ουκρανικής ασφάλειας.

Το κλίμα στην Ουκρανία άλλαξε μετά τη σφαγή σε Ιρπίν και Μπούτσα. Και, με την αποτυχία της περικύκλωσης του Κιέβου από τη Ρωσία, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έγινε πιο σίγουρος ότι με επαρκή δυτική υποστήριξη θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο στο πεδίο της μάχης.

Τέλος, μολονότι η προσπάθεια των μερών να επιλύσουν μακροχρόνιες διαφωνίες σχετικά με την αρχιτεκτονική ασφάλειας προσέφερε την προοπτική μιας μόνιμης επίλυσης της σύγκρουσης και διαρκούς περιφερειακής σταθερότητας, στόχευαν πολύ ψηλά, πολύ σύντομα. Προσπάθησαν να επιτύχουν μια γενική διευθέτηση, ακόμη κι όταν αποδείχθηκε αδύνατη μια βασική κατάπαυση πυρός.

Σήμερα, που οι προοπτικές για διαπραγματεύσεις φαίνονται αμυδρές και οι σχέσεις μεταξύ των μερών είναι σχεδόν ανύπαρκτες, η ιστορία των συνομιλιών της άνοιξης του 2022 μπορεί να φαίνεται αδιάφορη. Όμως ο Πούτιν και ο Ζελένσκι εξέπληξαν τους πάντες με την αμοιβαία προθυμία τους να εξετάσουν εκτεταμένες παραχωρήσεις για τον τερματισμό του πολέμου. Μπορεί κάλλιστα να εκπλήξουν τους πάντες ξανά στο μέλλον.

Οι εγγυήσεις

Εισβάλλοντας στην Ουκρανία, ο Πούτιν είπε ότι επεδίωκε την «αποναζιστικοποίηση» της χώρας, κάτι που μεταφράζεται σε ανατροπή της κυβέρνησης του Κιέβου. Λίγες ημέρες μετά, όμως, άρχισε να εξετάζει τρόπους συμβιβασμού, γράφει το άρθρο, καθώς φάνηκε ότι ο πόλεμος δεν θα ήταν μια «βόλτα στο πάρκο». Αν και αρνήθηκε να μιλήσει απευθείας στον Ζελένσκι, όπως επιδίωξε ο τελευταίος, όρισε διαπραγματευτές.

Οι συνομιλίες ξεκίνησαν στις 28 Φεβρουαρίου στη Λευκορωσία. Επικεφαλής της ουκρανικής αντιπροσωπείας ήταν ο Νταβίντ Αραχαμία, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του πολιτικού κόμματος του Ζελένσκι, και περιλάμβανε τον υπουργό Άμυνας Ολέξι Ρέζνικοφ, τον σύμβουλο του προέδρου Μιχαήλο Ποντολιάκ και άλλους ανώτερους αξιωματούχους.

Επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας ήταν ο Βλαντιμίρ Μεντίνσκι, ανώτερος σύμβουλος του Ρώσου προέδρου, ο οποίος είχε διατελέσει πρωτύτερα υπουργός Πολιτισμού. Περιλάμβανε επίσης αναπληρωτές υπουργούς Άμυνας και Εξωτερικών, μεταξύ άλλων.

Στην πρώτη συνάντηση οι Ρώσοι απαίτησαν όρους που ισοδυναμούσαν με ουκρανική συνθηκολόγηση. Στη συνέχεια, καθώς η εικόνα στο μέτωπο χειροτέρευε για τη Μόσχα, το Κίεβο παρουσίασε δικούς του όρους: άμεση κατάπαυση πυρός και ανθρωπιστικούς διαδρόμους για να φύγουν οι πολίτες από την εμπόλεμη ζώνη.

Στην τρίτη συνάντηση άρχισαν να εξετάζουν πρώτη φορά «προσχέδια». Από το σημείο αυτό οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν για τρεις εβδομάδες, αν και επαφές έγιναν μέσω zoom.

Σ’ αυτό το σημείο, όπως υποστηρίζουν οι δύο συγγραφείς, οι Ουκρανοί εστίασαν σ’ ένα κομβικό θέμα: εγγυήσεις ασφαλείας που θα ανάγκαζαν άλλα κράτη να έρθουν σε υπεράσπιση της χώρας αν γινόταν νέα ρωσική επίθεση. Ηλπιζαν να τις λάβουν από μέλη του ΝΑΤΟ και τη Ρωσία.

Αυτό που φαινόταν να έχει κατά νου ο Oυκρανός υπουργός Εξωτερικών ήταν μια πολυμερής εγγύηση ασφάλειας, μια ρύθμιση με την οποία οι ανταγωνίστριες δυνάμεις δεσμεύονται για την ασφάλεια ενός τρίτου κράτους, συνήθως υπό τον όρο ότι θα παραμείνει αδέσμευτο σε οποιονδήποτε από τους εγγυητές.

Τέτοιες συμφωνίες είχαν ως επί το πλείστον εγκαταλειφθεί μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ενώ συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ σκοπεύουν να διατηρήσουν τη συλλογική άμυνα ενάντια σ’ έναν κοινό εχθρό, οι πολυμερείς εγγυήσεις ασφάλειας έχουν σχεδιαστεί για να αποτρέπουν τη σύγκρουση μεταξύ των εγγυητών για το κράτος που λαμβάνει την εγγύηση και κατ’ επέκταση να εγγυώνται την ασφάλεια αυτού του κράτους.

Η Ουκρανία είχε σ’ αυτό το θέμα πικρή εμπειρία. Εδωσε τα πυρηνικά της βασισμένη σε συμφωνία Ρωσίας, Βρετανία και ΗΠΑ ότι δεν θα δεχτεί επίθεση. Η συγκεκριμένη συμφωνία δεν προέβλεπε τα κράτη να σπεύσουν να την υπερασπιστούν.

Γι’ αυτό το Κίεβο δεν είχε σκοπό να κάνει το ίδιο λάθος, κάτι κατανοητό, λένε οι συγγραφείς του άρθρου. Ηθελε πιο αξιόπιστο μηχανισμό από την καλή θέληση της Ρωσίας.

Το να λάβει τις εγγυήσεις, όμως, είναι δύσκολο. Ο Ναφτάλι Μπένετ, πρωθυπουργός του Ισραήλ τότε που μεσολάβησε μεταξύ των δύο πλευρών, σε μια συνέντευξη τον Φεβρουάριο του 2023 υπενθύμισε ότι προσπάθησε να αποτρέψει τον Ζελένσκι από το να κολλήσει στο ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας. «Ξέρετε το ανέκδοτο για έναν τύπο που προσπαθεί να πουλήσει τη γέφυρα του Μπρούκλιν σ’ έναν περαστικό», εξήγησε ο Μπένετ. «Είπα: Η Αμερική θα σας δώσει εγγυήσεις; Θα δεσμευτεί ότι μετά από αρκετά χρόνια θα στείλει στρατιώτες, αν η Ρωσία παραβιάσει κάτι; Αφού έφυγε από το Αφγανιστάν και όλα αυτά;. Είπα: Βολοντίμιρ, δεν θα γίνει».

Οπως εξηγούν οι δυο συγγραφείς: εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους δεν ήταν πρόθυμοι να παράσχουν στην Ουκρανία τέτοιες εγγυήσεις (για παράδειγμα, με τη μορφή ένταξης στο ΝΑΤΟ) πριν από τον πόλεμο, γιατί να το κάνουν αφού η Ρωσία είχε δείξει τόσο έντονα την προθυμία της να επιτεθεί στην Ουκρανία;

Οι Ουκρανοί διαπραγματευτές ανέπτυξαν μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, αλλά τελικά, όπως υποστηρίζουν, δεν έπεισε τους δυτικούς συναδέλφους τους που απέφευγαν τον κίνδυνο.

Η θέση του Κιέβου ήταν ότι η Ρωσία θα ήταν επίσης εγγυήτρια, πράγμα που θα σήμαινε ότι η Μόσχα συμφωνούσε ουσιαστικά πως οι άλλοι εγγυητές θα ήταν υποχρεωμένοι να επέμβουν εάν επιτεθεί ξανά. Με άλλα λόγια, εάν η Μόσχα αποδεχόταν ότι οποιαδήποτε μελλοντική επίθεση κατά της Ουκρανίας θα σήμαινε πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα ήταν διατεθειμένη να επιτεθεί ξανά στην Ουκρανία ή τουλάχιστον περισσότερο από το να επιτεθεί σ’ έναν σύμμαχο του ΝΑΤΟ.

Ένα βήμα μπροστά

Στα μέσα Μαρτίου, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις είχαν κολλήσει, φάνηκε μια σημαντική πρόοδος. Μετά από συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη συμφωνήθηκε κοινό communiqué. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι έχουν στην κατοχή τους ένα προσχέδιο που είχε τίτλο «Key Provisions of the Treaty on Ukraine’s Security Guarantees». Το κείμενο γράφτηκε κυρίως από Ουκρανούς, αλλά οι Ρώσοι δέχτηκαν να χρησιμοποιηθεί ως πλαίσιο για συνθήκη.

Η συνθήκη που προβλεπόταν στο communiqué θα ανακήρυσσε την Ουκρανία ως μόνιμα ουδέτερο, μη πυρηνικό κράτος. Η Ουκρανία θα απαρνούνταν κάθε πρόθεση να ενταχθεί σε στρατιωτικές συμμαχίες ή να επιτρέψει ξένες στρατιωτικές βάσεις ή στρατεύματα στο έδαφός της. Το communiqué απαριθμούσε ως πιθανούς εγγυητές τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας) μαζί με τον Καναδά, τη Γερμανία, το Ισραήλ, την Ιταλία, την Πολωνία και την Τουρκία.

Το ανακοινωθέν ανέφερε επίσης ότι, εάν η Ουκρανία δεχόταν επίθεση και ζητούσε βοήθεια, όλες οι εγγυήτριες δυνάμεις θα υποχρεώνονταν, μετά από διαβουλεύσεις με την Ουκρανία και μεταξύ τους, να παράσχουν βοήθεια στη χώρα ώστε να αποκαταστήσει την ασφάλειά της. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές οι υποχρεώσεις διατυπώθηκαν με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια από το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ: επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, προμήθεια όπλων ή άμεση επέμβαση με τη στρατιωτική δύναμη του ίδιου του κράτους-εγγυητή.

Το κείμενο καλούσε τις δύο πλευρές να βρουν ειρηνική λύση της διαφοράς για την Κριμαία τα επόμενα 15 χρόνια, ενώ κρατούσε ανοιχτό τον δρόμο για ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, κάτι εντυπωσιακό, γράφουν οι δύο συγγραφείς, δεδομένων των εμποδίων που έβαλε τα προηγούμενα χρόνια ο Πούτιν στην πορεία της χώρας προς την Ευρώπη. Τώρα συμφωνούσε να τη «διευκολύνει».

Όπως σημειώνει το άρθρο, δεν είναι ξεκάθαρο γιατί ο Πούτιν θα συμφωνούσε στις εγγυήσεις. Αλλωστε, λίγες εβδομάδες πριν είχε εισβάλει στη χώρα.

Οι συγγραφείς κάνουν κάποιες υποθέσεις. Το blitzkrieg του Πούτιν είχε αποτύχει. Ίσως επιθυμούσε να μειώσει τις απώλειές του εάν πετύχαινε τη μακροχρόνια απαίτησή του: να απαρνηθεί η Ουκρανία τις φιλοδοξίες της στο ΝΑΤΟ και να μη φιλοξενήσει ποτέ δυνάμεις του ΝΑΤΟ στο έδαφός της. Αν δεν μπορούσε να ελέγξει ολόκληρη τη χώρα, τουλάχιστον θα μπορούσε να διασφαλίσει τα πιο βασικά του συμφέροντα ασφαλείας, να ανακόψει την αιμορραγία της οικονομίας της Ρωσίας και να αποκαταστήσει τη διεθνή φήμη της χώρας.

Το communiqué περιλάμβανε επίσης μια άλλη διάταξη που προκαλεί εντύπωση: καλούσε τις δύο πλευρές να επιδιώξουν να επιλύσουν ειρηνικά τη διαφορά τους για την Κριμαία κατά τα επόμενα 10 έως 15 χρόνια. Από το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε τη χερσόνησο, η Μόσχα δεν συμφώνησε ποτέ να συζητήσει το καθεστώς της, υποστηρίζοντας ότι ήταν μια περιοχή της Ρωσίας που δεν διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη. Προσφερόμενο να διαπραγματευτεί για το καθεστώς της, το Κρεμλίνο είχε παραδεχτεί σιωπηρά ότι αυτό δεν ίσχυε.

Από δηλώσεις των Ρώσων διαπραγματευτών προέκυπτε αισιοδοξία για συμφωνία που θα υπέγραφαν στο ορατό μέλλον Πούτιν και Ζελένσκι. Εν τω μεταξύ, οι ρωσικές δυνάμεις αποχωρούσαν από το Κίεβο και όλο το βόρειο μέτωπο, υποστηρίζοντας ότι στόχος ήταν να οικοδομηθεί αμοιβαία εμπιστοσύνη. Κατά τους αρθρογράφους, αυτό είναι πρόφαση, καθώς είχαν καταλάβει ότι είχαν υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις τους.

Συνέχισαν

Η ρωσική υποχώρηση σήμαινε ότι δεν είχε άμεσο κίνδυνο η κυβέρνηση Ζελένσκι, διευκολύνοντας την αποστολή δυτικής βοήθειας. Σε εκείνο το χρονικό σημείο προέκυψαν οι ειδήσεις για τις σφαγές στην Μπούτσα. Παρ’ όλα αυτά οι συνομιλίες συνεχίστηκαν και ανταλλάσσονταν προσχέδια, κατά πληροφορίες 17 ή 18.

Μεταξύ δύο εκ των φερόμενων προσχεδίων καταγράφονται κρίσιμες διαφορές. Το προσχέδιο της 12ης Απριλίου έγραφε ότι οι εγγυήτριες χώρες θα αποφάσιζαν ανεξάρτητα εάν θα βοηθήσουν το Κίεβο σε περίπτωση επίθεσης στην Ουκρανία, ενώ στο προσχέδιο της 15ης Απριλίου οι Ρώσοι προσπάθησαν να ανατρέψουν αυτό το κρίσιμο άρθρο, επιμένοντας ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μόνο «με βάση μια απόφαση που θα συμφωνηθεί από όλες τις εγγυήτριες χώρες» -δίνοντας στον πιθανό εισβολέα, τη Ρωσία, δικαίωμα βέτο. Σύμφωνα με μια σημείωση στο κείμενο, οι Ουκρανοί απέρριψαν αυτή την τροπολογία.

Δεύτερον, τα προσχέδια περιέχουν πολλά άρθρα που προστέθηκαν στη συνθήκη κατόπιν επιμονής της Ρωσίας. Απαιτούσαν από την Ουκρανία να απαγορεύσει «τον φασισμό, τον ναζισμό, τον νεοναζισμό και τον επιθετικό εθνικισμό» -και, για τον σκοπό αυτό, να καταργήσει έξι ουκρανικούς νόμους.

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η Ουκρανία θα αντιστεκόταν σε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και οι αρθρογράφοι θεωρούν ότι θα μπορούσαν, επομένως, να θεωρηθούν ως «δηλητηριώδη χάπια» που θα σκότωναν τη συμφωνία.

Είναι επίσης πιθανό, ωστόσο, ότι οι διατάξεις είχαν σκοπό να επιτρέψουν στον Πούτιν να σώσει τα προσχήματα, δεδομένου του στόχου για «αποναζιστικοποίηση». Ο επικεφαλής Ουκρανός διαπραγματευτής Αραχαμία υποβάθμισε αργότερα τη σημασία τους. Το σημαντικότερο για τους Ρώσους ήταν η «ουδετερότητα».

Η διαπραγμάτευση περιλάμβανε συγκεκριμένα δεδομένα για το μέγεθος και τη δομή του ουκρανικού στρατού. Οι συνομιλίες είχαν σκόπιμα παρακάμψει το ζήτημα των συνόρων και του εδάφους. Προφανώς, το σκεπτικό ήταν να αποφασίσουν ο Πούτιν και ο Ζελένσκι γι’ αυτά τα θέματα στην προγραμματισμένη σύνοδο κορυφής. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Πούτιν θα επέμενε να κρατήσει όλο το έδαφος που είχαν ήδη καταλάβει οι δυνάμεις του. Το ερώτημα είναι αν ο Ζελένσκι θα είχε πειστεί να συμφωνήσει σ’ αυτή την αρπαγή γης.

Παρά τις ουσιαστικές διαφωνίες, το προσχέδιο της 15ης Απριλίου προτείνει ότι η συνθήκη θα υπογραφεί εντός δύο εβδομάδων. Ομολογουμένως, αυτή η ημερομηνία μπορεί να είχε αλλάξει, αλλά δείχνει ότι οι δύο ομάδες σχεδίαζαν να προχωρήσουν γρήγορα.

Τι συνέβη;

Το άρθρο του Foreign Affairs προσπαθεί να ανιχνεύσει τους λόγους για τους οποίους διακόπηκαν οι συνομιλίες. Θυμίζει ότι ο Πούτιν ισχυρίστηκε πως οι δυτικές δυνάμεις παρενέβησαν γιατί ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αποδυνάμωση της Ρωσίας παρά για τον τερματισμό του πολέμου. Υποστήριξε ότι ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος ήταν τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, είχε παραδώσει το μήνυμα στους Ουκρανούς, εξ ονόματος του «αγγλοσαξονικού κόσμου», ότι πρέπει «να πολεμήσουν τη Ρωσία μέχρι να επιτευχθεί η νίκη και η Ρωσία να υποστεί στρατηγική ήττα».

Από την άλλη πλευρά, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της φέρονται να ήταν βαθύτατα επιφυλακτικοί σχετικά με τις προοπτικές για τη διπλωματική λύση που αναδύθηκε από την Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε, το ανακοινωθέν παρέκαμψε το ζήτημα του εδάφους και των συνόρων και τα μέρη παρέμειναν πολύ μακριά σε άλλα κρίσιμα ζητήματα. Δεν τους φαινόταν σαν διαπραγμάτευση που επρόκειτο να πετύχει.

Επιπλέον, οι αρθρογράφοι επικαλούνται πρώην αξιωματούχο των ΗΠΑ που είπε ότι οι Ουκρανοί δεν διαβουλεύτηκαν με την Ουάσιγκτον παρά μόνο μετά την έκδοση του communiqué, παρόλο που η συνθήκη θα είχε δημιουργήσει νέες νομικές δεσμεύσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες -συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να οδηγηθεί σε πόλεμο με τη Ρωσία εάν αυτή εισέβαλε ξανά στην Ουκρανία. Αυτός ο όρος και μόνο θα είχε κάνει τη συνθήκη μη αποδεκτή για την Ουάσιγκτον.

Υπ’ αυτή την οπτική, αντί να αγκαλιάσει το communiqué της Κωνσταντινούπολης και την επακόλουθη διπλωματική διαδικασία, η Δύση αύξησε τη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο, καθώς και την πίεση στη Ρωσία, μεταξύ άλλων μέσω κυρώσεων που ολοένα ενίσχυε.

Η Βρετανία φέρεται να πήρε τα ηνία. Ήδη στις 30 Μαρτίου ο Τζόνσον έδειχνε απρόθυμος απέναντι στη διπλωματία, δηλώνοντας ότι «πρέπει να συνεχίσουμε να εντείνουμε τις κυρώσεις με ένα κυλιόμενο πρόγραμμα έως ότου κάθε ένα από τα στρατεύματα [του Πούτιν] φύγει από την Ουκρανία».

Σε συνέντευξη του 2023, ο Αραχαμία φαίνεται να κατηγόρησε τον Τζόνσον. «Όταν επιστρέψαμε από την Κωνσταντινούπολη», είπε, «ο Μπόρις Τζόνσον ήρθε στο Κίεβο και είπε ότι δεν θα υπογράψουμε απολύτως τίποτα με [τους Ρώσους] -και θα συνεχίσουμε να πολεμάμε».

Έκτοτε, ο Πούτιν έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένα τις δηλώσεις αυτές. Παρά τη «χειραγώγηση» του Πούτιν, ο Αραχαμία, κατά την οπτική των αρθρογράφων, κατέγραψε ένα πραγματικό πρόβλημα: το ανακοινωθέν περιέγραφε ένα πολυμερές πλαίσιο που θα απαιτούσε προθυμία της Δύσης να εμπλακεί διπλωματικά με τη Ρωσία και να εξετάσει μια πραγματική εγγύηση ασφάλειας για την Ουκρανία. Κανένα από τα δύο δεν ήταν προτεραιότητα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους εκείνη την εποχή, κατά τη συγκεκριμένη οπτική.

Ο Πούτιν και ο Ζελένσκι έμοιαζαν πρόθυμοι

Κατά τους δύο αρθρογράφους, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η Δύση ανάγκασε την Ουκρανία να αποσυρθεί από τις συνομιλίες με τη Ρωσία. Υποδηλώνει ότι το Κίεβο δεν είχε λόγο για το θέμα. Θεωρούν ότι η προσφορά δυτικής υποστήριξης ίσως ενίσχυσε την αποφασιστικότητα του Ζελένσκι και η έλλειψη δυτικού ενθουσιασμού μείωσε το ενδιαφέρον του για διπλωματία. Επίσης, ο Ζελένσκι εξοργίστηκε αναμφισβήτητα από τις ρωσικές θηριωδίες και πιθανότατα κατάλαβε ότι αυτό που άρχισε να αποκαλεί ως «γενοκτονία» της Ρωσίας στην Ουκρανία θα έκανε τη διπλωματία με τη Μόσχα ακόμη πιο λάθος, σε πολιτικούς όρους, παρότι, όπως προαναφέρθηκε, οι συνομιλίες συνεχίστηκαν.

Η ανανεωμένη πεποίθηση των Ουκρανών ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο φέρεται πως έπαιξε επίσης ρόλο. Στα τέλη Απριλίου, η Ουκρανία είχε σκληρύνει τη θέση της, απαιτώντας ρωσική απόσυρση από το Ντονμπάς ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε συνθήκη.

Σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, οι αρθρογράφοι σημειώνουν ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η στρατηγική της. Ήταν μια καλά ενορχηστρωμένη παρωδία ή η Μόσχα ενδιαφέρθηκε σοβαρά για διευθέτηση; Δημιουργήθηκαν αμφιβολίες στον Πούτιν όταν κατάλαβε ότι η Δύση δεν θα υπογράψει τις συμφωνίες ή ότι η ουκρανική θέση είχε σκληρύνει;

Ακόμη κι αν Ρωσία και Ουκρανία είχαν ξεπεράσει τις διαφωνίες τους, το πλαίσιο που διαπραγματεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη προϋπέθετε ότι θα έπρεπε να ενταχθούν σ’ αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους.

Και αυτές οι δυτικές δυνάμεις θα έπρεπε να αναλάβουν ένα πολιτικό ρίσκο συμμετέχοντας σε διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και την Ουκρανία και να θέσουν σε κίνδυνο την αξιοπιστία τους, εγγυώμενες την ασφάλεια της Ουκρανίας. Εκείνη την εποχή, και στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, η προθυμία είτε να αναλάβουν διπλωματία υψηλών διακυβευμάτων είτε να δεσμευτούν πραγματικά στην υπεράσπιση της Ουκρανίας στο μέλλον φέρεται πως απουσίαζε εντελώς στην Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Ένας τελευταίος λόγος που πιθανολογείται ότι απέτυχαν οι συνομιλίες είναι ότι οι διαπραγματευτές έβαλαν το κάρο μιας μεταπολεμικής εντολής ασφαλείας μπροστά από το άλογο του τερματισμού του πολέμου.

Για να είμαστε δίκαιοι, γράφουν, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Δύση το είχαν δοκιμάσει αντίστροφα -και επίσης απέτυχαν παταγωδώς. Οι συμφωνίες του Μινσκ, που υπογράφηκαν το 2014 και το 2015 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την εισβολή στο Ντονμπάς, κάλυπταν λεπτομέρειες, όπως η ημερομηνία και η ώρα παύσης των εχθροπραξιών και ποιο οπλικό σύστημα θα πρέπει να αποσυρθεί σε ποια απόσταση. Οι βασικές ανησυχίες και των δύο πλευρών για την ασφάλεια αντιμετωπίστηκαν έμμεσα, αν όχι καθόλου.

Αυτή η ιστορία υποδηλώνει ότι οι μελλοντικές συνομιλίες θα πρέπει να προχωρήσουν σε παράλληλους δρόμους, με τις πρακτικές λεπτομέρειες για τερματισμό του πολέμου στον έναν άξονα και ευρύτερα ζητήματα στον άλλο, καταλήγει το άρθρο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *