Last updated on 14 Απριλίου, 2021 at 08:31 μμ
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Έπρεπε να είναι αναμενόμενο πως η Τουρκία θα προχωρήσει στο επόμενο βήμα και θα αναβαθμίσει την προκλητικότητά της. Μην ξεχνάμε πως διεκδικεί μαξιμαλιστικά ό,τι μπορεί, όχι μόνο από την Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτό εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια η Άγκυρα εφαρμόζει μία ατζέντα που έχει ως απώτερο στόχο την μεγιστοποίηση της επιρροής της στην Μεσόγειο. Το τουρκολιβυκό σύμφωνο μπορεί στα ΜΜΕ και το ευρύ κοινό να ήταν κεραυνός εν αιθρία, ωστόσο για τους γνώστες ήταν κάτι αναμενόμενο. Το κακό είναι πως η ελληνική διπλωματία δεν κατάφερε να αντιδράσει και να ανακόψει το σύμφωνο αυτό, ενώ μέχρι τώρα δεν έχει επιτευχθεί επί της ουσίας ακύρωσή του.
Όσοι μάλιστα κάνουν λόγο για παράνομο σύμφωνο, μάλλον απατώνται καθώς είναι μία διακρατική συμφωνία που παράγει έννομα αποτελέσματα, εκτός κι αν προσβληθεί-ακυρωθεί. Η Αθήνα όμως παρουσιάζει γενικότερα μία δυσκαμψία στην εξωτερική της πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Αυτή η δυσκαμψία επηρεάζει και τη δημόσια συζήτηση. Όταν οι αρμόδιοι δεν πράττουν, ρόλο αναλαμβάνουν οι … αναρμόδιοι.
Κλασική χώρα της υπερβολής η Ελλάδα έχει από τη μία όσους παρουσιάζουν την Τουρκία ως μία χώρα με την οποία μπορείς να συζητήσεις και να συμφωνήσεις στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και του αλληλοσεβασμού. Από την άλλη έχουμε τους πολέμαρχους του καναπέ που νομίζουν πως θα ζήσουμε νέο ’21. Μακάρι, αλλά μη ζήσουμε νέο 1897 είναι το θέμα. Τα στρατιωτικά όμως τα χειρίζεται το Αμύνης και εκεί έχουμε κάποιες ιδιαιτερότητες που θα τις αναφέρουμε πιο κάτω.
Η δυσκαμψία στην εξωτερική πολιτική και προτάσεις επίλυσης
Το ζήτημα είναι πως του Αμύνης προηγείται χρονικά το Εξωτερικών, στην αντίδραση, κι εκεί έχουμε πρόβλημα. Αυτό προκύπτει από τον πεπαλαιωμένο μηχανισμό παραγωγής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Δεν έχουμε δηλαδή σκελετό για να στηρίξει τους μύες (ένοπλες δυνάμεις).
Οι Έλληνες διπλωμάτες έχουν μπλεχτεί σε μία γραφειοκρατική νοοτροπία εργασίας, χωρίς μακρόπνοη πολιτική από το Υπουργείο και με εκπαίδευση από μία Διπλωματική Ακαδημία που θυμίζει άλλες εποχές, που έχουν παρέλθει. Ουσιαστικά εκπαιδεύονται και καλούνται να ερμηνεύουν τον κόσμο με δεδομένα Ψυχρού Πολέμου. Παραβλέπονται για παράδειγμα χώρες με μεγάλη σημασία διότι η σκέψη της Ακαδημίας και του Υπουργείου είναι παρωχημένες. Κορέα, Ιαπωνία, Ινδία, Κίνα, Ρωσία, χώρες της Αφρικής έχουν αναβαθμισμένη παγκόσμια θέση σε σχέση με αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Κίνα ή Βέλγιο; Κορέα ή Σλοβακία; πιστεύουμε πως γίνεται κατανοητό το πνεύμα μας.
Η Ελλάδα επίσης δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα δίκτυο ανεπίσημων επαφών. Σε επίπεδο lobbying η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω, ωστόσο η σημασία του στις συμφωνίες είναι τεράστια. Εμείς αντίθετα στην Ελλάδα φαίνεται να ενοχλούμαστε από την ύπαρξη του, μόνο που αυτό είναι άρνηση της πραγματικότητας.
Το Αμύνης όπως προαναφέραμε έχει ιδιαιτερότητες. Το στρατιωτικό προσωπικό της χώρας είναι άρτια εκπαιδευμένο και μάλιστα αυτό αναγνωρίζεται σε επίπεδο ΝΑΤΟ. Παρέχονται όμως τα εφόδια στο στρατιωτικό προσωπικό; μάλλον όχι. Πιστεύουμε πως θα έπρεπε να εξεταστεί το ενδεχόμενο η θέση του γενικού γραμματέα του Υπουργείου να καλύπτεται από έναν τεχνοκράτη με γνώσεις σε θέματα στρατιωτικών οικονομικών. Πιθανώς θα είχε ενδιαφέρον να συζητηθεί αν θα έπρεπε να θεσμοθετηθεί μία θέση μόνιμου υφυπουργού Εθνικής Άμυνας, υπεροκομματικού προσώπου και αναγνωρισμένων γνώσεων και ικανοτήτων. Ένα μόνιμο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας έχει επίσης προταθεί από γνώστες του αντικειμένου, μία πρόταση που αξίζει να εξεταστεί.
Σε κάθε περίπτωση πάντως απαιτείται και αύξηση των κονδυλίων και καλύτερη διαχείριση αυτών. Δυστυχώς οι γείτονες μας δεν είναι οι Ελβετοί, αλλά οι Τούρκοι. Εξωτερική πολιτική με ψευδαισθήσεις δεν μπορεί να έχεις.
Εν κατακλείδι όσο η ελληνική εξωτερική πολιτική αδυνατεί να συμβαδίσει με τις ραγδαίες εξελίξεις τόσο θα χάνουμε, καθώς οι αντίπαλοί μας θα μας ξεπερνούν. Μόνο τα ενεργειακά δεδομένα να σκεφτεί κανείς, τους αγωγούς ή το LNG, καταλαβαίνει πως ο κόσμος του 21ο αιώνα είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν του παρελθόντος.
Αν δεν θέλουμε να πέφτουμε θύματα των ξένων, ή ακόμα και των ακραίων φωνών στη δημόσια συζήτηση (είτε φωνές ενδοτικές είτε φωνές… ‘επαναστατικές’) πρέπει να υπάρξει γρήγορα αναμόρφωση στην εξωτερική μας πολιτική. Της εθνικής μας πολιτικής.