Last updated on 30 Μαΐου, 2021 at 11:16 πμ
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Μη συγκρίνετε τους Ευρωπαίους Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης με εκείνους των ισλαμικών χωρών
Αναφερόμενος κανείς στη Θράκη μπορεί να πει πολλά πράγματα. Μπορεί πχ να μιλήσει για τις ομορφιές της, για την παράδοση της, για τα πλεονεκτήματα της κυρίως λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Ένα όμως είναι που την κάνει να ξεχωρίζει πραγματικά από τις υπόλοιπες εξίσου όμορφες περιοχές της πατρίδας μας.
Αναφέρομαι στην αρμονική συμβίωση Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη Θράκη, μια συμβίωση που αποτελεί αναμφίβολα παράδειγμα προς μίμηση παγκοσμίως κι αυτό δεν είναι κατόρθωμα ούτε των ελληνικών κυβερνήσεων ούτε των Τούρκων Προξένων που πέρασαν από το Προξενείο της Κομοτηνής.
Εμείς το πετύχαμε, εμείς ο απλός λαός γιατί έτσι μας αρέσει, γιατί έτσι ειρηνικά και όμορφα θέλουμε να ζούμε, γιατί δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα μεταξύ μας, γιατί είμαστε όλοι μας Έλληνες πολίτες και διαφέρουμε μόνο στο θρήσκευμα.
Του ανθρώπους όμως δεν τους κρίνουμε ούτε για το χρώμα τους ούτε για τη θρησκεία τους. Για τη συμπεριφορά τους και μόνο τους κρίνουμε κι εμείς εδώ στην Ελληνική Θράκη συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον σα να είμαστε κάτι παραπάνω κι από αδέλφια.
Δεν ξέρω τι ακριβώς διδάσκονται οι μουσουλμάνοι των λεγόμενων Ισλαμικών χωρών, δεν ξέρω πως το αντιλαμβάνονται το Ισλάμ. Εμάς όμως στους Ευρωπαίους Έλληνες Μουσουλμάνους της Θράκης κανένας Ιεροδιδάσκαλος δε μας μίλησε ποτέ για μίσος, για πόλεμο, για έχθρα. Μόνο για αγάπη και ειρήνη ανάμεσα στους ανθρώπους μας μιλούσαν και εξακολουθούν να μας μιλάνε.
Εμείς οι ίδιοι μεγαλώσαμε και τώρα μεγαλώνουμε και τα παιδιά μας με ευρωπαϊκά πρότυπα, με ευρωπαϊκή νοοτροπία, σε ένα πολιτισμένο περιβάλλον χωρίς μίσος και φανατισμό.
Ενδεχομένως και στη Θράκη να υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις, ίσως να υπάρχουν μουσουλμάνοι που δεν καλοβλέπουν τους χριστιανούς συμπολίτες τους και χριστιανοί που δεν καλοβλέπουν τους μουσουλμάνους συμπολίτες τους. Όλοι οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους. Για εμάς όμως εδώ στη Θράκη η ειρηνική συμβίωση ήταν, είναι και θα είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.
Τόσα χρόνια βλέπω τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας στην Ξάνθη να βοηθάει όποιον έχει ανάγκη, άσχετα αν είναι χριστιανός ή μουσουλμάνος. Πριν μερικούς μήνες είδα τον νέο τοποτηρητή Μουφτή Ξάνθης να πηγαίνει δέματα με είδη βασικής ανάγκης στον Σύλλογο Τυφλών μέλη του οποίου είναι και χριστιανοί και μουσουλμάνοι.
Να λοιπόν γιατί οποιαδήποτε σύγκριση μας με τους φανατικούς ισλαμιστές άλλων χωρών είναι όχι απλά άστοχη αλλά και επικίνδυνη.
Δεν ξέρω αν στη νοοτροπία αυτών των λαών είναι όλα όσα βλέπουμε να συμβαίνουν και στη χώρα μας με τους λαθρομετανάστες, βιασμοί παιδιών, βία κλπ. Να είστε σίγουροι όμως πως όλα αυτά δεν ήταν και δεν είναι στη νοοτροπία των Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης.
Το Ισλάμ δεν είναι απαραίτητα ΤΖΙΧΑΝΤ, αυτό είναι θέμα νοοτροπία και πολιτισμού του κάθε λαού κι όχι της θρησκείας.
Αυτό το Ισλάμ διδάσκονται οι μουσουλμάνοι της Θράκης
Ποτέ ως τώρα δε μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ κάποια καθαρά ισλαμική χώρα, ούτε καν τη γειτονική μας Τουρκία, πόσο μάλλον κάποια από τις αραβικές χώρες όπου τα πράγματα ως προς τη θρησκεία είναι μάλλον πολύ πιο αυστηρά. Είμαι σίγουρος πως εμείς οι μουσουλμάνοι που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και ζούμε στην Ευρώπη έχουμε μια τελείως διαφορετική αντίληψη για τη θρησκεία.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, στις 8 Αυγούστου κλείνω τα 41 αλλά όλα όσα διδάχτηκα στα σχολικά μου χρόνια για τη θρησκεία μου, το Ισλάμ τα θυμάμαι ένα ένα λες και ήταν μόλις χθες.
Τα λόγια του Χότζα (ιεροδιδάσκαλου) ηχούν ακόμα στα αφτιά μου. Μην καταναλώνεις αλκοόλ, το απαγορεύει η θρησκεία μας αλλά το αλκοόλ μπορεί να σε οδηγήσει και σε άσχημες πράξεις σκοτώσεις ή να σκοτωθείς.
Μην καταναλώνεις χοιρινό, το απαγορεύει η θρησκεία μας, μια θρησκεία όμως αραβική και στις αραβικές χώρες με τόση ζέστη, η κατανάλωση τόσο λιπαρού κρέατος προκαλεί πολλά προβλήματα στην υγεία.
Μην κλέβεις διότι αυτό που θα κλέψεις δε σου ανήκει και δεν έχεις δικαίωμα να το στερήσεις από αυτόν στον οποίον ανήκει.
Μη σκοτώσεις ούτε άνθρωπο ούτε ζώο, τη ζωή τη δίνει και την παίρνει μόνο ο θεό;.
Βοήθα όσους, όσο και όποτε μπορείς κι αν δε μπορείς να βοηθήσεις, τουλάχιστον μην κάνεις κακό.
Σεβάσου τους γονείς σου, τους μεγαλύτερους σου και γενικότερα τον συνάνθρωπο σου.
ΟΧΙ, τουλάχιστον ο δικός μου ιεροδιδάσκαλος δε μου μίλησε ποτέ για μίσος. Δε μου είπε ποτέ πως είναι εχθρός μου όποιος δεν είναι μουσουλμάνος. Ο δικός μου ιεροδιδάσκαλος μου μεταλαμπάδευσε την αγάπη για την πατρίδα μου την Ελλάδα, για την ελληνική σημαία. Από το δικό του στόμα άκουσα για πρώτη φορά τον εθνικό μας ύμνο κι ας ήταν Χότζας.
Δεν ξέρω τι απ’ όλα αυτά ισχύει και τι όχι στις ισλαμικές χώρες κι ούτε με ενδιαφέρει να μάθω. Μου αρέσει το Ισλάμ που διδάχθηκα εγώ γιατί μιλάει για αγάπη, ειρήνη, ανθρωπιά. Αν, λέω αν σε κάποιες χώρες το Ισλάμ μιλάει για μίσος και πόλεμο, τότε ευχαριστώ αλλά δε θα πάρω. Κρατάω αυτά που μου έμαθαν στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΛΛΑΔΑ.
Σχετικά με τη δήθεν καταπίεση των Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης από το ελληνικό κράτος
Μέχρι και πριν από 30 με 40 χρόνια ήταν μάλλον δικαιολογημένα τα παράπονα των Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης για καταπίεση τους από την ελληνική πολιτεία, για μη ίσα δικαιώματα με τους Χριστιανούς Έλληνες κλπ αλλά αυτό έχει πάψει να ισχύει εδώ και πολλά χρόνια.
Σήμερα στην Ευρωπαϊκή και πάνω απ’ όλα δημοκρατική Ελλάδα, μουσουλμάνοι και χριστιανοί στη Θράκη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις και φυσικά ούτε λόγος για θρησκευτική καταπίεση.
Κάθε μουσουλμανικός οικισμός της Θράκης έχει το τζαμί του, όλοι οι μουσουλμάνοι της περιοχής ασκούν χωρίς κανένα εμπόδιο τα θρησκευτικά τους καθήκοντα κι αν κάποιος ισχυριστεί το αντίθετο, λέει ψέματα.
Ας βγει έστω ένας μουσουλμάνος της Θράκης να αποδείξει πως με τον Α ή Β τρόπο παρεμποδίζεται ως προς την άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων. Ας βγουν οι κάτοικοι έστω ενός μουσουλμανικού οικισμού να αποδείξουν πως η ελληνική πολιτεία τους απαγόρευσε να χτίσουν το δικό τους τζαμί.
Το ακριβώς αντίθετο ισχύει στη Θράκη.
Υπάρχει δηλαδή υπερβολική ελευθερία με αποτέλεσμα οι γνωστοί σε όλους μας κύκλοι να δρουν ανενόχλητοι κατά της Ελλάδας. Ακόμα κι εκείνοι που φανερά δηλώνουν Τούρκοι και μιλάνε για (μόνο στη φαντασία τους) τουρκική μειονότητα στη Θράκη, απολαμβάνουν την ίδια ελευθερία και τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες της περιοχής.
Αν υπάρχουν κάποιοι μουσουλμάνοι στη Θράκη που να μπορούν να μιλάνε όχι για καταπίεση αλλά για αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας αυτοί είναι οι Πομάκοι. Όχι ότι κι αυτοί δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους, απλά υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει τεράστια αδιαφορία – αδράνεια ως προς την καταγραφή και διάσωση της γλώσσας τους καθώς και της πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας συν το ότι η στάση αυτή της Ελλάδας τους σπρώχνει στην αγκαλιά της Άγκυρας.
Κατά τα άλλα, όταν ακούτε μουσουλμάνους πολιτικούς να μιλάνε για καταπίεση στη Θράκη να ξέρετε πως εννοούν ένα και μόνο πράγμα. Τη μη αναγνώριση τουρκικής μειονότητας στη Θράκη, κάτι που δηλαδή που έτσι κι αλλιώς υπάρχει μόνο στο άρρωστο μυαλό τους.
*Ο Σεμπαϊδήν Καραχότζα γεννήθηκε το 1979 στο Προσήλιο του Νομού Ξάνθης, της Θράκης. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο Προσήλιο και το Γυμνάσιο στη Σμίνθη. Στην Ξάνθη τελείωσε το 3ο Γενικό Λύκειο. Το 1997 συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά δεν κατόρθωσε να τις ολοκληρώσει, λόγω προβλημάτων υγείας. Από το 2006 και για τρία χρόνια ήταν ο εκδότης της δίγλωσσης (ελληνικά- πομακικά) εφημερίδας «Natpresh» – H ανεξάρτητη φωνή των Πομάκων».
Eργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Τόλμη» και στον τηλεοπτικό σταθμό «Κανάλι 6» της Ξάνθης, στο οποίο για πρώτη φορά ξεκίνησε να παρουσιάζει καθημερινά Δελτίο Ειδήσεων στην πομακική. Τα δελτία ειδήσεων στην πομακική είναι προσιτά και στο διαδίκτυο στη διεύθυνση http://www.youtube.com/user/kanali6. Έχει συνεργαστεί επίσης με διάφορα δημοσιογραφικά έντυπα και έχει λάβει μέρος σε πολλά συνέδρια και ημερίδες σε όλη την Ελλάδα.
Ο Σ. Καραχότζα είναι ο συγγραφέας των βιβλίων:
– Η καθημερινή γλώσσα των Πομάκων της περιοχής Μύκης, Ξάνθη, 2006, εκδ. Σπανίδη,
– Έτσι ζουν οι Πομάκοι – Isîy zhïvót Pomátsise, Ξάνθη 2007.
Και ένα ενδιαφέρον άρθρο:
Και πομάκικο έθνος στην Ελλάδα; http://www.lithoksou.net/p/kai-pomakiko-ethnos-stin-ellada-2012
Η μειονότητα έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην εκπαιδευτική διαδικασία των μελών της, ακόμα και να διατηρεί μειονοτικά σχολεία. Το ελληνικό κράτος όμως θα πρέπει να υποχρεωθεί να εφαρμόσει ένα μειονοτικό, δίγλωσσο εκπαιδευτικό σύστημα, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης στην περιοχή:
• Θα πρέπει να εφαρμοστούν θετικές διακρίσεις (ποσόστωση κτλ) στην εκπαίδευση για τα παιδιά της μειονότητας (ήδη εφαρμόζεται), έτσι ώστε να ισοσταθμίζεται η ανισότητα που προκύπτει από τις εις βάρος της μειονότητας διακρίσεις.
• Οι κρατικές υπηρεσίες και ο διοικητικός μηχανισμός της περιοχής θα πρέπει να στελεχωθεί και από άτομα της μειονότητας, σε αναλογία με τον πληθυσμό της.
• Το σύνολο των εγγράφων και αποφάσεων που αφορούν την περιοχή θα πρέπει να γράφεται και στις δύο γλώσσες (ελληνικά και τουρκικά).
• Η επικοινωνία του κράτους με τους πολίτες στην περιοχή θα πρέπει να γίνεται και στις δύο γλώσσες. Τα άτομα της μειονότητας θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την τουρκική γλώσσα στο δημόσιο λόγο και το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους μειονοτικούς Τούρκους βουλευτές.
• Νομική προστασία της μειονότητας από τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία που προωθείται στην περιοχή από ακροδεξιές οργανώσεις και ομάδες.
• Κατάργηση του εκλογικού νόμου που προϋποθέτει το 3% για την είσοδο στη βουλή, νόμος ο οποίος ψηφίστηκε για να πλήξει τα δημοκρατικά δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας αλλά ταυτόχρονα και το σύνολο του εργαζόμενου λαού.
• κ.α.
Υ.Γ.
Η Τουρκία κατά καιρούς κατηγορείται ότι μετέφερε Τούρκους από άλλες περιοχές στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και σε άλλες περιοχές. Το ίδιο συνέβη ΚΑΙ από την άλλη πλευρά. Να σημειωθεί ότι και στη Δυτική Θράκη έγινε αλλοίωση του πληθυσμού, ενώ κατοικούνταν κυρίως από μουσουλμάνους πριν το 1922, και σαν μειονοτική περιοχή δεν θα έπρεπε να αλλοιωθεί πληθυσμιακά. Μεταφέρθηκαν στην περιοχή 200.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, ενώ ταυτόχρονα 60-80.000 μειονοτικοί έφυγαν στην Τουρκία. Κάποιοι πήραν τουρκική υπηκοότητα με τη θέληση τους, ενώ σε κάποιους τους αφαιρέθηκε η υπηκοότητα χωρίς καν οι ίδιοι να το γνωρίζουν. Επίσης, 20.000 περίπου μειονοτικοί της Θράκης ζουν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισσα, Βέρια κ.α. και άλλοι τόσοι στη Γερμανία. Δηλαδή τώρα οι μουσουλμάνοι της Θράκης θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 220-250.000. Την ίδια στιγμή στην Τουρκία είναι πάνω από 300-400.000 όσοι έχουν τουλάχιστον έναν από τους δύο γονείς τους με καταγωγή ή ρίζες (παππού-γιαγιά) από τη Δυτική Θράκη.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε να καταβάλει 8.000 ευρώ ως ηθική αποζημίωση για παραβίαση των άρθρων της ΕΣΔΑ σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα δίκαιης δίκης στην υπόθεση απαγόρευσης χρήσης της λέξης «Τουρκική» στο όνομα της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης». Ωστόσο η Ελλάδα καταβάλλει επίμονες προσπάθειες για να μην εφαρμόσει αυτές τις αποφάσεις.
Να υπενθυμίσουμε και τα του άρθρου 19. Το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας όριζε «όσοι πολίτες αλλογενείς εγκατέλειψαν την Ελλάδα χωρίς την πρόθεση επανόδου, μπορούν να απωλέσουν την ελληνική τους ιθαγένεια». Βάση των διατάξεων του συγκεκριμένου άρθρου 60.004 Έλληνες πολίτες απώλεσαν την ελληνική τους ιθαγένεια την περίοδο από το 1955 μέχρι το 1998 όπου το εν λόγω άρθρο βρισκόταν σε ισχύ. Από την ομάδα των 60.004 απολεσθέντων την ελληνική ιθαγένεια, οι 46.638 ήταν μέλη της Τουρκικής-Μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης.
Όπως προκύπτει από τους αριθμούς κύρια ομάδα στόχος του άρθρου 19 υπήρξαν τα μέλη της Τουρκικής Μειονότητας, η πρώτη ωστόσο ομάδα στόχος ήταν οι σλαβόφωνοι ντόπιοι κάτοικοι της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας οι οποίοι στην πλειονότητα των περιπτώσεων εγκατέλειψαν την Ελλάδα αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου (1949).
Η εφαρμογή του άρθρου 19 ενισχύονταν σε περιόδους κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και επηρεαζόταν από τις εξελίξεις που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό της μειονότητας. Τα χρόνια που ακολούθησαν την κρίση στο Κυπριακό τη δεκαετία του 60 σημειώθηκε αύξηση του αριθμού αφαιρέσεων ελληνικής ιθαγένειας. Το ίδιο ίσχυσε και τη χρονική περίοδο που στην περιοχή δραστηριοποιούνταν οι ανεξάρτητοι μειονοτικοί κομματικοί συνδυασμοί, δηλαδή από τα μέσα του 1980 και στις αρχές του 1990.
Οι στόχοι του άρθρου 19 παραμένουν συγκεχυμένοι αν αναλογιστεί κανείς ότι από τη μία πλευρά η εφαρμογή του μπορεί να θεωρηθεί ως μια συγκαλυμμένη μορφή σύγχρονης εθνοκάθαρσης, ενώ από την άλλη πλευρά το ελληνικό κράτος είχε συμφέρον να παραμείνει ο πληθυσμός της μειονότητας στην περιοχή ως πολιτικό αντιστάθμισμα στις διαπραγματεύσεις με την Ελληνορθόδοξη μειονότητα στην Τουρκία.
Το ίδιο το άρθρο περιείχε μία σειρά από ασάφειες και ρευστές έννοιες, εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια και σαφήνεια, γεγονός που βοηθούσε την αυθαίρετη εφαρμογή του. Ενώ για παράδειγμα το άρθρο είχε βασική προϋπόθεση να εγκαταλείψει κάποιος την χώρα, ωστόσο εφαρμόστηκε και σε περιπτώσεις ανθρώπων που δεν έφυγαν ποτέ από την Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι άνθρωποι που μετακινήθηκαν από την Θράκη στην Αθήνα απώλεσαν την ιθαγένειά τους, άνθρωποι που δεν εξέδωσαν ποτέ διαβατήριο, υπήρξε περίπτωση πολίτη που απώλεσε την ιθαγένειά του ενώ υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία.
Η όλη διαδικασία λάμβανε χώρα κάτω από απόλυτη μυστικότητα και οι αποφάσεις σπανίως ανακοινώνονταν στους ίδιους τους ανιθαγενείς. Σε πολλές περιπτώσεις αρκούσε και μια απλή πληροφορία ότι κάποιος έφυγε από το χωριό για σπουδές στην Τουρκία, προκειμένου να χάσει την ιθαγένειά του. Συνήθως οι ίδιοι ενημερωνόταν με την επιστροφή τους στην Ελλάδα όταν προσπαθούσαν να διασχίσουν τα σύνορα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ενημερωνόταν σε δοσοληψίες με κρατικές υπηρεσίες. Υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων που ενημερώθηκαν μετά από χρόνια για την απώλεια της ιθαγένειάς τους.
Οι αφαιρέσεις ιθαγένειας υλοποιούνταν με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και γινόταν είτε ατομικά είτε ομαδικά. Μία μόνο υπουργική απόφαση του 1991 αφαίρεσε την ιθαγένεια από 248 μέλη της Τουρκικής Μειονότητας, όλοι κάτοικοι της Ροδόπης, ενώ άλλη απόφαση της ίδια χρονιάς αφαίρεσε την ιθαγένεια σε 57 μειονοτικούς από την Ξάνθη.
Η Τουρκία κατά το παρελθόν ευνοούσε τα μεταναστευτικά ρεύματα. Την περίοδο 1951-1957 περίπου 19.500 Τούρκοι από την Θράκη μετανάστευσαν στην Τουρκία. Η πλειονότητά τους μετακινήθηκε βάσει της πολιτικής της ελεύθερης μετανάστευσης και απέκτησαν με σχετική ευκολία την τουρκική υπηκοότητα. Από το 1960 και μετά η Τουρκία σκληραίνει τη στάση της ως προς τις χορηγήσεις ιθαγένειας σε ανιθαγενείς προκειμένου να αποτρέψει περαιτέρω μεταναστευτικά ρεύματα από τη Δυτική Θράκη.
Την περίοδο του στρατιωτικού καθεστώτος του Kenan Evren (1980-1983) και μετά από ισχυρές πιέσεις του Συλλόγου Αλληλεγγύης Τούρκων Δυτικής Θράκης, χορηγήθηκαν πάλι ιθαγένειες σε όσους ανιθαγενείς μετανάστευσαν στην Τουρκία. Η διαδικασία αυτή κράτησε μέχρι το 1990. Έκτοτε η Τουρκία σταμάτησε τη χορήγηση ιθαγενειών, ωστόσο παρείχε άλλα δικαιώματα σε δυτικοθρακιώτες Τούρκους, όπως διευκόλυνση στη χορήγηση αδειών παραμονής, διευκολύνσεις στην αγορά εργασίας κλπ.
Οι απώλειες ιθαγένειας με αυθαίρετο τρόπο δημιούργησαν μία ομάδα ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν καμία ανάγκη τους και δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν σε κανένα επίπεδο καθώς δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν ούτε μικρές συναλλαγές. Τα παιδιά των ανιθαγενών καταδικαζόταν κι αυτά μαζί με τους γονείς τους και υπήρξαν πολλές περιπτώσεις ανηλίκων ανιθαγενών.
Το άρθρο 19 καταγγέλθηκε και από διεθνείς οργανισμούς ως αντισυνταγματικό και ρατσιστικό. Η ανακήρυξη της ισονομίας και ισοπολιτείας από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για τα μέλη της μειονότητας το 1991 σταμάτησε τη μεγάλη μεταναστευτική ροή προς την Τουρκία, ωστόσο για αρκετό καιρό συνεχίστηκαν οι αφαιρέσεις ιθαγένειας μέχρι την κατάργησή του το 1998.
Ο ακριβής αριθμός των ανιθαγενών που βρίσκονται σήμερα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα δεν είναι γνωστός. Το ελληνικό κράτος αρνείται συστηματικά να δώσει επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των ανιθαγενών, ενώ αρκείται στο να αναφέρει ότι έχουν εκδοθεί 148 δελτία ταυτότητας ανιθαγενούς χωρίς αυτό να είναι δηλωτικό του ακριβή αριθμού των ανιθαγενών που ζούνε σήμερα εντός της επικράτειας.
Το άρθρο 19 καταργήθηκε το 1998 χωρίς η κατάργησή του να έχει αναδρομική ισχύ που σημαίνει ότι δεν αποκατέστησε ποτέ τις απολεσθέντες ιθαγένειες. Το αποτέλεσμα ήταν η ομάδα των ανιθαγενών να παραμείνουν ανιθαγενείς διαιωνίζοντας έτσι την καταπάτηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος, αυτού της ιθαγένειας, καθώς επίσης και μιας σειράς άλλων δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό, όπως το δικαίωμα στην εργασία, στην ελεύθερη και απρόσκοπτη μετακίνηση, στην οικογένεια κ.ά.
Κατά καιρούς προτάθηκαν διάφορες λύσεις για την αποκατάσταση ιθαγενειών, όπως η διαδικασία της πολιτογράφησης που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις μεταναστών. Καμία από τις λύσεις δεν ήταν δηλωτική ειλικρινών προθέσεων για να λυθεί οριστικά το πρόβλημα. Η επαναχορήγηση της ιθαγένειας από άτομα που παρανόμως τους αφαιρέθηκε, θα αποτελέσει πράξη δικαιοσύνης και όχι προδοσίας.
Επιπλέον, οι προσπάθειες να αντιπαραθέσουν απέναντι στην τουρκική εθνική ταυτότητα (την οποία το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει) μια πομακική ταυτότητα (και τα τελευταία χρόνια και μία τσιγκάνικη/ρομά) συνεχίζονται. Πρωταγωνιστές αυτής της εθνικής προσπάθειας είναι το κράτος με τους μηχανισμούς του, τα αστικά κόμματα και κυρίως η ακροδεξιά, επιχειρηματικοί κύκλοι, καθώς και διάφορες, αρμόδιες ανά περίσταση, ευρωπαϊκές και εγχώριες ΜΚΟ. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν δεν έχουν να κάνουν πια με μετρήσεις των κρανίων των Πομάκων (οι οποίες κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 «αποδείκνυαν» δήθεν την αρχαιοελληνική καταγωγή των Πομάκων), αλλά με δικαιώματα στη χρήση της μητρικής γλώσσας και στον πολιτισμό (των Πομάκων και των Τσιγγάνων – ποτέ όμως των Τούρκων). Ο κυρίαρχος ισχυρισμός είναι ότι οι Πομάκοι (και δευτερευόντως οι Τσιγγάνοι/Ρομά, επειδή συνήθως τους ξεχνάνε) καταπιέζονται από τον τουρκικό εθνικισμό ή από το τουρκικό προξενείο, ενώ το ελληνικό κράτος κλείνει τα μάτια μπροστά σ’ αυτή την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Η έξαρση αυτής της προπαγανδιστικής πομακολογίας, μπορεί να βρίσκει ανταπόκριση σε τμήματα του πομακικού πληθυσμού. Η πλειοψηφία όμως των Πομάκων δεν φαίνεται να συγκινείται από τα επιχειρήματα αυτών οι οποίοι μέχρι πριν από λίγα χρόνια τους είχαν μαντρώσει πάνω στα βουνά, καθηλώνοντάς τους σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Παραπλήσια αποτελέσματα έχει και η ενασχόληση με τους Τσιγγάνους/Ρομά, πολλοί ή και οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν πια ως μητρική τους γλώσσα τα τούρκικα και αδυνατούν να κατανοήσουν την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η ρομανί σε μια εκπαίδευση στην οποία ακόμα και σήμερα δεν έχουν πρόσβαση.
Την περίοδο της χούντας κορυφώνεται η αντιπαράθεση μεταξύ των τριών χωρών (Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας) φτάνοντας μέχρι την πολεμική σύγκρουση (εισβολή Ελλάδας – Τουρκίας στην Κύπρο, κίνδυνος γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου). Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολεμικής έντασης ενεργοποιείται από την χούντα η «αρχή της αμοιβαιότητας» στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων των δύο χωρών και ξεκινά μια συστηματική πολιτική καταπίεσης της μειονότητας της Θράκης, η οποία αποσκοπούσε στην εκδίωξή της. Η χούντα δεν προχώρησε στην αλλαγή του νομικού πλαισίου των σχέσεων της μειονότητας με το κράτος, αλλά επιχείρησε μέσα από μια σειρά διοικητικών αποφάσεων και ρυθμίσεων ή ενεργοποίηση παλαιότερων νόμων που είχαν θεσπιστεί εναντίον των σλαβομακεδόνων, να δημιουργήσει ένα ασφυκτικό κλίμα, που θα ανάγκαζε τα μέλη της μειονότητας να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Αυτή η πολιτική εγκαινιάστηκε με επιθετικό τρόπο από τη χούντα, αλλά συνεχίστηκε και εν μέρει συμπληρώθηκε απ’ όλες τις κυβερνήσεις μέχρι τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας το ’80.
Έτσι η χούντα ενεργοποίησε ένα μεταξικό νόμο με βάση τον οποίο απαγόρευε σε άτομα της μειονότητας να αγοράζουν γη και να προβαίνουν σε επέκταση ακινήτων. Το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας απέκτησε ισχύ και για τη μειονότητα της Θράκης. Το άρθρο αυτό αφαιρούσε την ελληνική ιθαγένεια από «αλλογενείς εγκαταλείποντες το ελληνικό έδαφος άνευ προθέσεως παλλινοστήσεως» και ο κάθε αξιωματούχος του ελληνικού κράτους είχε το δικαίωμα ερμηνείας των προθέσεων των ατόμων που πήγαιναν στο εξωτερικό. Με βάση αυτό το άρθρο έχασαν την ιθαγένεια άνθρωποι οι οποίοι πήγαν για σπουδές ή για επαγγελματικούς λόγους στην Τουρκία, άλλοι που μετανάστευσαν στη Γερμανία, ακόμα και σε άλλες πόλεις ή χωριά της Ελλάδας, ακόμα και της Θράκης (αναφέρεται περίπτωση ατόμου που έχασε την ιθαγένεια όταν πήγε… φαντάρος). Όταν τελικά καταργήθηκε αυτό το ρατσιστικό άρθρο το 1998, είχαν χάσει την ιθαγένειά τους, σύμφωνα με την επίσημη άποψη, περισσότερα από 40.000 άτομα. Παρ’ όλο που το άρθρο καταργήθηκε ως άδικο, η κατάργηση δεν είχε αναδρομική ισχύ.
Ταυτόχρονα όλη αυτή την περίοδο πάρθηκαν μια σειρά από αποφάσεις με τις οποίες: Απαγορευόταν η αγορά γης, σπιτιών, γεωργικών μηχανών και αυτοκινήτων, η παροχή αδειών οδήγησης, επαγγελματικών αδειών, αδειών κατασκευής κατοικίας ή ανέγερσης/επισκευής τζαμιών, η παροχή δανείων απ’ τις τράπεζες κ.α. Το κράτος προχώρησε παράλληλα σε μία συστηματική πολιτική απαλλοτρίωσης κτημάτων που ανήκαν σε άτομα της μειονότητας με διάφορα προσχήματα, ενώ βοηθούνταν με δάνεια Έλληνες να αγοράζουν μουσουλμανικά κτήματα. Στους αποφοίτους των τουρκικών πανεπιστημίων το ΔΙΚΑΤΣΑ αρνούνταν να αναγνωρίσει τα πτυχία τους δημιουργώντας έτσι ένα ολόκληρο στρώμα ανέργων πτυχιούχων μέσα στη μειονότητα. Η εκλογή διαχειριστικής επιτροπής των βακουφιών απαγορεύτηκε και στο εξής οι διαχειριστές διορίζονται (μέχρι σήμερα) από το κράτος. Τα μειονοτικά σχολεία πέρασαν στον έλεγχο του κράτους με στόχο την «αποτουρκοποίηση» της εκπαίδευσης της μειονότητας.
Ταυτόχρονα αυτή την περίοδο απαγορεύτηκε η χρήση των όρων τουρκικός και Τούρκος. Επαγγελματικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι που έφεραν τον προσδιορισμό τουρκικός υποχρεώθηκαν να αλλάξουν όνομα ή καταργήθηκαν. Εξαπολύθηκαν νομικές διώξεις εναντίον ατόμων που διακήρυξαν την τουρκική τους ταυτότητα. Οι αποφάσεις οι οποίες απαγορεύουν τη χρήση αυτών των όρων εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα.
Έτσι, κατά την περίοδο της χούντας, αλλά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 περίπου, το κράτος ακολούθησε μια σκληρή επιθετική πολιτική εναντίον της μειονότητας. Ο βασικός στόχος ήταν να εξαναγκαστεί ένα μεγάλο τμήμα να εγκαταλείψει την Ελλάδα, όπως είχε κάνει και το τουρκικό κράτος με την ελληνική μειονότητα. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιδιωκόμενα, καθώς ο κατά βάση αγροτικός χαρακτήρας της μειονότητας της Θράκης, αλλά και το χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας, έκαναν δύσκολη την απόφαση της φυγής προς την Τουρκία.
Η πτώση της χούντας, η μεταπολίτευση και η «αλλαγή» του ’81 δεν έφεραν ουσιαστικές αλλαγές στην αντιμετώπιση της μειονότητας από το κράτος. Η αίσθηση όμως της δυνατότητας μιας γενικής πολιτικής αλλαγής που επικρατούσε κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης δεν μπορούσε να μην έχει επίδραση και στη Θράκη. Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέσα στη μειονότητα εκδηλώνονται προσπάθειες αντίδρασης στην καταπίεση που είχε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια. Οι προσπάθειες αυτές πήραν δύο μορφές, οι οποίες εκδηλώθηκαν παράλληλα ή συμπληρωματικά.
Άτομα των οποίων ο ηγετικός ρόλος μέσα στη μειονότητα βασιζόταν στις σχέσεις που μπορούσαν να έχουν παράλληλα με το τουρκικό κράτος και τα δύο κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (ως πολιτευτές του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ), επιδίωξαν να αναδείξουν τα προβλήματα της καταπίεσης και του αποκλεισμού, προβάλλοντας ένα μειονοτικό, εθνικιστικό πολιτικό λόγο. Κομβικό στοιχείο αυτού του πολιτικού λόγου ήταν η διακήρυξη της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας. Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν με τις εκλογικές επιτυχίες των ανεξάρτητων μειονοτικών βουλευτών στις εκλογές του ’89 – ’90.
Ταυτόχρονα όμως οι αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος διεκδίκησης. Το 1983 έγινε η πρώτη μαζική διαμαρτυρία μειονοτικών ενάντια στις απαλλοτριώσεις κτημάτων για την Πανεπιστημιούπολη στην Κομοτηνή.
Το 1985 η μειονότητα δεν αποδέχτηκε τον διορισμένο Μουφτή της Κομοτηνής και προέβη σε εκλογή άλλου Μουφτή τον οποίο δεν αναγνώρισε το ελληνικό κράτος. Το ίδιο έγινε και στην Ξάνθη.
Το 1987 και το 1988 οι πτυχιούχοι τουρκικών πανεπιστημίων, διαμαρτυρόμενοι επειδή τα πτυχία τους δεν αναγνωρίζονταν από το ΔΙΚΑΤΣΑ, πραγματοποίησαν δύο πορείες και απεργία πείνας. Οι κινητοποιήσεις των πτυχιούχων βρήκαν συμπαράσταση από «πλειονοτικούς».
Το 1988 έγιναν δύο μαζικές πορείες διαμαρτυρίας στην Κομοτηνή μετά την τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου να απαγορευτεί ο όρος τουρκικός από τις ενώσεις της μειονότητας. Στη δεύτερη πορεία ξέσπασαν συγκρούσεις με την αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί.
Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε, ξεκίνησαν και οι προσπάθειες για εκλογή ανεξάρτητου μειονοτικού βουλευτή στις εκλογές του ’89, καθώς ο εκλογικός νόμος έδινε αυτή τη δυνατότητα. Το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε με πανικό αυτή την πιθανότητα και ξεκίνησε σειρά δικαστικών διώξεων εναντίον του υποψήφιου Αχμέτ Σαδίκ (με κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμηση, διασπορά ψευδών ειδήσεων και πλαστογραφία). Κατά τη διάρκεια των δύο δικών του έγιναν διαδηλώσεις από την μειονότητα.
Ο Αχμέτ Σαδίκ εκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές της 18ης Iουνίου 1989 και αργότερα, στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989, εκλέχτηκε ο ανεξάρτητος υποψήφιος Mολλά Pοντοπλού με τον συνδυσμού «Eμπιστοσύνη». Η εκλογή του Ροντοπλού δημιούργησε νέα προβλήματα, καθώς η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ προϋπέθετε τη στήριξη του Pοντοπλού. Όλα όμως τα κόμματα απέρριψαν αυτή τη πιθανότητα και τελικά σχηματίστηκε η τρικομματική κυβέρνηση Ζολώτα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ).
Όμως αυτή η πιθανότητα, να αναδειχτεί ένας ανεξάρτητος μειονοτικός βουλευτής σε ρυθμιστικό παράγοντα για το σχηματισμό κυβέρνησης, ήταν κάτι το οποίο δύσκολα μπορούσε να ανεχτεί το ελληνικό κράτος. Ήδη, οι διαμαρτυρίες των μειονοτικών ενάντια στα μέτρα καταπίεσης και αποκλεισμού, είχαν προκαλέσει την κινητοποίηση μηχανισμών του ελληνικού κράτους και της εθνικιστικής δεξιάς. Έγιναν νέες διώξεις εναντίον των Σαδίκ και Ροντοπλού και καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλάκιση και 3ετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Κατά τη διάρκεια αυτών των δικών (Ιανουάριος 1990) οργανώθηκαν και πάλι μαζικές συγκεντρώσεις από την μειονότητα.
Όμως τώρα οι ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι, έχοντας εξασφαλισμένη την ανοχή του κρατικού μηχανισμού, αποφάσισαν να δώσουν τη δική τους, «δυναμική» απάντηση στις κινητοποιήσεις της μειονότητας. Στις 29 Ιανουαρίου 1990 οργάνωσαν επιθέσεις, με τη μορφή πογκρόμ περιορισμένης κλίμακας, εναντίον της μειονότητας στην Κομοτηνή, καταστρέφοντας καταστήματα, κυνηγώντας και χτυπώντας ανθρώπους και χωρίς οι δυνάμεις καταστολής, οι οποίες ήταν παρούσες, να επέμβουν για να τους σταματήσουν.
Έκτοτε, μπορούμε να πούμε ότι η μειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους συνεχίζει σ’ αυτή τη γραμμή, της εντός ορίων ανεκτικότητας. Υπήρξαν σημαντικές θετικές μεταρρυθμίσεις, στο χώρο κυρίως της εκπαίδευσης, και μια σειρά «διοικητικών οχλήσεων» έχουν καταργηθεί. Η συμβολική χειρονομία της αλλαγής της μειονοτικής πολιτικής ήταν η κατάργηση στα μέσα της δεκαετίας του ’90, της μπάρας που κρατούσε απομονωμένα τα πομακικά ορεινά χωρά.
Παρ’ όλ’ αυτά, η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής αφορά στην μετατόπιση των κεντρικών της αξόνων και όχι στη βασική πολιτική αντίληψη του ελληνικού κράτους, σύμφωνα με την οποία οι μη αφομοιώσιμες εθνικές μειονότητες αποτελούν εσωτερικό εχθρό. Γι’ αυτό και εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της ελεύθερης διακήρυξης της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας.
Αξίζει εδώ να πούμε ότι το 1936 δημιουργήθηκαν οι Eπιτηρούμενες Zώνες, από την ορεινή Θράκη μέχρι την Ήπειρο. Οι περιοχές κατοικίας των Πομάκων έγιναν απαγορευμένες και ελεγχόμενες με μπάρες. Για την είσοδο στις περιοχές αυτές χρειαζόταν ειδική άδεια από την αστυνομία. Οι Επιτηρούμενες Ζώνες καταργήθηκαν στις 17/11/1995 από τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης Γεράσιμο Αρσένη. Οι Πομάκοι απομονώθηκαν από το ελληνικό κράτος. Για χρόνια ένας μουσουλμάνος της Δυτικής Θράκης – και ιδιαίτερα αυτών από τα ορεινά χωριά – δεν μπορούσαν να βγάλουν άδεια οδήγησης, άδεια άσκησης επαγγέλματος, άδεια επισκευής σπιτιών, κ.α. Αξίζει επίσης εδώ να αναφέρουμε το ξύλο που έτρωγε από τους Έλληνες χωροφύλακες όποιος Πομάκος δεν δήλωνε Τούρκος μέχρι τη δεκαετία του ’70.
Να πούμε επίσης ότι οι Πομάκοι που ζουν στην Ελλάδα, παρά τη σλαβογενή γλώσσα τους, δεν ήταν επιθυμητοι από τις βουλγαρικές αρχές λόγω των επιθέσεων που διαπράχθηκαν από αυτούς στον βουλγαρικό πληθυσμό κατά τη διάρκεια του 1913. Οι ίδιοι οι Πομάκοι επίσης, μη επιθυμώντας να προσαρτηθούν στη Βουλγαρία, επιθυμούν να παραμείνουν στην Ελλάδα ως Έλληνες Πολίτες. Μετά τις εκλογές πού πραγματοποιήθηκαν τό 1914 στή διάρκεια τής πρώτης βουλγαρικής κατοχής της Δυτικής Θράκης, οι “Τούρκοι μουσουλμάνοι βουλευτές τής Δυτικής Θράκης στή Βουλγαρική Βουλή” (όπως προσδιορίζονται οι ίδιοι), μέ υπόμνημα πού έστειλαν άπό τή Σόφια, στις 31/12/1918, στον Γάλλο στρατηγό D’Esperey ζήτησαν τήν κατάληψη τής Δυτικής Θράκης άπό συμμαχικά στρατεύματα μέ συμμετοχή καί ελληνικών στρατευμάτων. (Κ. Γέραγας, ’Αναμνήσεις έκ Θράκης 1920-1922, ’Αθήνα, «Εστία», 1926, σσ. 53-56)
Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) – The Treaty of Sèvres (French: Traité de Sèvres), δέχθηκε το αίτημά τους και διέταξε τις ελληνικές αρχές να αφήσουν στην Ελλάδα τους Πομάκους που για δικούς τους λόγους δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να πάνε στη Βουλγαρία. Στη Βουλγαρία εγκαταστάθηκαν μόνο οι Πομάκοι από τα χωριά που δεν είχουν συνεργαστεί με τους Τούρκους το 1913.!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Και να κάνω ένα ρητορικό ερώτημα. Πολλοί δεν το γνωρίζουν αλλά γιατί όταν κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο εισέβαλαν οι Βούλγαροι στο χωριό Δημάριο (ορεινή Ξάνθη) οι ντόπιοι Πομάκοι, που ομιλούσαν μία βουλγαρική διάλεκτο, δήλωναν στους Βούλγαρους με πείσμα ότι: “Εμείς είμαστε Τούρκοι! Εμείς δεν είμαστε Βούλγαροι!”
Οι Πομάκοι προέρχονται φυλετικά από μία μείξη ντόπιων προσλαβικών πληθυσμών με Τσεπνίδες Τούρκους, οι οποίοι ήρθαν στη Δυτ. Θράκη τον 11ο αιώνα μ.Χ., διά μέσου του Πόντου (δηλαδή των βόρειων ακτών της Μικράς Ασίας). Κατά πάσα πιθανότητα οι πρόγονοι τους αναμίχθηκαν με Πετσενέγους και Κουμάνους (τουρκικές φυλές που έφτασαν στην περιοχή τον 5ο-6ο αιώνα μ.Χ.) αλλά ίσως και με σλαβικές φυλές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Βουλγαρίας και της Θράκης, και δεν είναι όλοι “γαλανομάτες και ξανθοί” όπως αρέσκονται να λένε οι Έλληνες, αλλά μια μειοψηφία τους (όχι ότι αυτό έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία).
Οι Πομάκοι είναι τα εγγόνια των ακιντζήδων – σώμα ατάκτων ιππέων – της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως είπα, “Πομάκος” σημαίνει “βοηθός” και Πομάκοι ήταν εκείνοι οι μουσουλμάνοι που βοήθησαν τα Οθωμανικά στρατεύματα να κατασβήσουν την εξέγερση των Βουλγάρων του Μπατάκ το 1876 μ.Χ., ενώ κατά τη διάρκεια των Ρωσσοτουρκικών πολέμων οι Πομάκοι ήταν στο πλευρό των Τούρκων. Το όνομα ‘Πομάκος’ δεν είναι αρχαίο όνομα, δεν έχει σχέση με τις λέξεις ‘ιππόμαχος’, ‘απόμαχος’ ή με τη λέξη ‘πότης’ κ.α. Η ονομασία «Πομάκοι», καταγράφεται για πρώτη φορά άλλωστε από τον Γάλλο Ami Boué (1840) σε περιοδεία του στα Βαλκάνια το 1839, αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρύτερα στις Οθωμανικές πηγές μετά το Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο του 1877-78 μ.Χ. Είτε λοιπόν το “Πομάκος” προέρχεται από το ρήμα “πομάγκαμ” (“βοηθάω” στα βουλγάρικα) είτε αποτελεί παραφθορά του “μομάκ” (παλικάρι) κ.α. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν και την εκδοχή ότι το “Πομάκ” είναι παραφθορά του ‘ποτουρνάκ’ (αυτός που εκτουρκίστηκε).
Από τους Έλληνες υποστηρίζεται ότι φυλετικά οι Πομάκοι είναι απόγονοι των αρχαίων Αγριάνων, επειδή η περιοχή τους – και συγκεκριμένα η βόρεια Θράκη και η Πελαγονία – ονομάζονταν Αχριδώ, λέξη που τη συσχετίζουν με το όνομα των αρχαίων Αγριάνων. Στην πραγματικότητα οι Αγριάνες κατοικούσαν στο κέντρο της Βαλκανικής, στα βόρεια των Παιόνων, και όχι στη Ροδόπη (όπου κατοικούσαν οι Βήσσοι, οι Οδρύσσες, κ.α. Η Αχριδώ βρισκόταν στην Ροδόπη και αποτελούσε από τμήμα του Θέματος Φιλιππούπολης. Το Θέμα Φιλιππούπολης, Μόρας, Βερόης και Αχριδώς, ήταν διοικητική διαίρεση, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη κατά τον 12ο αιώνα. Αναφέρεται και το 1198 σε χρυσόβουλο του Αλέξιου Β΄ Κομνηνού σαν Θέμα Φιλιππούπολης, Μόρας, Βερόης και Αχριδώς. Πιθανότατα δημιουργήθηκε με την ένωση των Θεμάτων Φιλιππούπολης και Βερόης και τις περιφέρειες των φρουρίων της Μόρας και της Αχριδώς. Κατά πάσα πιθανότητα όμως το όνομα “Αχριδώ” έχει κοινή προέλευση με το όνομα της πόλης Αχρίδα (ή Οχρίδα). Στα σλαβικά το όνομα της πόλης γράφεται ‘Охрид’ (рид σημαίνει λόφος) και προέρχεται από το на ридот που σημαίνει επί του λόφου, πάνω στον λόφο. Η Οχρίδα είναι κτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σε έναν λόφο, στις ακτές της λίμνης. Δηλαδή πιθανότατα το όνομα “Αχριδώ” είναι σλαβικής προέλευσης και δεν σχετίζεται με τους αρχαίους Αγριάνες.
Επίσης, λέγεται ότι το Αχρέν ή αχράν (ή στα ελληνικά ‘Αχριάνες’), ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι Πομάκοι για τους εαυτούς τους παλαιότερα, προέρχεται είτε από το σλαβικό ohreyan (άξεστοι) είτε από την οθωμανική λέξη ahir – προέρχεται από τα αραβικά – που σημαίνει ο τελευταίος (στον πληθυντικό ahiriyan), δηλαδή αυτοί που ασπάστηκαν το Ισλάμ τελευταία. Τον 16ο αιώνα ο Εβλιγιά Τσελεμπί έγραφε ότι: «οι Αχριγιάν ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί…» Επίσης, και ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ, είναι ότι ο Εβλιγιά Τσελεμπί επίσης είπε ότι: «Αχριγιάν υπήρχαν στη Βόρεια Θράκη, στον Τύρναβο της Θεσσαλίας και στην Πελοπόννησο». Δηλαδή άτομα που εξισλαμίστηκαν υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Δηλαδή ΔΕΝ ΣΥΝΔΕΟΤΑΙ οι Ahiriyan/Αχριάνες με τους αρχαίους Αγριάνες. Άλλωστε το “ahiriyan” είχε θρησκευτική – και ΌΧΙ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΚΗ – έννοια ήδη από τον 15ο μ.Χ. αιώνα, όπου οι μουσουλμάνοι αποκαλούσαν έτσι (υποτιμητικά) τους αιρετικούς Μπεκτασίδες: Αχιριγιάν/Αχριάνες, αυτοί που άφησαν τη θρησκεία, αυτοί που αποστάτησαν. «Αχριγιάν υπήρχαν στη Βόρεια Θράκη, στον Τύρναβο της Θεσσαλίας και στην Πελοπόννησο». Δεν υπάρχει λοιπόν σύνδεση του ονόματος Αγριάνες με τους Πομάκους.
Να αναφέρουμε εδώ ότι οι Τούρκοι του ορεινού όγκου στη Δυτική Θράκη, αποκαλούνται ή αυτοαποκαλούνται ‘Πομάκοι’ (από το ‘Πομάκ’), ενώ οι Τούρκοι του κάμπου αποκαλούνται ‘Τσιτάκ’. Την ίδια στιγμή λοιπόν που πολλοί αναφέρονται στους Πομάκους και χρησιμοποιούν το όνομα και τις ιδιαιτερότητες τους για να δηλώσουν ότι οι Πομάκοι δεν είναι Τούρκοι, δεν είδα ΚΑΝΕΝΑΝ να αναφέρεται στην ύπαρξη Τσιτάκων ή Τσιτάκηδων ως ξεχωριστή εθνότητα ή ξεχωριστό έθνος. Και αυτό βεβαίως είναι σωστό επειδή δεν υπάρχει ξεχωριστή Τσιτάκικη εθνότητα, όπως δεν υπάρχει και πομάκικη εθνότητα. Υπάρχουν μόνο διάφορες εθνοπολιτισμικές ομάδες των Τούρκων της Δυτικής Θράκης. Οι όροι “πομάκ” και “τσιτάκ” είναι προφανώς εθνοπολιτισμικοί όροι. “Πομάκ” λέγονται αυτοί που κατοικούν στα βουνά, ενώ “Τσιτάκ” είναι αυτοί που κατοικούν στον κάμπο.
Δεν υπάρχει κάποια απόδειξη που να πιστοποιεί τον συσχετισμό των Πομάκων με τους Αγριάνες. Οι Αγριάνες ή Αγράϊοι ή Αγριεΐς ή Αγραίοι ήταν παιονικό φύλο που κατοικούσε στην πάνω κοιλάδα του Στρυμόνα, μεταξύ Αίμου και Ροδόπης, όμως από τον 3ο αι π.Χ. και μετά δεν έχουμε ιστορικές μαρτυρίες για τους Αγριάνες. Από την άλλη, στα χρόνια του Βυζαντίου ο χώρος της Θράκης δέχθηκε τις επιδρομές πολλών και διάφορων φύλων, όπως Γότθοι, Ούννοι, Σκλαβηνοί, Άβαροι, Σλάβοι, Βούλγαροι, και αργότερα Ούζων, Κουμάνων, Αβάρων, Πετσενέγων, κ.α. Επίσης, κατά καιρούς διάφοροι πληθυσμοί μεταφέρθηκαν στην Θράκη, όπως για παράδειγμα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), μετέφερε Αρμένιους Παυλικιανούς από τη Μικρά Ασία στην περιοχή της Φιλιππούπολης – ο παυλικιανισμός ήταν αίρεση – ενώ την ίδια εποχή εμφανίσθηκε στη Βουλγαρία η αίρεση του Βογομιλισμού.
Είναι πολύ αμφίβολη μία απευθείας καταγωγή των Πομάκων από τους αρχαίους Αγριάνες λοιπόν, για να μην πούμε σχεδόν αδύνατη. Επίσης, στην Ξάνθη υπάρχει μία συνοικία με το όνομα Aren ή Ahren mahallesi. Η ονομασία αυτή προέρχεται από το Ahιryan, δηλαδή η περιοχή με τα αχούρια. Στην περιοχή υπήρχαν στάβλοι (αχούρια), όπου διανυκτέρευαν με τα ζώα τους οι κάτοικοι που έρχονταν στην πόλη απ’ τα βουνά, και δεν είχαν που να μείνουν. Δεν υπάρχει λοιπόν σύνδεση του Ahιryan, Αχρέν, Αρέν, κ.α., με το Αγριάνες.
Οι Τούρκοι Δυτικής Θράκης, ζoυv στην Ελλάδα, εντός των συνόρων της Δυτικής Θράκης, και κατά την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, έμειναν έξω από την υποχρεωτική μετακίνηση. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία 130.000 μουσουλμάνοι – οι περισσότεροι από αυτούς Τούρκοι – ζουν στη Θράκη. Οι ρίζες των Τούρκων της Δυτικής Θράκης είναι από την περιοχή της Ανατολίας/Μικράς Ασίας, και κυρίως από τους Ογούζους Τούρκους (Oğuz Türkleri). Η οθωμανική κατάκτηση της Θράκης άρχισε το 1352 μ.Χ., και συνεχίστηκε κατά τα έτη 1357-1359 μ.Χ. εντατικά. Στα έγγραφα που αφορούν το έτος 1360, από τους οικισμούς και τα χωριά με τουρκικές ονομασίες στην περιοχή, φαίνεται να είναι εγκατεστημένοι σε πολλά χωριά και αγροκτήματα. Να πούμε εδώ ότι είχε ήδη προηγηθεί η μετανάστευση στην περιοχή Τούρκων από τα σελτζουκικά τουρκικά εμιράτα της δυτικής Μικράς Ασίας (από τα εμιράτα του Καρεσί και του Σαρουχάν), Τσεπνίδων Τούρκων που οι περισσότεροι ήταν Μπεκτασίδες, μουσουλμάνων από το Χορασάν (περιοχή ανατολικού Ιράν και Αφγανιστάν), κ.α. Επίσης, στην Οθωμανική περίοδο μετανάστευσαν στην περιοχή – σε μικρούς όμως αριθμούς – Αλβανοί μουσουλμάνοι, Τουρκοκρητικοί, Τσερκέζοι, Κούρδοι, κ.α.
Το 1951 υπογράφηκε το πρώτο Μορφωτικό Πρωτόκολλο, με το οποίο δεχόταν η ελληνική κυβέρνηση να διδάσκονται την τουρκική γλώσσα ως μητρική γλώσσα οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης στα μειονοτικά σχολεία. Το 1954 ψηφίστηκε ο νόμος 3065. Ο νόμος 3065/1954 (ΦΕΚ Α’ 239, 9.10.1954) ήταν ο πρώτος νόμος που ρύθμιζε τα θέματα της μειονοτικής εκπαίδευσης, και καταργήθηκε το 1979. Στον Νόμο αυτόν η Ελλάδα αναγνωρίζει τα σχολεία της μειονότητας ως Τουρκικά. Υπάρχουν σχετικές φωτογραφίες με τις ταμπέλες των που ήταν αναρτημένες στα μειονοτικά σχολεία, τα οποία αναφέρονταν ως “τουρκικά”. Μάλιστα, φρόντισε ο τότε υπουργός Παιδείας να στείλει έγγραφο σε όλα τα σχολεία της Επικράτειας που υπήρχαν μουσουλμάνοι, μέσω του οποίου ζητούσε την διακριτική ευνοϊκή μεταχείριση των Τούρκων μαθητών. Επίσης το Πρωτόκολλο του 1968 επιβεβαίωνε το Πρωτόκολλο του 1951 και τον νόμο του 1954. (Hugh Poulton, Suha Taji-Farouki (1997). Muslim Identity and the Balkan State. United Kingdom: C. Hurst & Co, σελ. 85. και Stefanos, Stavros (1997). «Cultural Rights for National Minorities: Covering the Defict in the Protection Provided by the European Convention on Human Rights». IALS Bulletin 25: 9.)
Την άνοιξη του 1954 λοιπόν η κυβέρνηση αποφάσισε ότι η μουσουλμανική κοινότητα της περιοχής θα έπρεπε να αποκαλείται ‘τουρκική μειονότητα’ και ότι ο όρος ‘μουσουλμανικός-ή-ό’ θα έπρεπε να αφαιρεθεί και να μην χρησιμοποιείται. Στις 28/1/1954, ο Γενικός Διοικητής Θράκης, συνταγματάρχης Γ. Φεσσόπουλος, εκδίδει την παρακάτω διαταγή προς τους δημάρχους και κοινοτάρχης της Ροδόπης:
«Κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλούμεν όπως εφεξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρου ‘Τούρκος – τουρκικός’, αντί του τοιούτου ‘μουσουλμάνος – μουσουλμανικός’. Επί τούτοις δέον να μεριμνήσετε δια την αντικατάστασιν των εν τη περιφέρεια υμών υφισταμένων διαφόρων επιγραφών, όπως ‘Μουσουλμανικόν σχολείον, Μουσουλμανική κοινότης’ κ.τ.λ. δια της ταύτης ‘Τουρκικόν’.»
Διαπιστώνοντας ο Φεσσόπουλος, ότι κάποιοι δήμαρχοι και κοινοτάρχες δεν φάνηκαν και τόσο πρόθυμοι να εκτελέσουν τις εντολές του διατάγματος, έναν χρόνο αργότερα, στις 5 Φεβρουαρίου 1955, εκδίδει και δεύτερη διαταγή, λέγοντας:
«Παρά τας αυστηράς διαταγάς της κυβερνήσεως περί της αντικαταστάσεως και χρησιμοποιήσεως του λοιπού των όρων ‘μουσουλμάνος – μουσουλμανικός’ δια των τοιούτων ‘Τούρκος – τουρκικός’, εις το χωρίον Άρατος επί της δημοσίας οδού Κομοτηνής-Αλεξανδρουπόλεως, υφίσταται επιγραφή εμφανέστατη αναγράφουσα ‘μουσουλμανικό σχολείο’. Να αντικατασταθεί αμέσως, τόσον αυτή, όσο και πάσα άλλη τυχόν υπάρχουσα εις την περιοχή του νομού Ροδόπης.». (Γενική Διοίκηση Θράκης. Διεύθυνση Εσωτερικού, Κομοτηνή, 28 Ιανουαρίου, 1954, Reg. N. A. 1043, στο Ανδρεάδης, ‘Η Μουσουλμανική Μειονότητα στη Δυτική Θράκη’, Θεσσαλονίκη, 1956)
Η αλλαγή του χαρακτηρισμού από Τουρκικά σε Μουσουλμανικά ή Μειονοτικά (Μ/ΚΑ) θεσπίστηκε τον Μάρτιο του 1972 κατά την διάρκεια της Χούντας. (Hugh Poulton, Suha Taji-Farouki (1997). Muslim Identity and the Balkan State. United Kingdom: C. Hurst & Co, σελ. 85. και Stefanos, Stavros (1997). «Cultural Rights for National Minorities: Covering the Defict in the Protection Provided by the European Convention on Human Rights». IALS Bulletin 25: 9.)
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι τον χαρακτηρισμό “Τούρκοι” για τους μειονοτικούς πολίτες της Δυτικής Θράκης και την ονομασία “τουρκική” για τη μειονότητα υιοθετεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και μάλιστα κατά τις επίσημες συνομιλίες του με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ στο Μοντρέ της Ελβετίας (10-11.3.1978).
Σύμφωνα με το κείμενο που περιλαμβάνεται στο δημοσιευμένο «Αρχείο Καραμανλή» (τ. 10, σ. 134-135), ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας είχε δηλώσει τα ακόλουθα στον Τούρκο ομόλογό του:
«Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα των μειονοτήτων, η δική μας πλευρά είναι εκείνη που θα πρέπει να εγείρει θέμα. Η εξέλιξις του προβλήματος αυτού έχει ως εξής: Οταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης, υπήρχαν 111.000 Ελληνες εις την Τουρκία και 106.000 Τούρκοι εις Ελλάδα. Σήμερα υπάρχουν 10.000 Ελληνες στην Κωνσταντινούπολη και 120.000 Τούρκοι στην Ελλάδα.
Με αποτέλεσμα η ισορροπία που προεβλέπετο στην Συνθήκη της Λωζάννης ανετράπη εναντίον μας. Το μόνο θέμα που μπορεί να εγερθεί στο σημείο αυτό είναι η επαναφορά της ισορροπίας αυτής. Δεν είχα ποτέ την πρόθεση, ως Κυβέρνησις, να ενοχλήσω την τουρκική μειονότητα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 300 τουρκικά δημοτικά σχολεία, 2 γυμνάσια, 280 τεμένη, 7 περιοδικά στην τουρκική και 2 βουλευτές, αμφότεροι στην αντιπολίτευση, ένας του φιλοχουντικού κόμματος και ένας του κόμματος του Κέντρου.
Επαναλαμβάνω ότι, αν σημειώθηκαν οποιεσδήποτε υπερβολές απ’ τις τοπικές αρχές, είμαι πρόθυμος να τις συζητήσω. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κυβέρνησις έχει πολιτική διωγμού. Σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω το καλύτερο δυνατό για να προλάβω τέτοιες υπερβολές.».
Ο δε Υπουργός Εξωτερικών το 1989 Αντώνης Σαμαράς είχε πει: «Πρέπει να καταλάβουμε ότι εγώ ο ίδιος, εάν ζω στα 55 ή 60 χρόνια μου και έχω κυβερνητικές ευθύνες, δεν πρόκειται να αντιμετωπίζω το πρόβλημα της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη π.χ., γιατί οι Τούρκοι θα ’χουν φύγει από κει, θα ’χουν εγκατασταθεί στη Φρανκφούρτη ή τη Μασσαλία..» (Εποπτεία, τχ. 141, Ιανουάριος 1989)
Η Τουρκική-Μουσουλμανική Μειονότητα Δυτικής Θράκης
Πρώτων, οι μουσουλμάνοι της μειονότητας είναι περίπου 140-150.000. Από αυτούς οι 120.000 ζουν στη Δυτική Θράκη και οι υπόλοιποι 30.000 στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, κυρίως στην Αθήνα (π.χ. στο Γκάζι), στον θεσσαλικό κάμπο, αλλά και αλλού. Υπάρχουν επίσης 46.000 Τούρκοι από τη Δυτική Θράκη, από τους οποίους αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα με το γνωστό άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, και ζουν στην Τουρκία, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη (Μπουγιούκ Τσέκμετζε, Ζεϊτίν Μπουρνού κ.α.) και στην Προύσα. Πάνω από 200.000 άτομα στην Τουρκία έχουν ρίζες από τη Δυτική Θράκη (από κάποιον παππού, κάποια γιαγιά κ.τ.λ.).
Δεύτερον, το 1923 οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ήταν περίπου 112.000, και δεν ήταν το 30% του πληθυσμού της Δυτικής Θράκης όπως είναι σήμερα, αλλά η πλειοψηφία του πληθυσμού, το 67% (περισσότερο από τα 2/3), στους οποίους ανήκε το 84% της γης. Οι Έλληνες ήταν λιγότερο από το 1/5 του πληθυσμού (18%) και οι οποίοι κατήχαν το 5% περίπου της γης. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Δ.Θράκης ήταν Βούλγαροι, Αρμένιοι, Εβραίοι κ.α.. Αργότερα εγκατέστησαν στην περιοχή 200.000 χιλιάδες περίπου Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και από την Ανατολική Θράκη, Αρμένιους, Εβραίους, Πόντιους από τον Καύκασο κ.α.
Τρίτον, λένε ότι το όνομα Πομάκος προέρχεται από την ελληνική λέξη “ιππομάχος”, πράγμα που δεν ισχύει. Γιατί δεν ισχύει; Η λέξη ‘Πομάκος’ δεν είναι αρχαία λέξη, δεν είναι αρχαίο όνομα/χαρακτηρισμός, και προέρχεται από το βουλγαρικό ρήμα “Πομάγκαμ” (βοηθάω) με την τουρκική κατάληξη ‘ακ’. Δεν γνωρίζω αν το ρήμα ‘πομάγκαμ’ της βουλγαρικής είναι δάνειο από την ελληνική γλώσσα (από τη λέξη ‘ιππομάχος’) αλλά πάντως και οι ίδιοι οι Πομάκοι της Δυτικής Θράκης, τουλάχιστον οι περισσότεροι, αποκαλούν τους εαυτούς τους: “Pomak Türkleri” (Πομακότουρκοι), δηλαδή Τούρκοι με το όνομα ‘Πομάκ’ να έχει μία προσδιοριστική/εθνοτική και όχι εθνική έννοια. Είναι δηλαδή για τους Τούρκους το “Πομάκος” μία υποταυτότητα, όπως είναι για τους Έλληνες το “Βλάχος”, το “Αρβανίτης” κ.α. Σε αυτούς που τους ενοχλεί το “Pomak Türkleri” (Πομακότουρκοι), να θυμηθούν ότι και οι Έλληνες χρησιμοποιούν αντίστοιχους χαρακτηρισμούς, όπως π.χ. “Ελληνόβλαχοι” για τους Βλάχους που έχουν υιοθετήσει την ελληνική κουλτούρα και συνείδηση, ή “Τουρκαλβανοί” όταν αναφέρονται (ή αναφέρονταν) στους Αλβανούς που είχαν ασπαστεί το Ισλάμ, κ.τ.λ.
Τέταρτον, οι Τσιγγάνοι αποκαλούνται στην Ελλάδα ως “Έλληνες Τσιγγάνοι”, ενώ η καταγωγή τους δεν είναι ελληνική (κατάγωνται απ’ την Ινδία). Γιατί λοιπόν οι Ρομά της Δυτικής Θράκης που είναι μουσουλμάνοι, και μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς Τουρκόφωνοι, να μην αποκαλούνται ως “Τούρκοι Τσιγγάνοι”; Εφόσον οι περισσότεροι έχουν υιοθετήσει την τουρκική κουλτούρα, και πολλοί από αυτούς, αν όχι όλοι, έχουν αφομοιωθεί από τους Τούρκους.
Στη Συνθήκη της Λωζάννης δεν αναφέρεται τουρκική μειονότητα. Όμως δεν αναφέρονται ούτε Πομάκοι ούτε Τσιγγάνοι/Ρομά. Υπάρχει αναφορά περί Πομάκων στη Συνθήκη της Λωζάννης; Να σημειωθεί ότι η συνθήκη αυτή υπογράφηκε πριν 93 χρόνια, χωρίς φυσικά να ερωτηθούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (οι απλοί πολίτες). Οι μειονότητες σε μια χώρα δεν υπάρχουν επειδή το προβλέπει ή το επιτρέπει κάποιος νόμος. Οι μειονότητες υπάρχουν, γιατί απλούστατα υπάρχουν. Οι νόμοι υπάρχουν για να προστατεύουν τις μειονότητες και όχι το αντίθετο. Το Ελληνικό Σύνταγμα και οι συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει υπογράψει η Ελλάδα πολύ αργότερα από την Συνθήκη της Λωζάνης (άρα και υπερισχύουν αυτής) καθορίζουν με ακρίβεια ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, και δεν κάνουν κανέναν διαχωρισμό σε εθνοτικές, γλωσσικές ή θρησκευτικές ομάδες. Όταν πχ στην Θράκη έχεις μια μερίδα του πληθυσμού που μιλάει την Τουρκική γλώσσα, πιστεύει στο Ισλάμ, έχει τουρκική συνείδηση και αυτοπροσδιορίζεται ως Τουρκική μειονότητα, είναι εντελώς άτοπο να επικαλείσαι συνθήκες του περασμένου αιώνα προκειμένου να αλλάξεις την συνείδηση αυτών των ανθρώπων.
Οι λεγόμενοι Πομάκοι στην πλειοψηφία τους έχουν ενταχθεί στην τουρκική κουλτούρα/ταυτότητα, έχουν τουρκική εθνική συνείδηση και εσείς δεν μπορείτε να το αρνηθείτε. Είναι φιλήσυχοι άνθρωποι και συνήθως δεν προκαλούν προβλήματα, ούτε έχουν πρόθεση να δημιουργήσουν τριβές με τους χριστιανούς συμπολίτες τους. Όμως, θα πρέπει να ξέρετε ότι άλλο είναι το “Έλληνας” και άλλο το “Έλληνας πολίτης” (ή Έλληνας υπήκοος). Έλληνας πολίτης θα μπορούσε να είναι κάποιος οποιασδήποτε καταγωγής. Εγώ π.χ. θα μπορούσα να πάρω την κινεζική υπηκοότητα αλλά αυτό δεν θα με μετέτρεπε αυτόματα σε σχιστομάτη. Αν έπαιρνα την υπηκοότητα του Κονγκό, αυτό αυτομάτως δεν θα με μετέτρεπε σε Ζουλού, αν έπαιρνα την Κενυάτική υπηκοότητα, δεν θα μετατρεπόμουν αυτομάτως σε Μασάι (μία φυλή νέγρων). Οι άνθρωποι αυτοί είναι Έλληνες πολίτες, αλλά όχι Έλληνες.
Οι Πομάκοι που συντάσσονται με τον ελληνικό εθνικισμό είναι μία μειοψηφία. Θα έλεγα ότι δεν είναι ούτε το 10% των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Επιπλέον, ας δούμε και κάτι ακόμα. Όλοι οι μειονοτικοί της Δυτικής Θράκης (σε ποσοστό 90%) στις ευρωεκλογές του 2014 ψήφισαν το κόμμα D.E.B. που εκφράζει την τουρκική ταυτότητα. Στον Δήμο Αρριανών το ΚΙΕΦ ψήφισαν 10.800 (90,14%) ενώ στον Δήμο Μύκης, (τουρκογενείς και Πομάκοι) το ΚΙΕΦ πήρε 70,37%. Στις επόμενες εθνικές εκλογές (το 2015) ο Πομάκος υποψήφιος του κόμματος ΑΝ.ΕΛ., Μεχμέτ Αλή Ιρφάν, που δηλώνει Έλληνας Πομάκος, δεν πήρε παρά μόνο λίγες εκατοντάδες ψήφους. Στις δε ευρωεκλογές του 2019 στον αμιγώς μουσουλμανικό-πομακικό Δήμο Μύκης – στα λεγόμενα ‘πομακοχώρια’ – το ΚΙΕΦ/DEB πήρε 63%, στον δε Δήμο Αρριανών πήρε 85% και στον Δήμο Ιάσμου πήρε 52,64%.