Αν δεν κάνουμε τίποτα, τότε θα πρέπει να νιώθουμε άνετα ουσιαστικά να παραχωρήσουμε την Ταϊβάν στην Κίνα, αφήνοντας το Πεκίνο να συνεχίσει ανεμπόδιστα την καμπάνια εκφοβισμού του.
Γράφει ο Μπομπ Μενέντεζ
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Opinion / The New York Times
Η βάναυση επίθεση του Βλαντιμίρ Πούτιν στους Ουκρανούς γείτονές του πυροδότησε παγκόσμια οργή — και σφυρηλάτησε μια άνευ προηγουμένου ενότητα — μεταξύ των δημοκρατικών εθνών του κόσμου. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Σι Τζινπίνγκ, τον υπερεθνικιστή πρόεδρο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Ο ηγέτης της Κίνας, αναμφίβολα κρατά σημειώσεις και παίρνει μαθήματα από την απρόκλητη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία για να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την Ταϊβάν.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι μας στη διεθνή κοινότητα θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο για να αναπτύξουμε και να εφαρμόσουμε μια νέα και πιο ανθεκτική στρατηγική για την Ταϊβάν, όσο υπάρχει ακόμη χρόνος.
Ένα ξεκάθαρο μάθημα από τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι ότι οι αυταρχικοί ηγέτες έχουν ενθαρρυνθεί τα τελευταία χρόνια από τις δυσλειτουργικές δημοκρατίες και τους διστακτικούς διεθνείς οργανισμούς. Συνεπώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται λιγότερη ασάφεια που θα καθοδηγεί την προσέγγισή μας στην Ταϊβάν.
Στον σημερινό κόσμο – με την Κίνα του Σι – μια ισχυρή και αξιόπιστη στρατηγική αποτροπής για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στα στενά της Ταϊβάν απαιτεί σαφήνεια στα λόγια και στα έργα. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν υποσχέθηκε τον Μάιο να χρησιμοποιήσει βία για να υπερασπιστεί την Ταϊβάν – αυτή ήταν η τρίτη φορά που το είπε – παρόλο που οι βοηθοί του ανέφεραν ότι η μακροχρόνια πολιτική στρατηγικής ασάφειας των ΗΠΑ δεν έχει αλλάξει.
Η ηθική και στρατηγική βάση για να σταθούμε δίπλα στην Ταϊβάν, της οποίας οι άνθρωποι μοιράζονται τα συμφέροντα και τις αξίες μας, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη. Η Κίνα διεξάγει εκστρατείες επιρροής κατά της Ταϊβάν, χρησιμοποιώντας κυβερνοεπιθέσεις και παραπληροφόρηση, αναπτύσσοντας προπαγάνδα για να ενισχύσει το μήνυμά της “μίας Κίνας””, διαδίδοντας ψευδείς πληροφορίες και θεωρίες συνωμοσίας για να διχάσει την κοινωνία της Ταϊβάν και να διευκολύνει τον έλεγχο του νησιού. Αυτό είναι ένα σχέδιο επίθεσης που θυμίζει παράξενα αυτό του κ. Πούτιν στην Ουκρανία.
Η Κίνα εφαρμόζει επίσης εκβιαστικές οικονομικές τακτικές εναντίον οποιουδήποτε έθνους ή εταιρείας δεν ευθυγραμμίζεται με την πολιτική του Πεκίνου κατά της Ταϊβάν, φτάνοντας στο σημείο να επιβάλει εμπορικό εμπάργκο στη Λιθουανία επειδή υποδέχτηκε ένα γραφείο αντιπροσώπευσης της Ταϊβάν στο Βίλνιους. Δεδομένου του ρόλου της Ταϊβάν ως ένα “χυτήριο για τον κόσμο” στην κατασκευή προηγμένων μικροτσίπ, η προθυμία του Πεκίνου να απειλήσει τις αλυσίδες εφοδιασμού και ενδεχομένως να κρατήσει όμηρο την παγκόσμια οικονομία αποτελεί εστία ανησυχίας για την ευημερία και την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων και εταίρων μας.
Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, η Ταϊβάν αντιμετωπίζει πλέον και έναν επιθετικό κινεζικό στρατό, ο οποίος φαίνεται αποφασισμένος να ετοιμαστεί για εισβολή τα επόμενα χρόνια.
Οι στρατιωτικές προετοιμασίες της Κίνας, με νέες τεχνολογίες και όπλα κατά της Ταϊβάν απειλούν να αποσταθεροποιήσουν ολόκληρο τον Ινδο-Ειρηνικό. Υπάρχουν σχεδόν καθημερινές στρατιωτικές εισβολές στη ζώνη αεράμυνας της Ταϊβάν και επικίνδυνοι και επισφαλείς ελιγμοί του κινεζικού ναυτικού που έχουν σκοπό να εξαναγκάσουν και να εκφοβίσουν την Ταϊβάν στην ανοιχτή θάλασσα.
Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, 29 κινεζικά στρατιωτικά αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων έξι βομβαρδιστικών, πέταξαν στη ζώνη αεράμυνας της Ταϊβάν – στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα για έναν πιθανό αποκλεισμό – πριν επιστρέψουν στη βάση τους. Αυτές δεν είναι ενέργειες ενός έθνους με πολιτική διατήρησης της ειρήνης και της σταθερότητας. Αυτές είναι οι ενέργειες ενός έθνους που σκοπεύει να επιτεθεί.
Επιπλέον, οι πρόσφατες απειλές του Πεκίνου σχετικά με το ταξίδι της Προέδρου της Βουλής, Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν ήταν τόσο προβλέψιμες όσο και ενδεικτικές της σκληρότητας του κ. Σι. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να είναι ξεκάθαρες: Η χρήση της επίσκεψής της Πελόζι στην Ταϊβάν ως δικαιολογία για θεατρικές εκρήξεις οργής είναι απλώς αυτό: ένα πρόσχημα για πιο επιθετικά βήματα, που η Κίνα προετοιμάζεται να κάνει ούτως ή άλλως. Γι’ αυτό είχε δίκιο η κα Πελόζι που δεν άφησε την Κίνα να αποφασίσει ποιος μπορεί και ποιος δεν μπορεί να επισκεφθεί την Ταϊβάν.
Το αποτέλεσμα της αγανάκτησης του Πεκίνου θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της αποφασιστικότητας στην Ταϊπέι, στην Ουάσιγκτον και σε ολόκληρη την περιοχή. Υπάρχουν πολλές στρατηγικές για να συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε στην κινεζική επιθετικότητα. Υπάρχει σαφής δικομματική συμφωνία στο Κογκρέσο σχετικά με τη σημασία της δράσης σήμερα, για να δώσουμε στον λαό της Ταϊβάν το είδος της υποστήριξης που χρειάζεται απεγνωσμένα.
Είδαμε τα προειδοποιητικά σημάδια για την Ουκρανία το 2014 και αποτύχαμε να αναλάβουμε δράση που θα μπορούσε να αποτρέψει την περαιτέρω ρωσική επιθετικότητα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να επαναλάβουμε το ίδιο λάθος με την Ταϊβάν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνεργάστηκα με τον γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκρέιχαμ για την εισαγωγή του δικομματικού νόμου για την πολιτική της Ταϊβάν του 2022.
Η νομοθεσία μας θα ενισχύσει την ασφάλεια της Ταϊβάν, παρέχοντας σχεδόν 4,5 δισ. δολ. σε βοήθεια για την ασφάλειά της τα επόμενα τέσσερα χρόνια και αναγνωρίζοντας την Ταϊβάν ως “μεγάλο σύμμαχο εκτός ΝΑΤΟ” – ένας ισχυρός χαρακτηρισμός για τη διευκόλυνση στενότερων στρατιωτικών δεσμών και δεσμών ασφαλείας. Θα επεκτείνει επίσης τον διπλωματικό χώρο της Ταϊβάν μέσω της συμμετοχής της σε διεθνείς οργανισμούς και σε πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες.
Η νομοθεσία θα λάβει επίσης συγκεκριμένα μέτρα για να αντιμετωπίσει τις εκστρατείες επιθετικής επιρροής της Κίνας, θα επιβάλει εξοντωτικό οικονομικό κόστος εάν το Πεκίνο αναλάβει εχθρική δράση κατά της Ταϊβάν (όπως χρηματοοικονομικές και τραπεζικές κυρώσεις, άρνηση έκδοσης βίζας και άλλα μέτρα) και θα μεταρρυθμίσει τις αμερικανικές γραφειοκρατικές πρακτικές για να ενισχυθεί η στήριξη προς τη δημοκρατική κυβέρνηση της Ταϊβάν. Εν ολίγοις, αυτή η προσπάθεια θα είναι η πιο ολοκληρωμένη αναδιάρθρωση της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Ταϊβάν από τον νόμο για τις σχέσεις της Ταϊβάν του 1979.
Ενώ το Πεκίνο πιθανότατα θα βασιστεί σε ένα σχεδιασμένο αφήγημα, εξαπολύοντας κατηγορίες κατά των Ηνωμένων Πολιτειών για οποιαδήποτε επίθεση, το γεγονός είναι πως η Κίνα και όχι οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι αυτή που επιδιώκει σταθερά να αλλάξει το status quo στην Ταϊβάν.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι μας πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι καθώς θα απαντάμε με μετρημένα βήματα σε αυτό το περιθώριο ευκαιρίας που διαθέτουμε -προτού η Κίνα αλλάξει αμετάβλητα τη δυναμική στην περιοχή προς όφελός της και διαμορφώσει το έδαφος για μια πιθανή εισβολή στην Ταϊβάν – για να αναζωογονήσουμε τη διπλωματική μας στρατηγική. Να συνεργαστούμε με την Ταϊπέι για τον εκσυγχρονισμό του στρατού της ώστε να διατηρήσει την ικανότητα αποτροπής. Για να αντιμετωπίσουμε την πολιτική επιρροή του Πεκίνου και τις εκστρατείες παραπληροφόρησης. Και για να αναπτύξουμε βαθύτερους δεσμούς μεταξύ των δύο λαών μας.
Καθώς η Κίνα μας προκαλεί σε κάθε διάσταση της εθνικής μας ασφάλειας – στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά αλλά και στο επίπεδο των αξιών μας – διαμορφώνουμε ένα νέο όραμα που θα διασφαλίζει ότι η χώρα μας θα είναι σε θέση να υπερασπιστεί την Ταϊβάν για τις επόμενες δεκαετίες. Το να διαμορφώσουμε μια σωστή στρατηγική είναι αναγκαίο για να αποτρέψουμε και να περιορίσουμε την προβληματική συμπεριφορά του Πεκίνου και να ενθαρρύνουμε τον κ. Σι να κάνει διαφορετικές επιλογές από αυτές του κ. Πούτιν.
Πρέπει να είναι ξεκάθαρο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ο αστυνομικός του πλανήτη. Αλλά σίγουρα έχουμε μια ηθική και πρακτική υποχρέωση να σταθούμε στο πλευρό του λαού της Ταϊβάν, που θέλει μόνο να είναι σε θέση να καθορίσει το μέλλον του.
Αν δεν κάνουμε τίποτα, τότε θα πρέπει να νιώθουμε άνετα ουσιαστικά να παραχωρήσουμε την Ταϊβάν στην Κίνα, αφήνοντας το Πεκίνο να συνεχίσει ανεμπόδιστα την καμπάνια στρατιωτικού, οικονομικού και διπλωματικού εκφοβισμού.
Οι αυταπάτες του κ. Πούτιν στην Ουκρανία δεν θα μπορούσαν να κάνουν πιο ξεκάθαρες τις καταστροφικές παγκόσμιες συνέπειες της αδράνειας.
* Ο Μπομπ Μενέντεζ, Δημοκρατικός από το Νιού Τζέρσεϊ, υπηρετεί ως γερουσιαστής από το 2006. Είναι πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου.
© 2022 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”