
Γράφει η Pauline Bock
Σε μια περίοδο που οι Γάλλοι παραδοσιακά χωρίζονται μεταξύ “juillettistes” (που κάνουν διακοπές τον Ιούλιο) και “aoûtiens” (που κάνουν τον Αύγουστο), τις τελευταίες εβδομάδες συγκεντρώνονται εκατοντάδες χιλιάδες άτομα φωνάζοντας “Liberté!” (Ελευθερία).
Οι διαδηλωτές αυτοί είναι ενωμένοι κατά του νέου συστήματος πιστοποιητικών εμβολιασμών, το οποίο ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση στις 12 Ιουλίου και σταδιακά τίθεται σε ισχύ. Τα μέτρα, που αποσκοπούν στην αύξηση του ποσοστού εμβολιασμών καθώς εξαπλώνεται η μετάλλαξη Δέλτα σε όλη τη χώρα, καθιστούν υποχρεωτική την απόδειξη του εμβολιασμού – ή αρνητικού τεστ κορονοϊού – για την είσοδο σε πολιτιστικούς χώρους, μπαρ και εστιατόρια.
Μέχρι τον Σεπτέμβριο, όλοι οι εργαζόμενοι σε μονάδες φροντίδας θα χρειάζονται ένα τέτοιο πιστοποιητικό για να διατηρήσουν τη δουλειά τους και οι εργαζόμενοι με μόνιμη σύμβαση ενδέχεται να βγουν σε αναστολή άνευ αποδοχών μέχρι να μπορέσουν να το παρέχουν.
Αν και σε κάποιο βαθμό, επιτυχημένο στον πρωταρχικό του στόχο – 6,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί, ανεβάζοντας το επίπεδο στο 47%, περίπου το ίδιο ποσοστό με τις ΗΠΑ – η κίνηση γύρισε μπούμερανγκ στην κυβέρνηση. Πολλοί άνθρωποι, δυσαρεστημένοι από τον εξαναγκασμό, βγαίνουν στους δρόμους σε μια συλλογική επίδειξη δυσαρέσκειας, ενωμένοι σε ένα κίνημα διαμαρτυρίας που θα μπορούσε να δυσκολέψει τις προσπάθειες επανεκλογής του Μακρόν το επόμενο έτος.

Στις 14 Ιουλίου, στην πρώτη διαμαρτυρία κατά του “pass sanitaire”, όπως είναι γνωστό στη Γαλλία, συμμετείχαν 18.000 διαδηλωτές. Μέσα σε 10 ημέρες, οι συμμετέχοντες αυξήθηκαν σε 161.000 και ύστερα σε πάνω από 204.000 σε σχεδόν 200 πορείες σε όλη τη χώρα τις προηγούμενες μέρες, σύμφωνα με στοιχεία της αστυνομίας. Οι διαδηλωτές, που χαρακτηρίστηκαν από την κυβέρνηση ως δογματικοί αντιεμβολιαστές και συνωμοσιολόγοι, αποτελούν στην πραγματικότητα ένα ετερόκλητο σώμα.
Η Le Monde τους περιέγραψε ως “μόνους, ζευγάρια, οικογενειάρχες ή παρέες φίλων, όλων των ηλικιών, λευκούς, μαύρους, εργαζόμενους, συνταξιούχους, μερικοί εμβολιασμένοι και άλλοι που αρνούνται να κάνουν το εμβόλιο”. Επομένως, αποτελούν μια μεικτή ομάδα ανθρώπων.
Αν και ο σκεπτικισμός απέναντι στα εμβόλια είναι υψηλός στη Γαλλία – το 16% των πολιτών δεν σκοπεύουν να εμβολιαστούν, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα – μέχρι τη στιγμή που ο Μακρόν ανακοίνωσε την επικείμενη κυκλοφορία των πιστοποιητικών εμβολιασμού στις 12 Ιουλίου, πάνω από τον μισό γαλλικό πληθυσμό, 36 εκατομμύρια άνθρωποι, είχαν λάβει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου. Είναι σαφές ότι η πλειοψηφία δεν είναι ηθικά αντίθετη με τους εμβολιασμούς.
Αντίθετα, οι ανησυχίες τους επικεντρώνονται λιγότερο στον ίδιο τον εμβολιασμό παρά στις ελευθερίες και τα δικαιώματα που ενδεχομένως παραβιάζονται από τα νέα μέτρα.
Εξάλλου, οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις είναι που προβληματίζουν. Θα πρέπει να αλλάξει ο εργασιακός νόμος της Γαλλίας για να συμπεριληφθεί η υποχρέωση εμβολιασμού; Θα είναι νόμιμη η απόλυση υπαλλήλων που δεν συμμορφώνονται;
Υπάρχουν και πιο ανησυχητικοί προβληματισμοί. Οι διαδηλωτές φοβούνται ότι τα νέα μέτρα θα επιτρέψουν την ευρεία κρατική επιτήρηση, στοχεύοντας ενδεχομένως τους πιο ευάλωτους και καταστέλλοντας τις αντίθετες φωνές. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση, προειδοποιούν, ότι το σύστημα θα αποσυρθεί μόλις καταπολεμηθεί ο ιός. Κατά ειρωνικό τρόπο, το μόνο σώμα που εξαιρείται από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό – η αστυνομία – θα είναι αυτή που θα επιβλέπει την υπακοή των υπόλοιπων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ομιλία του Μακρόν βοήθησε να αυξηθεί ο αριθμός των εμβολιασμών. Μετά την ομιλία του, έπεσαν οι ιστοσελίδες κράτησης εμβολίων λόγω της μεγάλης ζήτησης και 3,7 εκατομμύρια εμβόλια πραγματοποιήθηκαν την επόμενη εβδομάδα, αλλά με ένα κόστος. Ελπίζοντας για γρήγορα αποτελέσματα και με την επίδειξη ισχύος ενόψει των εκλογών του επόμενου έτους, ο πρόεδρος ίσως να υποτίμησε πόσο “έβραζαν” οι Γάλλοι. Στοιχηματίζοντας ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη των εμβολιασμών υπερτερούν των άμεσων αντιδράσεων, φαίνεται έκπληκτος που προκάλεσε τόση οργή. Το στοίχημά του, που ενέχει ρίσκα, μπορεί να μην αποδώσει.
Η αντίδραση της κυβέρνησης στις διαδηλώσεις δεν βοήθησε. Χαρακτηρίζοντας τους διαδηλωτές “τρελούς” την περασμένη εβδομάδα, βουλευτές αγνόησαν ότι η αυξανόμενη δυσπιστία του λαού προς την πολιτική τάξη πηγάζει σε έναν βαθμό από τον κακό χειρισμό της πανδημίας από την κυβέρνηση, ειδικά στις αρχές της.
Τον Ιανουάριο του 2020, για παράδειγμα, ο Γάλλος υπουργός Υγείας ισχυρίστηκε ότι ο κίνδυνος μετάδοσης της Covid-19 ήταν “πολύ χαμηλός”, κάτι θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί σε ανεπαρκή πληροφόρηση. Αλλά τον Μάρτιο, ένα μήνα αφότου οι γαλλικές αρχές συνειδητοποίησαν ότι βρίσκονται αντιμέτωπες με τεράστια έλλειψη μασκών, η εκπρόσωπος της κυβέρνησης δήλωσε ότι οι μάσκες ήταν “άχρηστες” κατά του ιού. Τα μπερδεμένα μηνύματα αποτέλεσαν συνήθεια.

Αν προστεθεί το γεγονός ότι το υπουργείο Υγείας, επικαλούμενο λόγους προϋπολογισμού, συνέχισε να μειώνει τον συνολικό αριθμό κλινών κατά τη διάρκεια της κρίσης, τις αντιφατικές πληροφορίες από ανίδεους υπουργούς και τα αυθαίρετα μέτρα lockdown, τότε καταλαβαίνει κανείς γιατί οι άνθρωποι δεν πιστεύουν όσα τους λέει το γαλλικό κράτος.
Σε μια ατμόσφαιρα αμφιβολίας και καχυποψίας, μερικοί άνθρωποι στρέφονται σε θεωρίες συνωμοσίας και αντι-εμβολίων, ωθούμενοι από οπορτουνιστές πολιτικούς όπως ο Φλοριάν Φιλιπό, πρώην ηγέτης στο κόμμα της Μαρίν Λεπέν. Αν και τα κίνητρα στις διαμαρτυρίες ποικίλλουν, υπάρχει σαφώς μια ριζοσπαστικοποιημένη μειονότητα που είναι ευάλωτη στη λαϊκιστική πειθώ.
Με την απαραίτητη χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας, καλύτερο συντονισμό, πολιτικό όραμα και την ειλικρίνεια της αναγνώρισης λαθών, η Γαλλία θα μπορούσε να έχει ηγηθεί μιας ισχυρής, ενημερωμένης εκστρατείας για τον εμβολιασμό και να συγκρατήσει τους πολιτικούς υποκινητές κατά των εμβολίων.
Αντ ‘αυτού, ο Μακρόν επέλεξε να φερθεί στους Γάλλους σαν σε παιδιά, και αυτό δεν τους άρεσε.
* Η Pauline Bock, είναι Γαλλίδα δημοσιογράφος για το Arrêt sur Images, κι έχει γράψει για τον Guardian, το The New Statesman και το Politico.
© 2021 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”