Τις τελευταίες δεκαετίες όπου στην Ελλάδα κυριάρχησε μία συντηρητική εσωστρέφεια, αγνοήθηκε σταδιακά ο οικουμενικός χαρακτήρας του Ελληνισμού.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Oι μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα, αρχικά με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και με τις προσφυγικές ροές προσφάτως, δημιούργησαν έντονα το στοιχείο της εντοπιότητας. Πιο έντονα από ότι στο παρελθόν που οι μεταναστευτικές ροές ήταν από την Ελλάδα προς το εξωτερικό.
Φυσικά η δεκαετής οικονομική κρίση δεν μπορεί να παραβλεφθεί, καθώς η επιβίωση έγινε πρώτιστο μέλημα.
Κι αν σε έναν βαθμό είναι γνωστή, η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης και η Ομογένεια των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, τότε η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αγνοεί την ύπαρξη των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας με την πανάρχαια ιστορία τους.
Στο κείμενο αυτό θα διαβάστε γιατους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας. Ένα κομμάτι της κοινωνίας της γειτονικής χώρας που είναι αναγνωρισμένο ως μειονότητα. Έλκει την καταγωγή του στους πρώτους αποικισμούς του 8ου π.Χ αιώνα, επιβίωσε της ρωμαϊκής κατοχής και μπολιάστηκε με μετανάστες από την ηπειρωτική Ελλάδα της βυζαντινής και της οθωμανικής εποχής.
Η γέννηση της Μεγάλης Ελλάδας
Η ιταλική χερσόνησος νότια της Νάπολης, συμπεριλαμβανομένων των ακτών της Καλαβρίας, της Λουκάνιας, της Απουλίας, της Καμπανίας και της Σικελίας αποικήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες με τις μεταναστεύσεις της παλιάς Ελληνικής Διασποράς που σημειώθηκαν κατά τον 8ο αιώνα π.Χ.
Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε τη Σικελική Εκστρατεία η οποία ξεκίνησε το 415 π.Χ και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 413 π.Χ, στα πλαίσια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στόχος της εκστρατείας ήταν η κατάλυση της ηγεμονίας των Συρακουσών στη Σικελία, την οποία οι Αθηναίοι ήθελαν να καταστήσουν ορμητήριο κατά των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας. Παρά τη μεγάλη εκστρατευτική δύναμη, καθώς και τις ενισχύσεις που έλαβαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους υπέστησαν καταστροφική ήττα από τα στρατεύματα των Συρακουσίων και των συμμάχων τους.
Κύριος λόγος της αποτυχίας ήταν η προδοσία του Αλκιβιάδη, ο οποίος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν τον Γύλιππο να ηγηθεί των Συρακουσίων. Ο Γύλιππος κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα και πέτυχε σημαντικές νίκες στη ξηρά και στη θάλασσα, αναγκάζοντας τους Αθηναίους να παραδοθούν.
Οι ελληνικοί οικισμοί ήταν τόσο πυκνοί στη Νότια Ιταλία που κατά την Κλασική Περίοδο η περιοχή ονομάστηκε από τους Ρωμαίους που ήρθαν σε επαφή με τον Ελληνισμό, «Magna Graecia», η γνωστή Μεγάλη Ελλάδα. Οι Έλληνες συνέχισαν να μεταναστεύουν στις συγκεκριμένες περιοχές σε πολλά κύματα από την αρχαιότητα μέχρι τις βυζαντινές μεταναστεύσεις του 15ου αιώνα, κυρίως μετά την περίοδο των Οθωμανικών κατακτήσεων.
Μέχρι σήμερα, στις περιοχές της Καλαβρίας και στην Απουλία, στη χερσόνησο του Σαλέντο, στην παλιά περιοχή της «Magna Graecia» στη Νότια Ιταλία, υπάρχει μια εθνική μειονότητα, γνωστή με την ονομασία «» ή «Γραίκοι» ή «Γραικάνοι».
Σήμερα ο Ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας υπολογίζεται σε περίπου 80.000 ανθρώπους με πλήρη γνώση της καταγωγής τους. Μάλιστα αποζητούν επαφή με την μητροπολιτική Ελλάδα προκειμένου να μην αφομοιωθούν στην ιταλική κοινωνία και εξαφανιστούν.
Νόμος της ιταλικής κυβέρνησης το 1999 αναγνώρισε επισήμως τη Γραικανική κοινότητα του Σαλέντου και της Καλαβρίας ως «ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Η απόφαση αυτή ήταν ιδιαίτερη κρίσιμη για την διάσωση της διαλέκτου, αφού με την πάροδο του χρόνου είχε αρχίσει να εξαφανίζεται.
Γραικανικά: Η ελληνική γλώσσα τους
Η γλώσσα που χρησιμοποιούν ακόμα στα χωριά αυτά είναι γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος ή Γραικανικά, με τους ομιλητές της να την αποκαλούν Γκρίκο. Αναφορικά με την προελευσή της υπάρχουν δύο θεωρίες.
Η πρώτη θεωρία του Μorosi, αλλά και άλλων Ιταλών γλωσσολόγων, θέλει τα Γκρίκο να προέρχονται από την γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τη θεωρία αυτή.
Η δεύτερη και επικρατέστερη είναι αυτή του Γερμανού γλωσσολόγου Gerhard Rohlfs.
Η θεωρία του Γερμανού γλωσσολόγου Gerhard Rohlfs και Ελλήνων γλωσσολόγων (Χατζιδάκι, Καρατζά, Καραναστάση, Τσοπανάκη, Μηνά κ.ά.) ανάγει τις ρίζες της διαλέκτου πολύ παλιά, στον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας τον 8ο αιώνα π.Χ. Στην ορθότητα της θεωρίας αυτής συνηγορεί ο μεγάλος αριθμός των δωρικών της στοιχείων.
Κοινότητες ομιλητών τής Κατωιταλικής διαλέκτου υπάρχουν σήμερα στη νότια άκρη της Καλαβρίας και στην περιοχή Σαλέντο της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε.
Στο Σαλέντο βρίσκονται εννέα μικρές πόλεις στην περιοχή Crecia Salentina με συνολικό πληθυσμό 40.000 ατόμων. Στην Καλαβρία βρίσκονται εννέα χωριά στην περιοχή Μποβα (Bova) αλλά ο γκρεκάνικος πληθυσμός εκεί είναι σημαντικά μικρότερος.
Με τον νόμο 482 του 1999 η ιταλική βουλή έχει αναγνωρίσει τη Γραικάνικη κοινότητα του Σαλέντο και της Καλαβρίας ως «ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Ο Νόμος αναφέρει ότι η Ιταλική Δημοκρατία κατοχυρώνει τη γλώσσα και τον πολιτισμό των ελληνικών πληθυσμών της, καθώς και άλλων κοινοτήτων οι οποίες μιλούν διάφορες γλώσσες (π.χ. Φραγκο-προβηγκιανή, Λαντινική, Οξιτανική, Σαρδηνική κ.ά.).
Παραδείγματος χάριν οι Γρίκοι αντί να χρησιμοποιήσουν την λέξη πηγάδι θα έλεγαν το φρέαρ. Χαρακτηριστική είναι επίσης και η παροιμιακή φράση “Τις φαίνει νιφτού ε κ-κάν-νει μάτι”, όπως θα έλεγαν εκείνοι, το οποίο σημαίνει «Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει πουκάμισο». Στα Γρίκο η λέξη μάτι δεν έχει φυσικά τη σημασία του οφθαλμού, αλλά προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ἱμάτιον, που ήταν ένδυμα.
Στις συγκεκριμένες περιοχές εξ άλλου, είναι αποσπασμένοι Έλληνες εκπαιδευτικοί στα ελληνόφωνα σχολεία, ο αριθμός των οποίων όμως ολοένα και μειώνεται λόγω οικονομικών περικοπών.
Η εθνική αφύπνιση των Γρίκο
Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα η χρήση της συγκεκριμένης γλώσσας θεωρήθηκε, ακόμη και από τους ίδιους τους Γραικανούς, σύμβολο οπισθοδρόμησης και εμπόδιο στην εξέλιξη και πρόοδό τους, γι αυτό και οι γονείς άρχισαν να αποθαρρύνουν τα παιδιά τους να μιλούν την διάλεκτο, ενώ οι μαθητές που μιλούσαν την συγκεκριμένη γλώσσα στο σχολείο τιμωρούνταν.
Η εθνική αφύπνιση των Γκίκο ξεκίνησε στην Γκρέτσια Σαλεντίνα μέσω των έντονων προσπαθειών του Vito Domenico Palumbo (1857–1918), ενός κατοίκου της πόλης Calimera. Ο Palumbo ήταν εκείνος που ξεκίνησε την αποκατάσταση των πολιτιστικών επαφών με την ηπειρωτική Ελλάδα, μελετώντας τη λαογραφία, τη μυθολογία και την μουσική των Γρίκων της Μεγάλης Ελλάδας. Η αναζωογόνηση της προσοχής στα ήθη, τις παραδόσεις και την γλώσσα των Γρίκων οφείλεται, επίσης, στον Γερμανό γλωσσολόγο και φιλόλογο Gerhard Rohlfs, το πρωτοποριακό έργο του οποίου συνέβαλε στην τεκμηρίωση και την διατήρηση της γλώσσας Γκρίκο.
Σημαντικό και το έργο του καθηγητή Ernesto Aprile, επίσης από την πόλη Calimera, ο οποίος μέχρι το θάνατό του το 2008 θεώρησε προσωπική του ευθύνη την υποστήριξη της κοινότητάς του για την διατήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη των παραδόσεων των Γρίκων. Ο ίδιος δημοσίευσε πολλές μονογραφίες σχετικές με το θέμα της τοπικής και εθνικής διάδοσης του πολιτισμού της κοιντότητάς του, ενώ ενεργούσε ως αναγνωρισμένος, αλλά ανεπίσημος, πρεσβευτής σε επισκέπτες και αξιωματούχους της πόλης του και των παραθαλάσσιων τμημάτων κοντά στο Melendugno.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, παρά τις δυσκολίες και αντιξοότητες που είχε να αντιμετωπίσει κατά καιρούς η μικρή αυτή ελληνική μειονότητα στην Ιταλία -κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρήθηκαν έντονες προσπάθειες ιταλοποίησης του ελληνικού στοιχείου με την νέα γενιά, πλέον, να μην γνωρίζει καθόλου την συγκεκριμένη διάλεκτο- τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια νέα πολιτιστική ακμή μέσω, κυρίως, της μουσικής.
Σημαντική χρονιά για την κουλτούρα των Γρίκο το 1999 όταν η ιταλική Βουλή αναγνώρισε την Γραικανική κοινότητα του Σαλέντου ως «ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Από τότε, τα Γκρίκο άρχισαν να διδάσκονται στα σχολεία της περιοχής και πάλι, ενώ πολλές προσπάθειες γίνοται σε πολιτιστικό επίπεδο για την διάσωση της διαλέκτου. Συγκροτήματα τόσο από την Ελλάδα, όσο και από την Ιταλία, ηχογραφούν παλιά τραγούδια στην Κατωιταλική διάλεκτο ή δημιουργούν εκ νέου καινούργια, προκειμένου να κρατήσουν ζωντανή και να μεταδώσουν στις επόμενες γενιές την ιδιαίτερη αυτή κουλτούρα.