Ανασταση | Ποια είναι η σωστή ώρα τελέσεως της τελετής της Αναστάσεως ;

Ανάσταση | Ποια είναι η σωστή ώρα τελέσεως της τελετής της Αναστάσεως ;

Όπως έγινε γνωστό η Αναστάσιμος Ακολουθία, φέτος το 2021 θα λειτουργηθεί στις 21:00 το βράδυ, με τη σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου.

Πολλοί πιστοί θεώρησαν πως αυτό γίνεται κατά παράβαση των ιερών κανόνων. Αξίζει να παραθέσουμε τα όσα γράφονται στο βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.

Είναι ορθόν να τελήται η τελετή της Αναστάσεως κατά τας μεταμεσονυκτίους ώρας του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακήν κατά το Ευαγγέλιον («Διαγενομένου του Σαββάτου… λίαν πρωί της μιας Σαββάτων… ανατείλαντος του ηλίου») και προς αποφυγήν της εγκαταλείψεως του ναού υπό των πιστών μετά την Ανάστασιν;

Κατά την νύκτα του Πάσχα σχεδόν από τους πρώτους χρόνους της χριστιανικής Εκκλησίας ετελείτο μακρά ολονύκτιος ακολουθία, που άρχιζε από το εσπέρας του Σαββάτου και ετελείωνε το πρωί της Κυριακής.

Αυτή είναι η αρχαιοτέρα χριστιανική παννυχίς. Κατά το βυζαντινό λειτουργικό τυπικό περιελάμβανε τον εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου, κατά τα αναγνώσματα του οποίου εγίνετο το βάπτισμα των κατηχουμένων, την λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, μακρά ανάγνωσι εκ των Πράξεων των Αποστόλων, την ακολουθία του μεσονυκτικού της Κυριακής του Πάσχα, στο οποίο αντί του συνήθους τριαδικού κανόνος ψάλλεται ο κανών του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης», την ακολουθία του όρθρου και την αναστάσιμο λειτουργία.

Στις ενορίες για ποιμαντικούς λόγους η μακρά ακολουθία χωρίσθηκε στα δύο και ο εσπερινός με την λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου μετετέθη στο πρωί του Μεγάλου Σαββάτου για να διευκολυνθή η κοινωνία των πιστών, το βάπτισμα των κατηχουμένων έπαυσε πια να τελήται, η μακρά ανάγνωσις των Πράξεων, που συνέδεε την λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου με το μεσονυκτικό, δεν γίνεται πια και η ακολουθία της παννυχίδος περιωρίστηκε μόνο στο μεσονυκτικό, στον όρθρο και στην λειτουργία.

Η ακολουθία της αναστάσεως στο λειτουργικό πλαίσιο των ακολουθιών αυτών ευρίσκεται μετά την απόλυσι του μεσονυκτικού και στην αρχή του όρθρου, του οποίου και αποτελεί την κάπως ιδιόρρυθμο έναρξι.

Ακριβώς αυτή η λειτουργική θέσις της ακολουθίας της Αναστάσεως υποδηλώνει, ότι αυτή ετελείτο κατά τις πρώτες μετά το μεσονύκτιο ώρες, τότε δηλαδή που άρχιζε και η συνήθης ακολουθία του όρθρου. Τούτο ρητώς άλλως τε διατάσσουν και ωρισμένα αρχαία Τυπικά με τις χαρακτηριστικές φράσεις: «της αρμοζούσης ώρας του όρθρου ενστάσης (ή «φθασάσης» εξερχόμεθα κλπ.» ή «περί ώραν όρθρου», όπως σημειώνει το τυπικό του εντύπου Πεντηκοσταρίου.

Άλλα εξ άλλου Τυπικά τοποθετούν την έναρξι της αναστασίμου ακολουθίας μετά την ογδόη ή μετά την ενάτη ώρα της νυκτός, δηλαδή περίπου μετά από τις 2 ή 3 μετά τα μεσάνυκτα. Άλλα την θέτουν ολίγες ώρες πριν. Κατ’ αυτά η απόλυσις της προ της Αναστάσεως ακολουθίας εγίνετο περίπου κατά την έκτη ώρα της νυκτός, δηλαδή τα μεσάνυκτα. Παρ’ όλη την ποικιλία που παρουσιάζουν εκ πρώτης όψεως οι μαρτυρίες αυτών των αρχαίων Τυπικών, είναι χαρακτηριστικό ότι συμφωνούν στο ότι η Ανάστασις γίνεται μετά τα μεσάνυκτα και πριν ακόμη αρχίση να υποχωρή η νύκτα, δηλαδή «όρθρου βαθέως» της Κυριακής.

Η πράξις αυτή αιτιολογείται από ένα μεταγενέστερο (του έτους 1813) χειρόγραφο Τυπικό της Μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους ως εξής: «όταν γίνη η Ανάστασις πρέπει να είναι η έκτη ώρα της νυκτός απερασμένη, διότι ο Κύριός μας μετά το μεσονύκτιον ανεστήθη».


Υπήρχε όμως παραλλήλως και η άλλη παράδοσις, ότι ο Κύριος ανεστήθη το μεσονύκτιο. Στο συναξάριο επί παραδείγματι της Κυριακής του Πάσχα, που περιέχεται στο Πεντηκοστάριο και που είναι γραμμένο από τον Νικηφόρο Ξανθόπουλο λέγεται ότι «περί μέσον της νυκτός» κατήλθε ο άγγελος και απεκύλησε τον λίθο του μνημείου. Η παράδοσις αυτή, καθώς και η τάσις να επιταχυνθή η λήξις της όλης ακολουθίας, επηρέασε και την σημερινή πράξι και η Ανάστασις τελείται ακριβώς κατά το μεσονύκτιο.

Παρά τούτο σε ωρισμένα μέρη και της πατρίδος μας ακόμη, τελούν την Ανάστασι μετά το μεσονύκτιο κατά τις 3 το πρωί, δηλαδή κατά την ενάτη ώρα της νυκτός, όπως είδαμε σε μερικά αρχαία Τυπικά. Αυτό δεν γίνεται μόνο για λόγους ανάγκης, όταν δηλαδή ένας ιερεύς εξυπηρετή δύο χωριά, αλλά και υπό ομαλές συνθήκες κατά παλαιά παράδοσι.


Είναι αληθές ότι η τέλεσις της ακολουθίας της Αναστάσεως κατά τα μεσάνυχτα έχει δύο δυσάρεστα επακόλουθα: Την αποχώρησι πολλών χριστιανών σχεδόν αμέσως μετά από αυτή και την επιτροχάδην τέλεσι του αναστασίμου όρθρου και της θείας λειτουργίας. Πρόκειται για δύο παλαιές ασθένειες, που δύσκολα θεραπεύονται. Επιτροχάδην ετελείτο η θεία λειτουργία της Αναστάσεως ακόμη και κατά το τέλος του τετάρτου αιώνος στους αγίους Τόπους, τότε που η προσκυνήτρια Αιθερία η Μαυριτανή τους επεσκέφθη και περιέγραψε στο Οδοιπορικό της τις ακολουθίες που ετελούντο εκεί.

Εξ άλλου πολλοί πιστοί σχεδόν ανέκαθεν δεν έδειχναν πολύ καλή διάθεσι στο να παρακολουθήσουν ολόκληρο την πασχαλινή αγρυπνία. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα παύσωμε να εργαζώμεθα για την άρσι και των δύο αυτών ατόπων, η θεραπεία των οποίων εξαρτάται κατά πρώτο λόγο από τους ιδίους τους ιερείς.

Οι καταλλήλως κατηχημένοι από τον ιερέα ενσυνείδητοι χριστιανοί δύσκολα και μόνο για σοβαρό λόγο θα εγκαταλείψουν τον ναό μετά από την ανάστασι και η νυσταλέα και βιαστική τέλεσις της υπολοίπου ακολουθίας μπορεί με λίγη καλή θέλησι, προσπάθεια και ζήλο, να δώση την θέσι της σε μία λαμπρά πανηγυρική ιεροτελεστία, ανταξία της μεγάλης εορτής, πάντοτε μέσα σε λογικά χρονικά όρια. Δεν ξεύρω αν μόνη η μετάθεσις της όλης ακολουθίας μετά το μεσονύκτιο θα μπορούσε να φέρη καμμία ουσιαστική καλλιτέρευσι της καταστάσεως, γιατί οι κάπως ράθυμοι χριστιανοί πάλι θα δυσκολεύωνται να παρακολουθήσουν την μακρά μεταμεσονύκτιο ακολουθία.

Εκτός τούτου έχει γίνει πάγιο πια έθος η τέλεσις της ακολουθίας της Αναστάσεως κατά το μεσονύκτιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασώζεται έστω και κολοβωμένη η αρχαία μεγάλη πασχάλιος παννυχίς.

Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.

Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *