Ουκρανία -Ρωσία | Στη Σκιά του Πολέμου

 Ουκρανία -Ρωσία | Στη Σκιά του Πολέμου

Η σχέση της ΕΕ με τη Ρωσία την τελευταία δεκαετία ή και περισσότερο, χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα. Αυτή η αβεβαιότητα τελικά τερματίστηκε το 2021, αν και με τρόπο που εγείρει περαιτέρω ερωτήματα αναφορικά με την ικανότητα της ΕΕ να γίνει ένας σημαντικός παράγοντας στην αναδυόμενη πολυπολική διεθνή τάξη

Του Zachary Paikin

Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!

Οι σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας έχουν περάσει από πολλά εμπόδια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αν και η επέμβαση του ΝΑΤΟ το 1999 στο Κοσσυφοπέδιο είχε ήδη ενθαρρύνει τη Ρωσία να δει τη Δύση ως μονομερή και απειλητική, οι “πολύχρωμες επαναστάσεις” στα μέσα του 2000 οδήγησαν στην αντίληψη ότι τα συμφέροντα ΕΕ και Ρωσίας στον μετασοβιετικό χώρο είναι σε μεγάλο βαθμό μηδενικά.

Σε αυτό το σημείο, το όραμα της “μεγάλης Ευρώπης” έχει τις ρίζες του σε κάποιο είδος κοινής ζώνης από τη Λισσαβώνα στο Βλαδιβοστόκ μπορεί να παραμένει, αλλά η Μόσχα ήταν αποφασισμένη ότι αυτό το οικοδόμημα δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σε καθαρά Βρυξελλο-κεντρική βάση. Ακόμη και μια φιλελεύθερη Ρωσία με προδιάθεση για θετικές σχέσεις με τη Δύση, δεν θα παραχωρούσε το καθεστώς της μεγάλης ισχύος ή την ιδέα μιας “αποστολής εκπολιτισμού” στο “εγγύς εξωτερικό” της.

Μια κρίση που εκθέτει την ευρωπαϊκή ανικανότητα

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ -η οποία έχει τις ρίζες της στην απουσία στρατηγικού οράματος, θεσμικής ικανότητας και της πολιτικής βούλησης για συγκέντρωση στρατιωτικών ικανοτήτων. Το ότι η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται πλέον για μια ουσιαστική σχέση με την ΕΕ, προτιμώντας αντί αυτού να σπέρνει τη διχόνοια μεταξύ των κρατών-μελών για τακτικό όφελος, δεν έχει σημασία.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αποτύχει να δώσουν ένα παράδειγμα διαχείρισης μιας δύσκολης σχέσης με όρους που να βρίσκουν αποδεκτούς. Υπάρχει απλώς πολύ μεγάλο κενό μεταξύ των διακηρύξεων “στρατηγικής αυτονομίας”, μιας “γεωπολιτικής Ευρώπης” και της “γλώσσας της εξουσίας” από τη μια πλευρά, και της πραγματικότητας της ευρωπαϊκής ανικανότητας σε κατάσταση κρίσης, από την άλλη.

Μια ολομέτωπη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, θα είχε σημαντικές συνέπειες, τόσο περιφερειακές όσο και παγκόσμιες: ο ρόλος του ΝΑΤΟ ως πρωταρχικού εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας θα αναζωογονούνταν στα επόμενα χρόνια και οι ΗΠΑ δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να ενισχύσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην ήπειρο, σε βάρος της στροφής της προς την Ασία.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες τώρα αντιμετωπίζουν μια δυσάρεστη απόφαση: εάν ο πρωταρχικός τους στόχος είναι να αποτρέψουν τη ρωσική στρατιωτική δράση πάνω από όλα τα άλλα συμφέροντα. Η απάντηση, αν και άβολη, θα πρέπει να είναι προφανής. Η ικανότητα της ΕΕ να χρησιμοποιεί την οικονομική και ρυθμιστική επιρροή της ως ένα μέσο προώθησης των γεωπολιτικών στόχων, βασίζεται στην αποφυγή του πολέμου.

Ένα ζήτημα ασφάλειας που αναδεικνύεται στην ήπειρο, θα διάβρωνε ακόμη περισσότερο την κανονιστική επιρροή μιας ΕΕ με έλλειψη ισχύος. Η αποτυχία της διπλωματίας θα ενίσχυε την πεποίθηση της Μόσχας ότι ο μόνος τρόπος να γίνουν σεβαστά τα συμφέροντα της, είναι μέσω ισχύος. Πράγματι αυτό είναι εν μέρει το σκεπτικό για την τωρινή αντιπαράθεση, δεδομένου ότι η απόφαση της Μόσχας να αποσύρει τις δυνάμεις της μετά από παρόμοια συγκέντρωση την περασμένη άνοιξη, απέτυχε να αποτρέψει στενότερος δεσμούς μεταξύ Ουάσιγκτον και Κιέβου. Η ΕΕ ως ένας συλλογικός παράγοντας μπορεί επίσης να παραγκωνιστεί εάν μια εισβολή ωθήσει την Ουάσιγκτον, το Παρίσι και το Βερολίνο, να προσφέρουν στην Μόσχα μια καλύτερη συμφωνία για την αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης.

Μαξιμαλιστικοί στόχοι, περιορισμένες δυνατότητες – εκεί βρίσκεται το πρόβλημα

Τελικά, όπως ο ίδιος ο Μπορέλ αναγνώρισε προσφάτως, η εξωτερική πολιτική της ΕΕ χρειάζεται να επιλύσει την ένταση μεταξύ των μαξιμαλιστικών της στόχων και των περιορισμένων δυνατοτήτων της. Μπορεί κανείς να αποδώσει αυτόν τον μαξιμαλισμό στον βασισμένο σε κανόνες χαρακτήρα της ΕΕ, ο οποίος παράγει μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στην επέκταση των άκαμπτων πλαισίων που βασίζονται σε κανόνες.

Ωστόσο το ΝΑΤΟ πλήττεται επίσης από αυτή την τάση: εκφράζει ανένδοτα την πολιτική “ανοιχτών θυρών” χωρίς να είναι προετοιμασμένο να φέρει την Ουκρανία κάτω από την ομπρέλα ασφαλείας του. Το ίδιο δίλημμα ισχύει μεταξύ της επιμονής της ΕΕ στο “δικαίωμα επιλογής” του Κιέβου και στην απουσία της ικανότητας του ουκρανικού κράτους, που καθιστά την ευθυγράμμιση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα πιο εύκολη στα λόγια από ό,τι στην πράξη.

Αυτό το “δικαίωμα επιλογής” μπορεί επίσης να συγκρουστεί με άλλες αρχές που βρίσκονται σε θεμελιώδη έγγραφα της μετά-Ψυχροπολεμικής τάξης, όπως η έννοια της αδιαίρετης ασφάλειας.

Η επικείμενη έγκριση της Στρατηγικής Πυξίδας τον Μάρτιο θα πρέπει να ενθαρρύνει το Συμβούλιο να παράσχει πλήρη ενημέρωση όχι μόνο για τις απειλές και τις φιλοδοξίες, αλλά και για τα όρια στα οποία ΕΕ μπορεί να γίνει γεωπολιτικός παράγοντας, παραμένοντας ωστόσο ένας κανονιστικές παράγοντας στη νέα εποχή. Όπως και η Βρετανία με το Brexit, δεν μπορεί κανείς να έχει πάντα και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.

© Copyright CEPS.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *