
Η οικονομική ανάκαμψη στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει επανειλημμένα αψηφήσει τις προβλέψεις μίας επικείμενης ύφεσης, αντέχοντας τις καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού, τις παγκόσμιες πολεμικές (και μη) συγκρούσεις και την ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων εδώ και δεκαετίες.
Αυτή η ανθεκτικότητα αντιμετωπίζει τώρα μια νέα δοκιμασία: Μία τραπεζική κρίση που την περασμένη εβδομάδα φαινόταν έτοιμη να μετατραπεί σε πλήρη οικονομική κατάρρευση καθώς οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν και οι επενδυτές έριξαν χρήματα στο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία που θεωρούνται ασφαλή.
Οι αγορές παρέμειναν ασταθείς την Παρασκευή –οι μετοχές είχαν τη χειρότερη μέρα της εβδομάδας– καθώς οι ηγέτες στην Ουάσιγκτον και στη Wall Street προσπάθησαν να συγκρατήσουν την κρίση.
Ακόμα κι αν αυτές οι προσπάθειες επιτύχουν -και οι βετεράνοι προηγούμενων κρίσεων προειδοποίησαν ότι υπάρχει ένα μεγάλο «αν»- οι οικονομολόγοι λένε ότι το επεισόδιο θα έχει αναπόφευκτα αντίκτυπο στις προσλήψεις και τις επενδύσεις, καθώς ως αποτέλεσμα οι τράπεζες κάνουν πίσω όσον αφορά το δανεισμό και οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να δανειστούν χρήματα. Ορισμένοι αναλυτές λένε ότι η αναταραχή έχει ήδη κάνει μια ύφεση ακόμα πιο πιθανή.
«Θα υπάρξουν πραγματικές και διαρκείς οικονομικές επιπτώσεις από όλο αυτό, ακόμα κι αν όλη η σκόνη κατακαθίσει καλά», δήλωσε ο Jay Bryson, επικεφαλής οικονομολόγος της Wells Fargo. «Θα αυξήσω την πιθανότητα ύφεσης δεδομένου του τι συνέβη την τελευταία εβδομάδα».

Το λιγότερο, η κρίση έχει περιπλέξει το ήδη ευαίσθητο έργο που αντιμετωπίζουν οι αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, οι οποίοι προσπαθούν να επιβραδύνουν την οικονομία σταδιακά για να φέρουν τον πληθωρισμό στο κατώτατο όριο του. Αυτό το καθήκον είναι τόσο επείγον όσο ποτέ: Κυβερνητικά στοιχεία την Τρίτη έδειξαν ότι οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς τον Φεβρουάριο. Αλλά τώρα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο ότι οι προσπάθειες της Fed για την καταπολέμηση του πληθωρισμού θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ωστόσο, δεν έχουν πολύ χρόνο προκειμένου να σταθμίσουν τις επιλογές τους: Οι αξιωματούχοι της Fed θα πραγματοποιήσουν την επόμενη τακτικά προγραμματισμένη συνάντησή τους την Τρίτη και την Τετάρτη εν μέσω μιας ασυνήθιστης αβεβαιότητας για το τι θα πράξουν. Μόλις πριν από 10 ημέρες, οι επενδυτές περίμεναν ότι η κεντρική τράπεζα θα επιτάχυνε εκ νέου την εκστρατεία αύξησης των επιτοκίων ως απάντηση σε ισχυρότερα από τα αναμενόμενα οικονομικά στοιχεία. Τώρα, αναλυτές της Fed συζητούν το εάν η συνεδρίαση θα ολοκληρωθεί με αμετάβλητα τα επιτόκια.
Η ιδέα ότι η ταχεία αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να απειλήσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν είναι καθόλου νέα. Τους τελευταίους μήνες, οι οικονομολόγοι παρατηρούσαν συχνά ότι προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Fed μπόρεσε να αυξήσει τα επιτόκια τόσο πολύ, τόσο γρήγορα χωρίς σοβαρές διαταραχές σε μια αγορά που είχε συνηθίσει στο χαμηλό κόστος δανεισμού.
Αυτό που ήταν λιγότερο αναμενόμενο είναι εκεί που φάνηκε η πρώτη ρωγμή: Οι μικρές και μεσαίες τράπεζες των ΗΠΑ, θεωρητικά μεταξύ των πιο στενά παρακολουθούμενων και αυστηρά ρυθμιζόμενων τμημάτων του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
«Έμεινα έκπληκτος που ήρθε στην επιφάνεια το πρόβλημα, αλλά δεν με εξέπληξε που υπήρχε τελικά πρόβλημα», είπε σε συνέντευξή του ο Kenneth Rogoff, καθηγητής του Χάρβαρντ και κορυφαίος μελετητής των οικονομικών κρίσεων. Σε ένα δοκίμιο στις αρχές Ιανουαρίου, προειδοποίησε για τον κίνδυνο μιας «διαφαινόμενης οικονομικής μετάδοσης», καθώς οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις αγωνίζονταν να προσαρμοστούν σε μια εποχή υψηλότερων επιτοκίων.
Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν περίμενε μια επανάληψη του 2008, όταν η κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ κατέκλυσε γρήγορα σχεδόν ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι τράπεζες σε όλο τον κόσμο έχουν καλύτερη κεφαλαιοποίηση και είναι σε καλύτερη ρύθμιση από ό,τι ήταν τότε, και η ίδια η οικονομία είναι ισχυρότερη.
«Συνήθως για να έχεις μια πιο συστημική οικονομική κρίση, χρειάζεσαι περισσότερα από ένα παπούτσια για να πετάξεις», τόνισε ο καθηγητής Rogoff. «Σκεφτείτε τα υψηλότερα πραγματικά επιτόκια σαν ένα παπούτσι, αλλά χρειάζεστε και ένα ακόμα».

Ωστόσο, ο ίδιος και άλλοι ειδικοί λένε ότι είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι τέτοια σοβαρά προβλήματα θα μπορούσαν να μείνουν απαρατήρητα τόσο καιρό στη Silicon Valley Bank, το μεσαίο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Καλιφόρνια του οποίου η αποτυχία προκάλεσε την πρόσφατη αναταραχή. Αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με το ποιες άλλες απειλές θα μπορούσαν να ελλοχεύουν, ίσως σε λιγότερο ρυθμιζόμενες γωνιές της χρηματοδότησης, όπως τα ακίνητα ή τα ιδιωτικά κεφάλαια.
«Αν δεν το βλέπαμε όλο αυτό να συμβαίνει, τότε τι γίνεται με μερικά από αυτά τα άλλα, τα πιο σκιερά μέρη του χρηματοπιστωτικού συστήματος;» αναρωτιέται ο Anil Kashyap, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Σικάγο που μελετά τις οικονομικές κρίσεις.
Ήδη, υπάρχουν υπαινιγμοί ότι η κρίση μπορεί να μην περιορίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Credit Suisse ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι θα δανειστεί έως και 54 δισεκατομμύρια δολάρια από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, αφού οι επενδυτές διέλυσαν τη μετοχή της καθώς προέκυψαν φόβοι για την οικονομική της υγεία. Ο 166χρονος δανειστής έχει αντιμετωπίσει μια μακρά σειρά σκανδάλων και σφαλμάτων και τα προβλήματά του δεν σχετίζονται άμεσα με αυτά της Silicon Valley Bank και άλλων ιδρυμάτων των ΗΠΑ. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι λένε ότι η βίαιη αντίδραση της αγοράς ήταν ένα σημάδι ότι οι επενδυτές ανησυχούν όλο και περισσότερο για τη σταθερότητα του ευρύτερου συστήματος.
Η αναταραχή στον χρηματοπιστωτικό κόσμο έρχεται τη στιγμή που η οικονομική ανάκαμψη, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, φαινόταν να έχει δυναμική ανόδου. Οι καταναλωτικές δαπάνες, οι οποίες μειώθηκαν στα τέλη του 2022, ανέκαμψαν στις αρχές του τρέχοντος έτους. Η αγορά κατοικίας, η οποία κατρακύλησε το 2022 καθώς τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων αυξήθηκαν, έχει δείξει σημάδια σταθεροποίησης. Και παρά τις υψηλού προφίλ απολύσεις σε μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, η αύξηση των θέσεων εργασίας παρέμεινε ισχυρή ή ακόμη και επιταχυνόμενη τους τελευταίους μήνες. Στις αρχές Μαρτίου, οι αναλυτές ενίσχυσαν τις εκτιμήσεις τους για την οικονομική ανάπτυξη και μείωσαν τους κινδύνους ύφεσης, τουλάχιστον για φέτος.
Τώρα, πολλοί από αυτούς τις παίρνουν πίσω. Ο Bryson, της Wells Fargo, λέει ότι τώρα βάζει την πιθανότητα ύφεσης φέτος σε περίπου 65%, από περίπου 55% πριν από τις πρόσφατες χρεοκοπίες τραπεζών. Ακόμη και η Goldman Sachs, μεταξύ των πιο αισιόδοξων αναλυτών στη Wall Street τους τελευταίους μήνες, δήλωσε την Πέμπτη ότι οι πιθανότητες ύφεσης έχουν αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, στο 35%, ως αποτέλεσμα της κρίσης και της συνακόλουθης αβεβαιότητας.

Ο πιο άμεσος αντίκτυπος είναι πιθανό να αφορά το δανεισμό. Οι μικρές και μεσαίες τράπεζες θα μπορούσαν να αυστηροποιήσουν τα κριτήρια δανεισμού τους και να εκδίδουν λιγότερα δάνεια, είτε σε μια εθελοντική προσπάθεια να στηρίξουν τα οικονομικά τους είτε ως απάντηση στον έντονο έλεγχο από τις ρυθμιστικές αρχές. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πλήγμα για οικιακούς και εμπορικούς κατασκευαστές και άλλες επιχειρήσεις που βασίζονται στα δάνεια προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες.
Η Janet L. Yellen, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, δήλωσε την Πέμπτη ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση «παρακολουθεί πολύ προσεκτικά» την υγεία του τραπεζικού συστήματος στις ΗΠΑ και τις πιστωτικές συνθήκες ευρύτερα.
«Ένα γενικότερο πρόβλημα που μας απασχολεί είναι η πιθανότητα ότι εάν οι τράπεζες βρίσκονται υπό πίεση, μπορεί να είναι απρόθυμες να δανείσουν», είπε στα μέλη της Επιτροπής Οικονομικών της Γερουσίας. Αυτό, πρόσθεσε, «θα μπορούσε να το μετατραπεί σε πηγή σημαντικού καθοδικού οικονομικού κινδύνου».

Η αυστηρότερη πίστωση είναι πιθανό να αποτελέσει ιδιαίτερη πρόκληση για τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες συνήθως δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε άλλες πηγές χρηματοδότησης, όπως η αγορά εταιρικού χρέους, και που συχνά βασίζονται σε σχέσεις με τραπεζίτες που γνωρίζουν τη συγκεκριμένη βιομηχανία ή την τοπική τους κοινότητα. Κάποιοι μπορεί να είναι σε θέση να λάβουν δάνεια από μεγάλες τράπεζες, οι οποίες μέχρι στιγμής φαινόταν σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητες από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μικρότερα ιδρύματα. Αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πληρώσουν περισσότερα για να το κάνουν, και πολλές επιχειρήσεις μπορεί να μην είναι σε θέση να λάβουν καθόλου πίστωση, αναγκάζοντάς τις να περικόψουν τις προσλήψεις, τις επενδύσεις και τις δαπάνες.
«Μπορεί να είναι δύσκολο να αντικατασταθούν αυτές οι μικρές και μεσαίες τράπεζες με άλλες πηγές κεφαλαίου», δήλωσε ο Michael Feroli, επικεφαλής οικονομολόγος των ΗΠΑ στην J.P. Morgan. «Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να εμποδίσει την ανάπτυξη».
Η βραδύτερη ανάπτυξη, φυσικά, είναι ακριβώς αυτό που προσπαθεί να πετύχει η Fed αυξάνοντας τα επιτόκια -και η αυστηρότερη πίστωση είναι ένας από τους κύριους διαύλους μέσω των οποίων πιστεύεται ότι λειτουργεί η νομισματική πολιτική. Εάν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές μειώσουν τις δραστηριότητες τους, είτε επειδή ο δανεισμός γίνεται πιο ακριβός είτε επειδή είναι νευρικοί ως προς την οικονομία, αυτό θα μπορούσε, θεωρητικά, να βοηθήσει τη Fed να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.
Αλλά ο Philipp Schnabl, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης που μελέτησε τα πρόσφατα τραπεζικά προβλήματα, λέει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν την οικονομία μειώνοντας τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Μια οικονομική αναταραχή, αντίθετα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ξαφνική απώλεια πρόσβασης σε πιστώσεις. Αυτός ο αυστηρότερος τραπεζικός δανεισμός θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει τη συνολική προσφορά στην οικονομία, η οποία είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί μέσω της πολιτικής της Fed.
«Αυξάνουμε τα επιτόκια για να επηρεάσουμε τη συνολική ζήτηση», λέει. «Τώρα, αντιμετωπίζουμε αυτή την πιστωτική κρίση, αλλά αυτό προέρχεται από ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα».
Ωστόσο, η οικονομία των ΗΠΑ διατηρεί πηγές δύναμης που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην άμβλυνση των τελευταίων χτυπημάτων. Τα νοικοκυριά, συνολικά, έχουν άφθονες αποταμιεύσεις και αυξανόμενα εισοδήματα. Οι επιχειρήσεις, μετά από χρόνια ισχυρών κερδών, έχουν σχετικά μικρά χρέη. Επιπλέον, οι μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ βρίσκονται σε πολύ πιο σταθερή οικονομική βάση από ό,τι το 2008.
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η ζημιά στην πραγματική οικονομία από όλο αυτό θα είναι αρκετά περιορισμένη», δηλώνει ο Adam Posen, πρόεδρος του Ινστιτούτου Πίτερσον για τα Διεθνή Οικονομικά. «Μπορώ να πω μια πολύ συναρπαστική ιστορία για το γιατί όλο αυτό είναι πράγατι τρομακτικό, αλλά θα πρέπει να είναι ΟΚ».
*Ο Alan Rappeport και η Jeanna Smialek συνέβαλαν στο ρεπορτάζ.