Ώρα να πούμε μερικές σκληρές αλήθειες. Ώρα να μιλήσουμε ειλικρινά για το ποια είναι η ελληνική οικονομία.
Θα μιλήσουμε για την εικόνα που προκύπτει από την έρευνα διάρθωσης επιχειρήσεων που διενεργεί η ΕΛΣΤΑΤ. Τα στοιχεία δείχνουν μιά μεταπρατική οικονομία με σαθρή παραγωγική βάση, που βασίζεται στο “δούναι και λαβείν ” του εμπορίου, παράγει ελάχιστα και κυριαρχείται από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με εξαιρετικά ολιγάριθμο προσωπικό., πρακτικά οικογενειοκρατικές.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της ΕΛΣΤΑΤ μία στις 4 επιχειρήσεις (το 25,4%) δραστηριοποιείται στο λιανικό ή στο χονδρικό εμπόριο, ενώ οι μεταποιητικές που αναπτύσσουν κάποιου είδους παραγωγική δραστηριότητα είναι λιγότερες από μία στις 10.
Ο κλάδος του χονδρικού και λιανικού εμπορίου έχει μάλιστα τη “μερίδα του λέοντος” στον συνολικό τζίρο, καλύπτοντας το 41,3%, χωρίς να παράγει προστιθέμενη αξία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από τα 321,2 δισ. ευρώ που ήταν το 2021 ο συνολικός κύκλος εργασιών των ελληνικών επιχειρήσεων,τα 132,5 δισ. ευρώ (41,2%) ήταν συναλλαγές εμπορικών επειχειρήσεων– αγορές και μεταπώληση αγαθών και υπηρεσιών.
Επισημαίνεται ότι πέραν του εμπορίου η έρευνα καλύπτει τους τομείς βιομηχανίας, κατασκευών και υπηρεσιών (περιλαμβανομένων των κλάδων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εκπαίδευσης, υγείας, ψυχαγωγίας και επιμέρους προσωπικών υπηρεσιών).
Η μεταποίηση πραγματοποίησε το 20,9% του συνολικού τζίρου, με κύκλο εργασιών 67,3 δισ. ευρώ – δηλαδή τον μισό από το εμπόριο.
Μεγαλύτερα κέρδη, λίγες θέσεις εργασίας
Τα στοιχεία δείχνουν ότι σε μία οικονομία με στρεβλώσεις και με απουσία ουσιαστικού ανταγωνισμού όπως η ελληνική, το εμπόριο είναι πιο αποδοτικό από τη βιομηχανία, καθώς δεν απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, ούτε δέσμευση μεγάλων κεφαλαίων, ενώ έχει υψηλά περιθώρια μεικτού κέρδους.
Το αντικείμενο δραστηριότητας και το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων επηρεάζουν και την απασχόληση. Ο μέσος αριθμός εργαζομένων ανά επιχείρηση ήταν το 2021 μόλις 3,6 άτομα. Εξ αυτών, οι μισθωτοί ήταν μόνον 2,72 ανά επιχείρηση
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021 δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα συνολικά 881.717 επιχειρήσεις στους τομείς της βιομηχανίας, των κατασκευών, του εμπορίου και των υπηρεσιών.
Οι κλάδοι με το μεγαλύτερο πλήθος επιχειρήσεων ήταν το χονδρικό και λιανικό εμπόριο με 224.087 επιχειρήσεις (οι οποίες αποτελούν το 25,4% του συνόλου), και ο κλάδος επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών υπηρεσιών με 148.682 επιχειρήσεις (οι οποίες αποτελούν το 16,9%). Ακολουθούσαν οι υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης με 106.157 επιχειρήσεις που αντιστοιχούν σε ποσοστό 12%.
Η γραφειοκρατία, τα καρτέλ, οι πολίτες-θύματα
H ελληνική οικονομία θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα παγόβουνο. Βλέπεις ένα κομμάτι του, μικρό κομμάτι ενώ κάτω από το νερό κρύβεται μία τεράστια μάζα.
Ενα παγόβουνο που έχει δημιουργηθεί και συντηρείται ευλαβικά από τη δημόσια διοίκηση και την ανικανότητα των κυβερνήσεων. Με λίγα λόγια, από την τεράστια γραφειοκρατία που είναι το μείζον πρόβλημα της χώρας. Ενας λαβύρινθος νόμων, υπουργικών αποφάσεων, διαδικασιών που είναι φτιαγμένος εντελώς επίτηδες -δηλαδή όχι κατά λάθος- για να εγκλωβίζει τους πολίτες και να τους κρατάει ομήρους του ελληνικού κράτους.
Ζώντας μέσα σε αυτό τον λαβύρινθο, υφιστάμενοι όλο αυτό το βάρος, αντιμετωπίζοντας διαρκώς τεράστιες δυσκολίες στην καθημερινότητά τους, οι πολίτες έχουν δυστυχώς αποδεχθεί ως φυσιολογική αυτή την πραγματικότητα.
Δεν αντιδρούν και δεν διαμαρτύρονται, αποδέχονται τη μοίρα τους και προσπαθούν να επιβιώσουν περνώντας όσο μπορούν «κάτω από το ραντάρ».
Ολοι ανεξαιρέτως λένε ότι η Ελλάδα είναι μεν το ωραιότερο μέρος του κόσμου, αλλά δεν είναι για να κάνεις δουλειές, διότι αν μπλέξεις με το Ελληνικό Δημόσιο, δεν ξεμπλέκεις. Η συντριπτική πλειονότητα δεν εμπιστεύεται τους θεσμούς, το κράτος, τις κυβερνήσεις, τη Δικαιοσύνη. Σχεδόν όλοι (ημεδαποί κι αλλοδαποί ) προσπαθούν να ξεφύγουν όπου μπορούν από οποιαδήποτε συναλλαγή με το Δημόσιο είτε αυτή αφορά την Εφορία, είτε την Πολεοδομία, είτε τους δήμους.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν γίνονται στην Ελλάδα επενδύσεις εκτός από καφέ, σουβλατζίδικα και νυχάδικα. Είναι επίσης ένας από τους λόγους που πάρα πολλοί Ελληνες προτιμούν να είναι είτε άνεργοι, είτε ελεύθεροι επαγγελματίες για να διατηρήσουν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας και μια ελευθερία την οποία, ούτως ή άλλως, ως λαός αγαπάμε πολύ.
Δεν είναι όμως μια «αρρώστια» στο DNA μας αυτή η αδιαφορία για τους κανόνες, είναι η αντίδραση σε ένα σύστημα κανόνων άδικο, χαοτικό και ακατανόητο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ελληνες διαπρέπουν στο εξωτερικό. Εχοντας εκπαιδευτεί σε αυτό το χαοτικό περιβάλλον, όταν φεύγουν και βρίσκονται σε μια «κανονική» χώρα, σε μια χώρα όπου οι κανόνες είναι απλοί, δίκαιοι και ισχύουν για όλους, τους φαίνεται πολύ εύκολο να λειτουργήσουν και γι’ αυτό διαπρέπουν.
Η κακή πλευρά της υπόθεσης όμως είναι η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας, η ανοχή που δείχνουν όλοι στα κακώς κείμενα. Το «όλοι» περιλαμβάνει, εκτός από τους πολίτες, όλους τους υποτιθέμενα ανεξάρτητους θεσμούς που θεωρητικά προστατεύουν τους πολίτες και διασφαλίζουν την τήρηση των κανόνων.
Τον Φεβρούαριο του 2023 ανακοινώθηκαν από την Ενωση Εργαζόμενων Καταναλωτών της ΓΣΕΕ τα στοιχεία για τις περιπτώσεις που προσφεύγουν σε αυτήν οι πολίτες. Οι περισσότερες προσφυγές αφορούν τις τράπεζες, τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Τρεις τομείς που περιλαμβάνουν τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες εταιρείες της χώρας. Οι καταγγελίες αφορούσαν στη συντριπτική τους πλειονότητα παράτυπες χρεώσεις, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και καταχρηστικούς όρους. Το πιο ενδιαφέρον δε είναι ότι το 99,2% των καταγγελιών αυτών είχαν τελικά έκβαση υπέρ του καταναλωτή.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι όλοι αυτοί οι κλάδοι εκμεταλλεύονται όσο μπορούν τη «δεσπόζουσα θέση» τους, ότι είναι ολιγοπώλια, δηλαδή μεταφραζόμενο επί το λαϊκότερον έχουν και το καρπούζι και το μαχαίρι και στηριζόμενες στην ανάγκη του καταναλωτή τον εκμεταλλεύονται.
Μιλάμε για καρτέλ δηλαδή. Το ίδιο ισχύει και με τα διυλιστήρια , τα σούπερ μάρκετ, τις γαλακτοβιομηχανίες κλπ. Για να μην μιλήσουμε για τις λίγες κατασκευαστικές εταιρείες που παίρνουν τις δουλειές από το Δημόσιο.
Πόσοι όμως καταφεύγουν με καταγγελίες στην Ενωση Καταναλωτών για να προστατευτούν και τελικά προστατεύονται; Ελάχιστοι. Οσα ισχύουν γι’ αυτούς που δικαιώθηκαν τελικά καταγγέλλοντας ισχύουν και για όλους τους υπόλοιπους (το σύνολο του πληθυσμού είναι οι υπόλοιποι), οι οποίοι δεν προσέφυγαν.
Λαμβάνει κανείς υπόψη του αυτές τις καταγγελίες που τελικά αποδεικνύουν ότι εδώ το πράγμα δεν λειτουργεί σωστά; Οχι. Διότι αν οι κυβερνήσεις και η Δικαιοσύνη λάμβαναν υπόψη τους αυτά τα γεγονότα, θα έπρεπε να τα έχουν διορθώσει με νομοθετικές παρεμβάσεις, ελέγχους και πρόστιμα. Δεν το κάνουν, συνεπώς δεν ασχολούνται.
Και επειδή είναι τόσο μεγάλη η δύναμη του κράτους και των μεγάλων εταιρειών και τόσο αδιάφοροι οι θεσμοί προστασίας, ο πολίτης ούτε καν σκέφτεται να προσφύγει κάπου για να καταγγείλει και να ξεκινήσει έναν αγώνα προκειμένου να δικαιωθεί. Δεν αντιδρά κανείς.
Οι περισσότεροι έχουν αποδεχθεί την κατάσταση εις βάρος τους, πάρα πολλοί δε έχουν αρχίσει να τη δικαιολογούν και να τη βρίσκουν «λογική».
Τελικά (δεν) έχουμε ελεύθερη αγορά
Η είσοδος νέων επιχειρήσεων σε ολιγοπωλιακές αγορές είναι φαινομενικά ελεύθερη. Στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά δύσκολη, διότι οι υπάρχουσες επιχειρήσεις διαθέτουν εδραιωμένα προϊόντα-υπηρεσίες και συστήματα διανομής, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ανεπτυγμένη τεχνολογία κ.ά., με συνέπεια να χρειάζονται σημαντικά αρχικά κεφάλαια επένδυσης, τα οποία είναι δύσκολο να βρεθούν από ή να τα ρισκάρουν καινούριες επιχειρήσεις.
Θεωρητικά η Ελλάδα είναι μία ελεύθερη αγορά. Πρακτικά όμως επικρατεί ολιγοπώλιο ή το λεγόμενο τραστ. Γι αυτό κι ολόκληρη ή ένα μεγάλο μέρος της προσφοράς του προϊόντος ή της υπηρεσίας ελέγχεται από λίγες επιχειρήσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να συμπράττουν κεκαλυμμένα και αθέμιτα σε ζητήματα τιμολογιακής πολιτικής. Για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις διαφοροποιούν φαινομενικά και όχι ουσιαστικά τα τιμολόγιά τους, ενώ για να κερδίσουν μερίδιο αγοράς ρίχνουν το βάρος στη διαφήμιση, καθώς και στην έρευνα για τη βελτίωση του προϊόντος-υπηρεσίας, της συσκευασίας-παροχής του, της διαφοροποίησης του προϊόντος-υπηρεσίας, καθώς και σε άλλες παρόμοιες τακτικές.
Στη διδακτέα ύλη των πρωτοετών των οικονομικών σχολών, όπου περιλαμβάνονται οι κυριότερες μορφές αγορών, συναντάμε τις εξής μορφές:
- Τον πλήρη ανταγωνισμό
- To ολιγοπώλιο
- To μονοπώλιο
- Τον μονοπωλιακό ανταγωνισμό
Ο καταναλωτής είναι κερδισμένος μόνο όταν επικρατεί πλήρης ανταγωνισμός σε μία αγορά. Το οποίο συμβαίνει όταν η ελεύθερη αγορά:
- α) Αποτελείται από σχετικά μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων.
- β) Το προϊόν-υπηρεσία θεωρείται από τους καταναλωτές απολύτως ομοιογενές, έτσι είναι αδιάφοροι για το ποια επιχείρηση το παράγει.
- γ) Λόγω του μεγάλου αριθμού των επιχειρήσεων και του μικρού τους μεγέθους, καμία τους δεν μπορεί να επηρεάζει την τιμή του προϊόντος-υπηρεσίας, άρα αυτή θεωρείται δεδομένη.
- δ) Υπάρχει απόλυτη ελευθερία εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο καθώς και εξόδου από αυτόν.
- ε) Πωλητές και αγοραστές έχουν πλήρη γνώση των συνθηκών της αγοράς.
Επομένως, από μόνη της η ελεύθερη αγορά όχι μόνο δεν διασφαλίζει την ύπαρξη πλήρoυς ανταγωνισμού, αλλά απεναντίας οδηγεί σε ολιγοπώλια με δύο τρόπους:
- α) Μέσα από τη συγχώνευση ή την εξαγορά μικρότερων εταιρειών και τη διαμόρφωση λίγων μεγάλων επιχειρήσεων.
- β) Μέσα από την ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών, κυρίως εταιρειών κοινής ωφέλειας ή βιομηχανιών εθνικού σκοπού.
Ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ο πλήρης ανταγωνισμός σε μία αγορά είναι η πολιτική παρέμβαση. Η ορθή πολιτική παρέμβαση, ώστε να αποφευχθεί η πορεία προς το ολιγοπώλιο.
Αν αυτό ακούγεται σε ορισμένους αριστερό, θα πούμε πως το New Deal για να ξεφύγουν οι ΗΠΑ από την Μεγάλη Ύφεση έγινε στην πιο καπιταλιστική χώρα του κόσμου.
Μιας κι αναφέραμε τις ΗΠΑ… Ένας Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος, ο Μάικλ Σάντελ, εκτιμά ότι τα τελευταία 30 χρόνια οι Η.Π.Α. έχουν προχωρήσει πέρα από το να έχουν μια οικονομία της αγοράς. Έχουν γίνει μια κοινωνία της αγοράς, όπου στην κυριολεξία τα πάντα είναι προς πώληση.
Η Ελλάδα δεν έχει φτάσει σε αυτό το σημείο… ελπίζουμε όμως και να μην φτάσουμε σε αυτό.