Η Shiseido βρίσκεται σε προχωρημένες συζητήσεις με την CVC Capital Partners, προκειμένου να πουλήσει στο private equity το τμήμα με τα σαμπουάν και την πιο οικονομικά προσιτή σειρά περιποίησης δέρματος, έναντι ποσού που θα κυμανθεί μεταξύ 150 δισ. γιεν έως 200 δισ. γιεν (1,45 δισ. δολάρια-1,9 δισ. δολάρια), αναφέρει το bloomberg.
H κίνηση εντάσσεται στο σχέδιο της ιαπωνικής εταιρείας κατασκευής καλλυντικών να εστιάσει στα premium προϊόντα ομορφιάς, σύμφωνα με τις πληροφορίες.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Το διοικητικό συμβούλιο της Shiseido ετοιμάζεται να ψηφίσει σύντομα για την πώληση μέρους των δραστηριοτήτων της εταιρείας, που περιλαμβάνει τα προϊόντα περιποίησης μαλλιών Tsubaki, τα οποία διατίθενται κυρίως στην Ιαπωνία, την Κίνα και σε άλλα μέρη της Ασίας.
Η μετοχή της Shiseido σημείωσε κέρδη 6,5% στην αγορά του Τόκιο, την μεγαλύτερη ενδοσυνεδριακή άνοδο από τον περασμένο Νοέμβριο. Η εταιρεία επιβεβαίωσε ότι βρισκόταν σε συζητήσεις με την CVC Capital για να πουλήσει τη συγκεκριμένη μονάδα και ότι «δεν έχουν ληφθεί ακόμη επίσημες αποφάσεις».
Η Shiseido, που ιδρύθηκε πριν από περισσότερα από 140 χρόνια ως φαρμακείο στην περιοχή Ginza του Τόκιο, ανανεώνει το χαρτοφυλάκιό των προϊόντων της, καθώς το ξέσπασμα του κορονοϊού έχει αλλάξει τις συνήθειες της προσωπικής φροντίδας και της χρήσης καλλυντικών, προκαλώντας πλήγμα στις εταιρείες ομορφιάς. Ο τρόπος ζωής και η προσωπική φροντίδα αντιπροσώπευαν περίπου το 1/10 των εσόδων της εταιρείας το 2019, με τις ετήσιες πωλήσεις της να ανέρχονται περίπου στα 100 δισ. γιεν.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ή ακόμη και να μην ολοκληρωθούν, αναφέρουν οι πληροφορίες.
Οι ιαπωνικές εταιρείες έχουν αρχίσει να παρακολουθούν στενά την εγχώρια αγορά και την υγεία των ισολογισμών τους, καθώς η πανδημία έβαλε τέλος στα διεθνή ταξίδια. Αυτό σημαίνει ότι αρκετές από αυτές επιθυμούν να απαλλαγούν από τα μη βασικά περιουσιακά στοιχεία τους, στο πλαίσιο της επανεξέτασης της στρατηγικής τους.
Η Shiseido επιδιώκει να αποχωρήσει από τις μη βασικές δραστηριότητες της μέχρι το τέλος του 2021, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, Masahiko Uotani είπε πέρυσι ότι οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων μπορεί να είναι απαραίτητες καθώς η επιχείρηση δίνει προτεραιότητα στα μετρητά.
Για το 2020, η εταιρεία αναμένεται να παρουσιάσει λειτουργική ζημιά 4,7 δισεκατομμυρίων γιεν, έναντι κερδών 114 δισεκατομμυρίων γιεν ένα χρόνο νωρίτερα, σύμφωνα με τον μέσο όρο των εκτιμήσεων των αναλυτών που συγκέντρωσε το Bloomberg. Τα έσοδα προβλέπεται να μειωθούν κατά 19% στα 917 δισεκατομμύρια γιεν. Η Shiseido πρόκειται να ανακοινώσει αποτελέσματα στις 9 Φεβρουαρίου.
Τα τελευταία χρόνια, η ιαπωνική εταιρεία έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της στα προϊόντα ομορφιάς υψηλής ποιότητας – στα οποία περιλαμβάνονται τα εμπορικά σήματα Cle de Peau, NARS και η επώνυμη μάρκα Shiseido – και πραγματοποίησε εξαγορές για να ενισχύσει το χαρτοφυλάκιό τους.
Η εταιρεία καλλυντικών πλήρωσε 845 εκατομμύρια δολάρια το 2019 για την Drunk Elephant, μια επώνυμη μάρκα περιποίησης δέρματος που είναι δημοφιλής στους millennial καταναλωτές και στην Generation Z, καθώς χρησιμοποιεί μη τοξικά συστατικά και διαθέτει φιλικές για το Instagram συσκευασίες.
Ποια είναι η CVC
Το αμερικανικό fund CVC Capital είναι ένα από τα μεγαλύτερα fund στον κόσμο.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο τραπεζικός γίγαντας Citigroup δημιουργεί ένα από τα πρώτα επενδυτικά κεφάλαια στην Αμερική. Το 1981 θα δημιουργήσει τον ευρωπαϊκό της βραχίονα που ακούει στο όνομα CVC Capital Partners. Στην δεκαετία του ’90 θα αποσχισθεί από τον όμιλο της Citigroup και θα περάσει σε ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι όμως στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από τον όμιλο.
Με έντονη παρουσία από τις αρχές τις νέας χιλιετίας έγινε ιδιαίτερα γνωστή το 2005 όταν απέκτησε το 63,4% της Formula One Group, που διαχειρίζεται το γνωστό πρωτάθλημα αυτοκινήτων ταχύτητας. Σήμερα μπορεί να διαθέτει μειοψηφικό ποσοστό στην παραπάνω εταιρεία αλλά επένδυσε τα χρήματα από την πώληση των μετοχών σε άλλες κερδοφόρες επιχειρήσεις.
Ανάμεσα τους η Deoleo η μεγαλύτερη παραγωγός συσκευασμένου ελαιόλαδου στον κόσμο με τέσσερα εργοστάσια και κορυφαία σήματα όπως το Bertolli και το Carapelli. Δεν έμεινε μόνο στην Ευρώπη, άνοιξε γραφεία στην Νέα Υόρκη και στις μητροπόλεις της Ασίας και μέσω θυγατρικών επενδυτικών εταιρειών αποκτούσε εταιρείες που εκτιμούσε ότι αποτελούσαν επενδυτικές ευκαιρίες σε μακροχρόνιο επίπεδο.
Στο χαρτοφυλάκιο της ανήκουν εταιρείες όπως η Avast, γνωστή από τα antivirus, η ελβετική ωρολογοποιία Breitling, η ισπανική Cortefiel (σ.σ. στην Ελλάδα είναι γνωστή από τα ρούχα Springfield), η αμερικανική αλυσίδα ειδών για pet Petco, η στοιχηματική Sky Bet, το Channel 9 στην Αυστραλία και η αλυσίδα fast food SRS στην Κορέα.
Διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 80 δισ. δολαρίων και κατέθεσε προσφορά για την εξαγορά ενός από τους ισχυρότερους ομίλους τροφίμων στην Ελλάδα σε επίπεδο σημάτων και ιστορίας, της Vivartia.
H Vivartia έχει κάτω από την ομπρέλα της αναγνωρίσιμα σήματα και εταιρείες όπως οι ΔΕΛΤΑ, Goody’s, Everest, Μπάμπα Στάθης, Χρυσή Ζύμη, Flocafe κ.α. Μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει γνωστοί οι όροι της προσφοράς, πληροφορίες, όμως, αναφέρουν ότι δεν περιλαμβάνει κάποιο κούρεμα για τα τραπεζικά δάνεια της Vivartia,που ανέρχονται σε 425 εκατ. ευρώ. Το 2019 ο όμιλος τροφίμων πραγματοποίησε πωλήσεις 622 εκατ ευρώ από 606 εκατ, το 2018 και ebitda 68,7 εκατ. από 59,1 εκατ. ευρώ.
Η CVC Capital Partners με επικεφαλής τους Donald MacKenzie, Steve Koltes και Rolly Van Rappard είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείας διαχειρίσεως κεφαλαίων (private equity) στον κόσμο.
Η CVC απέκτησε, νωρίτερα το 2020, σημαντικό μειοψηφικό μερίδιο στην Skroutz ενώ εξαγόρασε από την τουρκική D-Marin του ομίλου Dogus τις μαρίνες Φλοίσβου, Ζέας, Λευκάδας και Γουνιών Κέρκυρας.