Γιατί αγοράζουμε 50% ακριβότερα τα προϊόντα των πολυεθνικών από τον μέσο Ευρωπαίο | Κόλπα πολυεθνικών με τις τιμές στην Ελλάδα

Γιατί αγοράζουμε 50% ακριβότερα τα προϊόντα των πολυεθνικών από τον μέσο Ευρωπαίο  | Κόλπα πολυεθνικών με τις τιμές στην Ελλάδα

Το γεγονός ότι οι Έλληνες καταναλωτές αγοράζουν ακριβότερα κάποια προϊόντα σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης δεν είναι καινούργιο. Γίνεται όμως τώρα εντονότερο εξαιτίας της πληθωριστικής κρίσης που έχει πλήξει το διαθέσιμο εισόδημα.

Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!
Διονύσης Τζουγανάτος

Πόσο μάλλον όταν αυτή η πληθωριστική κρίση, βρίσκει τη χώρα στα πρώτα βήματα ανάκτησης του χαμένου εδάφους από την πολυετή κρίση που βύθισε το διαθέσιμο κατά κεφαλή εισόδημα στην προτελευταία θέση της Ευρώπης.

H κυβέρνηση δείχνει πως υπεύθυνες είναι οι πολυεθνικές για την ακρίβεια στη χώρα μας. Από χθες στελέχη πολυεθνικών εταιρειών σπεύδουν να αποδώσουν πολιτικά κίνητρα στην κυβέρνηση (σ.σ. η ακρίβεια είναι μακράν το νούμερο ένα πρόβλημα των νοικοκυριών).

Το γεγονός όμως είναι ότι υπάρχουν μια σειρά από ζητήματα που χρονίζουν.

Το ίδιο προϊόν πωλείται ακριβότερα στην Ελλάδα επειδή έχει διαφορετική συσκευασία ή άλλη ονομασία (πηγή). Το περιθώριο κέρδους της θυγατρικής στη χώρα δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί καθώς με το “φούσκωμα” των royalties (δικαίωμα χρήσης ονόματος κλπ) ή άλλων λογιστικών μεθόδων, οι θυγατρικές στην Ελλάδα εμφανίζονται να δραστηριοποιούνται με ζημιά παρά το γεγονός ότι ο καταναλωτής πληρώνει περισσότερο εδώ από ότι έξω για το ίδιο προϊόν. Μια κάψουλα πλυντηρίου ρούχων την οποία χωρίς την προσφορά στην Ελλάδα θα την αγοράσεις με 53 λεπτά, στην Ισπανία μπορεί να πωλείται 37 λεπτά και στη Γαλλία 30 λεπτά, ενώ στην Ιταλία πέφτει και στα 25 λεπτά. Το ίδιο αφρόλουτρο μπορεί να έχει κοντά στα 5 ευρώ στην Ελλάδα και τα μισά λεφτά στην Ευρώπη.

Η Ευρώπη έχει ήδη θεσπίσει ένα κανονιστικό πλαίσιο για να αποτρέψει την κατά βούληση μεταφορά κερδών από τη μητρική στις θυγατρικές και το ανάποδο (το λεγόμενο transfer pricing).

Όμως αυτό το πλαίσιο που αφορά κυρίως στην φοροαποφυγή, δεν προστατεύει τον καταναλωτή από τις υψηλές τιμές. Το αν μπορούν να υπάρξουν κάποιες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες που να αποδειχθούν αποτελεσματικές -οι εκπρόσωποι των πολυεθνικών είναι κατηγορηματικά αντίθετοι σε τέτοιου είδους πρακτικές εκτιμώντας ότι θα πλήξουν τον ανταγωνισμό και τις επενδύσεις) θα φανεί.

Aς συνοψίσουμε :

  • – Στην περίπτωση που η θυγατρική στην Ελλάδα δεν έχει παραγωγική αλλά μόνο εμπορική δραστηριότητα, μπορεί η μητρική να επιβάλλει υψηλότερο κόστος χρήσης της φίρμας των προϊόντων (Royalties) κρατώντας έτσι τις τιμές ψηλά για μια συγκεκριμένη αγορά. 
  • – Στην περίπτωση που έχει και παραγωγική εκτός από εμπορική δραστηριότητα, μπορεί η μητρική να επιβάλλει την αγορά πρώτων υλών με υψηλές τιμές από άλλες θυγατρικές της που έχουν έδρα εκτός Ελλάδας, διατηρώντας ή και αυξάνοντας τις τιμές για τον καταναλωτή στην Ελλάδα.
  • – Επίσης, αν μια εταιρεία κατέχει ένα μεγάλο μερίδιο της αγοράς χωρίς ισχυρό ανταγωνισμό, η θυγατρική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είναι δυνατό να εμφανίζει ότι δανείζεται από τη μητρική της με -σκόπιμα- υψηλά επιτόκια, μεταφέροντας το υψηλό κόστος δανεισμού στις τελικές τιμές για τον καταναλωτή.

Γενικά, η μεγιστοποίηση του κέρδους οδηγεί τις πολυεθνικές να συγκρατούν το κόστος των προϊόντων τους σε μεγάλες αγορές όπου αντιμετωπίζουν ισχυρό ανταγωνισμό, αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων τους σε μικρότερες αγορές όπου κατέχουν μεγάλο μερίδιο αγοράς, εφαρμόζοντας εναρμονισμένες πρακτικές στις διαμόρφωση των τιμών.

Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς

Ασχέτως των όσων αναφέραμε δεν γίνεται να μην τονίσουμε κάποια ακόμα στοιχεία.

Είμαστε μια μικρή αγορά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Τα σημεία πώλησης λόγω του ανάγλυφου της χώρας είναι διάσπαρτα και αυτό αυξάνει το μεταφορικό κόστος. Παραγωγικές μονάδες στη χώρα δεν υπάρχουν όπως συμβαίνει αντίστοιχα στην κεντρική Ευρώπη, ενώ ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί σε πολλούς τομείς κάτι που αναδεικνύει συνεχώς και η Τράπεζα της Ελλάδας.

Το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς που οδηγεί σε ολιγοπωλια (καρτέλ θα έλεγαν άλλοι) φαίνεται και στον τομέα των καυσίμων, που όμως είναι θέμα ανάλυσης γι άλλο άρθρο.

Η ακρίβεια στις τιμές των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ αποτελεί ένα ευαίσθητο θέμα για τα ελληνικά νοικοκυριά. Από τις πρώτες δεκαετίες του 2000, η χώρα αντιμετωπίζει μια στρέβλωση στη λιανική αγορά, με τους πολίτες να αντιμετωπίζουν υψηλές τιμές και έλλειψη διαφάνειας.

Σύστημα Ενιαίας Τιμής

Από το 2000, οι πολυεθνικές επιβάλλουν την ενιαία τιμή λιανικής στους προμηθευτές τους, ελέγχοντας έτσι τις τιμές στη χονδρική. Αυτό οδήγησε σε έλλειψη ανταγωνισμού στη λιανική αγορά, καθώς τα σούπερ μάρκετ δεν αποζητούν την ποσότητα, αλλά το ποσοστό έκπτωσης που θα λάβουν. Αυτό το σύστημα επεκτάθηκε και στους μικρότερους προμηθευτές, ενισχύοντας τον έλεγχο των πολυεθνικών στην αγορά.

Η ενιαία τιμή λιανικής στα σούπερ μάρκετ της Ελλάδας αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που έχει επηρεάσει την αγοραστική συμπεριφορά και τον κλάδο του λιανεμπορίου στη χώρα. Το σύστημα αυτό εισήχθηκε κατά κύριο λόγο από τις πολυεθνικές εταιρείες και έχει δημιουργήσει σημαντική συζήτηση και αντιπαράθεση.

Στα πλαίσια αυτού του συστήματος, οι πολυεθνικές καθορίζουν μία ενιαία τιμή λιανικής για τα προϊόντα τους, και στη συνέχεια προσφέρουν έκπτωση στους χονδρέμπορους ανάλογα με την ποσότητα. Αυτή η πρακτική είχε αρχικά ως αιτία την ανάγκη να ρυθμιστούν οι τιμές λόγω των συνθηκών στην χονδρική αγορά, αλλά έχει επιφέρει συνέπειες και στη λιανική.

Οι κύριοι λόγοι που προκάλεσαν αντιδράσεις και ανησυχίες σχετικά με την ενιαία τιμή λιανικής είναι:

  1. Έλλειψη Ανταγωνισμού: Η ενιαία τιμή λιανικής εξαιρεί τον ανταγωνισμό στην τιμολόγηση των προϊόντων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διακύμανση των τιμών μεταξύ διαφορετικών καταστημάτων.
  2. Έλεγχος από τις Πολυεθνικές: Οι πολυεθνικές εταιρείες κατέχουν τον έλεγχο των τιμών και προσφορών, επιβάλλοντας τις συνθήκες της αγοράς.
  3. Αντίκτυπος στους Μικρούς Επιχειρηματίες: Οι μικροί προμηθευτές και καταστήματα λιανικής δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν και να παρέχουν ευέλικτες τιμές στους καταναλωτές.
  4. Έλλειψη Διαφάνειας: Η έλλειψη διαφάνειας στις τιμές μπορεί να δυσκολεύει τους καταναλωτές να κατανοήσουν την πραγματική αξία των προϊόντων.

Νομοθετικές Προσπάθειες Ελέγχου

Το 2007, η κυβέρνηση Καραμανλή προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εκδίδοντας νόμο που θα διόρθωνε το εν λόγω σύστημα. Ωστόσο, οι απειλές από τους εκπροσώπους των σούπερ μάρκετ για μαζικές απολύσεις επέτρεψαν την αναβολή των μέτρων. Η πολιτική αλλαγή και η πτώση του Μαρινόπουλου επέφεραν την αποτυχία του νομοσχεδίου.

Κέρδη και Φορολογικά Έσοδα

Οι πολυεθνικές εξασφαλίζουν τα κέρδη τους, ελέγχοντας τις τιμές και πετώντας έξω από την αγορά τους αντίπαλους τους. Το κράτος, από την άλλη, επωφελείται από την αύξηση των τιμών με την αύξηση της (ΦΠΑ) φορολογίας και της κερδοφορίας στα σούπερ μάρκετ.

Αντίκτυπος στον Καταναλωτή

Η αποτυχία να ρυθμιστεί το σύστημα οδηγεί σε συνεχώς υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές. Οι προσπάθειες για ανταγωνισμό και διαφάνεια στη λιανική αγορά συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν εμπόδια.

Καταλύτης για την Αλλαγή

Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια από κυβέρνηση, επιχειρήσεις και καταναλωτές. Μόνο με διαφάνεια και διακυβέρνηση μπορεί να επιτευχθεί μια ισορροπία που θα εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον.

Μετρα αντιμετώπισης

Η αντιμετώπιση της ακρίβειας στα σούπερ μάρκετ αποτελεί πολύπλοκο θέμα και απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες από πλευράς κυβέρνησης, ρυθμιστικών αρχών και άλλων εμπλεκόμενων φορέων. Υπάρχουν διάφορα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για την αντιμετώπιση:

  1. Ενίσχυση των Ανταγωνιστικών Αρχών: Οι ανεξάρτητες αρχές ανταγωνισμού μπορούν να ενισχυθούν ώστε να διεξάγουν έρευνες και να επιβλέπουν τη συμπεριφορά των σούπερ μάρκετ. Η ενθάρρυνση της ανταγωνιστικότητας είναι καίρια για την αντιμετώπιση των καρτέλ.
  2. Επιβολή Αυστηρών Κανόνων Ανταγωνισμού: Ενισχύονται οι νομοθετικοί κανόνες περί ανταγωνισμού και επιβολής τους, με σκοπό την αποτροπή και την τιμωρία των πρακτικών που παραβιάζουν τον ανταγωνισμό.
  3. Ενίσχυση του Καταναλωτικού Δικαίου: Οι καταναλωτές μπορούν να ενισχυθούν με διαφανή και αποτελεσματικά μέσα προσφυγής σε περιπτώσεις καρτέλ.
  4. Ενίσχυση της Διαφάνειας Τιμών: Επιβάλλεται η υιοθέτηση πολιτικών που ενισχύουν τη διαφάνεια στις τιμές των προϊόντων, ενθαρρύνοντας τη σύγκριση ανάμεσα στα διάφορα σούπερ μάρκετ.
  5. Ενίσχυση του Ελέγχου Συγκεντρώσεων: Ο έλεγχος συγκεντρώσεων και η επιτήρηση των συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων μπορεί να περιορίσει τη δημιουργία καρτέλ.
  6. Ενθάρρυνση Επιχειρηματικής Καινοτομίας: Η ενθάρρυνση νέων επιχειρηματικών μοντέλων και της καινοτομίας στον τομέα του λιανεμπορίου μπορεί να σπάσει την υπεροψία των καρτέλ.
  7. Ευαισθητοποίηση του Καταναλωτή: Εκπαίδευση των καταναλωτών για τους κινδύνους των καρτέλ και ενθάρρυνση της επιλογής με βάση την ποιότητα και την ανταγωνιστική τιμή.

Συμπέρασμα

Η δυσλειτουργία της αγοράς στον τομέα των σούπερ μάρκετ επιδρά άμεσα στον καταναλωτή. Η ανάγκη για αλλαγές στη νομοθεσία και τη στάση των επιχειρήσεων είναι κρίσιμη για τη δημιουργία μιας υγιούς και δίκαιης λιανικής αγοράς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *