
Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών στην Τουρκία και ο απροσδόκητος τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε δεν θα πρέπει να μας παρασύρει σε οπαδικής φύσης πανηγυρισμούς και τυμπανοκρουσίες.

Τόσο η ξαφνική και εκτός τυπικού πρωτοκόλλου συνάντησή του με τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο- στοιχείο που δηλώνει αν όχι πανικό, πάντως αδυναμία από την πλευρά του Ερντογάν μετά τις εύστοχες κινήσεις του ελληνικού ΥΠΕΞ σε Λιβύη, Αίγυπτο, Ισραήλ κλπ.- όσο και τα όσα ακολούθησαν στην κοινή συνέντευξη τύπου με τον ομόλογό του Μελβούτ Τσαβούσογλου χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και ανάλυσης σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα.
Ήδη από τη μια θριαμβολογούντες κι από την άλλη μεμψίμοιροι, δημοσιογράφοι, πολιτικοί και αναλυτές έχουν επιδοθεί σε μια χωρίς προηγούμενο προσπάθεια ερμηνείας των όσων έγιναν χθες στην Άγκυρα. Όμως η διπλωματία και μάλιστα σε τόσο υψηλό επίπεδο δεν αναλύεται ποτέ σε παρόντα χρόνο.
Δυο στοιχεία είναι βέβαιο ότι σηματοδοτούν μια διαφορετική στάση στα ανοιχτά μέτωπα με τη γείτονα χώρα: για πρώτη φορά, εδώ και πολλά χρόνια θέτουμε χωρίς περιστροφές όλα τα ζητήματα στο τραπέζι, όχι για να τα συζητήσουμε αλλά για να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν τα διαπραγματευόμαστε ή εκείνα που έχουμε πρόθεση να συζητήσουμε θα προκύψουν αποκλειστικά με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Και μάλιστα η μεταστροφή αυτή έγινε σε δημόσιο βήμα, κάτι πρωτοφανές -και φυσικά δεσμευτικό- για τα διπλωματικά χρονικά.
Αυτό που είδαμε χθες (σσ στις 15/04/2021) στους τηλεοπτικούς δέκτες και σε απευθείας μετάδοση δεν ήταν καθόλου ένα καβγάς μεταξύ γειτόνων. (Εκτενείς αναφορές έκαναν όλα σχεδόν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και μέσα ενημέρωσης, παρουσιάζοντας την πρωτοφανή σύγκρουση, τον εκνευρισμό του Τούρκου ΥΠΕΞ και εκθειάζοντας τη ψυχραιμία του Έλληνα ομολόγου του).
Ήταν η προσπάθεια από τη μια πλευρά να επιβάλει τη θέληση του ισχυρού και από την άλλη η ψύχραιμη και λογική αντιμετώπιση αυτού που έχει πραγματικά δίκιο. Χωρίς κλαψουρίσματα και παρακάλια, αλλά και χωρίς εκνευρισμό και οργή. Τέθηκαν τα όρια και αποκλείστηκαν οι παρερμηνείες, κατά τρόπο σχεδόν απόλυτο. Το τουρκικό διπλωματικό επιτελείο -πολύπειρο και σοβαρό- θα πέρασε μια δύσκολη νύχτα προσπαθώντας από την μια να συνέλθει και από την άλλη να εξηγήσει τον ξεκάθαρο τρόπο με τον οποίο ο επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας έθεσε τα ζητήματα.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά στο αν η σαφής αυτή αλλαγή στάσης, που απομακρύνεται από την αδιέξοδη προσπάθεια κατευνασμού της Τουρκίας, και που προφανώς ήταν απολύτως σχεδιασμένη στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, έχει επίσης σαφή ορίζοντα και εύρος εφαρμογής αντίστοιχο του νέου δόγματος που εφαρμόζεται τα τελευταία δύο χρόνια στην εξωτερική πολιτική, η οποία δεν είναι πλέον απλώς και αόριστα «πολυδιάστατη» δηλαδή και λίγο από δω και λίγο από εκεί, αλλά έχει ξεκάθαρο προσανατολισμό, αφετηρία και προορισμό. Μένει να αποδειχθεί αν και η ενδιάμεση διαδρομή θα είναι ανάλογη των προθέσεων του ΥΠΕΞ.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την υπογραφή της περίφημης συνθήκης της Λωζάνης, την οποία επικαλέστηκε ο Ν. Δένδιας και μάλιστα μέσα στην Άγκυρα, προκαλώντας απίστευτο εκνευρισμό στον Τούρκο ομόλογό του, είχε θέσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχουμε πιθανότητες να πετύχουμε, όταν διαπραγματευόμαστε με τους γείτονες, αλλά και όταν απευθυνόμαστε στη διεθνή και ευρωπαϊκή κοινότητα:
«Ειλικρίνεια και αλήθεια, ιδού η μέθοδός μου. Μη ομιλείτε περί ιστορικών δικαίων, δεν κάνουν εντύπωσιν εις τους ευρωπαίους. Εγώ, κατά την διάρκειαν των Συνδιασκέψεων, έθεσα ως βάσιν των αξιώσεων της Ελλάδος τον εθνολογικόν και ουχί τον ιστορικόν χαρακτήρα των εδαφών, τα οποία εζήτησα. Άλλα έθνη, προβάλλοντα ιστορικάς απαιτήσεις, απέτυχον. Τας περισσοτέρας ιστορικάς απαιτήσεις θα ημπορούσε να έχει η Ελλάς. Αλλά η Ευρώπη δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τοιαύτας αξιώσεις.
Ουδέποτε έκαμα χρήσιν των ιστορικών δικαιωμάτων μας[…] Αλλά και κάτι άλλο: εις τα υπομνήματά μου και τα προφορικά μου διαβήματα, ουδέποτε έκαμα χρήσιν του όρου «ελληνικά δίκαια». Ο όρος αυτός είναι αισθηματολογικός, οι δε ευρωπαίοι δεν τον εννοούν. Ο όρος μου ήταν «ελληνικά συμφέροντα», «δίκαια ελληνικά συμφέροντα». Αλλά και συμφέροντα της Ανθρωπότητος, όχι αποκλειστικώς της Ελλάδος».».
Η αρχή έγινε χθες στην Άγκυρα και δεν ήταν διόλου για την τιμή των όπλων. Τα ζητήματα τέθηκαν με ειλικρίνεια και σοβαρότητα προκειμένου να προασπίσουν τα ελληνικά συμφέροντα και όχι απλώς τα ελληνικά δίκαια. Ο τόνος και το μήνυμα δόθηκαν. Τώρα απομένει ο μακρύς και δύσκολος δρόμος της συστηματικής, με σχέδιο και υπομονή, εφαρμογής του νέου δόγματος στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, σε διπλωματικό, πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.