Όταν κάποιος προσπαθεί να σκιαγραφήσει τις προθέσεις του προέδρου Πούτιν αναφορικά με την Ευρώπη, υπάρχουν πολλές ημερομηνίες που πρέπει να λάβει υπόψη.
Της Judy Dempsey
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Ένα καλό σημείο εκκίνησης μπορεί να είναι ο Δεκέμβριος του 2005, ένας μήνας αφότου η Μέρκελ ορκίστηκε ως Γερμανίδα Καγκελάριος. Ο προκάτοχος της Γκέρχαρντ Σρέντερ, στενός φίλος του Πούτιν, που τον αποκάλεσε “άψογο δημοκράτη”, εντάχθηκε στο δ.σ. του project Nord Stream της Gazprom.
Σχεδιασμένος να φέρνει αέριο απευθείας από τη Ρωσία στη Γερμανία παρακάμπτοντας τις διόδους διαμετακόμισης της Ουκρανίας και της Πολωνίας, ο αγωγός έχει γίνει κύριο θέμα διαφωνίας μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ, καθώς και μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Το project λέει πολλά για τη διαρκή προσκόλληση της Γερμανίας στην Ostpolitik, ένα φαινόμενο του Ψυχρού Πολέμου βασισμένο στην πεποίθηση ότι ο διάλογος, η ύφεση και το εμπόριο θα έκαναν την Ευρώπη ασφαλή και θα έφερναν τη Ρωσία πιο κοντά στη Δύση.
Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη στις θητείες του Σρέντερ ή της Μέρκελ. Αντιθέτως, ο Πούτιν είχε μόνο επιτυχίες.
Εισέβαλε στη Γεωργία το 2008, καταλαμβάνοντας την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία. Η απάντηση της Δύσης ήταν ντροπιαστικά αδύναμη. Έδωσε στον Πούτιν την εμπιστοσύνη να προσαρτήσει την Κριμαία της Ουκρανίας και να εισβάλει στην Ανατολική Ουκρανία το 2014. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις -λανθασμένες, κατά κύριο λόγο- τις οποίες η Ρωσία απέκρουσε.
Και τώρα, εκτός από την αποχώρηση από τις συνθήκες ελέγχου των όπλων, ο Πούτιν έχει κλιμακώσει την κατάσταση, συγκεντρώνοντας περίπου 10.000 στρατό στα σύνορα με την Ουκρανία, σαν να προετοιμάζεται για μια άλλη, μεγαλύτερη επέμβαση σε μια ανεξάρτητη, κυρίαρχη χώρα.
Πρωτίστως, αυτές οι ενέργειες γίνονται για να τεστάρουν τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη. Πρόκειται για την αντιστροφή της μετα-Ψυχροπολεμικής εποχής, επαναβεβαιώνοντας την προ 1989 στρατιωτική και πολιτική επιρροή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τη Γεωργία και άλλες χώρες της περιοχής. Αντικατοπτρίζουν μια επικίνδυνη σύγκρουση γεωπολιτικών και ιστορικών πραγματικοτήτων, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει κυβέρνηση Μπάιντεν, εν όψει της συνάντησης στις 10 Ιανουαρίου μεταξύ Ρώσων και Αμερικανών στελεχών στη Γενεύη.
Οι απειλές και οι δοκιμές του Πούτιν περιλαμβάνονται σε δύο κείμενα που εκδόθηκαν τον προηγούμενο μήνα από το Κρεμλίνο και αναλύθηκαν σχολαστικά από τη Francoise Thom.
Ένα κείμενο, το οποίο ισοδυναμεί με τελεσίγραφο, φέρει τον τίτλο “Συνθήκη μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας για τις Εγγυήσεις Ασφαλείας”. Ένα δεύτερο είναι μια “Συμφωνία για μέτρα για τη διασφάλιση της ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των μελών του Οργανισμού της Συμφωνίας του Βόρειου Ατλαντικού”. Ο δηλωμένος στόχος της Μόσχας είναι να λάβει νομικές εγγυήσεις ασφάλειας από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ χωρίς καθυστέρηση.
Και τα δύο έγγραφα αποσκοπούν στον εκφοβισμό του ΝΑΤΟ και να το απαγορεύσουν να επεκταθεί περαιτέρω ανατολικά, συμπεριλαμβανομένων των Ουκρανίας και Γεωργίας. Αυτό συμβαίνει παρά τις υποσχέσεις από τους ηγέτες του ΝΑΤΟ στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008 στο Βουκουρέστι, ότι και οι δύο χώρες θα μπορούσαν κάποια στιγμή να ενταχθούν στη Συμμαχία.
Διαβάστε το Άρθρο 4 της λεγόμενης συνθήκης για τις εγγυήσεις ασφαλείας. “Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναλάβουν να αποτρέψουν περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα Ανατολικά και να αρνηθούν την ένταξη στη Συμμαχία, κρατών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης”. Αυτή η γλώσσα χρησιμοποιούνταν πριν το 1989.
Μετά, υπάρχει το Άρθρο 7 της λεγόμενης συμφωνίας για τα μέτρα ασφάλειας. Δηλώνει ότι τα μέλη του ΝΑΤΟ “δεν θα πρέπει να διεξάγουν καμία στρατιωτική δραστηριότητα στο έδαφος της Ουκρανίας καθώς και άλλων κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, στο Νότιο Καύκασο και στην Κεντρική Ασία”.
Τι κάνει η Ρωσία σε αυτές τις χώρες τα τελευταία χρόνια; Και τώρα στο Καζακστάν, όπου ο πρόεδρος Kassym-Jomart Tokayev ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τη Ρωσία για να καταπνίξει τις διαδηλώσεις που πυροδοτήθηκαν από την αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Η αντίδραση των Ευρωπαίων και των ΗΠΑ σε αυτά τα κείμενα ήταν αυτή της σύγχυσης που έγινε παιχνίδι στα χέρια του Πούτιν. Το Κρεμλίνο ζήτησε συνομιλίες με τις ΗΠΑ, που τώρα έχουν προγραμματιστεί για τις 10 Ιανουαρίου. Αυτό έρχεται μετά από τις συζητήσεις μέσω βίντεο μεταξύ Μπάιντεν και Πούτιν τον Δεκέμβριο.
Ο Πούτιν και ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ έχουν μόνο περιφρόνηση για την ΕΕ, επομένως όταν ο επικεφαλής Εξωτερικής πολιτικής της ΈΕ, Josep Borell επέμενε να συμμετέχουν στις συζητήσεις και η ΕΕ, εκείνοι αρνήθηκαν. Ο Μπάιντεν δεν επέμεινε. Αυτό ήταν ένα τακτικό λάθος της Ουάσιγκτον -και του Βερολίνου. Και οι δύο θα έπρεπε να έχουν πιέσει για ένα ενωμένο δυτικό μέτωπο. Αυτό θα ενίσχυε τη Δύση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι χώρες της Βαλτικής, Πολωνία, και άλλες χώρες της ΕΕ στην περιοχή, όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, καταλαβαίνουν τη Ρωσία.
Αντιθέτως, τα “παλιά” μεγάλα μέλη της ΕΕ αποτυγχάνουν να κατανοήσουν πλήρως την ιστορία των ομολόγων τους στην Κεντρική Ευρώπη, και τις ανησυχίες τους για την ασφάλεια. Αυτές οι αποτυχίες είναι στρατηγικά λάθη που αποδυναμώνουν περαιτέρω την ευρωπαϊκή ενότητα.
Το Κρεμλίνο από την πλευρά του, προτιμά περισσότερο να συνδιαλέγεται διμερώς με τη Γαλλία και τη Γερμανία, όπως έκανε εδώ και δεκαετίες. Τα Ηλύσια και η καγκελαρία χρησιμοποιούν τώρα τη διπλωματία για να διαλύσουν τις εντάσεις και χωρίς αμφιβολία θα διαβεβαιώσουν το Κρεμλίνο για την αντίθεσή τους σε περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Δυστυχώς, δεν έχει σημασία ότι το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών διευθύνεται από την Annalena Baerbock, μια πολιτικό των Πρασίνων που δεν έχει αποφύγει την κριτική στη συμπεριφορά της Ρωσίας αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, και το πρόσφατο κλείσιμο του Memorial. Ο φάκελος της Ρωσίας θα παραμείνει στην Καγκελαρία υπό τον Olaf Scholz, ο οποίος, μαζί με τον σύμβουλο του εξωτερικής πολιτικής, πιστεύουν στον διάλογο με τη Μόσχα. Το ίδιο ισχύει για τη Γαλλία και την Ιταλία.
Καθώς πλησιάζει η συνάντηση Ρωσίας-ΗΠΑ, η διατλαντική συμμαχία είναι στα χειρότερα της, από άποψη δύναμης. Έχει παραβιάσει τις δικές της κόκκινες γραμμές, αποφεύγοντας την επιβολή κυρώσεων σε εταιρείες που εμπλέκονται στο Nord Stream 2, υπαναχωρώντας από την υπόσχεση της στην Ουκρανία και στη Γεωργία, και μην κάνοντας τίποτα όταν ο Alexei Navalny εστάλη στην φυλακή άμα τη επιστροφή του στη Ρωσία πριν από ένα χρόνο.
Οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ δηλώνουν τώρα ότι εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, θα υπάρξει ένα τίμημα. Η Ρωσία έχει ήδη εισβάλει στην Ουκρανία. Και λένε ότι η Ρωσία δεν έχει δικαίωμα άσκησης βέτο στο ποιες χώρες μπορούν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, κάτι που είναι προφανώς αναληθές.
Εάν ο Μπάιντεν και οι ηγέτες της ΕΕ δεν καταλάβουν πώς η Ρωσία υπαγορεύει το μέλλον της διατλαντικής σχέσης, η ευρωπαϊκή ασφάλεια θα υπονομευθεί σοβαρά και η Ανατολική Ευρώπη θα πληρώσει υψηλό τίμημα.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://carnegieeurope.eu/strategiceurope/86138