«Βουτιά» του χρέους κατά 30% του ΑΕΠ προβλέπει το ΔΝΤ | Πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% έως το 2029 για την Ελλάδα | Στο μικροσκόπιο υψηλά χρέη και ελλείμματα [πίνακας]

«Βουτιά» του χρέους κατά 30% του ΑΕΠ προβλέπει το ΔΝΤ | Πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% έως το 2029 για την Ελλάδα | Στο μικροσκόπιο υψηλά χρέη και ελλείμματα [πίνακας]

Μια τεράστια μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους προεξοφλεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όχι μόνο ως αποτέλεσμα της διάθεσης των ελληνικών κυβερνήσεων να ασκήσουν συνετή δημοσιονομική πολιτική, αλλά κυρίως επειδή θεωρεί βέβαιο ότι, βάσει της συμφωνίας που έχει γίνει με τους Ευρωπαίους για το ελληνικό χρέος, οι ελληνικές κυβερνήσεις θα είναι υποχρεωμένες να διατηρούν «κλειδωμένο» στο διηνεκές το πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από το 2% του ΑΕΠ, κάτι που διασφαλίζει και την καθοδική πορεία του χρέους.

Ειδικότερα, το Ταμείο προβλέπει ότι μέσα σε έξι χρόνια, δηλαδή την περίοδο 2024 – 2029, το ελληνικό χρέος θα «γκρεμισθεί» από το 168,8 στο 138,8% του ΑΕΠ και ήδη από το 2028 θα είναι μικρότερο από το αντίστοιχο χρέος της Ιταλίας. Μάλιστα, το Ταμείο εκτιμά ότι το 2029 το ελληνικό χρέος δεν θα απέχει πια πολύ από το γαλλικό, που εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 115% του ΑΕΠ, ενώ θα βρεθεί αρκετά κοντά στον μέσο όρο χρέους των 7 μεγαλύτερων βιομηχανικών οικονομικών (G7), που θα διαμορφωθεί σε 132,5% το 2029 -μεταξύ των χωρών του G7 βρίσκονται και η Ιταλία και η Ιαπωνία, δύο χώρες με πολύ υψηλό χρέος.

Το Ταμείο είναι αισιόδοξο για τις δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας, λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, συμφωνήθηκε ότι, προκειμένου να παραμείνει βιώσιμο το χρέος, το πρωτογενές πλεόνασμα θα «κλειδώσει» στο 2,1% του ΑΕΠ για όλη την περίοδο από το 2024 έως το 2029 που είναι και η περίοδος πρόβλεψης (το «κλείδωμα» στο 2,1% βεβαίως δεν σταματά το 2029). Το πρωτογενές αποτέλεσμα ξέφυγε εκτός ελέγχου στα χρόνια της πανδημίας, όπου είχαν απενεργοποιηθεί και οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες, και εμφανίσθηκε έλλειμμα 7,5% το 2020 και 5% του ΑΕΠ το 2021. Από το 2024 και μετά, όμως, η Ελλάδα θα γίνει ο… καλύτερος μαθητής στα δημοσιονομικά της ευρωζώνης, με σταθερό πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ, ενώ την ίδια περίοδο κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη προβλέπεται από το ΔΝΤ ότι θα καταγράφονται πρωτογενή ελλείμματα.

Tο Ταμείο προβλέπει  ότι τα δημόσια έσοδα φέτος θα φθάσουν στο 46,9% του ΑΕΠ και θα διαμορφωθούν στο 47% το επόμενο έτος. Θα ακολουθήσει, όμως, μία πορεία «μαζέματος» καθώς θα διαμορφωθούν σε 46,1% το 2026 και θα φθάσουν στο 43,7% το 2029. Παράλληλα, οι δαπάνες αναμένεται να φτάσουν φέτος το 47,7% το 2024 και το 47,8% το 2025. Θα αρχίσουν να αποκλιμακώνονται στο 47,1%, στο 46,2%, στο 45,3% και στο 45,1% το 2026, 2027, 2028 και 2029 αντίστοιχα.

Η μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων

Στην έκθεση Fiscal Monitor, το Ταμείο σχολιάζει και την πρόσφατη συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου. Όπως σημειώνει,

  • Τον Φεβρουάριο του 2024, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με ένα νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης για τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2024). Αναγνωρίζοντας τις δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει κάθε κράτος μέλος, οι ειδικές ανά χώρα μεσοπρόθεσμες πορείες προσαρμογής προκύπτουν βάσει ενός κοινού πλαισίου. Η προσαρμογή προσδιορίζεται με βάση τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, εξαιρουμένων, για παράδειγμα, των δαπανών για τόκους, του κόστους της κυκλικής ανεργίας δαπάνες και δαπανών για προγράμματα της ΕΕ. Ενώ η περίοδος προσαρμογής του βασικού σεναρίου είναι τέσσερα έτη, οι χώρες που δεσμεύονται για μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την οικονομική ανθεκτικότητα και ανάπτυξη, ή τη δημοσιονομική βιωσιμότητας, μπορούν να την παρατείνουν σε επτά έτη, αποφεύγοντας έτσι την απότομη ετήσια δημοσιονομική προσαρμογή.
  • Η αποκατάσταση και η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας προσδιορίζεται σε δύο διαστάσεις. Το δημόσιο χρέος θα πρέπει εύλογα να τεθεί σε πτωτική πορεία ή, εάν είναι ήδη χαμηλό, να διατηρείται σε συνετά επίπεδα. Το κριτήριο αυτό αξιολογείται μέσω ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους σύμφωνα με κοινή μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το πλαίσιο απαιτεί μια προσαρμογή αρκετά μεγάλη ώστε να τεθεί χρέος σε συνεχή πτωτική πορεία για 10 έτη μετά το τέλος της προσαρμογής. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα, εάν είναι υψηλά, θα πρέπει να μειωθούν κάτω από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της περιόδου προσαρμογής και να διατηρηθούν κάτω από αυτό το επίπεδο για τα 10 χρόνια μετά την περίοδο προσαρμογής. Το πλαίσιο περιλαμβάνει επίσης δύο ελάχιστες διασφαλίσεις προσαρμογής: μια διασφάλιση για τη βιωσιμότητα του χρέους και μια διασφάλιση της ανθεκτικότητας στο έλλειμμα. Κατά την περίοδο προσαρμογής, ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνεται κατά μέσο όρο τουλάχιστον κατά 1 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ ετησίως εάν το χρέος είναι πάνω από το 90% του ΑΕΠ και κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ ετησίως εάν το χρέος είναι μεταξύ 60 και 90% του ΑΕΠ. Το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να βελτιωθεί κατά 0,4 (0,25) εκατοστιαία μονάδα του δυνητικού ΑΕΠ ετησίως ή περισσότερο για χώρες με τετραετή (επταετή) περίοδο προσαρμογής έως ότου το διαρθρωτικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης υπερβεί το –1,5% του δυνητικού ΑΕΠ.
  • Τα κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται με τις δημοσιονομικές απαιτήσεις βάσει του πλαισίου – είτε με έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ είτε με τη μη εφαρμογή της συμφωνηθείσας καθαρής πορείας δαπανών – μπορούν να τεθούν σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Ενώ βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, η χώρα υποχρεούται να προβεί σε ελάχιστη ετήσια προσαρμογή ύψους 0,5% του ΑΕΠ για να επανέλθει στη συμμόρφωση με το πλαίσιο. Εάν υπόκειται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, ένα κράτος μέλος εξαιρείται από την ετήσια απαίτηση μείωσης του χρέους βάσει της διασφάλισης βιωσιμότητας του χρέους.

Το πλαίσιο αποτελεί σαφή βελτίωση, σχολιάζει το ΔΝΤ. Εφόσον βασίζεται σε πολυετείς διαδρομές ονομαστικών δαπανών διευκολύνει την παρακολούθηση της συμμόρφωσης. Οι κυβερνήσεις καλούνται να διαμορφώσουν ρεαλιστικά μεσοπρόθεσμα σχέδια και ενθαρρύνονται να θεσπίσουν μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα. Ωστόσο, οι πορείες προσαρμογής εξακολουθούν να απαιτούν πολιτική στήριξη για την εφαρμογή τους. Το νέο πλαίσιο απαιτεί επίσης από τις κυβερνήσεις να διασφαλίζουν ισχυρό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσια και ανεξάρτητα εθνικά δημοσιονομικά συμβούλια με επαρκή ανεξαρτησία και πόρους για τη διενέργεια δημοσιονομικής εποπτείας όσον αφορά τα σχέδια και τον ρεαλισμό των προβλέψεων.

Πηγή sofokleousin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *