Η πρώτη, “ιδιωτικής φύσεως”, αλλά μιντιακού ορυμαγδού, ημέρα της επίσκεψης του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στη χώρα μας έφερε και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης, όχι αυτοτελώς, αλλά ως τμήμα της “εργαλειοθήκης” της τουρκικής διπλωματίας.
Στη Δυτική Θράκη συνδυάζονται και συγκρούονται τρεις αντιλήψεις περί ταυτοτήτων οι οποίες προέρχονται από διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Η πρώτη είναι η κληροδοτημένη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αντίληψη των “μιλιέτ”, ήτοι των εθνοθρησκευτικών ομάδων που προσδιορίζονται πρωτίστως από την πίστη τους και συσπειρώνονται γύρω από την θρησκευτική τους ιεραρχία, η οποία έχει ευρεία δικαιοδοσία σε θέματα ιδιωτικού δικαίου και λογοδοτεί για λογαριασμό του ποιμνίου της στις αρχές. Ο όρος “μουσουλμανική μειονότητα” προέρχεται ουσιαστικά από εδώ.
Η δεύτερη αντίληψη, αναγόμενη στον μεσοπόλεμο, αποτυπώνει την ανάδυση εθνικών κρατών και την αναγνώριση συλλογικών δικαιωμάτων στις μειονότητες – αλλά και την υπαγωγή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση στη λογική της “αμοιβαιότητας”. Συμβαδίζει με την σταδιακή εξαγωγή του κεμαλικού μοντέλου στην παραδοσιοκρατική μουσουλμανική κοινότητα της Δυτικής Θράκης, με κάποια ενθάρρυνση μάλιστα από το ελληνικό κράτος, εφόσον αυτό θεωρήθηκε βήμα εκσυγχρονισμού.
Η τρίτη αντίληψη, έχει να κάνει με το πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, την επικράτηση της λογικής της “ποικιλομορφίας” στον δημόσιο λόγο των κρατών και τη διεύρυνση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού. Στα καθ’ ημάς συμπίπτει με την άρση περιοριστικών εις βάρος της μειονότητας μέτρων, όπως οι περίφημες “μπάρες”, μετά το σοκ που προκάλεσε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα η αυτόνομη πολιτική έκφραση της μειονότητας, με πρωτεργάτη τον Αχμέτ Σαδίκ.
Το πώς οι διαφορετικές αυτές αντιλήψεις διαπλέκονται μέσα στον χρόνο, περιγράφει εν πολλοίς και την ιστορία της περιοχής μας τους τελευταίους δύο αιώνες. Το ότι τα “μιλιέτ” μετατράπηκαν σε “έθνη” (όχι χωρίς εσωτερικές διασπάσεις, πρβ. το Βουλγαρικό Σχίσμα στην Ορθοδοξία ή την Αραβική Έξέγερση εναντίον των Οθωμανών) αποτελεί μια διαδικασία της νεωτερικότητας η οποία εν πολλοίς συνεχίζεται έως τις μέρες, αν κρίνουμε από το πώς εκπαιδευτικοί και άλλοι μηχανισμοί οδηγούν λ.χ. τους Μουσουλμάνους Τσιγγάνους ή Πομάκους της Θράκης στην υιοθέτηση τουρκικού αυτοπροσδιορισμού (αλλά και πότε τους απομακρύνουν από αυτήν).
Το ίδιο συμβαίνει σήμερα και στην αποδεκατισμένη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης (αυτήν που η τουρκική πλευρά επιμένει να αποκαλεί ρωμαίικη και όχι ελληνική), η οποία κατά το ένα τρίτο αποτελείται πλέον από περισσότερο ή λιγότερο ενσωματωμένους Ελληνορθόδοξους Αντιοχειανούς αραβικής καταγωγής, οι οποίοι πραγματοποίησαν εσωτερική μετανάστευση.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στον μεταπολεμικό κόσμο η λογική των ατομικών δικαιωμάτων αναπτύχθηκε ακριβώς ως απάντηση στα όσα γέννησε η επίκληση των συλλογικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων (λ.χ. των Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας): διεκδικήσεις αλλαγών συνόρων, επεμβάσεις γειτονιών κρατών, εθνοκαθάρσεις κ.ο.κ.
Αντιφάσεις
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν σήμερα Ελλάδα και Τουρκία το ζήτημα της μειονότητας της Δυτικής Θράκης αναγκαστικά λοιπόν δοκιμάζεται από αντιφάσεις.
Η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν αρέσκεται να προβάλλει προς τα έξω τον ρόλο του προστάτη των μουσουλμανικών πληθυσμών, όχι μόνο των παραδοσιακών μειονοτήτων αλλά και των κοινοτήτων που προέρχονται από τη μετανάστευση, διεκδικώντας ρόλο πολιτικού καθοδηγητή τους σε όλη την Ευρώπη και παροτρύνοντάς τες να αντισταθούν στην “αφομοίωση”. Στην περίπτωση της Ελλάδας, έχοντας από τη μια κατοχυρώσει την επίκληση του “τουρκικού χαρακτήρα” της μειονότητας της Δυτικής Θράκης διεκδικεί πλέον και ρόλο συνηγόρου των μουσουλμάνων μεταναστών ανά την επικράτεια, προστάτη των μουσουλμανικών μνημείων κτλ.
Χρησιμοποιεί για αυτό όλο το λεξιλόγιο του δικαιωματισμού, παρά την προφανή ακαταλληλότητά της στον ρόλο του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως καταδεικνύει η πολιτεία της εντός των συνόρων της – γενικά αλλά και με ιδιαίτερο κατασταλτικό ζήλο σε ό,τι αφορά τις μειονότητες.
Επιπλέον, η επίκληση του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό φέρνει την γείτονα αντιμέτωπη με το ότι αυτό ακριβώς έρχεται να διαρρήξει την ενότητα της μειονότητας της Δυτικής Θράκης, καθώς (περισσότερο ή λιγότερο αυθόρμητα, δεν έχει σημασία) υποομάδες είτε γλωσσικές, όπως οι Πομάκοι και οι Τσιγγάνοι, ήτοι θρησκευτικές, όπως οι Αλεβίτες της Ρούσσας, προβάλλουν το τελευταίο διάστημα ολοένα και περισσότερο τη διακριτή τους ταυτότητα, αμφισβητώντας εν μέρει την κηδεμονία της Τουρκίας.
Η Ελλάδα, πάλι, ως χώρα που φοβικά ταύτιζε κάθε μορφή ετερότητας, γλωσσικής, θρησκευτικής ή εθνοτικής στην επικράτειά της, εντός και εκτός Θράκης, με απειλή για την εθνική συνοχή ή ακόμη και την εδαφική ακεραιότητα, έχει περάσει από μια φάση σπάνιας (αν και κατακτημένης με βίαια μέση, όπως η ανταλλαγή πληθυσμών) πληθυσμιακής ομοιογένειας σε μια κατάσταση πολύ πιο σύνθετη, λόγω των σύγχρονων μεταναστευτικών ροών.
Το να οχυρώνεται πίσω από τη διατύπωση της Συνθήκης της Λωζάνης περί μουσουλμανικής μειονότητας, δεν έχει από αυτή την άποψη μεγάλη χρησιμότητα πλέον και βέβαια δεν συμβαδίζει με το διεθνές νομικό οικοδόμημα που προέκυψε έκτοτε επ’ αυτών των ζητημάτων.
Το μείζον ερώτημα είναι πώς η Ελλάδα θα κατοχυρώσει, με συμπεριληπτικές πολιτικές, τη συνοχή της κοινωνίας της και πώς θα επιβεβαιώσει την κυριαρχία της, εν προκειμένω απέναντι σε δίκτυα πατρωνείας ελεγχόμενα από ένα ξένο κράτος.
Όμως η πρόκληση της συνοχής και της κυριαρχίας δεν αφορά στις μέρες μας μόνο την Θράκη – και δεν δοκιμάζεται πρωτίστως καν εκεί.