Aνάμεσα σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις προτεραιότητα έχει πάντα η στήριξη του εργαζόμενου για να επιβιώσει και να ξαναδουλέψει.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Δεν αμφιβάλει κανείς σήμερα ότι τα χρέη που επισσωρεύτηκαν σε μεγάλες κατηγορίες επιχειρήσεων εξαιτίας της απαγόρευσης δραστηριοτήτων για την ανάσχεση της πανδημίας, πρέπει να μειωθούν ώστε όταν λήξει ο δυσάρεστος κύκλος να επανενταχθούν όσο πιο ομαλά γίνεται στην οικονομία.
Στον τομέα αυτό, η κυβέρνηση έχει επιλέξει μια χαλαρή διαδικασία διαπίστωσης ζημιών και χορήγησης χρηματικών ενισχύσεων που έχει οδηγήσει σε σημαντική διόγκωση του δημόσιου χρέους. Αρκεί να διαμαρτυρηθεί ένας κλάδος ή μια περιοχή και …τσουπ! έφτασε άλλο ένα γενναιόδωρο πακέτο, χωρίς όμως καμμιά προετοιμασία για το πώς η επανεκκίνηση των επιχειρήσεων θα γίνει με όρους βιώσιμης ανάπτυξης, έτσι ώστε σταδιακά να «σβήσει» την άνοδο του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η αντιπολίτευση είχε δύο επιλογές: η πρώτη να προτείνει πιο συγκεκριμένα και αυστηρά κριτήρια εφαρμογής της βοήθειας ώστε να στηριχθούν μεν όσοι έχουν πραγματική ανάγκη για να επιβιώσουν αλλά επίσης να τεθούν οι βάσεις για την αυριανή τους πορεία. Προπάντων πώς θα προετοιμαστούν οι εργαζόμενοι όχι μόνο για να συνεχίσουν να έχουν δουλειά, αλλά να την κάνουν καλύτερα και να βγάζουν περισσότερα γιατί τελικά με τους φόρους τους θα πληρωθούν πολλά από τα μέτρα.
Η δεύτερη επιλογή ήταν να προτείνει περαιτέρω χαλάρωση για να ωφεληθεί βραχυπρόθεσμα η ίδια από την στήριξη όσων διαφορετικά θα έμεναν απέξω.
Να δώσει περισσότερα, ζητώντας τους λιγότερα. Με ορισμένες εξαιρέσεις, οι πρόσφατες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία και για να υλοποιηθούν χρειάζονται ένα πρόσθετο πακέτο δημόσιας δαπάνης. Καθόλου τυχαία, οι ανακοινώσεις αντιμετωπίστηκαν ως μία πλειοδοσία στην δεδομένη συγκυρία και γρήγορα ξεχάστηκαν.
Το πρόβλημα όμως παραμένει και το ερώτημα είναι πώς θα αντιμετωπιστεί όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά το ιδιωτικό χρέος, αποφεύγοντας ένα νέο κύκλο ατελέσφορων ρυθμίσεων όπως αυτός που έγινε πριν δέκα χρόνια με τα κόκκινα τραπεζικά δάνεια και ακόμα δεν λέει να κλείσει. Πιστεύω ότι χρειάζονται μερικά απλά και ξεκάθαρα κριτήρια που θα εφαρμοστούν χωρίς εξαιρέσεις και παραθυράκια:
1.Επιλεξιμότητα: Πρώτος κανόνας, οι ρυθμίσεις θα αφορούν μόνο το λεγόμενο covidebt (κορονοχρέος), αυτό που προέκυψε μεν κατά την διάρκεια αλλά και εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας λόγω πανδημίας. Για παράδειγμα, αν μια επιχείρηση είχε ένα παλιό δάνειο που δεν το εξυπηρετούσε, παραμένει ακέραιο και οφειλόμενο διότι η καθυστέρηση του οφείλεται σε άλλες αδυναμίες που προφανώς δεν αντιμετωπίστηκαν.
Αν όμως το δάνειο ήταν ενήμερο και χρηματοδοτούσε μία δραστηριότητα που προσωρινά απαγορεύτηκε το 2020-2021, προφανώς πρέπει να ανασταλούν οι υποχρεώσεις του και να μειωθεί το ύψος του. Αναλόγως πρέπει να καλυφθούν τα ενοίκια, τα πάγια των ΔΕΚΟ και τα συμβόλαια που τρέχουν. Με αυτό το κριτήριο, ένα γυμναστήριο δικαιούται όλες τις διευκολύνσεις, ένα φαρμακείο ή σούπερ-μάρκετ καμμία.
2. Αναλογικότητα: Δεύτερος κανόνας, οι ρυθμίσεις καλύπτουν μόνο ένα εύλογο μέρος της ζημιάς ώστε να μένει και η ανάγκη ιδίας συμμετοχής και δεν επεκτείνονται σε γενικευμένες παροχές και χαριστικές πράξεις χωρίς αιτιολογημένο επιχείρημα. Για παράδειγμα, αφού προβλέπονται μειώσεις και ρυθμίσεις για όλες τις κατηγορίες ζημιών, γιατί επιπλέον χρειάζονται «ακατάσχετοι λογαριασμοί» ή τι ακριβώς είναι οι «ευάλωτοι πληττόμενοι» που θα τους χαριστούν επιπλέον ρυθμίσεις πέραν όλων των άλλων;
Για τους ίδιους λόγους, δεν νοείται καμμία απολύτως απαλλαγή φόρου εισοδήματος ή φόρων συναλλαγών, δεδομένου ότι αυτοί δημιουργούνται μόνο όταν υπάρχει οικονομική δραστηριότητα με αντίστοιχη φοροδοτική ικανότητα. Εφόσον όμως η δραστηριότητα ήταν σε αναστολή, προφανώς δεν προέκυψαν ούτε τρέχοντα εισοδήματα για να φορολογηθούν ούτε ΦΠΑ για να επιστραφεί.
Τόσο απλό! Μα τότε – θα αναρωτηθεί κάποιος – γιατί προβάλλονται τέτοια αιτήματα; Προφανώς για να γλυτώσουν ήδη οφειλόμενους φόρους και οι ενδιαφερόμενοι να ενθυλακώσουν τον ΦΠΑ από προηγούμενες χρήσεις. Κάτι τέτοιο όμως πρέπει να αποκλειστεί και όχι να προβάλλεται από πολιτικά κόμματα, αφενός επειδή θα υπονόμευε τα έσοδα από τα οποία θα καλυφθούν τα επόμενα μέτρα, και αφετέρου θα αποτελούσε εξοργιστική μεταχείριση εις βάρος όσων έχουν ήδη φορολογηθεί και καταβάλει τον ΦΠΑ.
Οι μόνοι φόροι που είναι λογικό να ανασταλούν για τις κλειστές επιχειρήσεις – και ορθώς προτείνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ – είναι ο ΕΝΦΙΑ γιατί επιβάλλεται στα ντουβάρια ασχέτως αν η επιχείρηση δουλεύει ή όχι και το τέλος επιτηδεύματος που καταβάλλεται ως πάγιο ανεξαρτήτως εργασιών.
3. Συμμόρφωση: Τρίτος κανόνας είναι ότι καμμιά επιχείρηση δεν επιλέγεται για νέα ρύθμιση, αν είχε ήδη μπει σε προηγούμενη φάση, τακτοποιήθηκε μεν αλλά δεν συμμορφώθηκε και συνέχισε να είναι σε υπερημερία.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται πολλές κατηγορίες χρεών και οφειλετών που προέκυψαν (είτε πραγματικά είτε απατηλά) από την κρίση του 2010, ευνοήθηκαν από αλλεπάλληλα κύματα ρυθμίσεων έναντι ελάχιστων υποχρεώσεων, τις οποίες μετά δεν τήρησαν ενώ είχαν την δυνατότητα. Τώρα προσπαθούν να «χωθούν» στις νέες κατηγορίες, μήπως και περάσουν άλλη μια δεκαετία βερεσέ σε βάρος των φορολογουμένων.
Με την ίδια λογική πρέπει να προβλέπεται ότι για κάθε πρόβλημα γίνεται κάθε φορά χρήση ενός εργαλείου πολιτικής, διαφορετικά θα έχουμε καταχρηστική εφαρμογή. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο προκύπτει με τις επιστρεπτέες προκαταβολές και αν όντως αυτές πρέπει να επιστραφούν. Δεδομένου ότι σε μεγάλο βαθμό οι ενισχύσεις αυτές πάνε για εξυπηρέτηση υφιστάμενου χρέους, τυχόν επιστροφή τους όπως απαιτεί η κυβέρνηση θα το αυξήσει ισόποσα εκ νέου και θα χρειάζεται νέα ρύθμιση.
Από την άλλη όμως αν ιδιοκρατηθούν, όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, η μείωση του χρέους θα παραμείνει χωρίς να χρειάζεται και επιπλέον διαγραφή του όπως καθ’ υπερβολή επιζητεί! Προφανώς πρέπει να γίνει είτε το ένα είτε το άλλο με βάση την προτίμηση της κάθε επιχείρησης, αλλά όχι βέβαια και τα δύο.
Το επόμενο μεγάλο ζήτημα είναι ποιος θα αξιολογεί τις ρυθμίσεις και θα αποφασίσει τι ποσά χρειάζεται κάθε επιχείρηση για να ορθοποδήσει. Όπως κάνει και τώρα, το κράτος μπορεί να ζητήσει από τις τράπεζες να διοχετεύσουν το χρήμα με ορισμένα σαφή κριτήρια σαν και αυτά που αναφέρθηκαν. Για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι τράπεζες θα προβούν επίσης σε ρυθμίσεις δικών τους δανείων και απαιτήσεων, δίνοντας μεγάλη σημασία στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και αφού πρώτα ελέγξουν ότι δεν συνεχίζουν να είναι στο «κόκκινο» από προγενέστερες αιτίες.
Οι ρυθμίσεις αυτές θα έχουν φυσικά κεφαλαιακό κόστος για τις τράπεζες, αλλά εάν γίνουν με αντικειμενικά και όχι πελατειακά κριτήρια, μεγάλο μέρος θα ξαναγυρίσει στον ισολογισμό τους μέσω της αυξημένης ανάπτυξης όταν περάσει η αναποδιά της πανδημίας. Ένα άλλο μέρος στήριξης του τραπεζικού συστήματος κάθε χώρας θα προέλθει από την ΕΚΤ που αναγκαστικά πρέπει να συμμετάσχει στην χρηματοδότηση της ανάκαμψης, έστω και με διασταλτική ερμηνεία του καταστατικού της.
Ο τρόπος που θα γίνει είναι είτε μέσω μιας νέας ποσοτικής χαλάρωσης όπως είχε ξεκινήσει ο Ντράγκι ως πρόεδρος της ΕΚΤ είτε με πρακτικές άμβλυνσης των ήδη διογκωμένων εθνικών χρεών όπως επιζητεί ο Ντράγκι ως πρωθυπουργός πλέον.
Τέλος, καλό θα είναι να έχουμε υπόψη μας ότι τα συνολικά όρια των δημοσιονομικών παρεμβάσεων στήριξης και διάσωσης δεν είναι απεριόριστα και – αν η πανδημία δεν καμφθεί σύντομα – θα δούμε την δεξαμενή να αδειάζει και το χρέος να ανεβαίνει ξανά.
Πρέπει κατά συνέπεια να αναγνωρίσουμε ότι ανάμεσα σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις προτεραιότητα έχει πάντα η στήριξη του εργαζόμενου για να επιβιώσει και να ξαναδουλέψει και μετά ακολουθεί η υποστήριξη της επιχείρησης για να συνεχίσει να λειτουργεί. Αστοχίες και αποτυχίες μπορούν να υπάρξουν και με τις δύο πολιτικές, αλλά υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά:
Αν μεν αποτύχει μια επιχείρηση, είναι πρόβλημα του καπιταλισμού και κάποιος τρόπος κάποτε θα βρεθεί να αναπληρώσει την επιχειρηματική απώλεια. Αν όμως αποτύχει ένας εργαζόμενος, είναι πρόβλημα της κοινωνίας και της δημοκρατίας γιατί η απώλεια του δεν αντισταθμίζεται από άλλες δράσεις και παραδείγματα.
Ας το έχουν αυτό υπόψη τους όσοι αναλώνουν όλη την πολιτική τους ενέργεια και τα διαθέσιμα δημόσια κεφάλαια για να διασώζουν κάθε είδους επιχειρήσεις, χωρίς να πολυεξετάζουν αν όλες αυτές είναι βιώσιμες ή μερικές όχι πλέον και δεν μπορούν ξανά και ξανά να στηρίζονται από τους φόρους των άλλων.