Δεν είναι ο “πόλεμος της Ουκρανίας”: είναι ο “πόλεμος της απο-παγκοσμιοποίησης”. Ή, μάλλον, της αναδιάταξης της παγκοσμιοποίησης, με εμπλεκόμενους πολύ περισσότερους από αυτούς που ανταλλάσσουν πυρά στη Μαριούπολη ή το Ντονιέτσκ.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Το τείχος των κυρώσεων που μετά την εισβολή στην Ουκρανία ύψωσε η Δύση απέναντι στη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν (και δευτερευόντως τη συνεργό της Λευκορωσία), αλλά και οι κινήσεις εθελοντικής απόσυρσης μεγάλων επιχειρήσεων από τη ρωσική αγορά, εξαπλώνει ένα “ωστικό κύμα” που αναμένεται να σαρώσει έναν πλανήτη που ακόμη δεν έχει συνέλθει από την μεγάλη ύφεση της πανδημίας και ήδη δοκιμαζόταν από τις πληθωριστικές πιέσεις μιας δύσκολης ανάκαμψης.
Μια τεράστια δοκιμασία αντοχής αναμένει όχι μόνο αυτούς που υφίστανται τις κυρώσεις, αλλά και αυτούς που τις υιοθετούν, ενώ καθοριστικό αναδεικνύεται το ερώτημα πώς θα τοποθετηθούν όσοι μέχρι στιγμής αποτελούν τους αμέτοχους “τρίτους” της αντιπαράθεσης. Οι επιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν: Θα οδηγήσει η διατάραξη της σποράς στην Ουκρανία και η παύση των εξαγωγών λιπασμάτων από τη Ρωσία σε επισιτιστική κρίση δυνάμενη να αποσταθεροποιήσει λ.χ. τη Μέση Ανατολή;
Θα οδηγήσει η ανατίμηση των καυσίμων και η απώλεια της ρωσικής αγοράς σε κύμα χρεοκοπιών στη γερμανική και ιταλική μεταποίηση; Θα αντεπεξέλθουν οι αεροπορικές και οι ασφαλιστικές εταιρείες στο αμοιβαίο κλείσιμο των εναέριων χώρων Ε.Ε. και Ρωσίας, που μεταξύ άλλων είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό άνω των 500 αεροσκαφών στα ρωσικά αεροδρόμια; Θα ζήσει η αγορά εμπορευμάτων και άλλες στιγμές όπως η διακοπή αυτή την εβδομάδα της διαπραγμάτευσης του νικελίου, λόγω εκτόξευσης της τιμής;
Και αυτά είναι ερωτήματα που τίθενται ενώ δεν έχουν βγει ακόμη από τη φαρέτρα όλα τα “όπλα” και η περαιτέρω κλιμάκωση δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Αρκεί και μόνο να σημειώσουμε ότι τα αντίμετρα της Ρωσίας απέναντι στον κατάλογο των χωρών που ονόμασε ως εχθρικές δεν έχουν οριστικοποιηθεί.
Ήδη πάντως ο Πούτιν έκανε λόγο για απαγόρευση εξαγωγών ευαίσθητων υλικών (λ.χ. σπάνια μέταλλα) στις στοχοποιημένες χώρες, ενώ αποφασίσθηκε η αποπληρωμή σε ρούβλια των δανείων από δυτικές χώρες και αναμένεται η εθνικοποίηση των μεριδίων που κατέχουν εταιρείες των “αντιπάλων” σε ρωσικές επιχειρήσεις.
Τα απρόβλεπτα όπλα
Ακόμη και αν οι πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις επιφέρουν τερματισμό των ένοπλων συγκρούσεων στην Ουκρανία (πράγμα που την παρούσα στιγμή δεν δείχνει ρεαλιστικό) οι διαχωριστικές γραμμές θα παραμείνουν – άλλωστε, έχουν χαραχτεί σε κάθε νοητό πεδίο, από την οικονομία μέχρι τον πολιτισμό και τον αθλητισμό. Η δυτική κοινή γνώμη δεν πρόκειται να συγχωρήσει σύντομα στον Βλαντίμιρ Πούτιν το γεγονός ότι προχώρησε σε έναν “πόλεμο επιλογής”.
Ο διατλαντικός άξονας απέκτησε την ενότητα, την αίσθηση του επείγοντος και την αντίληψη προορισμού που μέχρι πρότινος έμοιαζαν άπιαστο ζητούμενο. Και αναπληρώνει την αυτοσυγκράτησή του ως προς την καθαυτό στρατιωτική εμπλοκή στην ουκρανική κρίση με μία ολομέτωπη απομόνωση της Ρωσίας, πολύ σφοδρότερη από ό,τι θα μπορούσε να αναμένει κανείς και από ό,τι έδειχναν οι μάλλον μουδιασμένες αντιδράσεις των 24ώρων αμέσως πριν και μετά τη ρωσική εισβολή.
Την απάντηση της Δύσης καθιστά απρόβλεπτη η αξιοποίηση δύο όπλων, που ποτέ έως τώρα δεν είχαν αξιοποιηθεί. Το πρώτο είναι η απόφαση για δέσμευση των διαθεσίμων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας που βρίσκονται σε δυτική δικαιοδοσία, εξέλιξη που σημαίνει ότι η Μόσχα χάνει την πρόσβαση σε μέγα μέρος (υπολογίζεται πάνω από το μισό) των 630 δισ. δολαρίων των συναλλαγματικών αποθεμάτων με τα οποία σκόπευε να στηρίξει το ήδη κατακρημνιζόμενο νόμισμά της.
Η δεύτερη πρωτοφανής εξέλιξη είναι η δέσμευση, με συνοπτικές διοικητικές διαδικασίες, περιουσιακών στοιχείων Ρώσων ολιγαρχών στο εξωτερικό, με το επιχείρημα ότι αυτοί αποτελούν “ενδυναμωτές” του ηγέτη του Κρεμλίνου και των πολεμικών του στόχων.
Μόνη εναπομείνασα ουσιαστική συναλλαγή της Ρωσίας με τον ευρισκόμενο στα δυτικά της κόσμο απομένει η εξαγωγή ρωσικών υδρογονανθράκων, που όμως έχει ήδη τεθεί και αυτή υπό διερώτηση. Ο ίδιος ο Πούτιν δηλώνει ότι η Ρωσία τηρεί και θα συνεχίσει να τηρεί τις συμβολαιακές της υποχρεώσεις – και δικαιούμαστε να τον πιστέψουμε, εφόσον οι ρωσικές εξαγωγές, σε συνθήκες ραγδαίας αύξησης των τιμών, έχουν το παράδοξο αποτέλεσμα να καθιστούν… οιονεί χρηματοδότες της στρατιωτικής εκστρατείας κατά της Ουκρανίας τις χώρες που την καταγγέλλουν.
Είναι για αυτόν τον λόγο που ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έδωσε πρώτος το παράδειγμα, εξαγγέλλοντας την διακοπή των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου στη χώρα του – περίπου την ίδια ώρα που το Κογκρέσο ενέκρινε τη διάθεση βοήθειας 14 δισ. δολαρίων στην δοκιμαζόμενη Ουκρανία.
Οι (μη) αποφάσεις των “27”
Όμως η Ε.Ε. αδυνατεί να προχωρήσει σε παρόμοιο βήμα, όπως την παροτρύνει ο αγγλοσαξονικός παράγοντας. Το κατέδειξε αυτό παραστατικά η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής των “27” στις Βερσαλλίες, όπου σημαντικότερα υπήρξαν όχι όσα αποφασίστηκαν, αλλά όσα δεν αποφασίστηκαν. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν ενέκρινε τις ιδέες για fast track εισδοχή της Ουκρανίας στην Ε.Ε., σεβόμενο τις καθιερωμένες επίπονες ενταξιακές διαδικασίες και δεν ενέκρινε την αποστολή στο Κίεβο μαχητικών αεροσκαφών, για την οποία προηγουμένως υπήρχε αρκετός ενθουσιασμός.
Ωστόσο, η επίγνωση του ρίσκου για μία άμεση στρατιωτική αναμέτρηση με τη Ρωσία, οδήγησε ακόμη και την πρόθυμη Πολωνία στην παράδοξη χορογραφία να δηλώσει ότι προσφέρει τα εν λόγω αεροσκάφη στη διάθεση των αμερικανικών δυνάμεων που σταθμεύουν στο Ράμσταϊν της Γερμανίας, ακυρώνοντας πρακτικά το όλο σχέδιο.
Όμως, οι “27” δεν αποφάσισαν ούτε την ενεργειακή αποδέσμευση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες – καίτοι η Κομισιόν μόλις δημοσίευσε ένα πρώτο σχέδιο με προτάσεις για την αντικατάσταση μέχρι τέλους του έτους των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Οι γερμανικές ενστάσεις είχαν διατυπωθεί προκαταβολικά όχι μόνο από τον Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Όλαφ Σολτς, αλλά και από την Πράσινη υπουργό Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, που ξεκάθαρα δήλωσε ότι δίχως το ρωσικό φυσικό αέριο που καλύπτει το ένα τρίτο των αναγκών της “η Γερμανία θα πάψει να κινείται”.
Η άλλη όψη των κυρώσεων
Όλα τα όπλα είναι αμφίστομα. Το αποδεικνύει αυτό η λεπτή θέση στην οποία βρέθηκε η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν εν μέσω του πετρελαϊκού πολέμου, φθάνοντας στο σημείο να αποστείλει αντιπροσωπεία στο βενεζολάνικο καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο, το οποίο δεν αναγνωρίζει, προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκείς ποσότητες του “βαρέος πετρελαίου” που έχουν ανάγκη τα αμερικανικά διυλιστήρια (για να λάβει ως απάντηση την απαίτηση του Καράκας για συνολική έξοδο από τις δικές του κυρώσεις).
Ομοίως, η Σαουδική Αραβία του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν αρνείται να ευθυγραμμισθεί και να διαταράξει την συγκηδεμονία που ασκεί με τη Ρωσία στον OPEC+.
Το αυτό αποδεικνύει και η καταδίωξη των Ρώσων ολιγαρχών, που συνιστά μιαν ιδιόμορφη άρνηση του ιερού, σε μιαν οικονομία της αγοράς, δικαιώματος στην ατομική ιδιοκτησία και πάντως δεν δείχνει να επιτυγχάνει την “εξέγερση των ρωσικών ελίτ”, που κατά τις επιθυμίες της Δύσης θα οδηγούσε σε μιαν “αλλαγή καθεστώτος” στη Μόσχα.
Αντιθέτως, η απώλεια των περιουσιακών στοιχείων των ολιγαρχών στο εξωτερικό, καθιστά επείγουσα την εξασφάλιση της θέσης τους, έστω και αποδυναμωμένης, στο εσωτερικό, όπου όμως αυτή κρίνεται από την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής εξουσίας, στην οποία θα πρέπει να φανούν νομιμόφρονες.
Κυρίως, όμως, οι κινήσεις της Δύσης κινδυνεύουν να καταλήξουν σε αυτοτραυματισμό σε ό,τι αφορά τη στοχοποίηση της ρωσικής κεντρικής τράπεζας και τις απειλές για αποβολή από το σύστημα του δολαρίου όχι μόνο της Ρωσίας, αλλά, μέσω δευτερογενών κυρώσεων, και οποιουδήποτε τρίτου τη διευκολύνει να παρακάμψει τον αποκλεισμό.
Το αίνιγμα της Κίνας
Πράγμα που μας φέρνει στο μέγα ερώτημα τη στάση της Κίνας, αλλά και συνολικά του “πλανητικού Νότου”, ο οποίος δείχνει απρόθυμος να επιλέξει στρατόπεδο σε μία σύγκρουση που δεν τη θεωρεί δική του. Η επιμονή μεγάλων σε πληθυσμό και αναδυόμενων οικονομικά χωρών όπως η Ινδία, το Πακιστάν, το Βιετνάμ, η Ινδονησία, η Βραζιλία, το Μεξικό, ακόμη και η μετέχουσα στο ΝΑΤΟ Τουρκία να υιοθετήσουν κυρώσεις κατά της Ρωσίας (αν δεν αποφεύγουν ακόμη και την πολιτική καταδίκη της ρωσικής εισβολής στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ) μαρτυρεί μια πλανητική αλλαγή ισορροπιών, όπου η “α λα καρτ” διαφοροποίηση των εμπορικών, επενδυτικών, διπλωματικών ή εξοπλιστικών επιλογών γίνεται μάλλον ο κανόνας, παρά η εξαίρεση.
Θα μπορέσει άραγε η Ρωσία να “αποδυτικοποιηθεί” επαρκώς, κατά το όραμα που δείχνει να υιοθέτησε ο Πούτιν, και έτσι να επιβιώσει με τη βοήθεια αυτών των “τρίτων” ή θα κατορθώσει η Δύση να τους προσεταιριστεί με ένα μείγμα κινήτρων και πιέσεων;
Για τον μεγαλύτερο όλων, δηλαδή τη χώρα του Σι Τζινπίνγκ, το δίλημμα είναι μεγάλο: είτε να αποστασιοποιηθεί από τη Ρωσία, με την οποία εμβαθύνει διαρκώς τα τελευταία χρόνια τη συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα, είτε να μπει η ίδια στο “κάδρο” του οικονομικού στραγγαλισμού.
Αν η αποκοπή από τον κόσμο του δολαρίου (όπως είχε συμβεί πειραματικά με το Ιράν και σε μεγαλύτερη κλίμακα πλέον με την Ρωσία) αποτελεί ένα πάσα στιγμή αξιοποιήσιμο πολιτικό “όπλο”, οι ιθύνοντες του Πεκίνου δεν μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς, παρά μόνο στον βαθμό που τα δικά τους αποθεματικά συσσωρεύονται σε χρυσό, γιουάν και κρυπτονόμισμα. Από την άλλη, όμως, η συγκρότηση κινεζικού συστήματος πληρωμών, ανεξάρτητου από το SWIFT και διασυνδεδεμένου με το αντίστοιχο ρωσικό, καθώς και η υιοθέτηση του “ψηφιακού γιουάν” ενισχύουν τις αντοχές της Κίνας απέναντι στις πιέσεις.
Εντέλει το chicken game καταλήγει στο εξής: ποιος θα πατήσει πρώτος το δικό του “πυρηνικό κουμπί”; Η Ουάσινγκτον αποβάλλοντας την Κίνα από τον κόσμο του δολαρίου ή το Πεκίνο εγκαταλείποντας προληπτικά το δολάριο; Και αν η κινεζική πλευρά αρχίσει να πουλά τον όγκο των αμερικανικών ομολόγων που έχει στην κατοχή της, πώς μπορούν να μείνουν έξω από τον χορό του ξεπουλήματος ακόμη και φίλοι των ΗΠΑ που θα δουν τα δικά τους διαθέσιμα να υποβαθμίζονται.
Η μετατροπή του δολαρίου σε πολιτικό όπλο ενέχει αυτό το παράδοξο ρίσκο: την επιτάχυνση ακριβώς των σεναρίων που η Ουάσινγκτον επιχειρεί να αποτρέψει. Η αλληλοσύνδεση της παγκόσμιας οικονομίας θέτει όρια και τίποτε δεν θα υπονόμευε την αμερικανική ισχύ περισσότερο από την προϊούσα αποδολαριοποίηση.
Οι διεργασίες για πιθανό τερματισμό των εχθροπραξιών
Πόσο ακόμη θα διαρκέσει η αιματοχυσία στην Ουκρανία; Οι εικόνες ωμής πολεμικής βίας που κάνουν τον γύρο του κόσμου έρχονται σε αντίστιξη με τη διπλωματική κινητικότητα, που εντάθηκε την εβδομάδα αυτή, καθώς και με την ανταλλαγή αμφίσημων μηνυμάτων, που δίνουν ελπίδες (άγνωστο πόσο βάσιμες) για κατάπαυση του πυρός σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η συνάντηση την Πέμπτη των υπουργών Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ και της Ουκρανίας, Ντμίτρο Κουλέμπα, με μεσολαβητή τον Τούρκο Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην ιδιαίτερη πατρίδα του Αττάλεια, υπήρξε, όπως αναμενόταν, άκαρπη.
Όμως η ίδια η διοργάνωσή της συνιστά μια διόλου αμελητέα αναβάθμιση των συνομιλιών σε πολιτικό επίπεδο. Πόσω μάλλον που αφέθηκε ανοικτό το ενδεχόμενο για επανάληψή της ή και για ένα άλμα στο ανώτατο επίπεδο, με μία συνάντηση των προέδρων Πούτιν και Ζελένσκι, όπως ζητά ο τελευταίος και δεν απέκλεισε χθες ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ.
Ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος έκανε λόγο για “θετικά σημάδια” που του μεταφέρουν οι διαπραγματευτές, οι οποίοι συναντώνται σχεδόν καθημερινά στη Λευκορωσία.
Με “κομιστή” τον Μπένετ
Όμως δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες: Σύναψη εκεχειρίας ή συνάντηση Πούτιν-Ζελένσκι τη στιγμή αυτή δεν μπορεί παρά να είναι πράξη συνθηκολόγησης της Ουκρανίας, στο φόντο μιας κλιμάκωσης των ρωσικών επιχειρήσεων και επί τη βάσει των όρων που φέρεται να έχει διαβιβάσει το Κρεμλίνο, αξιοποιώντας τον δίαυλο του Ισραηλινού πρωθυπουργού Ναφταλί Μπένετ, ο οποίος συνομιλεί και με τις δύο πλευρές.
Όρων που περιλαμβάνουν την ουδετεροποίηση και αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας, την άρση των διακρίσεων κατά των μειονοτικών γλωσσών, καθώς και την αναγνώριση της προσάρτησης της Κριμαίας και της ανεξαρτητοποίησης των “Λαϊκών Δημοκρατιών” του Λουγκάνσκ.
Είναι πολύ αμφίβολο αν υπάρχει Ουκρανός ηγέτης δυνάμενος να αποδεχθεί τέτοιους όρους, πόσο μάλλον που η Δύση ενθαρρύνει τη συνέχιση της προβολής αντίστασης και στους δρόμους του Κιέβου ή στα επιμέρους μέτωπα των μαχών εξτρεμιστές πολιτοφύλακες φέρονται διατεθειμένοι να συνεχίσουν τη μάχη μέχρις εσχάτων.