Last updated on 14 Απριλίου, 2021 at 08:48 μμ
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Η σύγκριση των στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που ξεκίνησε με προηγούμενο άρθρο, θα συνεχιστεί εδώ στο 2ο μέρος της σύγκρισης της ναυτικής ισχύος των δύο χωρών. Ποιος υπερισχύει στο Ναυτικό ισοζύγιο; To άρθρο δημοσιεύτηκε στο στρατιωτικό site ΒΕΛΙΣΑΡΙΟΣ
Το παρόν αποτελεί συνέχεια του Μέρους (Α) που προηγήθηκε. Περιλαμβάνει την εκτίμηση της καταστάσεως που διαμορφώνουν τα δεδομένα που εκτέθηκαν εκεί, την επισκόπηση των ανεμενόμενων μελλοντικών εξελίξεων στα βασικά μέσα των δύο πλευρών και μία εκτίμηση της κατάστασης που αναμένεται να διαμορφωθεί.
Για τη σύνταξη και αυτού του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από πολλές πηγές. Οι κυριότερες και πολυτιμότερες, όμως, υπήρξαν το ιστολόγιο e-Amyna και το ιστολόγιο Naval Analyses, και τα δύο εγνωσμένης αξιοπιστίας.
Θα ήθελα και εδώ να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον κ. Γ.Σ. για τις πολύτιμες παρατηρήσεις του.
Εκτίμηση της Παρούσας Κατάστασης
Πώς αποτιμάται συνολικά το ισοζύγιο που περιγράφτηκε αναλυτικά στο προηγούμενο κείμενο; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει κατ’ αρχάς να έχει κατά νου τις πολιτικές και στρατηγικές επιδιώξεις των δύο χωρών στον θαλάσσιο χώρο.
Η Ελλάς και η Τουρκία αντιπαρατίθενται σε δύο -απολύτως διακριτά μεταξύ τους- θέατρα επιχειρήσεων: στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου και στο θέατρο επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου. Πρόκειται για δύο θέατρα επιχειρήσεων με τελείως διαφορετική γεωγραφική και υδρογραφική διαμόρφωση, και με τελείως διαφορετικές επιδιώξεις των αντιτιθεμένων σε κάθε ένα από αυτά.
Το Αιγαίο Πέλαγος είναι αρχιπελαγικό περιβάλλον στο οποίο η Ελλάς έχει κυριαρχία επί της συντριπτικής πλειοψηφίας των νήσων, νησίδων και μικρονησίδων. Η Τουρκία επιδιώκει να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Ελλάδας επί του νησιωτικού αυτού συμπλέγματoς. Οι προσεγγίσεις του τρόπου αμφισβήτησης, από το 1973 που επανελήφθησαν με ιδιαίτερη ένταση, ποικίλουν, τόσο σε ότι αφορά τα πολιτικά και νομικά προσχήματα, όσο και τα επιχειρησιακά μέτρα που σχεδιάζονται ή/και λαμβάνονται προκειμένου να υποστηρίξουν την πολιτική αυτή.
Η αμφισβήτηση -και η συνακόλουθη επιχειρησιακή απειλή- ξεκίνησε με την αμφισβήτηση του καθεστώτος των μεγάλων νήσων και με συνακόλουθη στρατιωτική απειλή εναντίον τους, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και κυρίως εξ αιτίας της σταδιακής εφαρμογής του νέου Δικαίου της Θαλάσσης που παρέχει στην Ελλάδα πολύ ευρύτερα κυριαρχικά δικαιώματα, η έμφαση της τουρκικής απειλής μετατοπίστηκε στις νησίδες -και άρα σε επιχειρήσεις διαφορετικής φύσης.
Έτσι, η Ελλάς είναι η πλευρά που πρέπει να υπερασπιστεί και να επαναβεβαιώσει την κυριαρχία της στον θαλάσσιο χώρο του Αρχιπελάγους. Η Τουρκία είναι μία αναθεωρητική δύναμη η οποία έχει ως επιδίωξη να αμφισβητήσει και να ανατρέψει το υφιστάμενο status quo, χρησιμοποιώντας ως μέσα την έμπρακτη αμφισβήτηση των θαλάσσιων κυριαρχικών δικαιωμάτων, κυρίως στο Ανατολικό Αιγαίο, καθώς και την απειλή κατάληψης κύριας νήσου ή κατοικημένης νησίδας, πάλι στο Ανατολικό Αιγαίο και δίπλα στη Μικρασιατική παραλία.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, και ιδιαίτερα στην περιοχή ανατολικά της γραμμής Ρόδου-Κρήτης υφίσταται το θέμα της υπεράσπισης της Κύπρου. Όμως, αφ’ ενός εξ αιτίας της θέσπισης του νέου διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης, αφ’ ετέρου εξ αιτίας της εύρεσης κοιτασμάτων φυσικού αερίου και υδρογονανθράκων, η Τουρκία έχει θέσει ως επιπρόσθετο στρατηγικό στόχο την αμφισβήτηση των δικαιωμάτων τόσο της Ελληνικής όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας στις θαλάσσιες αυτές περιοχές.
Ανεξαρτήτως θεάτρου επιχειρήσεων, η Τουρκία εφαρμόζει έναντι της Ελλάδος την επιθετική στρατηγική του πειθαναγκασμού, δηλαδή την απειλή χρήσης βίας ή την περιορισμένη χρήση βίας για την αλλαγή της υφιστάμενης κατάστασης (status quo). Βασικό στοιχείο του πειθαναγκασμού είναι η έννοια του σχετικού κόστους. Δηλαδή, ο αντίπαλος (Ελλάδα) θα πρέπει πάντοτε να βρίσκεται σε χειρότερη θέση εάν δεν συμμορφωθεί με την απειλή.
Ειδικότερα, με τον πειθαναγκασμό, ο αντίπαλος ούτως ή άλλως θα υποστεί κόστος, οπότε θα πρέπει να του επιφυλάσσεται μεγαλύτερο κόστος αν δεν συμμορφωθεί με την πειθαναγκαστική απειλή απ’ ότι αν συμμορφωθεί. Για να είναι αξιόπιστη μια πειθαναγκαστική απειλή, θα πρέπει όχι μόνο να υπάρχουν τα μέσα και η θέληση πραγματοποίησής της, αλλά επιπρόσθετα ο αντίπαλος θα πρέπει να γνωρίζει ότι υπάρχουν τα εν λόγω μέσα και να πιστεύει στην εν λόγω θέληση.
Από στρατιωτικής απόψεως, η Τουρκία επιδιώκει στο Αιγαίο εν καιρώ ειρήνης μεν να διαθέτει πιο έντονη και πολυάριθμη παρουσία στην όποια εστία εντάσεως, ιδίως στο Ανατολικό Αιγαίο, εκπέμποντας το μήνυμα ότι σε περίπτωση κλιμακώσεως μπορεί να επικρατήσει τοπικά -με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τόσο από ψυχολογικής απόψεως όσο και από πρακτικής, στρατιωτικής πλευράς.
Σε περίπτωση, δε, πολέμου, η Τουρκία θα επιδιώξει την απομόνωση τμήματος του Ανατολικού Αιγαίου ώστε οι μεν δικές της δυνάμεις να μπορούν να επιχειρούν απερίσπαστες για να καταβάλουν την άμυνα της νήσου ή νησίδας που έχει επιλέξει, καθώς και την απαγόρευση ελληνικών επιχειρήσεων και δη αποστολής ενισχύσεως από την ηπειρωτική χώρα προς τα νησιά, η δε Ελλάς να αδυνατεί να ενισχύσει την προσβαλλόμενη περιοχή, με τα πρακτικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που αυτό θα έχει στους υπερασπιστές της.
Είναι προφανές ότι με τη μειωμένη ισχύ των κυρίων μονάδων επιφανείας του ΠΝ, η προοπτική επίτευξης θαλασσίου ελέγχου στον χώρο του Αιγαίου είναι ρεαλιστικά εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη. Οι ελληνικές κύριες ναυτικές μονάδες δεν έχουν σημαντική ανθυποβρυχιακή ικανότητα, ενώ αντιμετωπίζουν έναν ιδιαίτερα ικανό υποβρυχιακό αντίπαλο. Οι δυνατότητες τους εναντίον επιφανείας καθορίζονται σε αποφασιστικό βαθμό από τους πεπαλαιωμένους αισθητήρες στον τομέα αυτόν.
Η διεξαγωγή των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων φαίνεται να έχει εκχωρηθεί ουσιαστικά στα ελικόπτερα Seahawk, τα οποία είναι ιδιαίτερα σύγχρονα αλλά περιορισμένου αριθμού, ενώ σε κάθε περίπτωση τα ελικόπτερα έχουν περιορισμένο χρόνο παραμονής και διεξαγωγής έρευνας σε μία περιοχή.
Έτσι, η ανθυποβρυχιακή ικανότητα του Στόλου είναι προβληματική: με περιορισμένο αριθμό μονάδων κυρίας επιφανείας, που συνεπώς παρέχουν περιορισμένο αριθμό απαραίτητων «συνεργατών» των ελικοπτέρων στο κυνήγι υποβρυχίων (οι ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις γίνονται κατ’ εξοχήν με συνεργασία σκάφους-ελικοπτέρου) και με δεδομένη την -ούτως ή άλλως περιορισμένη- περιοχή κάλυψης ενός ελικοπτέρου, η ανθυποβρυχιακή ικανότητα του Στόλου είναι περιορισμένη.
Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο αν, επιπλέον, ληφθούν υπ’ όψιν αφ’ ενός η ποιότητα των αντιπάλων υποβρυχίων (το γεγονός ότι τα 214HN είναι πιο σύγχρονα από τα πιο σύγχρονα τουρκικά υποβρύχια δεν επηρεάζει την επίδοση που τα αντίπαλα υποβρύχια έχουν έναντι των ελληνικών ανθυποβρυχιακών μέσων), αφ’ ετέρου το υδρογραφικό περιβάλλον του Αιγαίου, που ευνοεί την υποβρυχιακή δράση.
Επιπλέον αυτών, πρέπει να σημειωθεί ότι η δράση των ελικοπτέρων, στα οποία φαίνεται να έχει εναποτεθεί ο ανθυποβρυχιακός ρόλος, εξαρτάται και από τη συνολική κατάσταση της αεροπορικής μάχης στο περιβάλλον του Αιγαίου. Το αεροπορικό περιβάλλον του Αιγαίου θα είναι ίδιαίτερα επικίνδυνο για τις επιχειρήσεις ελικοπτέρων. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω του πολιτικού πλαισίου της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, καθώς η τουρκική πλευρά έχει παγίως την πρωτοβουλία και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε οποιεσδήποτε επιχειρήσεις, τα τουρκικά υποβρύχια θα έχουν το πλεονέκτημα της εκ των προτέρων τοποθέτησής τους στους τομείς περιπολίας τους, στοιχείο που τους παρέχει επιπλέον τακτικό πλεονέκτημα.
Συνολικά, αποτιμώντας τις ανθυποβρυχιακές δυνατότητες του Στόλου, ας έχουμε κατά νου το εξής: στις διεθνείς διαγωνιστικές ασκήσεις, τα συμβατικά υποβρύχια τεχνολογίας ανάλογης με αυτήν που υπάρχει στο Αιγαίο επιτυγχάνουν μονίμως εντυπωσιακά αποτελέσματα εναντίον της προηγμένης ανθυποβρυχιακής άμυνας που παρατάσσουν οι αντίπαλες αεροναυτικές δυνάμεις. Στο Αιγαίο, η ανθυποβρυχιακή άμυνα που μπορεί να παρατάξει το ΠΝ είναι ασθενέστατη, η υποβρύχια απειλή σημαντικότατη, και το υδρογραφικό περιβάλλον ευνοεί τη δράση των υποβρυχίων.
Στον τομέα του πολέμου επιφανείας, οι κυριότεροι παράγοντες που τον κρίνουν είναι η συνολική επίγνωση της τακτικής καταστάσεως και το πλήθος και η ποιότητα των διαθεσίμων όπλων. Ο πρώτος παράγοντας εξαρτάται από το πλήθος και την ποιότητα των αισθητήρων και των τηλεπικοινωνιακών μέσων και από την επίδοση της κάθε πλευράς στον Ηλεκτρονικό Πόλεμο.
Δυστυχώς, και εκεί η ελληνική πλευρά υστερεί σημαντικά. Πέραν του ποσοτικού μειονεκτήματος (που έχει, και στον τομέα αυτόν, σημασία), οι ελληνικές μονάδες έχουν παρωχημένης τεχνολογίας αισθητήρες (ο βασικός αισθητήρας έρευνας επιφανείας είναι το προηγούμενης γενεάς MW-08, έναντι του SMART-Mk2 που έχει η πλειοψηφία των τουρκικών κυρίων μονάδων, με ότι αυτό σημαίνει για την αντοχή των δύο αισθητήρων σε Ηλεκτρονική Επίθεση και τη δυνατότητα των μέσων Ηλεκτρονικής Υποστήριξης της κάθε πλευράς να τα εντοπίσει) ενώ συνολικά οι δυνατότητες ΗΠ είναι προηγούμενης γενεάς.
Στον τομέα αυτόν πρέπει να προσυπολογίζεται πλέον και η παρουσία συνεχώς αυξανόμενου αριθμού μη επανδρωμένων αεροσκαφών των ΤΕΔ, και εν προκειμένω του ΤΝ: τα ανεπάνδρωτα ANKA-B παρέχουν άμεσα, συνεχώς και με σχετική ασφάλεια, πολύτιμη και πληρέστατη τακτική και ηλεκτρονική εικόνα στον τουρκικό στόλο. Συνεπώς, στον πόλεμο επιφανείας, με μικρότερο αριθμό σκαφών, ελλιπή και υποδεέστερη του αντιπάλου επίγνωση τακτικής καταστάσεως, και πιο ευάλωτη (λόγω υπεροχής του αντιπάλου σε μέσα ΗΠ), τα πράγματα είναι ιδιαίτερα δύσκολα για το ΠΝ – τουλάχιστον από πλευράς κυρίων μονάδων επιφανείας.
Η αντιαεροπορική ικανότητα των ελληνικών κυρίων μονάδων είναι σχετικά περιορισμένη – και πάλι εξ αιτίας των παλαιάς τεχνολογίας αισθητήρων (ραντάρ δισδιάστατα και ευάλωτα σε Ηλεκτρονική Επίθεση), παλαιάς τεχνολογίας συστημάτων επικοινωνιών (η έλλειψη Link-16 στις κύριες μονάδες του Στόλου δεν μπορεί παρά να προκαλεί απορία σε ένα περιβάλλον με τόσο πυκνή αεροπορική δραστηριότητα και απειλές) καθώς και όπλων τα οποία είναι σχετικά παλαιάς τεχνολογίας, μικρού βεληνεκούς και σε διατάξεις εκτόξευσης με μικρούς αριθμούς άμεσα διαθέσιμων για βολή.
Κι αυτά, ενώ από πλευράς αεροπορικής απειλής το ΠΝ αντιμετωπίζει μία ιδιαίτερα ισχυρή αεροπορία, η οποία μάλιστα διαθέτει ένα κορυφαίο όπλο για TAYNE, τον πύραυλο AGM-84K SLAM-ER.
Στον τομέα του υποβρυχίου πολέμου, το Πολεμικό Ναυτικό έχει ιδιαίτερα σημαντική ισχύ – όπως άλλωστε και το Τουρκικό Ναυτικό. Το ΠΝ έχει τέσσερα ιδιαίτερα προηγμένα υποβρύχια – τα πιο προηγμένα ανάμεσα στις δύο ναυτικές δυνάμεις – καθώς και ένα εξαιρετικά προηγμένο, από εκσυγχρονισμό, υποβρύχιο (ΩΚΕΑΝΟΣ), έχει όμως μεγαλύτερη μέση ηλικία σκαφών και άρα πιο επείγουσα ανάγκη αντικατάστασης σκαφών έναντι του ΤΝ, το οποίο υστερεί ως προς την αιχμή, έχει όμως πολύ μικρότερη μέση ηλικία σκαφών και σύγχρονες τορπίλες DM2A4.
Τονίζεται και πάλι ότι η άμεση σύγκριση των υποβρυχίων δυνάμεων των δύο στόλων έχει περιορισμένη χρησιμότητα· οι υποβρύχιοι στόλοι δεν θα αντιπαρατεθούν μεταξύ τους παρά μόνον ευκαιριακά, ενώ κυρίως θα επιδιώκουν να πλήξουν τις κύριες μονάδες του αντιπάλου˙ συνεπώς σημασία έχει η σύγκρισή τους με την ανθυποβρυχιακή ισχύ του αντιπάλου.
Κατ’ αυτό, ο Στόλος έχει ικανή υποβρυχιακή δύναμη, την οποία όμως θα χρειαστεί να συμπληρώσει άμεσα προκειμένου να διατηρηθεί ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός σκαφών για να μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της κάλυψης του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ η προγραμματισμένη ροή αντικατάστασης των τουρκικών σκαφών είναι πολύ πιο ομαλή και παρέχει στους Τούρκους ένα πολύ πιο ισορροπημένο σύνολο, που είναι το πρωταρχικό ζητούμενο.
Συνολικά, στον τομέα του υποβρυχίου πολέμου, το ΠΝ διαθέτει το σημαντικότερο όπλο του, καθώς είναι ο τομέας που μπορεί με τη μεγαλύτερη άνεση και βεβαιότητα να επιτύχει τον αντικειμενικό του σκοπό: να διαταράξει αποφασιστικά και να εξουδετερώσει μείζονες ναυτικές επιχειρήσεις του αντιπάλου, είτε αυτές αφορούν επιχειρήσεις προβολής ισχύος, είτε αφορούν επιχειρήσεις θαλασσίου ελέγχου, και ειδικότερα επιχειρήσεις απαγόρευσης περιοχών του Αιγαίου.
Τονίζεται ότι, μιλώντας πραγματιστικά, και με δεδομένο το ανθυποβρυχιακό δυναμικό του Στόλου, το ίδιο αποτέλεσμα είναι σε θέση να επιτύχει και η τουρκική υποβρύχια δύναμη εις βάρος του ΠΝ.
Η υποβρυχιακή ισχύς είναι το πλέον αποτελεσματικό – ίσως το μόνο πραγματικά αποτελεσματικό – όπλο του ΠΝ εναντίον των επιδιώξεων της Τουρκίας στο Αιγαίο. Για τον λόγο αυτόν είναι πραγματικά ακατανόητη η στάση του ΠΝ έναντι της Διοίκησης Υποβρυχίων, τόσο σε ότι αφορά το πρόγραμμα ναυπηγήσεων, όσο και –πολύ περισσότερο– στην επιμονή του να μην έχει ως πρώτη προτεραιότητα την απόκτηση σύγχρονων τορπιλών βαρέως τύπου, και να μη θέτει σε άμεση προτεραιότητα τις δαπάνες αναλωσίμων του σκαφών αυτών.
Τα ταχέα σκάφη αποτελούν έναν τομέα εξαιρετικής σημασίας για το Πολεμικό Ναυτικό, ιδίως καθώς κατ’ εξοχήν αναμένει εμπλοκή του στο Ανατολικό Αιγαίο –και δη στο ΝΑ Αιγαίο, αφού του παρέχουν, κατ’ αρχήν, δύο ουσιώδη επιχειρησιακά πλεονεκτήματα: τη δυνατότητα ταχείας ανάπτυξης στην περιοχή ενδιαφέροντος και τη δυνατότητα δράσης υπό συνθήκες υπεροχής του αντιπάλου, με την εκμετάλλευση του μικρού ίχνους και, κυρίως, της δυνατότητας απόκρυψης με εκμετάλλευση του μικρονησιακού περιβάλλοντος με «αγκιστρώσεις».
Η ταχεία ανάπτυξη στο Ανατολικό Αιγαίο και η μεγάλη ισχύς πυρός χωρίς την «εμφανή» παρουσία των κυρίων μονάδων του Στόλου, υπό το καθεστώς ισορροπίας που διαμορφώνεται, είναι όντως κρίσιμα πλεονεκτήματα, κι αυτός είναι προφανώς ο λόγος που το ΠΝ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη Διοίκηση Ταχέων Σκαφών με την παραγγελία πέντε σύγχρονων σκαφών κατά τη δεκαετία του 2000.
Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι το βασικό πλεονέκτημα των Ταχέων Σκαφών, δηλαδή η «κεκαλυμμένη» δράση τους με εκμετάλλευση του πολύπλοκου περιβάλλοντος του Ανατολικού Αιγαίου, συρρικνώνεται διαρκώς: οι ικανότητες επιτήρησης των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στο Αιγαίο, και ιδίως στο Ανατολικό, ενισχύονται δραματικά και θα συνεχίσουν να ενισχύονται: ήδη το Αιγαίο τελεί υπό την επιτήρηση του συστήματος UZUN UFUK («Μακρινός Ορίζων») ενώ σταδιακά τίθενται εν ενεργεία τα δώδεκα (12) ανεπάνδρωτα αεροσκάφη ANKA του Τουρκικού Ναυτικού, παρέχοντας του εξαιρετικές δυνατότητες ISR.
Αυτό σημαίνει ότι οι δυνατότητες απόκρυψης των πυραυλακάτων στο μικρονησιακό περιβάλλον του Ανατολικού Αιγαίου –βασικό στοιχείο των τακτικών τους– είναι πολύ μικρότερες απ’ ότι ήταν στο παρελθόν.
Επιπλέον, η κεκαλυμμένη δράση των Ταχέων Σκαφών εξαρτάται ουσιωδώς από τη δυνατότητά τους να ενεργούν με ελάχιστες ΗΜ εκπομπές, διαμορφώνοντας εικόνα της τακτικής καταστάσεως με παθητικά ίδια μέσα και με λήψη δεδομένων μέσω ζεύξεων δεδομένων.
Το σύνολο σχεδόν των σκαφών είναι εξοπλισμένο με σύγχρονα ηλεκτροοπτικά μέσα και διαθέτει Link-11 (την τακτική ζεύξη που κατ’ εξοχήν χρησιμοποιείται στον ναυτικό πόλεμο επιφανείας). Όμως το δεύτερο βασικό παθητικό σύστημα των σκαφών, το σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης δεν είναι ιδιαίτερα σύγχρονο, ούτε καν στα σκάφη κλάσεως «Ρουσσέν»˙ αναρωτιέται κανείς για τις επιδόσεις του έναντι των σύγχρονων τουρκικών μικροκυματικών αισθητήρων.
Καθώς η εχθρική επιτήρηση εντείνεται, καθώς τα φίλια σκάφη θα πρέπει να είναι όλο και πιο πειθαρχημένα στις εκπομπές τους και καθώς οι ακτίνες των πυραύλων επιφανείας-επιφανείας αυξάνονται δραματικά, οι ελληνικές πυραυλάκατοι θα δυσκολεύονται να επιβιώσουν χωρίς υποβοήθηση της στοχοποίησης των αντιπάλων από άλλα μέσα.
Δυστυχώς, οι ΕΕΔ ούτε μη επανδρωμένα αεροσκάφη διαθέτουν, ούτε την κυριαρχία τους επί του αρχιπελαγικού περιβάλλοντος έχουν εκμεταλλευτεί. Η αξιοποίησηση των εκσυγχρονιζόμενων αεροσκαφών P-3 σε αυτόν τον ρόλο, υπό τις συνθήκες της αεροναυτικής σύγκρουσης στο Αιγαίο, είναι ρεαλιστικά αδύνατη. Μένουν τα ελικόπτερα SH-60 για τον ρόλο αυτόν, που όμως είναι λίγα, έχουν περιορισμένο χρόνο παραμονής στο πεδίο της μάχης, κι επιπλέον έχουν υψηλής προτεραιότητας ανθυποβρυχιακά καθήκοντα.
Συνεπώς, η Διοίκηση Ταχέων Σκαφών αλλά και το ΓΕΝ θα πρέπει να απασχοληθεί σοβαρά όχι μόνον με τη διατήρηση της ονομαστικής δύναμης του στόλου ταχέων σκαφών, αλλά κυρίως με τη διαμόρφωση ενός συνολικού επιχειρησιακού πλαισίου που θα επιτρέψει στα ταχέα σκάφη να παραμείνουν αποφασιστικός παράγων στο προσεχές μέλλον, αλλιώς η σημασία τους θα εκλείψει ραγδαία.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στο Αιγαίο, θα πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψιν ότι ο καιρός αποτελεί σοβαρό περιοριστικό παράγοντα για την επιχειρησιακή δράση των ταχέων σκαφών. Αυτό αποτελεί στοιχείο ανεξάρτητο από τη ναυτική ικανότητα των πληρωμάτων και σχετίζεται με τις αντικειμενικές επιδόσεις των οπλικών συστημάτων και, κυρίως, των αισθητήρων των πλοίων (όπου οι απαιτήσεις σταθεροποίησης δεν μπορούν να αντισταθμιστούν από τη «ναυτοσύνη» των πληρωμάτων).
Συνολικά, στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου, μπορεί να ανιχνευθεί η ακόλουθη πορεία: από τη δεκαετία του 2000 και μετά, η δυνατότητα του ΠΝ να συντηρεί μία αξιόμαχη δύναμη από κύριες μονάδες επιφανείας σταδιακά ατονεί, παρά τα σχέδια που υπάρχουν και συνεχώς επανέρχονται – και που δεν αφορούν μόνον το Αιγαίο.
Έτσι, στην πράξη το ΠΝ σταδιακά παραιτείται από την επιδίωξη θαλασσίου ελέγχου στον χώρο αυτόν (ελέγχου που, λόγω της αδυναμίας να εξασφαλιστούν οι θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών με τα νησιά στο Αν. Αιγαίο από την υποβρύχια απειλή, ήταν πάντοτε θεωρητική) και στρέφεται προς μια νέα κατεύθυνση, που μπορούσε να διασφαλίσει επιτυχώς με διαθέσιμα μέσα:
μία ισχυρή δύναμη Ταχέων μπορεί, σε περίπτωση κρίσης, να αναπτυχθεί ταχύτατα στο Ανατολικό Αιγαίο, ενώ ένας ισχυρός στόλος υποβρυχίων, σε δεύτερο χρόνο, μπορεί να επιβάλει θαλάσσια απαγόρευση (sea denial) σε όλο το πλάτος του Αιγαίου και, σε συνεργασία με τα ταχέα σκάφη, να προσβάλει αποφασιστικά ακόμη και πολύ ισχυρές συγκεντρώσεις του τουρκικού στόλου που θα επιδίωκαν την επιβολή τοπικού θαλασσίου ελέγχου σε περιοχή πολιτικού ενδιαφέροντος.
Στη ροή του προγραμματισμού του ΠΝ για διατήρηση αξιόμαχου στόλου, η απόκτηση Ταχέων Περιπολικών ΚΒ και υποβρυχίων είχε δρομολογηθεί πριν αρχίσει το de facto πάγωμα των ελληνικών εξοπλισμών, με αποτέλεσμα αυτά να αποτελέσουν στην επόμενη περίοδο και μέχρι σήμερα τα μόνα σύγχρονα μέσα του ΠΝ. Το αποτέλεσμα είναι η μετάπτωση του έργου του ΠΝ από τον θαλάσσιο έλεγχο στο Αιγαίο στην επιδίωξη θαλάσσιας απαγόρευσης.
Αυτό αποτελεί, προφανώς, «οπισθοχώρηση», δεδομένου ότι το Αρχιπέλαγος είναι de facto ελληνικό, καθώς είναι κατάσπαρτο από ελληνικά νησιά. Πάντως, είναι κρίσιμο ότι και μετά από αυτή την «οπισθοχώρηση», η Ελλάς μπορεί να αποτρέψει τις τουρκικές επιδιώξεις στο Αιγαίο, απαγορεύοντάς στο ΤΝ να πραγματοποιεί πειστικά προβολή ισχύος ή άλλους, πιο «επιχειρησιακούς» σκοπούς.
Σε ότι αφορά το θέατρο επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου, η κατάσταση είναι σημαντικά δυσκολότερη. Καθ’ όλη την περίοδο μετά το 1974, το Πολεμικό Ναυτικό εμφανώς είχε την προοπτική της κάλυψης της Κύπρου με υποβρύχια.
Καθώς η παρουσία ελληνικών ισχυρών ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή θα στερούταν νοήματος, αυτό που το ΠΝ είχε ως στόχο ήταν να απαγορεύσει τη θαλάσσια επικοινωνία των Κατεχομένων Εδαφών της Κύπρου με τη Μικρασία. Ακόμη κι αυτός ο στόχος ήταν (και είναι) περιορισμένης σημασίας, μιας και οι χερσαίες τουρκικές δυνάμεις στα Κατεχόμενα είναι εξαιρετικά ισχυρές και δεν αναμένουν ενισχύσεις από την Μικρασία· παρ’ όλα αυτά η διακοπή της επικοινωνίας σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων έχει και συμβολική και, κάποια -περιορισμένη έστω- πρακτική, έστω σημασία.
Από τη δεκαετία του 2000 και μετά, οι πολιτικές, και συνεπώς οι επιχειρησιακές απαιτήσεις του θεάτρου επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου άλλαξαν.
Εξ αιτίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων -και των συμφερόντων- που δημιουργήθηκαν στην Αν. Μεσόγειο με το νέο Δίκαιο της Θαλάσσης, τέθηκε επιτακτικά κι έμπρακτα το ζήτημα της προάσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Χώρας καθώς και της Κυπριακής Δημοκρατίας στις ανοικτές θαλάσσιες εκτάσεις της Αν. Μεσογείου – ταυτόχρονα με την έμπρακτη και δραστήρια αμφισβήτησή τους από την Τουρκία.
Η νέα πολιτική συνθήκη επέφερε νέες επιχειρησιακές απαιτήσεις. Το ζητούμενο είναι πλέον η επαρκής και αποτελεσματική προβολή ισχύος στην ευρεία αυτή περιοχή. Αυτό, από ναυτικής απαιτεί την ύπαρξη ενός πυρήνα μεγάλων σκαφών επιφανείας, κατ’ ελάχιστον τεσσάρων, με δυνατότητες μάχης «ανοικτής θαλάσσης» (“blue water”).
Αυτός υπήρξε ο λόγος που από τη δεκαετία του 2000 και μετά, ο σχεδιασμός του ΠΝ για αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων Kortenaer στρέφεται συστηματικά σε σκάφη μεγαλύτερου εκτοπίσματος, με κεντρικό χαρακτηριστικό τη δυνατότητα αεράμυνας περιοχής, δηλαδή με ραντάρ μεγάλου βεληνεκούς και πολυστρωματικής αντιαεροπορικής άμυνας – φυσικά και με ανθυποβρυχιακές δυνατότητες αιχμής, μιας και το θαλάσσιο περιβάλλον της Αν. Μεσογείου ευνοεί τη δράση των υποβρυχίων.
Σήμερα, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε εμφανή αδυναμία να ανταπεξέλθουν στην επιχειρησιακή απαίτηση προβολής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε ότι αφορά την Πολεμική Αεροπορία, στην ήδη αναλυθείσα γενική ποσοτική και ποιοτική αδυναμία, στην περιοχή αυτήν προστίθεται το γεωγραφικό μειονέκτημα: η περιοχή ενδιαφέροντος καλύπτεται από δύο Κύριες Αεροπορικές Βάσεις της ΤΑ, καθώς και από το τουρκικό ΣΑΕ στη νότια Μικρασία.
Ο μικρός αριθμός απηρχαιωμένων και, ούτως ή άλλως, περιορισμένης Α/Α δυναμικότητας μονάδων του ΠΝ δεν είναι σε θέση να αναπτυχθεί στην Ανατολική Μεσόγειο ούτε από πλευράς επιχειρησιακών δυνατοτήτων, ούτε από πλευράς αριθμών, καθώς έτσι θα μείωνε απαράδεκτα την ετοιμότητα ενίσχυσης των νήσων του Αιγαίου που αποτελούν έδαφος της επικράτειας με πληθυσμό. Για την Τουρκία, με τους μεγαλύτερους αριθμούς, την πρωτοβουλία των κινήσεων και τον συμπαγή γεωγραφικό χώρο που δεν υφίσταται απειλή, το θέμα είναι πολύ πιο εύκολο.
Από τα υπόλοιπα υφιστάμενα μέσα του ΠΝ, οι πυραυλάκατοι δεν είναι σκάφη κατάλληλα για δράση στην ανοικτή θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου. Τα υποβρύχια του ΠΝ, εφ’ όσον εξοπλιστούν με τορπίλες βαρέως τύπου, αποτελούν θανάσιμη απειλή για οποιανδήποτε ναυτική παρουσία.
Είναι γεγονός ότι οι ανοικτές εκτάσεις της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι εξ ίσου ευνοϊκές με τις κλειστές εκτάσεις του Αιγαίου για την υποβρυχιακή δράση˙ οι ανθυποβρυχιακοί αισθητήρες έχουν πολύ καλύτερη επίδοση εκεί, κι επιπλέον στην Ανατολική Μεσόγειο θα είναι ευχερής η χρήση των ιδιαίτερα επικίνδυνων CN-235ASW τα οποία στο Αιγαίο θα είναι δύσκολο να επιχειρήσουν λόγω της ΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, οι μεγάλες ανθυποβρυχιακές ασκήσεις του ΝΑΤΟ (με την επωνυμία Proud Manta), οι οποίες διεξάγονται σε ανοικτές εκτάσεις, δείχνουν ότι τα υποβρύχια παραμένουν ο πλέον επικίνδυνος αντίπαλος, ακόμη και σε αυτές τέτοιες περιοχές.
Δυστυχώς, τα υποβρύχια έχουν το εγγενές μειονέκτημα ότι δεν μπορούν να «προβάλουν» ναυτική ισχύ˙ μία χώρα δεν μπορεί να επιδείξει τον έλεγχο μίας περιοχής με υποβρύχια, μιας και αυτά εκ φύσεως πρέπει να παραμένουν αφανή, οπότε η παρουσία τους (και η βούληση της χώρας τους) καθίσταται εμφανής μόνον με την πολεμική τους δράση. Παρ’ όλα αυτά, στην πράξη, τα υποβρύχια είναι το μόνο όπλο του ΠΝ που μπορεί να δράσει αποτελεσματικά τη στιγμή αυτή στην Ανατολική Μεσόγειο.
Προφανώς, κατά την παρούσα φάση, η Ελλάς έχει να επιλέξει μεταξύ μίας επιδέξιας πολιτικής διαχείρισης της παρουσίας ενός αποτελεσματικού αλλά ακατάλληλου για προβολή ισχύος όπλου στην περιοχή, της επιχειρησιακά αυτοκτονικής παρουσίας ευάλωτων πλοίων στην ίδια περιοχή, και της… πλήρους απουσίας από την περιοχή.
Συνολικά, και κάπως απλουστευτικά, μπορεί να διατυπωθεί το παρακάτω συμπέρασμα για την κατάσταση του ελληνο-τουρκικού ναυτικού ισοζυγίου: Η Τουρκία, με συνεχώς αυξανόμενη ισχύ κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στο μεν Αιγαίο, η Ελλάς έχει απολέσει τη δυνατότητα αποκατάστασης θαλασσίου ελέγχου και προβολής ισχύος, αλλά διατηρεί ακόμη την αξιόπιστη δυνατότητα ματαίωσης, αποτρεπτικά ή εμπράκτως, οποιασδήποτε τουρκικής επιχειρησιακής απειλής. Στην Ανατολική Μεσόγειο, το ΠΝ δεν διαθέτει στην πράξη καμία δυνατότητα προβολής ναυτικής ισχύος και επιβολής θαλασσίου ελέγχου˙ διαθέτει όμως τη δυνατότητα να καταφέρει στον αντίπαλό της εξαιρετικά οδυνηρά πλήγματα στην περιοχή, μέσω των πέντε σύγχρονων υποβρυχίων της κι εφόσον αυτά εξοπλιστούν με κατάλληλες τορπίλες και αντίμετρα), πλεονέκτημα πάντως που έχει σοβαρούς πολιτικούς περιορισμούς.
Οι Μελλοντικές Προοπτικές
Ο κορμός του τουρκικού ναυτικού σχεδιασμού για το μέλλον, σε ότι αφορά τη δύναμη του στόλου, φαίνεται να βασίζεται σε έξι βασικούς άξονες κλιμακούμενης ωριμότητας:
- Σταδιακή αντικατάσταση κυρίων μονάδων στόλου με το εξελισσόμενο σχέδιο Milgem (φρεγάτες πολλαπλών ρόλων TF-100)
- Ένταξη νέων ελικοπτεροφόρων αποβατικών δεξαμενής
- Ένταξη νέων αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας
- Συνέχιση του εκσυγχρονισμού του στόλου των υποβρυχίων
- Συνέχιση της αντικατάστασης Ταχέων Περιπολικών ΚΒ
- Σταδιακή αντικατάσταση κυρίων μονάδων στόλου με την υπό ανάπτυξη κλάση μεγάλων αντιαεροπορικών φρεγατών TF-2000
Το πλέον άμεσο χρονικά στοιχείο εκσυγχρονισμού του ΤΝ είναι η ναυπήγηση των φρεγατών Milgem-G (TF-100), που βασίζονται στη μεγέθυνση των σκαφών Milgem που ήδη υπηρετούν, και στον εξοπλισμό των οποίων θα προστεθεί διάταξη κατακόρυφης εκτόξευσης πυραύλων τύπου Mk-41.
Αυτό σημαίνει ότι, πλέον, το σκάφος αποτελεί μία φρεγάτα γενικής χρήσης. Με την άμεση εισαγωγή σε υπηρεσία των σκαφών αυτών, αντικαθίστανται οι τέσσερεις «λιγότερο εκσυγχρονισμένες» φρεγάτες Gabya. Όμως τα σκάφη αυτά φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να έχουν το περιορισμένων δυνατοτήτων σόναρ TBT-01 Yakamoz ενώ το γεγονός ότι προέρχονται από την ιδιαίτερα προβληματική ως προς τη θαλάσσια συμπεριφορά κλάση Milgem εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη συνολική ικανότητα της κλάσης. Συνολικά, φαίνεται ότι οι τέσσερεις φρεγάτες Gabya αντικαθίστανται από τέσσερεις εγχώριας σχεδίασης φρεγάτες, εξοπλισμένες σε σημαντικό βαθμό με εγχώριας κατασκευής συστήματα μάλλον μετρίων επιδόσεων.
Σχεδόν ταυτόχρονα είναι προγραμματισμένη η ένταξη σε υπηρεσία του πρώτου από τα δύο σχεδιαζόμενα ελικοπτεροφόρα αποβατικά δεξαμενής LHD Anadolu. Στην πράξη, λόγω της πολυπλοκότητας και του νέου και άγνωστου μέχρι τώρα για το ΤΝ ρόλου του σκάφους, αυτό αναμένεται να καταστεί επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο μετά από 2 περίπου έτη, ενώ μέχρι την -ενδεχόμενη- ένταξη σε υπηρεσία αεροσκαφών βραχείας/κάθετης απο/προσγείωσης F-35B, το σκάφος θα παραμείνει ένα μεγάλο αποβατικό σκάφος, ικανό να υποστηρίξει μία ισχυρή αποβατική ενέργεια μακριά από τη Μικρασιατική ακτή καθώς και την προβολή ισχύος σε μεγάλη απόσταση από την επικράτεια της Τουρκίας.
Δεδομένης της διαμόρφωσης του γεωγραφικού χώρου της Ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάς δεν διατρέχει ιδιαίτερο φόβο από μία τέτοια ενίσχυση του ΤΝ˙ αντιθέτως, σε περίπτωση που οι ΤΕΔ αποφασίσουν να ενεργήσουν μεγάλης κλίμακας ενέργεια εναντίον της Ελλάδος με τη χρήση των αποβατικών LHD, το ΤΝ θα κληθεί να σχηματίσει ισχυρή ομάδα μάχης που θα απορροφήσει το σύνολο σχεδόν των κυρίων μονάδων επιφανείας του, άρα θα αφήσει οποιαδήποτε άλλη μοίρα, σε άλλο γεωγραφικό σημείο και με άλλη αποστολή, εξαιρετικά αδύναμη, ενώ η ίδια η ομάδα μάχης θα παραμένει πιθανότατα ευάλωτη σε υποβρυχιακές επιθέσεις – και θα αποτελεί στόχο απόλυτης προτεραιότητας για αυτές.
Στην περίπτωση de facto μετατροπής των δύο σκαφών σε μικρά αεροπλανοφόρα, και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο κίνδυνος που προκύπτει είναι σαφώς οξύτερος: μία δύναμη μίας μοίρας αεροσκαφών χαμηλού ίχνους που δεν θα επιχειρεί καν από τα ανατολικά της χώρας –όπου αναμένεται, ούτως ή άλλως, η ενίσχυση του ΣΑΕ- επιβαρύνει δραματικά την ΠΑ.
Όμως, θα πρέπει να επισημανθεί και πάλι ότι με τον τρόπο αυτόν, η ασφαλής πλεύση των δύο κυρίων αυτών μονάδων θα απαιτήσει την προστασία του συνόλου σχεδόν των κυρίων μονάδων επιφανείας του στόλου, και πιθανότατα κι ενός σημαντικού αριθμού από τα πλέον σύγχρονα υποβρύχια του ΤΝ, αλλιώς οι κύριες μονάδες του στόλου είναι ευάλωτες.
Το βασικότερο σημείο που προκαλεί απορία, είναι το είδος των στόχων που θα ήθελε να προσβάλει μια τέτοια αεροπορική δύναμη: η συντριπτική πλειοψηφία των στόχων της ΤΑ βρίσκεται εντός του βεληνεκούς της, ιδιαίτερα με δεδομένη την ύπαρξη αεροσκαφών εφοδιασμού. Η απλή επέκταση της εμβέλειας αεροσκαφών για κάποιο ειδικό είδος στόχου φαίνεται καθιστά την επένδυση σε δύο αεροπλανοφόρα και 24 (ειδικά) αεροσκάφη, κάπως παράδοξη.
Εάν, πάλι, ο σκοπός είναι η δημιουργία μίας αεροπορικής δύναμης που θα ενεργεί πραγματικά ανεξάρτητα από την ΤΑ και σε μεγάλη απόσταση από αυτήν, τότε η δύναμη των 24 αεροσκαφών είναι πενιχρή, ειδικά για τα δεδομένα της Ανατολικής Μεσογείου. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο νέα LHD σκάφη του ΤΝ αποτελούν μία καινούργια απειλή για το ΠΝ.
Στον τομέα της ναυτικής αεροπορίας, το Τουρκικό Ναυτικό θα αρχίσει να εντάσσει στο προσεχές μέλλον έξι (6) ακόμη νέα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας τύπου ATR-72. Τα αεροσκάφη αυτά που θα έχουν ρόλο ανθυποβρυχιακό και εναντίον σκαφών επιφανείας (τόσο επιτήρησης/εντοπισμού όσο και προσβολής) συμπληρώνουν την υφιστάμενη δύναμη με αεροσκάφη υψηλότερων επιδόσεων – σημαντική παράμετρος στις αποστολές ανοικτής θαλάσσης.
Παρ’ όλα αυτά, το πρόγραμμα Meltem III (που αποδίδει τα ATR-72 ναυτικής συνεργασίας) έχει αποδειχθεί προβληματικό στην πράξη. Επιπλέον, το ΤΝ έχει εκφράσει την πρόθεση (αν και πρόθεση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και υλοποίηση) για απόκτηση πολύ μεγαλύτερων ικανοτήτων αεροσκαφών, με προδιαγραφές που στην πράξη παραπέμπουν στο αεροσκάφος P-8 Poseidon. Αυτό που με βεβαιότητα μπορεί να ειπωθεί είναι ότι στο προσεχές μέλλον το ΤΝ θα διαθέτει δώδεκα (12) αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας, με πολύ σημαντικές δυνατότητες στον πόλεμο επιφανείας και, κυρίως, στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο.
Στον αντίποδα, το ΠΝ θα παραλάβει στο προσεχές μέλλον έξι (6) αεροσκάφη P-3B εκσυγχρονισμένα Orion. Το προβληματικό αυτό -από οικονομικής και τεχνικής απόψεως- πρόγραμμα στην πραγματικότητα ενισχύει αποκλειστικά τη δυνατότητα του ΠΝ να ασκεί επιτήρηση εν καιρώ ειρήνης στις εκτάσεις της Αν. Μεσογείου όπου η Ελλάς προσπαθεί να κατοχυρώσει το καθεστώς ΑΟΖ που δικαιούται. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εκσυγχρονισμός των αεροσκαφών δεν περιλαμβάνει συστήματα ανθυποβρυχιακού πολέμου, δηλαδή το αεροσκάφος δεν θα συμβάλει καθόλου στην αντιμετώπιση της οξύτερης επιχειρησιακής απειλής του ΠΝ.
Ο τομέας στον οποίον το ΤΝ θα κάνει πραγματικό άλμα στο προσεχές μέλλον είναι τα υποβρύχια. Ανάμεσα στο 2023 και στο 2028 θα εισέλθουν σε υπηρεσία έξι (6) νέα υποβρύχια τύπου 214ΤΝ, κλάσης “Reis”. Τα υποβρύχια αυτά, εφάμιλλα των ελληνικών «Παπανικολής», θα αντικαταστήσουν τα τέσσερα παλαιά 209/1200 και είτε θα αντικαταστήσουν και δύο 209/1400 είτε θα αυξήσουν την οροφή των τουρκικών υποβρυχίων κατά δύο. Όπως είναι προφανές, ο ραγδαίος εκσυγχρονισμός των τουρκικών υποβρυχίων καθιστά το πρόβλημα των πεπαλαιωμένων κυρίων μονάδων επιφανείας του ΠΝ ακόμη οξύτερο.
Στο τομέα των Ταχέων Σκαφών, το ΤΝ σχεδιάζει την αντικατάσταση των δέκα παλαιότερων σκαφών των κλάσεων Kiliç, Rüzgar και Doğan από τη νέα αναπτυσσόμενη κλάση FACM 55, εγχώριας σχεδίασης και κατασκευής, με έντονα χαρακτηριστικά χαμηλού ίχνους. Ο σχεδιαζόμενος αριθμός των δέκα σκαφών εντός την ερχόμενης δεκαετίας πιθανότατα θα οδηγήσει στην πλήρη αντικατάσταση των παλαιών σκαφών εντός της επόμενης δεκαετίας.
Επισημαίνεται πάντως ότι, βάσει της εμπειρίας από τα σκάφη Milgem, τα έντονα οπτικά χαρακτηριστικά σχεδίασης χαμηλής ραδιοδιατομής δεν αποδίδουν κατ’ ανάγκην και χαμηλή ραδιοδιατομή. Από ελληνικής πλευράς, το ΠΝ αναμένει την άμεση ένταξη στον στόλο δύο (2) επιπλέον σκαφών της κλάσεως Ρουσσέν, που θα ανεβάσει τα σκάφη σε επτά (7) συνολικά. Αυτή αποτελεί άλλωστε και τη μόνη βέβαιη ενίσχυση του στόλου για το μέλλον.
Τέλος, το ΤΝ σχεδιάζει την περαιτέρω αντικατάσταση αντιαεροπορικών κυρίων μονάδων Gabya με τη σχεδιαζόμενη νέα κλάση αντιτορπιλικού (μεταξύ 7.000 και 8.000 τόνων), εγχώριας κατασκευής TF-2000 που προβλέπεται να εξοπλιστεί με εγχώριας σχεδίασης και κατασκευής ραντάρ μεγάλου βεληνεκούς, διάταξης φάσης τύπου “Çafrad”.
Η πρόθεση του ΤΝ είναι να εισέλθει το πρώτος σκάφος της κλάσης σε υπηρεσία το 2025 (έναντι του μέχρι πρόσφατα επιθυμητού, για επετειακούς λόγους, 2023). Το σκάφος αυτό είναι ναυπηγικά σημαντικά μεγαλύτερο και πιο πολύπλοκο από την προηγούμενη κλάση που η τουρκική ναυτική βιομηχανία έχει σχεδιάσει –με ούτως ή άλλως περιορισμένη επιτυχία.
Επιπλέον, ο κεντρικός για τον επιχειρησιακό του ρόλο αισθητήρας, το ραντάρ Çafrad θα αποτελέσει ένα πολύ μεγάλο άλμα για την τουρκική βιομηχανία, σε σύγκριση με τα μέχρι τώρα σχεδιαστικά επιτεύγματά της. Συνεπώς, είναι ρεαλιστική η αναμονή δύο πιθανών εξελίξεων: είτε της σημαντικά μεγάλης καθυστέρησης της ολοκλήρωσης και εισόδου σε υπηρεσία των σκαφών της κλάσης αυτής, είτε η εισαγωγή σκαφών με σημαντικά υποβαθμισμένες επιδόσεις.
Από ελληνικής πλευράς, δεν υπάρχει καμία σχεδιασμένη ενέργεια εισαγωγής σε υπηρεσία νέων κύριων μονάδων επιφανείας. Υπάρχει η γενική επιθυμία για προμήθεια δύο έως τεσσάρων κυρίων μονάδων επιφανείας με ιδιαίτερη έμφαση στον αντιαεροπορικό ρόλο.
Έτσι, κατά καιρούς εκδηλώνεται το ενδιαφέρον, ή, για την ακρίβεια, «κινητικότητα» γύρω από την παραχώρηση αντιτορπιλικών κλάσεως Arleigh Burke από το Αμερικανικό Ναυτικό, ή για απόκτηση –με κάποιου είδους «μείζονα» διευκόλυνση- δύο (2) φρεγατών FREMM από τη Γαλλία ή για αγορά «δύο έως τεσσάρων» (2-4) φρεγατών Belh@rra από τη Γαλλία. Και οι τρεις αυτές περιπτώσεις αποτελούν μακροχρόνιες επιδιώξεις του ΠΝ, που καθεμιά της έχει τα χαρακτηριστικά της:
- το αμερικανικό αντιτορπιλικό αποτελεί μία ευκαιρία δωρεάν παραχώρησης υλικού εν καιρώ απόλυτης ένδειας του ελληνικού αμυντικού προϋπολογισμού, αλλά έχει υψηλό κόστος συντήρησης, πολύ μεγάλο πλήρωμα, ενώ το Aegis είναι δοκιμασμένο σύστημα επί 4 δεκαετίες αλλά παλαιάς/απερχόμενης τεχνολογίας PESA
- η γαλλική φρεγάτα FREMM αποτελεί εκπλήρωση πολιτικού γραμματίου που κάποιοι οφείλουν (ή θεωρούν ότι οφείλουν) προς τη Γαλλία, αλλά το σύστημα Herakles είναι μεταβατικής τεχνολογίας και σχετικά μειωμένων δυνατοτήτων
- η γαλλική φρεγάτα Belh@rara μάλλον βρίσκεται πιο κοντά στα επιθυμητά μεγέθη του ΠΝ, καθώς περιλαμβάνει σύγχρονες τεχνολογίες ραντάρ κ.λπ.
Το πρόβλημα είναι ότι τα αντιτορπιλικά Arleigh Burke είναι εξαιρετικά απίθανο να αποδεσμευτούν από το Αμερικανικό Ναυτικό για λόγους που έχουν σχέση με τον σχεδιασμό του ιδίου, ενώ ούτε οι φρεγάτες FREMM μπορούν να διατεθούν από το Γαλλικό Ναυτικό, όπως κατέδειξε η πρόσφατη ιλαροτραγωδία του Απριλίου του 2018, αφού τα τρία σκάφη της κλάσης αποτελούν κρίσιμα σκάφη για τους ίδιους τους Γάλλους. Σε ό,τι αφορά τις φρεγάτες Belh@rra, η πρώτη σχεδιάζεται να τεθεί σε υπηρεσία στο Γαλλικό Ναυτικό το 2023.
Το εάν η προοπτική απόκτησης δύο (2) ή τεσσάρων (4) σκαφών του τύπου αποτελεί ρεαλιστική προοπτική ή απλή πολιτική γυμναστική, μπορεί να αποτελέσει πολιτική (στην πραγματικότητα) εκτίμηση του καθενός.
Επισημαίνεται απλώς ότι η προοπτική αυτή -δεδομένης της απόλυτης αδυναμίας της χώρας να χρηματοδοτήσει την αγορά αυτή από τον προϋπολογισμό της και/ή με δανεισμό- έχει συναρτηθεί με την προοπτική αποδέσμευσης κερδών που οι Κεντρικές Τράπεζες των δανειστριών χωρών είχαν από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων, οπότε τα αναλογούντα στη Γαλλία κέρδη θα έφταναν για την πληρωμή δύο (2) φρεγατών Belh@rra, το κόστος των οποίων κυμαίνεται περί τα δύο δις €.
Επισημαίνεται ότι η προοπτική αποδέσμευσης των κερδών αυτών δεν αποτελεί διακρατικό θέμα αλλά απόφαση «ευρωπαϊκής» πολιτικής, όπου αποφασιστικό ρόλο έχει η Γερμανία, συνεπώς η όλη εξέλιξη εξαρτάται εν πολλοίς από τη διάθεση της Γερμανίας, και μάλιστα όχι ειδικά στο θέμα των Belh@rra αλλά στη συνολική πολιτική της έναντι των ευρωπαϊκών οικονομικών υποθέσεων. Στις προοπτικές της υπόθεσης, ας συνυπολογιστεί και πρόθεση/ανάγκη της ελληνικής κυβέρνησης να επιλύσει στο πλαίσιο της αγοράς και το ζήτημα των ναυπηγείων του Σκαραμαγκά…
Εκτίμηση της Μελλοντικής Κατάστασης
Πώς μπορεί να εκτιμηθεί η κατάσταση του ισοζυγίου ναυτικής ισχύος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία στο προβλεπτό μέλλον, με βάση τα πολύ βασικά δεδομένα που εκτέθηκαν προηγουμένως; Αν θεωρήσουμε ως χρονικό ορίζοντα της εκτίμησης την επόμενη δεκαετία, τότε η κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής:
Το ΠΝ αδυνατεί να διατηρήσει μια, έστω και υποτυπώδη δύναμη κυρίων μονάδων επιφανείας. Από τα σκάφη της Διοικήσεως Φρεγατών, τα εννέα παύουν να έχουν επιχειρησιακή αξία, τα τέσσερα απαξιώνονται ραγδαία, ενώ διαφαίνεται οικονομική αδυναμία εκσυγχρονισμού τους. Επιπλέον, διαφαίνεται απόλυτη αδυναμία αγοράς νέων κυρίων μονάδων επιφανείας. Η οικονομική κατάσταση της χώρας, ρεαλιστικά αποτιμώμενη, δεν επιτρέπει κατά την ερχόμενη δεκαετία κάτι περισσότερο από τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων «Ύδρα».
Η όποια προοπτική ενίσχυσης της Διοίκησης Φρεγατών φαίνεται να έχει εναποτεθεί σε παραχωρήσεις σκαφών από τις ΗΠΑ ή την Γαλλία, αλλά οι προοπτικές απόκτησης σκαφών μέσω αυτών των οδών είναι –ρεαλιστικά- πολύ περιορισμένες. Ακόμη κι αν πραγματοποιηθεί μία τέτοια παραχώρηση, είναι ρεαλιστικά εξαιρετικά απίθανο να αφορά περισσότερα από δύο (2) σκάφη.
Συνεπώς, η μελλοντική δύναμη του Στόλου σε κύριες μονάδες θα διαμορφωθεί στο προσεχές μέλλον σε τέσσερεις μετρίων δυνατοτήτων φρεγάτες «Ύδρα» – στο λιγότερο ευνοϊκό σενάριο – ή σε τέσσερεις μετρίων δυνατοτήτων φρεγάτες «Ύδρα» και σε δύο μεγάλα σκάφη με αντιαεροπορικό προσανατολισμό, μεσαίων ή σημαντικών δυνατοτήτων – στο περισσότερο ευνοϊκό αλλά πολύ λιγότερο πιθανό σενάριο.
Σε αντίθεση με την κατάσταση αυτή, το ΤΝ έχει ένα δρομολογημένο και σε εξέλιξη πρόγραμμα ναυπηγήσεων για τη σταδιακή αντικατάσταση των, ούτως ή άλλως νεώτερων και πιο σύγχρονων, μονάδων του. Το ΤΝ αντικαθιστά τις κύριες μονάδες του με σκάφη εγχώριας σχεδίασης και ναυπήγησης.
Τα σκάφη αυτά είναι υποδεέστερων ικανοτήτων έναντι των αντιστοίχων δυτικών (π.χ. από απόψεως θαλάσσιας συμπεριφοράς, που είναι ένα εμφανές χαρακτηριστικό) και, στον βαθμό που σταδιακά εξοπλίζονται με συστήματα τουρκικής κατασκευής (αισθητήρες και όπλα), έχουν και κατ’ αυτό υποδεέστερες επιδόσεις.
Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το αναπτυσσόμενο αντιτορπιλικό/φρεγάτα αντιαεροπορικού ρόλου TF-2000, δεδομένης όχι μόνον της πολυπλοκότητας του ιδίου του σκάφους αλλά και του ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών Çafrad, είναι αμφίβολο το εάν το σκάφος θα έχει επιδόσεις συγκρίσιμες με τα αντίστοιχα δυτικά σκάφη της ίδιας κατηγορίας. Επισημαίνεται, πάντως, ότι οι τυπικές προδιαγραφές των συστημάτων της Aselsan είναι παρεμφερείς με τις αντίστοιχες δυτικών συστημάτων.
Αν παραβλέψει κανείς το προφανές στρατηγικό όφελος που προκύπτει για την Τουρκία από απόψεως ανάπτυξης τεχνογνωσίας (στις πρώτες προσπάθειες η τεχνογνωσία κάθε βιομηχανικής/τεχνολογικής δύναμης, ιστορικά, υπολείπεται της αιχμής στον αντίστοιχο τομέα), η Τουρκία θα διατηρήσει μία υψηλή οροφή από νεότευκτες ή σχετικά σύγχρονες κύριες μονάδες, μετρίων δυνατοτήτων, ενώ η Ελλάδα θα έχει αντίστοιχα στη διάθεσή της έναν στόλο από τέσσερεις «Ύδρα» ή τέσσερεις «Ύδρα» και δύο “Arleigh Burke”/FREMM/Belh@rra.
Το ΤΝ θα έχει σταδιακά στη διάθεσή του μία ιδιαίτερα σύγχρονη υποβρύχια δύναμη από έξι (6) σύγχρονα και οκτώ (8) αξιόμαχα υποβρύχια (δηλαδή ένα σύνολο δέκα τεσσάρων (14) σκαφών), ενώ στο ίδιο διάστημα η υποβρύχια δύναμη του ΠΝ θα περιορίζεται στα πέντε (5) σύγχρονα υποβρύχια.
Το ΤΝ θα διατηρεί σταθερά μία δύναμη δεκαεννέα (19) σύγχρονων πυραυλακάτων, τη στιγμή που η αντίστοιχη ελληνική δύναμη θα συρρικνωθεί στα επτά (7) σύγχρονα σκάφη, ενώ με κάποια προσπάθεια θα επιδιωχθεί πιθανότατα να διατηρηθεί μία τετράδα από μία από τις δύο παραλλαγές της Combattante, με πιθανότερη την IIIA («Λάσκος»), ανεβάζοντας τη δύναμη των ΤΣΚΒ σε ένδεκα (11).
Τέλος, ενώ η Τουρκία θα διαθέτει μία αρκετά ικανή δύναμη δώδεκα (12) σχετικά νέων και αρκετά σύγχρονων αεροσκαφών αεροναυτικής συνεργασίας, με ανθυποβρυχιακό προσανατολισμό, το ΠΝ θα διαθέτει έξι (6) αεροσκάφη αεροναυτικής συνεργασίας χωρίς ανθυποβρυχιακές ικανότητες. Επιπλέον αυτών, το ΤΝ θα διαθέτει ένα, και αργότερα δύο, ελικοπτεροφόρα αποβατικά δεξαμενής.
Για να συνοψίσουμε, κάπως, την κατάσταση ποιοτικά, αυτό που διαφαίνεται ότι θα συμβεί την επόμενη δεκαετία είναι ότι το ΤΝ θα διατηρεί την παρούσα αριθμητική του ισχύ κατά κατηγορία σκαφών έχοντας σε υπηρεσία σύγχρονα ή πάντως σχετικά νέα και αξιόμαχα σκάφη, ενώ το ΠΝ θα αδυνατεί να διατηρήσει τις παρούσες οροφές ανά κατηγορία, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των σκαφών του είναι ήδη πολύ παλιάς ηλικίας και δεν διαφαίνεται οικονομική δυνατότητα νέων ναυπηγήσεων.
Το χαρακτηριστικό με τα σκάφη του ΤΝ είναι ότι εξ αιτίας της επιλογής εγχωρίων ναυπηγήσεων, τα νέα σκάφη είναι μεν σύγχρονα, δεν (θα) αντιπροσωπεύουν όμως επιδόσεις αιχμής στην κατηγορία τους. Από την άλλη, το ΠΝ φαίνεται ότι θα μείνει με έναν αξιοσημείωτο αλλά πολύ περιορισμένο πυρήνα από υποβρύχια και πυραυλακάτους, αλλά πέραν αυτού η δύναμή του θα μειωθεί δραστικά.
Τι σημαίνουν αυτά από επιχειρησιακής απόψεως;
Στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου, η –ήδη θεωρητική μόνον– ικανότητα του ΠΝ να διεκδικήσει θαλάσσιο έλεγχο, θα εκλείψει ακόμη και θεωρητικά. Στο ευνοϊκό για υποβρύχια δράση περιβάλλον του Αιγαίου, η τουρκική υποβρύχια απειλή θα ενισχυθεί δραματικά, ενώ η αντίστοιχη ελληνική ανθυποβρυχιακή ικανότητα θα αδυνατίσει δραματικά, αφ’ ενός λόγω της μείωσης των σκαφών με ανθυποβρυχιακή ικανότητα, αφ’ ετέρου λόγω της γήρανσης των εν ενεργεία.
Η ανθυποβρυχιακή ικανότητα είναι συνδυασμός τεχνολογίας και αριθμών, ενώ το «γήπεδο» ευνοεί τα υποβρύχια, και το μόνον επιπλέον ανθυποβρυχιακό μέσον, τα Ε/Π, παρ’ ότι θεωρητικώς ανεξάρτητα από τα σκάφη του στόλου, μέχρι ενός σημείου μπορούν να δράσουν αυτόνομα χωρίς αφ’ ενός σκάφη να τα υποστηρίζουν με επί τόπου ανεφοδιασμούς και ανάπαυση, αφ’ ετέρου με τον συνδυασμό των δικών τους Α/Υ μέσων.
Χωρίς προσθήκη νέων κυρίων μονάδων, οι τέσσερεις «Ύδρα», που στην πράξη θα είναι ανά πάσα στιγμή τρεις διαθέσιμες, θα σχηματίζουν μια πολύ μικρή μοίρα με περιορισμένες δυνατότητες αυτοάμυνας σε αεροπορικές επιθέσεις. Στον αγώνα επιφανείας, οι δυνατότητες εξαρτώνται –και εκεί– από το πλήθος των όπλων και των αισθητήρων.
Ασφαλώς η ποιότητα των όπλων και των αισθητήρων παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά ως προς αυτά, το ΠΝ δεν φαίνεται να μπορεί να διεκδικήσει κάποιο πλεονέκτημα. Η δημιουργούμενη ανισορροπία είναι τόσο έντονη, που είναι εκτός πραγματικότητος να αναμένει κανείς να ανατραπεί με τακτική δεξιότητα. Οι δυνάμεις απαγόρευσης του ΤΝ -υποβρύχια και πυραυλάκατοι- θα έχουν τέτοιο μείγμα ποσότητας και ποιότητας που θα είναι πλέον πολύ εύκολο να απαγορεύεται η πρόσβαση των κυρίων μονάδων του ΠΝ στο Αιγαίο.
Οι δυνάμεις απαγόρευσης του ΠΝ, δηλαδή τα υποβρύχια και οι πυραυλάκατοι, θα είναι κατ’ ουσίαν τα μόνα όπλα που το ΠΝ θα έχει για να επιχειρεί να αντιμετωπίσει ναυτικές ενέργειες της Τουρκίας στο Αιγαίο. Η εξέλιξη των αριθμών τους, όμως, είναι τέτοια που θα δυσκολευτούν ιδιαίτερα για να καλύψουν τους απαιτούμενους τομείς. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι το ΠΝ δεν θα μπορεί να αντιδρά έγκαιρα σε τουρκικές επιχειρησιακές ενέργειες, αφού τα μέσα του θα είναι, υποχρεωτικά, πολύ πιο αραιά διεσπαρμένα.
Στο θέατρο επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου, η δυνατότητα του ΠΝ να προβάλλει αξιόπιστα ναυτική ισχύ στην περιοχή, προασπίζοντας πρακτικά τα κρίσιμα ελληνικά δικαιώματα εκεί, θα είναι από εξαιρετικά περιορισμένη έως ανύπαρκτη.
Η προβολή αξιόπιστης ναυτικής ισχύος σε μία τέτοια περιοχή ανοικτής θαλάσσης, με εχθρική αεροπορική κυριαρχία, σημαίνει ότι θα πρέπει να μπορεί να αναπτυχθεί εκεί ναυτική μοίρα που να μπορεί να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά στην εχθρική αεροπορική απειλή, δηλαδή πρακτικά να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μαζικές αεροπορικές επιθέσεις του εχθρού, προφανώς σε συνδυασμό με υποβρυχιακές επιθέσεις.
Η επιτυχής αντιαεροπορική άμυνα σε ένα τέτοιο περιβάλλον σημαίνει πρώτα και πάνω απ’ όλα δυνατότητα μαζικής αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής ικανότητας σε διαδοχικές ζώνες, και επίγνωση τακτικής καταστάσεως σε μεγάλη ακτίνα γύρω από τη μοίρα. Μία τέτοια δυνατότητα απαιτεί κατ’ ελάχιστον τέσσερα (4) (διαθέσιμα) σκάφη υψηλών αντιαεροπορικών ικανοτήτων. Αυτή είναι μία δυνατότητα που το ΠΝ δεν διαθέτει, και είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα μπορούσε να αποκτήσει εγκαίρως -δηλαδή όσο διαμορφώνεται και σταδιακά παγιώνεται το status quo στην περιοχή- ακόμη και στην περίπτωση που θα μπορούσαν να επιλυθούν τα σχετικά οικονομικά προβλήματα.
Από τις δυνάμεις απαγόρευσης του ΠΝ, οι πυραυλάκατοι δεν έχουν σημεία αγκιστρώσεως στην ανοικτή θάλασσα ενώ η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητά τους μειώνεται ραγδαία ακόμη και σε μετρίως αντίξοες καιρικές συνθήκες. Συνεπώς, οι δυνάμεις αυτές -που ούτως ή άλλως βαίνουν συνεχώς πιο αδύναμες- έχουν εγγενώς περιορισμένες δυνατότητες στην περιοχή αυτή.
Τα υποβρύχια χάνουν την αποτελεσματικότητα που έχουν στις υδρογραφικές συνθήκες του Αιγαίου, παραμένουν όμως εξαιρετικά επικίνδυνα, όπως δείχνουν σταθερά οι ασκήσεις Proud Manta. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η -συνεχώς μειούμενη και αυτή- υποβρύχια δύναμη του ΠΝ θα έχει σύγχρονα σκάφη, ενώ οι σοβαρότερες ανθυποβρυχιακές δυνατότητες του ΤΝ θα προέρχονται από τα ίδια τα δικά του υποβρύχια, όχι άμεσα διαθέσιμα, καθιστά την ελληνική υποβρύχια δύναμη τη μόνη που μπορεί να επιχειρεί αξιόπιστα στην Αν. Μεσόγειο. Συνεπώς, οι -πολύ περιορισμένες- υποβρύχιες δυνάμεις θα παραμείνουν ο μοναδικός τρόπος επιρροής του ΠΝ σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα υποβρύχια έχουν έναν κρίσιμο περιορισμό στον ρόλο αυτόν: η παρουσία τους δεν μπορεί να είναι εμφανής, σε ένα θέατρο επιχειρήσεων όπου η προβολή ισχύος απαιτεί κατ’ αρχάς εμφανή παρουσία, δηλαδή κύριες μονάδες επιφανείας. Αυτό αποτελεί έναν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα, όχι μόνον για λόγους αρχής αλλά για πρακτικούς, επιχειρησιακούς λόγους.
Το πρόβλημα είναι ότι το ΠΝ και η Χώρα δεν φαίνεται να έχει καλύτερες επιλογές. Εάν δεν μπορεί να εξασφαλιστεί σοβαρή παρουσία με κύριες μονάδες επιφανείας, τότε οι εναλλακτικές είναι: είτε να μην υπάρχει καθόλου παρουσία, είτε να υπάρχει παρουσία που βασίζεται στα υποβρύχια, και η οποία χρειάζεται πιο λεπτό πολιτικό χειρισμό.
Πέραν των δύο αυτών βασικών ζητημάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω , θα πρέπει να επισημανθεί το εξής: Εφ’ όσον η ΠΑ δεν κατορθώσει να αποτρέπει την εχθρική αεροπορική υπεροχή, και εφ’ όσον οι δυνάμεις θαλασσίου ελέγχου του ΠΝ συρρικνώνονται δραματικά, καθώς το ΤΝ διατηρεί ισχυρές δυνάμεις επιφανείας και προσθέτει στη δύναμή του μία ιδιαίτερα ισχυρή δυνατότητα υποστήριξης αποβατικών επιχειρήσεων, είναι δυνατόν η Τουρκία να αρχίσει σταδιακά να απειλεί στρατηγικά, εμπράκτως, όχι μόνον τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπως μέχρι σήμερα, αλλά και την Κρήτη.
Πράγματι, εφ’ όσον η ΤΑ καταστείλει επαρκώς την Πολεμική Αεροπορία, τότε το ΤΝ μπορεί να σχηματίσει και να προστατεύσει ικανοποιητικά μεγάλη μοίρα με σημαντικές αμφίβιες δυνάμεις. Η Κρήτη, της οποίας η στρατηγική σημασία δεν χρειάζεται να εξηγηθεί, έχει ελάχιστες χερσαίες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει ακόμη και περιορισμένης ισχύος ενέργεια. Θα ήταν περιττό να εξηγηθεί η επιβάρυνση της στρατηγικής κατάστασης της χώρας εφ’ όσον αρχίσει να αναδύεται τέτοια απειλή. Προφανώς η απειλή αυτή δεν είναι άμεση, όμως είναι μεσοπρόθεσμη, και οι ενδείξεις προς την κατεύθυνση αυτή δεν είναι καθόλου αμελητέες.
Πώς αποτιμάται, συνεπώς, η συνολική εικόνα του ναυτικού ισοζυγίου ισχύος για την επόμενη δεκαετία;
Η απάντηση είναι απλή: η οικονομική καχεξία της χώρας οδηγεί σε ταχεία απομείωση της ναυτικής μας ισχύος, έναντι ενός αντιπάλου που, ενώ είναι ήδη σε καλύτερη κατάσταση, έχει δρομολογήσει και υλοποιεί μια μεγάλη αύξηση της δικής του ναυτικής ισχύος. Όπως είναι τα πράγματα, οι ελπίδες της χώρας για τη διατήρηση κάποιας ισορροπίας επαφίενται αφ’ ενός στην (εξαιρετικά) καλή θέληση διαφόρων «συμμάχων» να ενισχύσουν τη δική μας ισχύ, αφ’ ετέρου σε κάποια απότομη κάμψη της τουρκικής οικονομικής ισχύος.
Είναι προφανές ότι κανείς «σύμμαχος» δεν βοηθά χωρίς να απαιτεί κάτι, κι είναι δυστυχώς απίθανο η τουρκική οικονομία να δεχτεί πλήγμα τέτοιας ισχύος που θα κάμψει αποφασιστικά το ναυτικό της πρόγραμμα, έστω κι αν οι διαφαινόμενες οικονομικές εξελίξεις δεν είναι τόσο ευοίωνες και για τη «φίλη και σύμμαχο». Η Τουρκία ανήκει ήδη στη «Λέσχη των G20» δηλαδή των 20 πιο ανεπτυγμένων οικονομιών παγκοσμίως, ενώ έγκυροι οικονομικοί παρατηρητές την ανεβάζουν μέχρι το 2030 στην 12η πιο ισχυρή θέση (ακριβώς πίσω από την 11η Γαλλία και 10η το Ηνωμένο Βασίλειο). Ιστορικά, οι ισχυρότερες οικονομίες πάνε παράλληλα με αντίστοιχα ισχυρές ένοπλες δυνάμεις.