Είναι καλά γνωστή η βρετανική επιθυμία, ως παράγοντας εξωτερικής πολιτικής, να περιορισθεί ο ρόλος της Ρωσίας, Τσαρικής, Σοβιετικής, σημερινής, στην Α. Μεσόγειο.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου η ίδια αρχή ακολουθείται από τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι ο διάδοχος φορέας της βρετανικής πολιτικής στην περιοχή. Η Ελλάδα με τα νησιά της και τα λιμάνια της αποτελεί οργανικό μέρος της πολιτικής αυτής.
Η βρετανική εποχή
Το 1841, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα, Λάϊονς, είπε: ” Μία πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι ένας παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να είναι είτε βρετανική είτε ρωσική, και επειδή δεν μπορεί να είναι ρωσική θα είναι βρετανική”. Έτσι ο Βρετανός πρεσβευτής έδινε το στίγμα της γεωπολιτικής σημασίας της χώρας μας, η οποία θα ανήκε στη δικαιοδοσία των θαλασσίων δυνάμεων υποστηρίζοντας την παρουσία τους στην Α. Μεσόγειο.
Η Βρετανία κυριάρχησε ουσιαστικά μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το 1831 και η Ελλάδα αποτέλεσε ένα σημαντικό γεωπολιτικό στήριγμα της κραταιάς αυτοκρατορίας, το οποίο το Λονδίνο δεν ήταν διατεθειμένο να ανεχθεί να κινείται εκτός των δικών του γραμμών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάληψη του Πειραιά και των Αθηνών από Αγγλο-Γαλλικά στρατεύματα (1854-1857) κατά τον κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), όταν ο Όθωνας υποστήριξε ελληνικές εξεγέρσεις στις, Ήπειρο, Θεσσαλία και Δ. Μακεδονία, με την προοπτική ήττας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τη Ρωσία και απελευθέρωσης υπόδουλων ελληνικών εδαφών, στέλνοντας επιπλέον την “Ελληνική Λεγεώνα” αποτελούμενη από 1.200 άνδρες, οι οποίοι πολέμησαν στην άμυνα της Σεβαστούπολης και της Χερσώνος.
Όμως, μετά την αποχώρηση του Όθωνα και την ανάρρηση στο θρόνο του Γεωργίου Α’ (1863) η Βρετανία παρεχώρησε στην Ελλάδα τα Επτάνησα (1864) και με τις ρυθμίσεις που ακολούθησαν το 1881, με κυριαρχικό τον ρόλο του Λονδίνου, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), η Ελλάδα επεκτάθηκε στην Θεσσαλία και μικρό μέρος της Ηπείρου αυξάνοντας την έκτασή της κατά 26,7% και τον πληθυσμό της κατά 18%.
Έτσι ενισχύθηκε ο γεωπολιτικός σύμμαχος των Βρετανών. Ο ρόλος του Λονδίνου ήταν αμφίσημος και μάλλον ενθαρρυντικός για την ελληνική απόφαση της Μικρασιατικής εκστρατείας, με τελικό αποτέλεσμα την ενσωμάτωση της Δ. Θράκης και των νησιών του Αιγαίου πλην των Δωδεκανήσων, μετά τη συμμετοχή της Ελλάδος στο πλευρό της Αντάντ κατά τον Α΄ πόλεμο. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Β’ πόλεμο απέφερε την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων.
Το 1944, παρά τα φημολογούμενα συμφωνημένα στο Πότσνταμ μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν, ποσοστά κυριαρχίας στην Ελλάδα, 90% Βρετανία, 10% Ρωσία, το Λονδίνο ήταν πολύ καχύποπτο για τη σύμμαχό του λόγω της έντονης παρουσίας φιλοσοβιετικών αντιστασιακών ομάδων στον Ελλαδικό χώρο. Αργότερα, το Φόρεϊν Όφφις παραδέχθηκε ότι οι ομάδες αυτές είχαν αναπτυχθεί κατά την Αντίσταση, όταν Βρετανοί σύμβουλοι συμμετείχαν σ’ αυτήν.
Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ένα ιστορικό στιγμιότυπο, με εστιακό σημείο την Αλεξανδρούπολη, το οποίο σε συνδυασμό με τις τρέχουσες εξελίξεις μας δείχνει το αμείωτο ενδιαφέρον του Δυτικού παράγοντα για ένα, μεταξύ άλλων, κρίσιμο γεωστρατηγικά σημείο του ελληνικού χώρου. Από το στιγμιότυπο αυτό μπορούν βέβαια να εξαχθούν και άλλα συμπεράσματα. Είναι από τα Απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ, στη Διάσκεψη των Τριών στο Πότσνταμ: ” …Εγέμισα λοιπόν με κονιάκ δυο κρασοπότηρα. Το ήπιαμε μονορούφι και εκάναμε ένα μορφασμό επιδοκιμασίας.
Ο Στάλιν τότε μου είπε: Αν νομίζετε ότι είναι αδύνατον να μας δώσετε μια ισχυρή βάση στον Μαρμαρά, δεν θα ήτο δυνατόν να έχουμε μια βάση στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη); Περιορίσθηκα να αποκριθώ: Θα υποστηρίξω πάντοτε τη Ρωσία στο αίτημά της για ελευθερία των θαλασσών.” Το Δεδέαγατς είχε καταληφθεί για ένα διάστημα από τους Ρώσους κατά τον Ρωσο – Τουρκικό πόλεμο 1877-1878 και Ρώσοι μηχανικοί σχεδίασαν τότε το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης.
Τελικά, ο χρόνος κλειδί ήταν το 1947 όταν η Βρετανία αποσύρθηκε από την Ελλάδα και τον ρόλο της ανέλαβαν οι ΗΠΑ.
Η αμερικανική επιρροή
Η Ελλάδα του Δόγματος Τρούμαν υπήρξε σημαντικό μέρος της στρατηγικής του Ψυχρού πολέμου των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και όταν φάνηκε ότι απειλείτο ο αντι-κομμουνισμός του ελληνικού συστήματος, έγινε το πραξικόπημα του 1967. Αυτό έφερε στην εξουσία το φιλο-αμερικανικό καθεστώς της Δικτατορίας.
Μετά από μια εποχή αμφιθυμίας, η οποία ακολούθησε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την πτώση της χούντας, με την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ επί Κ. Καραμανλή (1974-1980), με τις πρωτοβουλίες Α. Παπανδρέου για μία περισσότερο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και τις προσπάθειες Κώστα Καραμανλή για προσέγγιση της Μόσχας (π.χ. ο αγωγός πετρελαίου Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη) η Ελλάδα κινείται σταθερά στον Δυτικό χώρο, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Χαρακτηριστική είναι η αμερικανική νομοθεσία East Med Act (2019), για την οποία κρίσιμη ήταν η συνεργασία ελληνικού και εβραϊκού λόμπι, η οποία εστιάζει στη συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ με την επιπλέον πρόθεση να μετατρέψει την τριμερή συνεργασία σε μια πραγματική 3+1, με την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ στο πεδίο ασφάλειας.
Κύριος στόχος της Act είναι να περιορισθεί ο ρωσικός ρόλος στην περιοχή και όσο και αν είναι αντιληπτός ο πολλές φορές αποσταθεροποιητικός ρόλος της Τουρκίας για το ΝΑΤΟ, ο νόμος αυτός δεν στρέφεται εναντίον της, αναγνωρίζοντας στην ουσία τη στρατηγική σημασία της για τον Δυτικό παράγοντα. Η νομοθεσία ενθαρρύνει τη δραστηριοποίηση αμερικανικών εταιρειών για την ανάπτυξη και την εμπορική εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Α. Μεσογείου, όποτε αυτές το κρίνουν σκόπιμο.
Στο πλαίσιο εμβάθυνσης των Ελλήνο – Αμερικανικών σχέσεων, σύμφωνα με την Αμυντική Συμφωνία (MTCA) που υπέγραψαν στην Ουάσιγκτον οι υπουργοί εξωτερικών ΗΠΑ και Ελλάδας (10/2021), οι ΗΠΑ απόκτησαν πρόσβαση σε βάσεις σε Βόλο, Λιτόχωρο, Αλεξανδρούπολη, ενώ σε Λάρισα, Στεφανοβίκειο και Σούδα μπορούν να λειτουργούν στρατιωτικές και βοηθητικές διευκολύνσεις. Επίσης παραχωρήθηκε ανεμπόδιστη χρήση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, παρά την οργισμένη τουρκική αντίδραση.
Η συμφωνία αυτή έχει 5ετή διάρκεια. Από την εξέλιξη αυτή εύκολα συνάγεται η ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία την οποία αποδίδουν οι Αμερικανοί στη χώρα μας. Έχει όμως σημασία να αναφερθεί ότι στην Ελληνο – Αμερικανική συμφωνία δεν υπάρχει ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής, όπως στην Ελληνο – Γαλλική συμφωνία του 2021 δηλ. οι ΗΠΑ δεν θα συνδράμουν την Ελλάδα σε επίθεση τρίτων πχ. Τουρκία εναντίον της. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει προληπτικές πολιτικές ενέργειες, έμμεση βοήθεια με παροχή πληροφοριών ηλεκτρονικά κ.τ.λ.
Οι σχέσεις με τη Ρωσία
Είναι χαρακτηριστική η γνώμη των Ελλήνων για τη Ρωσία, όπως αποτυπώθηκε στην ενδιαφέρουσα έρευνα του ΠΑ. ΜΑΚ το 2017. Ένα 57,5% είχαν θετική γνώμη, αν και αναγνώριζαν ότι π.χ η δημοκρατία δεν λειτουργεί αποτελεσματικά στη Ρωσία, δεν γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα, ότι δεν θα σπούδαζαν εκεί κ.ά. Απεναντίας 68% θα επέλεγαν μια ευρωπαϊκή χώρα για σπουδές, 65% θα εργαζόταν εκεί, εκτιμώντας σε υψηλά ποσοστά την ποιότητα των θεσμών, την ευημερία, τις προοπτικές κ.ά. που το ευρωπαϊκό περιβάλλον προσφέρει.
Όπως φαίνεται υπάρχει μια αταβιστική ιστορική σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας, την οποία έχουν τροφοδοτήσει, το κοινό θρησκευτικό δόγμα, τα βυζαντινά θρυλήματα και το κυριλλικό αλφάβητο, ο ρωσικός ρόλος στη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η μνήμη του Καποδίστρια, οι ευημερούσες ελληνικές κοινότητες στην τσαρική αυτοκρατορία – Οδησσός, Μαριούπολη, Ταϊγάνιο. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν 90.000 ελληνόφωνοι στην ευρύτερη περιοχή της Οδησσού και διδάσκονται τα ελληνικά στα εκεί ουκρανικά σχολεία.
Μπορούμε όμως να αναλογισθούμε, ότι οι Μπολσεβίκοι ενίσχυσαν τον Κεμάλ μετά την ελληνική επέμβαση στην Οδησσό (1919), ότι υπήρξε η εσωτερική εξορία 50.000 Σοβιετικών Ελλήνων προς τα ανατολικά από τον Στάλιν προς το τέλος των ’40, ενώ παλαιότερα ήταν η ρωσική πολιτική του πανσλαβισμού (19ου αιώνας) που πρόκρινε τις Σλαβικές χώρες στα Βαλκάνια σε βάρος των Ελλήνων και των επιδιώξεών τους κ.α.
Η Ρωσία δεν θέλησε ποτέ να βοηθήσει την Ελλάδα ουσιαστικά, αναγνωρίζοντας τον περιορισμό που της επέβαλε το status quo και το ότι γεωπολιτικά η Ελλάδα ανήκε στη Δύση από την εποχή του Ναυαρίνου. Είναι για τον λόγο αυτόν που η Ελλάδα σαν Νατοϊκή χώρα έστειλε εξοπλισμό στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του πολέμου και η Ρωσία την κατέταξε στις μη φιλικές προς αυτήν χώρες.
Ως προς την Τουρκία, η χώρα αυτή είναι γεωστρατηγικά σημαντικότερη για τη Ρωσία απ’ ό,τι η Ελλάδα, για τον βασικό λόγο ότι τα Στενά του Βοσπόρου είναι σε τουρκικό έδαφος και η Ρωσία αποδίδει εξαιρετική σημασία στο να έχει δικαίωμα διέλευσης των πλοίων της από εκεί. Απεναντίας η Μόσχα βλέπει την Ελλάδα να ενεργεί συμμαχικά με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και να παρεμποδίζει τα ρωσικά στρατηγικά συμφέροντά της στην Α. Μεσόγειο.
H Μόσχα είναι ικανοποιημένη να παρατηρεί τις Ελληνο – Τουρκικές αντιπαραθέσεις να δημιουργούν προβλήματα στο ΝΑΤΟ, και επηρεάζει την τουρκική πολιτική στην Α. Μεσόγειο σύμφωνα με τους δικούς της όρους σταθερότητας ( Ιράν, Συρία, Λιβύη).
Οι παραπάνω σύντομες διαπιστώσεις μάς οδηγούν στην ένδειξη ότι Ελλάδα και Ρωσία ενταγμένες σε αντίθετους γεωπολιτικούς χώρους και με τις δικές τους ειδικές επιλογές δεν μπορούν να συνεργαστούν πολιτικά, εκτός αν συμβεί κάποια απρόβλεπτη δραματική αλλαγή, ενώ μπορούν να συνεργαστούν εμπορικά, οικονομικά και πολιτιστικά.
Θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα γεωγραφικά δεδομένα και η ιστορία προσδιορίζουν ένα μοντέλο γεωπολιτικών δυνατοτήτων και φιλοδοξιών, το οποίο λειτουργεί καταλυτικά στις σχέσεις Ελλάδας, Ρωσίας, Τουρκίας ειδικά σε περιόδους έντασης. Θα ήταν ευχής έργον, οι κοινές πολιτιστικές καταβολές να υπερείχαν των εθνικών συμφερόντων, κάτι τέτοιο όμως θα ξεπέρναγε την real politik, πράγμα επί του παρόντος δυστυχώς αδύνατο.
* Ο κ. Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής.