Όπως αναφέραμε ήδη σε προηγούμενα άρθρα μας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάθετα απέκλεισε τις πρόωρες εκλογές. Το έκανε και με την ομιλία του στη Βουλή την Τετάρτη (06/07/2022) και χθες (07/074/2022) με ραδιοφωνική συνέντευξη στον Σκάι.
Ο πρωθυπουργός δεν έβαλε αστερίσκους για το θέμα των εκλογών προκαλώντας έντονο προβληματισμό σε όσους τις είχαν προεξοφλήσει για τον Σεπτέμβριο. Σημαίνει αυτό πως τα κόμματα συμπεριλαμβανομένου και της ΝΔ θα σταματήσουν να κινούνται σε προεκλογικούς ρυθμούς; Σε καμία περίπτωση.
Η γαλάζια παράταξη, άλλωστε είναι η μόνη κοινοβουλευτική δύναμη που εδώ και καιρό ανακοινώνει επίσημα τους υποψηφίους της. Αυτό ήταν, άλλωστε ο πρώτο «καμπανάκι» που είχε χτυπήσει για το ενδεχόμενο προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία πιο νωρίς.
Το ενδιαφέρον, πάντως, ήταν ότι χθες ο κ. Μητσοτάκης δεν επανέλαβε απλά την πρόθεση να πάει στο τέλος της θητείας του, αλλά την επεξήγησε με ένα πολιτικό αφήγημα. Στην πραγματικότητα, αντέστρεψε το επιχείρημα υπέρ της προσφυγής σε πρόωρες κάλπες, επιμένοντας σε κυβερνητική κανονικότητα.
Για ποιους λόγους κάνει μία κυβέρνηση πρόωρες εκλογές
Για να υπάρξει διακύβευμα πρόωρων εκλογών πρέπει να συντρέχει σοβαρός εθνικός λόγος ή κάτι που μπορεί να παρουσιαστεί ως τέτοιος.
Πρέπει, επίσης, είτε να «θέλει να δραπετεύσει» από τη διαχείριση μιας πολύ δύσκολης συνθήκηςόπως, για παράδειγμα, συνέβη το 2009 με τον Κώστα Καραμανλή, είτε να θέλει να ανανεώσει τη λαϊκή εντολή για μία ακόμη θητεία, επομένως να κυβερνήσει συνολικά 3+3 ή 3+4 χρόνια.
Στην πρώτη περίπτωση δημοσκοπικά πρέπει να υπάρχει ισχυρό προβάδισμα του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ενώ στη δεύτερη όχι. Αρκεί ένα οριακό προβάδισμα του κυβερνώντος κόμματος, ώστε να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.
Αυτό, λοιπόν, σημαίνει πως, για να προβεί σε πρόωρες εκλογές ο κ. Μητσοτάκης, θα έπρεπε:
1. Είτε να προηγείται δημοσκοπικά ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (Κάτι τέτοιο δεν ισχύει: αντίθετα υπολείπεται περίπου 7-8 μονάδες , διαφορά που, σε συνθήκη πρόωρων εκλογών, δεν μπορεί να υπερσκελιστεί – αν και μπορεί να μειωθεί.)
2. Είτε να είναι πολύ μικρή η διαφορά των δύο μεγάλων κομμάτων και το κυβερνών να φοβάται ότι το σκηνικό ενδέχεται σε συνθήκες εκλογών στη λήξη της τετραετίας, να ανατραπεί. (Όμως ούτε το συγκεκριμένο σενάριο ισχύει. Ως τώρα δεν υπάρχει καμία δημοσκόπηση που να δείχνει μικρή διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων, ενώ η Νέα Δημοκρατία διατηρεί άνετα το προβάδισμά της, γεγονός που της προσφέρει την απαραίτητη άνεση να προχωρήσει σε εκλογές εντός του 2023.)
3. Να υπάρχει μεγάλης έκτασης και διάρκειας κοινωνική πίεση και αναταραχή, ικανή να πυροδοτήσει πολιτικές εξελίξεις, επομένως να αποτυπωθεί και στα εκλογικά ποσοστά. (Εννοείται πως ούτε αυτό ισχύει στην παρούσα συγκυρία.)
Πολλοί φοβούνται τη δυσαρέσκεια
Η επίκληση της δυσαρέσκειας, όπως αυτή αποτυπώνεται στα λεγόμενα «ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων», ως απόδειξη «της πτώσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη», δείχνει πως ερμηνεύεται λανθασμένα η πολιτική συμπεριφορά των πολιτών. Ας δούμε πώς την ερμηνεύει η Φιλία Γεωργουδή – Πολιτική Επιστήμονας
Υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ δυσαρέσκειας, έντονης δυσαρέσκειας, αποστροφής και θυμού. Η δυσαρέσκεια από μόνη της δεν αρκεί για να μεταβάλει την εκλογική συμπεριφορά/ στάση, πολλώ δε μάλλον η δυσαρέσκεια που ξεκίνησε να παρατηρείται πριν ενάμιση χρόνο. Ο κοινωνικός χρόνος δεν είναι ίδιος με τον ανθρώπινο βιολογικό. Ενάμισης χρόνος για μια κοινωνία είναι ένα πολύ μικρό διάστημα, ανίκανο να θεωρηθεί συνεχές και να δώσει πολιτικό αποτέλεσμα.
Υπάρχει, εξάλλου, η μνήμη του πρόσφατου τρόπου αλλαγής του πολιτικού σκηνικού: Η οικονομική κρίση φάνηκε το 2010 κι άρχισε να δίνει αποτέλεσμα ανατροπής του πολιτικού σκηνικού από το 2021 κι έπειτα, με το τελικό αποτέλεσμα την τριπλή κάλπη του 2015. Αυτό, ωστόσο, δε συνέβη από μόνο του; Υπήρξε ως αποτέλεσμα του τεράστιου κοινωνικού αναβρασμού, των διαρκών συλλαλητηρίων και της μαζικότατης συμμετοχής. Αλλά και νωρίτερα, με τη δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση του κ. Καραμανλή να αρχίσει να παρατηρείται τέλη 2006, για να μετατραπεί σε αλλαγή εκλογικής στάσης το Μάη του 2009 (και πολύ περισσότερο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους). Και σε αυτήν την περίπτωση δεν πρέπει να μείνει ο κοινωνικός αναβρασμός του 2006, 2007 και προφανώς του 2008 εκτός εξίσωσης.
Άρα, η δυσαρέσκεια από μόνη της δεν μπορεί να μετουσιωθεί -κυρίως άμεσα- σε αλλαγή εκλογικής προτίμησης. Χρειάζεται παρατεταμένο χρονικό διάστημα, διόγκωσή της κι έντονο αίσθημα θυμού στον κοινωνικό ιστό.
Κατακλείδα
Η πολλή -και άνευ λόγου- εκλογολογία κουράζει και στο τέλος προκαλεί μείωση του ενδιαφέροντος. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο για ένα κόμμα (το κυβερνών) που κατά κανόνα θα ευνοηθεί από αυξημένη αποχή όταν όντως έρθει η ώρα.
Η Νέα Δημοκρατία αυτή τη στιγμή μπορεί να κυβερνήσει με άνεση καθώς έχει μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή.
Παράλληλα δεν εχει κάποιον λόγο να οδηγήσει σε αστάθεια τη χώρα με (τουλάχιστον) δύο εκλογικές αναμετρήσεις και να οδηγηθεί εν τέλει σε κάποια συγκυβέρνηση (είτε με το ΠΑΣΟΚ είτε με την Ελληνική Λύση).
Συνεπώς, αφού όντως δεν προκύπτει σοβαρός λόγος, ο Πρωθυπουργός δεν φαίνεται να έχει λόγο να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές.