“Εθισμένοι στο χρέος” οι γίγαντες των ΗΠΑ.Φορτώθηκαν 2,5 τρισ. και από blue chips έγιναν… “σκουπίδια”

2,5 τρισ. χρέος

Όταν ο νυν διευθύνων σύμβουλος της American Airlines, Doug Parker, ανέλαβε τη θέση του “πιλότου” του αμερικανικού αερομεταφορέα τον Δεκέμβριο του 2013, οι ουρανοί έμοιαζαν ανέφελοι. Η εταιρεία του, U.S. Airways, είχε επιτέλους εξασφαλίσει έναν σημαντικό εταίρο μετά τη συμφωνία να συγχωνευτεί με τη χρεοκοπημένη American. Η νέα εταιρεία θα αναδυόταν, με μέτριο πλέον χρέος, στον μεγαλύτερο αερομεταφορέα της χώρας, με μόλις τρεις ακόμη εγχώριες εταιρείες να παραμένουν στη λίστα με τους ανταγωνιστές της σε παγκόσμιο επίπεδο.

Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!

Των Antoine Gara, Nathan Vardi

Η χρηματοπιστωτική κρίση (σ.σ. του 2008) αποτελούσε πλέον παρελθόν, η οικονομία “κάλπαζε” και ο κλάδος των αεροπορικών εταιρειών φαινόταν να εισέρχεται σε μια νέα “χρυσή” εποχή. Αερομεταφορείς όπως η American κυριάρχησαν χάρη στην πρακτική της δυναμικής τιμολόγησης των ναύλων, και έτσι κάθε πτήση τους είχε σχεδόν 100% πληρότητα, εκτινάσσοντας τα έσοδα και την αποδοτικότητά τους. Ευαγγελιζόμενος την έλευση μιας “νέας American” στις αρχές του 2014, ο Parker ήταν πρόθυμος να “ευχαριστήσει” τη Wall Street. “Σας διαβεβαιώ πως ό,τι κάνουμε έχει στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας για τους μετόχους μας”, είχε δηλώσει τότε σε τηλεδιάσκεψη με επενδυτές.

Τα επόμενα έξι χρόνια, ο Parker προέβη σε συνεχείς εκδόσεις χρέους, βγαίνοντας τις κεφαλαιαγορές τουλάχιστον 18 φορές και συσσωρεύοντας χρέος 25 δισ. δολαρίων. Χρησιμοποίησε τα κεφάλαια, μεταξύ άλλων, για να αγοράσει νέα αεροσκάφη αλλά και για να στηρίξει το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα των υπαλλήλων της εταιρείας.

Παράλληλα, ακολουθώντας την πρακτική της επιβολής επιπρόθετων τελών για την παροχή “υπηρεσιών” προς τους επιβάτες -όπως για δυνατότητα πρόσθετων αποσκευών, επιλογή θέσης με επιπλέον χώρο για τα πόδια, παροχή σνακ και ποτών κατά τη διάρκεια της πτήσης, και πολλά άλλα- αύξησε τα ενοποιημένα κέρδη της εταιρείας στα 17,5 δισ. δολάρια, τη χρονική περίοδο από το 2014 έως το 2019. Τηρώντας δε τη δέσμευσή του προς τους μετόχους, θέσπισε από το 2014 τη διανομή τακτικού μερίσματος -για πρώτη φορά στα 34 χρόνια λειτουργίας της American- και ξεκίνησε προγράμματα επαναγοράς δισεκατομμυρίων ιδίων μετοχών.

“Η διακράτηση περισσότερων μετρητών από αυτά που χρειάζεται η εταιρεία, δεν αποτελεί ορθό τρόπο χρήσης του κεφαλαίου των μετόχων μας”, έλεγε τότε, δικαιολογώντας την πολιτική του. Με αυτά τα λόγια “χάιδευε τα αυτιά” των “χρηματοδοτών” της εταιρείας που συνωστίζονταν στη μετοχή της American.

Έως και ο Warren Buffett της Berkshire Hathaway απέκτησε μερίδιο στην εταιρεία. Έτσι, έχοντας αφήσει πλέον πίσω της την πτώχευση, η μετοχή της εταιρείας “απογειώθηκε” σχεδόν αμέσως, με την τιμή της να διπλασιάζεται κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους που ο Parker καθόταν στη θέση του “πιλότου”. Για την διαχειριστική του δεινότητα, μάλιστα, ο Parker “επιβραβεύθηκε” με ετήσιες απολαβές που ξεπέρασαν τα 10 εκατ. δολάρια.

Οι "εθισμένοι στο χρέος" γίγαντες των ΗΠΑ που φορτώθηκαν 2,5 τρισ. και από blue chips έγιναν... "σκουπίδια"
Σήμερα η μετοχή της American Airlines αξίζει μόλις το ένα τρίτο των 12 δισ. δολαρίων που ξόδεψε ο διευθύνων σύμβουλος, ο Doug Parker για επαναγορές μετοχών. Με τον ισολογισμό της να είναι για “κλάματα”, βρίσκεται πρώτη στην “ουρά” για κρατική διάσωση. Ασύλληπτο το χρέος

Κάνοντας ένα χρονικό “άλμα” φτάνουμε στον Απρίλιο του 2020, όπου η πανδημία του νέου κορονοϊού SARS-CoV-2 έχει “προσγειώσει” την ταξιδιωτική βιομηχανία. Η American Airlines έχει ξεμείνει από ρευστότητα, εν μέρει λόγω των ασύστολων δαπανών του Parker.

Έτσι, η κυβέρνηση των ΗΠΑ συμφώνησε να της παρέχει στήριξη ύψους 5,8 δισ. δολαρίων μέσω επιχορηγήσεων και δανείων χαμηλού επιτοκίου – που αποτελεί την πιο γαλαντώμα στήριξη σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλο αερομεταφορέα έχει ενταχθεί στο πακέτο διάσωσης των 25 δισ. δολαρίων που έχει θεσπίσει η αμερικανική κυβέρνηση. Κι αυτό γιατί πολλά hedge fund έχουν “ξεφορτωθεί” τις μετοχές της εταιρείας, μεταξύ αυτών και η Berkshire Hathaway. Η δε μετοχή της American αξίζει σήμερα μόλις το ένα τρίτο των 12 δισ. δολαρίων που ξόδεψε ο Parker για την επαναγορά ιδίων μετοχών.

Παρά την ισχυρή ανάπτυξη της εταιρείας μέχρι προσφάτως, ο ισολογισμός της American είναι για “κλάματα”. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εξαετίας, ο Parker τη “φόρτωσε” με περισσότερα από 7 δισ. δολάρια καθαρού χρέους, και σήμερα ο λόγος καθαρού χρέους προς έσοδα ανέρχεται στο 45%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το τέλος του 2014. Η American υποστηρίζει, πάντως, ότι σκοπεύει να εξοφλήσει το χρέος της “επιθετικά” μόλις η δραστηριότητά της επιστρέψει σε φυσιολογικούς ρυθμούς.

Η καταχρεωμένη American Airlines, ωστόσο, δεν αποτελεί το μόνο “μαύρο πρόβατο” μεταξύ των αμερικανικών επιχειρηματικών κολοσσών. Αν μη τι άλλο, τα “οικονομικά γυμνάσια” που βιώνει η εταιρεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν “εγχειρίδιο χρήσης” για πολλές διοικήσεις εταιρειών σε ολόκληρη τη χώρα. Χρόνο με το χρόνο, καθώς η Federal Reserve διοχέτευε ρευστότητα στην οικονομία, ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών -Coca Cola, McDonald’s, AT&T, IBM, General Motors, Merck, FedEx, 3M και Exxon- συσσώρευαν αφειδώς χρέος μέσω χαμηλότοκων δανείων.

Οι περισσότερες μάλιστα εξ αυτών δανείστηκαν περισσότερα κεφάλαια από όσα χρειάζονταν, συχνά επιστρέφοντας το “πλεόνασμα” στους μετόχους τους μέσω επαναγορών ιδίων μετοχών και μερισμάτων. Επιδόθηκαν επίσης σε ένα “πάρτι” εξαγορών. Οι κινήσεις τους οδήγησαν τον S&P 500 ακόμη υψηλότερα -με τον δείκτη να καταγράφει μέση ετήσια άνοδο 13,5% από το 2010 έως και το 2019- ενώ απέφεραν ολοένα και πιο γενναιόδωρα πακέτα αποδοχών στους διευθύνοντες συμβούλους τους, που προωθούσαν τον δανεισμό. Τη “χαριστική βολή” έδωσε το πρόγραμμα φοροελαφρύνσεων του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ το 2017, που τροφοδότησε ακόμη περισσότερο τη “φούσκα” του εταιρικού χρέους.

Σύμφωνα με έρευνα του Forbes, η οποία ανέλυσε 455 εταιρείες του δείκτη S&P 500 -εκτός τραπεζών και εύρωστων τεχνολογικών γιγάντων όπως η Apple, η Amazon, η Google και η Microsoft-, κατά μέσο όρο οι επιχειρήσεις του δείκτη σχεδόν τριπλασίασαν το καθαρό χρέος τους την τελευταία δεκαετία, προσθέτοντας μόχλευση περίπου 2,5 τρισ. δολαρίων στους ισολογισμούς τους. Η ανάλυση καταδεικνύει ότι για κάθε δολάριο αύξησης των εσόδων τους κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, οι εταιρείες αύξαναν σχεδόν κατά ένα δολάριο το χρέος τους. Οι περισσότερες επιχειρήσεις του S&P 500 εισήλθαν στην “αγορά των ταύρων” (bull market) με καθαρό χρέος σχεδόν 20 σεντς ανά δολάριο των ετήσιων εσόδων τους, με το ποσό αυτό να ανέρχεται σήμερα στα 38 σεντς.

Τα “εθισμένα” στο χρέος Blue Chips


Λίγες εταιρείες κατόρθωσαν να αντισταθούν στο δέλεαρ της μόχλευσης. Ακολουθούν ορισμένες από τις επιχειρήσεις με τον υψηλότερο δανεισμό.

Graph Titans 1
Το χρέος είναι δυσθεώρητο.

Καθώς, όμως, η πανδημία του κορονοϊού έχει “παγώσει” το παγκόσμιο εμπόριο, οι αμερικανικές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μια ζοφερή πραγματικότητα. Τα έσοδά τους έχουν εξανεμιστεί, αλλά το εξωφρενικό τους χρέος παραμένει. 

Πριν από έναν χρόνο, ο πρόεδρος της Federal Reserve, Jerome Powell, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά δεν εισακούσθη εν μέσω του “καλπασμού” της χρηματιστηριακής αγοράς. “Όχι μόνο είναι υψηλός ο όγκος του χρέους”, προειδοποιούσε τον προηγούμενο Μάιο ο Powell, “αλλά η πρόσφατη ανάπτυξη έχει επίσης επικεντρωθεί στις πιο ριψοκίνδυνες μορφές χρέους…

Από τα ομόλογα που βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα, ένα κλάσμα αυτών, που αποτελεί όμως επίπεδο ρεκόρ, κατατάσσεται στη χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα – φαινόμενο γνωστό ως ‘triple-B cliff’”. Ο Πάουελ αναφερόταν στο γεγονός ότι μεγάλος αριθμός εταιρικών ομολόγων βρισκόταν ένα βήμα πριν την κατηγοριοποίησή του ως “σκουπίδια”. “Οι επενδυτές, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να επικεντρωθούν σε αυτόν τον κίνδυνο σήμερα, που η εποχή είναι καλή”, είχε δηλώσει.

Ο Πάουελ σταμάτησε τις προειδοποιήσεις. Αντιμετωπίζοντας την τρομακτική προοπτική εκτεταμένων περιπτώσεων εταιρικής αφερεγγυότητας, η Fed ανακοίνωσε στις 23 Μαρτίου ένα πρόγραμμα πιστωτικής διευκόλυνσης, σχεδιασμένο για να στηρίξει την αγορά εταιρικών ομολόγων. Παράλληλα, δύο εβδομάδες αργότερα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα άφησε εμβρόντητη τη Wall Street ανακοινώνοντας ότι θα βγει στην ανοιχτή αγορά και θα αγοράσει ορισμένα ομόλογα-“σκουπίδια”, καθώς και μετοχές σε ETF ομολόγων υψηλής απόδοσης.

Συνολικά, η Federal Reserve “ρίχνει” πλέον στην αγορά 750 δισ. δολάρια, εκ των οποίων 75 δισ. δολάρια αποτελούν χρήματα των φορολογούμενων, προκειμένου να βοηθήσει τις μεγάλες εταιρείες να επιβιώσουν από την πανδημία – στο πλαίσιο του κυβερνητικού πακέτου διάσωσης των 2,3 τρισ. δολαρίων.

“Έχουμε έναν αγοραστή και δανειστή τελικής επιλογής, που μετριάζει τον ‘πόνο’ αλλά υποκαθιστά τον ρόλο της ελεύθερης αγοράς”, διαμαρτυρήθηκε ο δισεκατομμυριούχος συνιδρυτής της Oaktree Capital, Howard Marks, σε σημείωμά του στις 14 Απριλίου. “Όταν οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση ότι η κυβέρνηση θα τους προστατεύσει από [τις] δυσάρεστες οικονομικές συνέπειες των πράξεών τους, αυτό αποκαλείται ‘ηθικός κίνδυνος’. Οι άνθρωποι και τα ιδρύματα προστατεύονται από τον πόνο, αλλά λαμβάνουν ‘λανθασμένα’ μηνύματα”, πρόσθεσε.

Το μάθημα για τις “εθισμένες” στο χρέος εταιρείες είναι σαφές: οι φορολογούμενοι είναι καταδικασμένοι, αλλά η “κάνουλα” της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι ορθάνοιχτη. Μόνο τους τελευταίους δύο μήνες, σύμφωνα με τη Refinitiv, τουλάχιστον 392 εταιρείες προχώρησαν στην έκδοση ομολόγων και χρεογράφων ύψους 617 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένου ενός αριθμού ρεκόρ που κατατάσσονται στην επενδυτική βαθμίδα BBB, συσσωρεύοντας ακόμη περισσότερο χρέος που ενδέχεται να μην μπορέσουν να αποπληρώσουν.

Όπως παρατήρησε ο Warren Buffett κατά τη διάρκεια της ετήσιας γενικής συνέλευσης των μετόχων της Berkshire στις 2 Μαΐου, “Καθένας από όσους εξέδωσαν ομόλογα στα τέλη Μαρτίου και τον Απρίλιο θα έπρεπε να στείλει μια ευχαριστήρια επιστολή στη Fed”.

Οι κορυφαίες επιχειρηματικές οντότητες της Αμερικής -εταιρείες που βρίσκονται σχεδόν σε κάθε επενδυτικό πρόγραμμα συνταξιοδοτικού ταμείου- δεν υπέπεσαν στην εξάρτηση από το χρέος μόνο από δική τους υπαιτιότητα. Χρειάστηκαν κάποια ώθηση, κυρίως από τους “ειδικούς” της Wall Street. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η McDonald’s, η γνωστή αλυσίδα ταχυφαγείων με καταστήματα σχεδόν σε όλες τις πόλεις των ΗΠΑ και το εμβληματικό πλέον σλόγκαν για παροχή γρήγορου και οικονομικού φαγητού σε δισεκατομμύρια καταναλωτές.

Όλα ξεκίνησαν πριν από την κρίση του 2008, όταν ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Bill Ackman ξεκίνησε να ταρακουνά τον κολοσσό του Σικάγου, απαιτώντας να εκχωρήσει τα περισσότερα από τα 9.000 ιδιόκτητα καταστήματά του σε ανεξάρτητους διαχειριστές προκειμένου να επαναγοράσει ίδιες μετοχές συνολικής αξίας 12 δισ. δολαρίων. Η McDonald’s αντέκρουσε με επιτυχία την απαίτηση του ακτιβιστικού hedge fund, αλλά κατά τη διάρκεια της οικονομικής ευφορίας, ο ρυθμός ανάπτυξής της “πάγωσε”.

Έτσι, αρχής γενομένης από το 2014, ο τότε διευθύνων σύμβουλος της McDonalds, Don Thompson, ξεκίνησε τη μόχλευση της εταιρείας προκειμένου να χρηματοδοτήσει επαναγορές μετοχών. Ένα χρόνο αργότερα, ο διάδοχός του Steve Easterbrook, συνέχισε πιο εντατικά τη στρατηγική του Thompson, πωλώντας ιδιόκτητα καταστήματα σε δικαιοδόχους (franchisees), όπως είχε ζητήσει νωρίτερα ο Ackman. Σήμερα, το 93% των 38.695 καταστημάτων της αλυσίδας παγκοσμίως έχει περάσει σε μικρούς επαγγελματίες που καλύπτουν τα έξοδα συντήρησης, ενώ καταβάλλουν στη μητρική εταιρεία ενοίκια και δικαιώματα δικαιόχρησης προκειμένου να λειτουργούν τα καταστήματά της, να χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό της και να πωλούν τα προϊόντα της.

Steve Easterbrook
Χάρη στον CEO Steve Easterbrook, o “γίγαντας των μπέργκερ” επέστρεψε στους μετόχους του περισσότερα από 50 δισ. δολάρια από το 2014 έως σήμερα. Το “μυστικό” συστατικό της επιτυχημένης συνταγής της; Το τεράστιο χρέος.

Σε αυτό το νέο και βελτιωμένο “ελαφρύ μοντέλο διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων” που ακολουθεί η McDonald’s δεν περιλαμβάνονται πλέον “δυσκίνητα” assets.

Αντίθετα, εισπράττει τις παραπάνω πληρωμές, αλλά την ίδια προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα δεκάδες δισεκατομμύρια του χρέους της. Από το 2014 έως και το τέλος του 2019, η McDonald’s εξέδωσε ομόλογα και χρεόγραφα περίπου 21 δισ. δολαρίων. Επιπλέον, επαναγόρασε μετοχές αξίας άνω των 35 δισ. δολαρίων και διένειμε μερίσματα ύψους 19 δισ. δολαρίων, επιστρέφοντας συνολικά περισσότερα από 50 δισ. δολάρια στους μετόχους της, ποσό που υπερέβη κατά πολύ την κερδοφορία της (31 δισ. δολάρια) κατά την εν λόγω περίοδο.

Αυτό δεν ενόχλησε τη Wall Street. Αντίθετα, η McDonald’s εξελίχθηκε σε “αγαπημένη επιλογή” των hedge fund και οι μετοχές της υπερδιπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του Easterbrook, από το 2015 έως το 2019. Ο ίδιος δε, εισέπραξε ένα γενναιόδωρο πακέτο αποδοχών, ύψους 78 εκατ. δολαρίων, την εν λόγω πενταετία.

Ωστόσο, ο κίνδυνος που “προστέθηκε” στον ισολογισμό της McDonald’s ήταν δραματικός. Το 2010, το καθαρό χρέος της εταιρείας ανά δολάριο ετήσιων πωλήσεων ανερχόταν μόλις σε 38 σεντς, αλλά μέχρι την απόλυση του Easterbrook στα τέλη του 2019 -λόγω της σχέσης που διατηρούμε με υπάλληλο της εταιρείας κατά παράβαση της εταιρικής πολιτικής- το καθαρό της χρέος αντιστοιχούσε σε 1,58 δολάρια ανά δολάριο εσόδων.

Σήμερα, το καθαρά χρέος της αλυσίδας γρήγορου φαγητού ανέρχεται σε 33 δισ. δολάρια και είναι σχεδόν πενταπλάσιο αυτού που βάρυνε την εταιρεία πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Τα δε ομόλογά της βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα ΒΒΒ, μόλις δύο επίπεδα πάνω από την κατηγορία “σκουπίδια” και πολύ χαμηλότερα από την αξιολόγηση Α που είχαν το 2015.

Εν τω μεταξύ, με τα περισσότερα από τα εστιατόρια του δικτύου της να παραμένουν σχεδόν άδεια κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η μετοχή της McDonald’s αρχικά υποχώρησε σχεδόν κατά 40%. Ωστόσο, χάρη στην παρέμβαση της Fed, το χρέος της εταιρείας, που πρόσκαιρα υποχώρησε στα 78 σεντς ανά δολάρια, “ανέκαμψε” μαζί με τη μετοχή, καθώς η εταιρεία προέβη τάχιστα σε νέο δανεισμό ύψους 3,5 δισ. δολαρίων. Η McDonald’s επιμένει βέβαια ότι εισήλθε στην περίοδο της κρίσης διαθέτοντας έναν ισχυρό ισολογισμό και εν γένει καλή χρηματοοικονομική εικόνα. Προσφάτως, δε, ανέστειλε τα προγράμματα επαναγοράς μετοχών.

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η μόχλευση του “γίγαντα των μπέργκερ” βρίσκεται στην πραγματικότητα σε μέτριο επίπεδο εν συγκρίση με ένας από τους σημαντικότερους ανταγωνιστές του, τη Yum Brands, την 5,6 δισ. δολαρίων (σε έσοδα) ιδιοκτήτρια των Pizza Hut, Taco Bell και KFC.

Αφότου ο Greg Creed ανέλαβε τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου το 2015, οι ακτιβιστές διαχειριστές hedge fund Keith Meister, της Corvex Management, και Daniel Loeb, της Third Point, απέκτησαν ισχυρές θέσεις στην εταιρεία. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2015, ο Meister έχει εξασφαλίσει μια θέση στο διοικητικό συμβούλιο της Yum, ενώ μόλις μερικές ημέρες μετά τον διορισμό του, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι “δεσμεύεται να επιστρέψει σημαντικά κεφάλαια στους μετόχους της”, καθώς και ότι προχωρά σε απόσχιση της δραστηριότητάς της στην Κίνα, απ’ όπου προέρχονταν το 39% των κερδών της, και σε εισφορά της σε μια νέα εταιρεία, διανέμοντας τις μετοχές της τελευταίας στους μετόχους της.

Greg Creed
Η πολιτική επιστροφών στους μετόχους του πρώην CEO της Yum Brands, Greg Creed, αποδείχθηκαν τόσο δελεαστικές για τα hedge fund όσο kai το τηγανητό κοτόπουλο της KFC. Μόνο χρέος δηλαδή

Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, ο Creed δανείστηκε επίσης 5,2 δισ. δολάρια προκειμένου να χρηματοδοτήσει προγράμματα ύψους 7,2 δισ. δολαρίων για επαναγορές μετοχών και διανομή μερισμάτων. Επιπλέον, η Yum ακύρωσε περίπου το 31% των κοινών μετοχών της, και όπως ήταν αναμενόμενο, η τιμή του τίτλου της διπλασιάστηκε ξεπερνώντας τα 100 δολάρια έως το 2019.

Οι μέτοχοι της εταιρείας φυσικά ήταν ενθουσιασμένοι, ωστόσο η οικονομική δυναμική της Yum διακυβεύθηκε σε σημαντικό βαθμό. Το 2014, το καθαρό χρέος της Yum ανερχόταν μόλις σε 2,8 δισ. δολάρια, αντιστοιχώντας στο 42% των καθαρών εσόδων της, αλλά μέχρι το 2020 είχε εκτοξευθεί στα 10 δισ. δολάρια ή στο 178% των καθαρών εσόδων της. Μπαίνοντας στην εποχή του κορονοϊού, η Yum είχε σημαντικά οικονομικά προβλήματα, αλλά χάρη στη Fed και στην έκδοση ομολόγων ύψους 600 εκατ. δολαρίων τον Απρίλιο, θα επιβιώσει. 

Η διοίκηση της Yum απορρίπτει την άποψη ότι η Fed τη βοήθησε με οποιονδήποτε τρόπο. “Δεν γνωρίζουμε για την παρέμβαση της Federal Reserve στην αγορά ομολόγων υψηλής απόδοσης ή στη δυνατότητά μας να εκδώσουμε ομόλογα υψηλής απόδοσης αξίας 600 εκατ. δολαρίων”, επισημαίνει η εταιρεία.

Όπως και η McDonald’s, η Yum προχώρησε στην πώληση πολλών από τα ιδιόκτητα καταστήματά της σε δικαιοδόχους. Δεδομένου όμως ότι αυτοί δεν έχουν πρόσβαση στις αγορές αλλά ούτε και στη γενναιοδωρία της Fed, το μέλλον τους είναι αβέβαιο. Η Yum παρέχει βέβαια σε ορισμένους από τους δικαιοδόχους της περίοδο χάριτος 60 ημερών για την καταβολή των δικαιωμάτων χρήσης, ενώ ο David Gibbs, ο οποίος διαδέχθηκε τον Creed στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου τον Ιανουάριο, υπονόησε στα τέλη Απριλίου ότι, αν χρειαστεί, η εταιρεία θα εξαγοράσει τα franchises και θα τα πωλήσει.

Φυσικά, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι de facto μοχλευμένες διασώσεις εισηγμένων εταιρειών, όπως η McDonald’s και η Yum, ήταν στην πραγματικότητα συνετές, δεδομένης της εδώ και μια δεκαετία χαλαρής νομισματικής πολιτικής που ακολουθούσε η Federal Reserve. “Από επιχειρηματική άποψη, ήταν σχεδόν ανεύθυνο να υπερχρηματοδοτηθούν με ίδια κεφάλαια, δεδομένου ότι [το χρέος] ήταν εξαιρετικά φθηνό”, λέει ο Dan Zwirn της Arena Investors.

Σύμφωνα με τη Federal Reserve του Σαιντ Λούις, έως τα τέλη του 2019, το εταιρικό χρέος των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων ανήλθε στα 10 τρισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 64% σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας. “Κάθε δεκάρα της ποσοτικής χαλάρωσης της Fed ‘μεταφράστηκε’ σε αντίστοιχο εταιρικό χρέος που κατευθύνθηκε σε επαναγορές μετοχών, γεγονός που οδήγησε τελικά τη στάθμισή τους στον S&P 500 στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο δεκαετιών”, σημειώνει ο οικονομολόγος David Rosenberg. “Πρόκειται για μια ‘φούσκα χρέους’ ιστορικών διαστάσεων… Από την άλλη, κανείς δεν φαίνεται ότι νοιαζόταν όσο το ‘τρένο’ συνέχιζε την πορεία του”.

Εάν υπήρχε πάντως βραβείο για την εταιρική ανευθυνότητα, λίγοι θα διαφωνούσαν ότι αξίζει στη μεγαλύτερη βιομηχανία αεροδιαστημικής και άμυνας στον κόσμο και κορυφαίο εξαγωγέα των ΗΠΑ, την ισχυρή Boeing. Το άλλοτε καμάρι της βιομηχανικής εφευρετικότητας της Αμερικής, είχε υπνωτιστεί από το δέλεαρ της χρηματοοικονομικής μηχανικής.

Ξεκινώντας από το 2013, η εταιρεία του Σικάγο αποφάσισε ότι θα είχε λογική να “επιστρέψει” τα κέρδη της, μέχρι δεκάρας και ακόμη περισσότερο, στους μετόχους της. Διένειμε συνολικά 64 δισ. δολάρια -43 δισ. δολάρια μέσω επαναγοράς μετοχών και 21 δισ. δολάρια μέσω μερισμάτων- με τον διευθύνοντα σύμβουλο, Dennis Muilenberg, να κρατά ελάχιστα κεφάλαια ως ασφάλεια έναντι ενδεχόμενων κινδύνων, όπως για προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία, για εργασιακές διαφορές και υφέσεις. 

Αφότου, όμως, δύο από τα 737 MAX αεροσκάφη της συνετρίβησαν μέσα σε διάστημα πέντε μηνών και η Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας των ΗΠΑ “προσγείωσε” τα αεροσκάφη της το 2019, η επιθετική οικονομική πολιτική της Boeing αποκαλύφθηκε και η εταιρεία αναγκάστηκε να στραφεί στις αγορές για άντληση έκτακτης ρευστότητας. Η εταιρεία, η οποία ουσιαστικά ήταν ελεύθερη υποχρεώσεων το 2016, έκλεισε το 2019 “φορτωμένη” με 18 δισ. δολάρια καθαρού χρέους.

Τον Μάρτιο που μας πέρασε, η Boeing αξιοποίησε στο σύνολό της την πιστωτική γραμμή ύψους 13,8 δισ. δολαρίων που είχε εξασφαλίσει προκειμένου να αντιμετωπίσει την καθήλωση της ταξιδιωτικής κίνησης, ενώ η Standard & Poor’s υποβάθμισε την πιστοληπτική της αξιολόγηση στη χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα.

Dennis Muilenberg
Το άλλοτε “καμάρι” της βιομηχανικής εφευρετικότητας της Αμερικής, υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο Dennis Muilenberg υπέκυψε στο δέλεαρ του φθηνού χρέος. Τώρα βρίσκεται μια βαθμίδα πάνω από τα “σκουπίδια”.

Πλέον, η Boeing “φλερτάρει” με τη διάσωση, ζητώντας αρχικά από την κυβέρνηση στήριξη 60 δισ. δολαρίων για τον τομέα της αεροδιαστημικής βιομηχανίας. Ωστόσο, στα τέλη Απριλίου, ο οικονομικός διευθυντής της εταιρείας Greg Smith, δήλωσε στους επενδυτές ότι το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ λαμβάνει μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητάς της, καθώς και ότι στο πλαίσιο του προγράμματος CARES της κυβέρνησης Τραμπ, που έχει στόχο την ενίσχυση και την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορονοϊού, ανέβαλε μέρος της καταβολής φόρου.

Η αεροναυπηγική βιομηχανία ξεκίνησε επίσης να εξετάζει επιλογές χρηματοδότησης μέσω των προγραμμάτων στήριξης που προωθούν το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και η Fed.

“Πιστεύουμε ότι η στήριξη της κυβέρνησης θα είναι κρίσιμης σημασίας να διασφαλιστή η πρόσβαση της εταιρείας σε ρευστότητα”, δήλωσε ο νέος διευθύνων σύμβουλος της Boeing, David Calhoun, στις 29 Απριλίου. Την επόμενη ημέρα, η Boeing προχώρησε στην έκδοση ομολόγων ύψους 25 δισ. δολαρίων, αποφεύγοντας τον κίνδυνο άμεσης διάσωσής της. Η έκδοση, η οποία αφορά ομόλογα που ωριμάζουν το 2060, υπερκαλύφθηκε, καθώς οι θεσμικοί επενδυτές θεώρησαν αναμφίβολα ότι η ανάκαμψη της Boeing αποτελεί ζήτημα εθνικής σημασίας για την κυβέρνηση.

Η κούρσα για την κορυφή. Το εταιρικό χρέος έχει εκτοξευτεί
Το εταιρικό χρέος έχει εκτιναχθεί σε πάνω από 10 τρισ. δολ., σύμφωνα με τη Federal Reserve του Σαιντ Λούις.

Graph Titans 2

Κι ενώ η επιστροφή κεφαλαίων στους μετόχους ήταν η εμμονή του διευθύνοντος συμβούλου της Boeing, η αντίστοιχη εμμονή του διευθύνοντος συμβούλου της AT&T, Randall Stephenson, στα 13 χρόνια θητείας του, ήταν να μετατρέψει την εταιρεία σε κολοσσό της ψυχαγωγίας μέσω σειράς εξαγορών. Από τη στιγμή που βρέθηκε στο “τιμόνι” της 143 ετών εταιρείας, που κάποτε αποτελούσε το “καμάρι” των telecoms στις ΗΠΑ, ο Stephenson ξόδεψε περισσότερα από 200 δισ. δολάρια – κυρίως για εξαγορές, μεταξύ άλλων, της DirecTV και της Time Warner, αλλά και για επαναγορές μετοχών και για την “εξυπηρέτηση” του προγράμματος διανομής μερίσματος ύψους 2 δολαρίων ετησίως του τηλεπικοινωνιακού γίγαντα.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Stephenson “φόρτωσε” την εταιρεία με καθαρό χρέος σχεδόν 100 δισ. δολαρίων. “Η AT&T είναι η πλέον υπερχρεωμένη μη χρηματοοικονομική εταιρεία στην ιστορία του πλανήτη”, επισημαίνει ο αναλυτής του κλάδου τηλεπικοινωνιών Craig Moffett.

Όσον αφορά την απερίσκεπτη στρατηγική του Stephenson, χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του hedge fund Elliott Management, μετόχου της AT&T. “Είναι σαφές ότι η AT&T εξαγόρασε την DirecTV στο ζενίθ της τηλεοπτικής αγοράς”, ανέφερε η Elliott για την 67 δισ. δολαρίων εξαγορά σε επιστολή της προς το διοικητικό συμβούλιο τον Σεπτέμβριο του 2019. Όσο για τα 109 δισ. δολάρια που ξόδεψε ο Stephenson για την Time Warner, έχει πει: “Η AT&T δεν έχει ακόμη δώσει μια λογική απάντηση γιατί έπρεπε να αποκτήσει την Time Warner”.

Η Elliott, γνωστή εδώ και χρόνια για την τακτική της να ταράζει την επιχειρηματική αγορά, έχει υποστηρίξει πάντως ότι το χειρότερο deal που έχει κάνει ο Stephenson είναι η “σπατάλη” 39 δισ. δολαρίων για την T-Mobile το 2011. “Πιθανώς η πιο επιβλαβής συμφωνία είναι αυτή που δεν ολοκληρώθηκε”, έγραψε η Elliott στην ίδια επιστολή, αναφερόμενη στην επί μακρόν κατασπατάληση πόρων της AT&T που τελικά υπαναχώρησε από το deal, αναγκάζοντάς την να καταβάλει στην T-Mobile ως αποζημίωση το ποσό ρεκόρ των 6 δισ. δολαρίων. “Η [AT&T] χρηματοδότησε έναν βιώσιμο ανταγωνιστή για τα επόμενα χρόνια”, επισημαίνει χαρακτηριστικά στην επιστολή της η Elliott.

Randall Stephenson
Η κάποτε ισχυρή AT&T, υπό τη διεύθυνση του Randall Stephenson έγινε η “πιο χρεωμένη μη χρηματοοικονομική εταιρεία που έχει δει ποτέ ο κόσμος”. Ανυπολόγιστο χρέος

Η Elliott και άλλοι επενδυτές αναμφίβολα αισθάνονταν ότι είχαν εξαπατηθεί από την AT&T. Σε αντίθεση με την Boeing, όπου η “δίψα” για χρέος και η επαναγορές μετοχών οδήγησαν σε εκτόξευση της μετοχής, η τιμή του τίτλου της AT&T δεν έχει “κουνηθεί” εδώ και μια δεκαετία. Το μόνο κοινό που έχουν οι δύο “εθισμένες” στο χρέος εταιρείες είναι ότι οικονομικά, τουλάχιστον, θυμίζουν ελάχιστα τους πρώην “blue-chips” εαυτούς τους.

Το σοκαριστικό είναι ότι καθώς η πανδημία του 2020 πλήττει την παγκόσμια οικονομία, οι επιπτώσεις από την κραιπάλη χρέους στην οποία επιδόθηκαν οι εταιρικοί κολοσσοί εδώ και μια δεκαετία ενδεχομένως να αποτελεί μόνο την αρχή, δεδομένου ότι η αγορά είναι γεμάτη με εταιρείες που υποφέρουν εξαιτίας της “αυτοχειρίας” τους. Μια παρατεταμένη ύφεση θα μπορούσε να οδηγήσει ορισμένες υπερμοχλευμένες επιχειρήσεις στην αφερεγγυότητα, ειδικά εάν τα επιτόκια αυξηθούν και το σχέδιο ύψους πολλών τρισεκατομμυρίων της Fed για τη “διάσωση της οικονομίας με κάθε κόστος” ωθήσει υψηλότερα και τον πληθωρισμό.

Η Altria, η εταιρεία παραγωγής των τσιγάρων Marlboro, αύξησε το καθαρό χρέος της από 10 δισ. δολάρια σε 26 δισ. δολάρια την τελευταία δεκαετία, σπαταλώντας το μεγαλύτερο μέρος των ταμειακών ροών της σε μερίσματα και επαναγορές μετοχών και ξοδεύοντας 15 δισ. δολάρια για την απόκτηση ποσοστών στην Juul Labs και την εταιρεία κάνναβης Cronos Group, με μικρό όμως όφελος. Η καπνοβιομηχανία βαρύνεται πλέον με καθαρό χρέος 1,31 δολαρίων ανά δολάριο ετήσιων εσόδων, από μόλις 58 σεντς το 2010.

Στο μεγαλύτερο μέρος της υπεραιωνόβιας ιστορίας της, η 3Μ δεν εμφάνιζε σχεδόν καθόλου μόχλευση. Από το 2010 έως σήμερα, όμως, η 118 ετών εταιρεία έχει αυξήσει το καθαρό χρέος της κατά 17 φορές, που ανέρχεται πλέον σχεδόν στα 18 δισ. δολάρια ή στο 55% των εσόδων της. Η Standard & Poor’s υποβάθμισε την αξιολόγησή της για τα ομόλογα της 3M τον Φεβρουάριο, με αποτέλεσμα η εταιρεία να είναι από τους πρώτους που στράφηκαν στα τέλη Μαρτίου στην “παγωμένη” ακόμα τότε αγορά ομολόγων.

Η O’Reilly Automotive, η εταιρεία εμπορίας ανταλλακτικών οχημάτων του Μιζούρι, με έσοδα ύψους 10 δισ. δολαρίων, ήταν επίσης μία από τις αγαπημένες της χρηματιστηριακής αγοράς την τελευταία δεκαετία. Η οικογενειακή εταιρεία ανακάλυψε το “φθηνό χρέος” στη δεκαετία του 2010 και το αξιοποίησε για επαναγορές μετοχών ύψους 12 δισ. δολαρίων αλλά και για την ακύρωση σχεδόν των μισών μετοχών της. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, το καθαρό χρέος της “φούσκωσε” σχεδόν κατά 12 φορές, στα 4 δισ. δολάρια. Η O’Reilly άντλησε επιπλέον 500 εκατ. δολάρια, για παν ενδεχόμενο, στις 25 Μαρτίου.

Η εταιρεία αεροναυπηγικής και άμυνας General Dynamics, γνωστή για την κατασκευή πλοίων του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, των αεροσκαφών Gulfstream και εν γένει τις συμβάσεις που έχει υπογράψει με την κυβέρνηση, είχε μικρό χρέος μέχρι το 2010, αλλά από τότε που ανέλαβε το “πηδάλιο” η διευθύνουσα σύμβουλος Phebe Novakovic το 2013, προέβη σε επαναγορές μετοχών 13 δισ. δολαρίων και διένειμε μερίσματα ύψους 6 δισ. δολαρίων, κλείνοντας την περσινή χρονιά με καθαρό χρέος της τάξης των 11 δισ. δολαρίων.

Μία ακόμη από τις εταιρείες που για χρόνια έκανε “πρωταθλητισμό” στις επαναγορές μετοχών είναι και ο κολοσσός της τεχνολογίας IBM, η οποία κατέβαλε το 90% των ελεύθερων ταμειακών ροών της για την επιστροφή κεφαλαίων ύψους 125 δισ. δολαρίων στους μετόχους της, την περίοδο από το 2010 έως το 2019. Το χρέος της, γνωστής και ως “Big Blue”, εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης προς τους πελάτες της, εκτινάχθηκε από το 17% των καθαρών εσόδων της στο 70%, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να βαρύνεται με καθαρό χρέος 52 δισ. δολαρίων.

Ακόμα και η Berkshire Hathaway υπέκυψε στο δέλεαρ του χρέους. Το 2013, ο Buffett συνεργάστηκε με τη βραζιλιάνικη εταιρεία private equity 3G Capital, συνιδρυτής της οποίας ήταν ο δισεκατομμυριούχος Jorge Paulo Lemann, για την εξαγορά της H.J. Heinz έναντι 28 δισ. δολαρίων και, δύο χρόνια αργότερα, της Kraft Foods έναντι 47 δισ. δολαρίων. Η εταιρεία που προέκυψε ήταν “εφοδιασμένη” με δυνατά brands, όπως τα Jell-O, Velveeta και Oscar Mayer, αλλά και με ένα χρέος ύψους 30 δισ. δολαρίων. Όμως, μετά τη διάθεση 143 δισ. δολαρίων για την εξαγορά της Unilever, που σύμφωνα με δημοσιεύματα απαίτησε την ανάληψη επιπλέον χρέους 90 δισ. δολαρίων, οι δραστηριότητες του γιγαντιαίου ομίλου τροφίμων άρχισαν να κλυδωνίζονται.

Η κεφαλαιοποίηση της Kraft “βυθίστηκε” από τα 118 δισ. δολάρια στο αποκορύφωμά της τον Φεβρουάριο του 2017, στα 38 δισ. δολάρια, και οι μετοχές της Berkshire Hathaway, τις οποίες αποτιμούσε στα βιβλία της σε 13,8 δισ. δολάρια, τώρα με βάση την τιμή διαπραγμάτευσης έχουν αξία μόλις 10 δισ. δολαρίων. Τον Φεβρουάριο, τόσο η S&P όσο και η Fitch υποβάθμισαν τα ομόλογα της Kraft σε “σκουπίδια”. Η Kraft Heinz υποστηρίζει πάντως ότι ο ισολογισμός της είναι ισχυρός, όπως και η ζήτηση για τα brands της.

Στον πετρελαϊκό τομέα, εν τω μεταξύ, πολλές εταιρείες είναι τόσο “εξαντλημένες” που δεν μπορούν καν να επωφεληθούν από τη γενναιοδωρία της Fed. Η Vicki Hollub, διευθύνουσα σύμβουλος της Occidental Petroleum, αύξησε το καθαρό χρέος της πετρελαϊκής εταιρείας σχεδόν κατά πέντε φορές από τότε που ανέλαβε επικεφαλής το 2016, στα 36 δισ. δολάρια, χωρίς να υπολογίζονται τα 10 δισ. δολάρια προτιμώμενης χρηματοδότησης που έλαβε η Hollub από τον Buffett.

Η κίνησή της να εξαγοράσει την Anadarko Petroleum έναντι 55 δισ. δολαρίων ολοκληρώθηκε τον περασμένο Αύγουστο – λίγο προτού οι τιμές του πετρελαίου βιώσουν τη χειρότερη πτώση τους από τη δεκαετία του 1980, καθώς στις αρχές του έτους η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία “πλημμύρισαν” την αγορά με τόνους αργού. Έτσι, με το αργό West Texas Intermediate να κυμαίνεται κοντά στα 30 δολάρια το βαρέλι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η Occidental φαίνεται να οδεύει προς αναδιάρθρωση ή ακόμη και χρεοκοπία.

Vicki Hollub
Η διευθύνουσα σύμβουλος της Occidental Petroleum, Vicki Hollub, πενταπλασίασε το χρέος της εταιρείας από το 2016. Ο κορονοϊός και η κατάρρευση των τιμών του αργού, οδήγησαν την εταιρεία ένα βήμα πριν την πτώχευση.

Αν, όμως, η Oxy αφεθεί να καταρρεύσει, πιθανότατα θα αποτελέσει εξαίρεση. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν μπορεί να αφήσει τις δυνάμεις της αγοράς να “υπαγορεύσουν” το μέλλον τόσων εταιρειών. Ήδη, οι εταιρείες λιανικού εμπορίου Neiman Marcus, J.Crew και JC Penney έχουν υποβάλει αίτηση πτώχευσης. 

Η Federal Reserve εξάλλου έχει ξεκαθαρίσει ότι στην προσπάθειά της να αποφύγει μια παγκόσμια οικονομική καταστροφή χειρότερη από εκείνη που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της “Μεγάλης Ύφεσης”, έχει χαρακτηρίσει τις μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες της χώρας, ως πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν. “Η Fed και το Υπουργείο Οικονομικών έχουν ουσιαστικά αναδείξει έναν νέο ηθικό κίνδυνο, κοινωνικοποιώντας τον πιστωτικό κίνδυνο”, επισημαίνει ο Scott Minerd, διευθυντής πληροφοριακών συστημάτων της Guggenheim Partners.

Η BlackRock προβλέπει λοιπόν ότι η Federal Reserve διευρύνει τον ισολογισμό της κατά το “εντυπωσιακό” ποσό των 7 τρισ. δολαρίων έως το τέλος του έτους.

Από μια άποψη, όμως, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι ενέργειες της Fed μοιάζουν σαν να θέλει κάποιος να θεραπεύσει έναν εθισμένο αυξάνοντας τη δόση της εξαρτησιογόνου ουσίας στην οποία έχει εθιστεί.

Το άρθρο είναι του Forbes και μεταφράστηκε από τον capital με τίτλο Οι “εθισμένοι στο χρέος” γίγαντες των ΗΠΑ που φορτώθηκαν 2,5 τρισ. και από blue chips έγιναν… “σκουπίδια”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *