Οι Δημοκρατικοί θα έπρεπε να είχαν ακούσει τον Τζο Μάντσιν. Καθώς η ατζέντα τους γύρω από το νομοσχέδιο δημοσιονομικών δαπανών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων με ορίζοντα δεκαετίας (“Build Back Better”) λάμβανε νομοθετική μορφή, ο Δημοκρατικός ομοσπονδιακός γερουσιαστής από τη Δυτική Βιρτζίνια τούς επεσήμαινε συνέχεια τι δεν του άρεσε σε αυτό.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Του Ramesh Ponnuru
“Συνταγή για οικονομική κρίση”
Την 1η Νοεμβρίου, αποδοκίμασε τα “παραπλανητικά παιχνίδια” και “τα τεχνάσματα γύρω από τη χρηματοδότηση” του νομοσχεδίου, χαρακτηρίζοντάς το “μια συνταγή για ξέσπασμα οικονομικής κρίσης”. Εκείνος ήθελε να δημιουργήσει και να εξασφαλίσει πλήρη χρηματοδότηση για λίγα και εμβληματικά προγράμματα, αλλά για 10 ολόκληρα χρόνια.
Το νομοσχέδιο το οποίο ψήφισαν οι Δημοκρατικοί της ομοσπονδιακής Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, από την άλλη πλευρά, δημιουργεί περισσότερα προγράμματα, αλλά μόνον για λίγα χρόνια. Μετά από αυτό, οι Δημοκρατικοί σχεδίαζαν να βασιστούν στην πολιτική πίεση για την παράτασή τους και ίσως και για την χρηματοδότησή τους. Φαινόταν να πιστεύουν ότι οι όροι του Μάντσιν ήταν απλώς μια διαπραγματευτική τακτική – ακόμη και αφότου εκείνος δήλωσε ότι δεν θα είχε πρόβλημα εάν δεν εγκρινόταν τελικώς καθόλου ένα τέτοιο νομοσχέδιο δημοσιονομικής επέκτασης.
Την Κυριακή, ο Μάντσιν ανακοίνωσε ότι δεν θα μπορούσε τελικώς να υποστηρίξει το νομοσχέδιο, όπως έχει διαμορφωθεί. Οι Δημοκρατικοί θα έπρεπε να είχαν συνειδητοποιήσει πολύ νωρίτερα ότι δεν μπλόφαρε. Το γεγονός ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχασε τη Δυτική Βιρτζίνια με 39 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά πέρυσι θα έπρεπε να ήταν αρκετό για να τους πείσει. Οι Δημοκρατικοί θα έπρεπε να είχαν συμφωνήσει σε όσα ζητούσε ο γερουσιαστής τους.
Είχε εξάλλου δίκιο σχετικά με την ανάγκη για την ανάγκη μιας καλύτερης “αρχιτεκτονικής” του νομοσχεδίου, όπως παραδέχτηκαν ακόμη και ορισμένοι ριζοσπάστες “προοδευτικοί” εντός του Δημοκρατικού Κόμματος. Αν οι Δημοκρατικοί ήθελαν μεγαλύτερη έκπτωση φόρου ανά παιδί για κάθε οικογένεια, θα έπρεπε να είχαν συμπεριλάβει μια 10ετή διεύρυνση αυτού του μέτρου και να είχαν αναγκαστικά απορρίψει άλλα μέρη του σχεδίου τους – όπως είχε ζητήσει ο Μάντσιν.
Αν δεν ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν άλλες πρωτοβουλίες – προγράμματα, θα έπρεπε να είχαν αφήσει το μέτρο της φοροαπαλλαγής για άλλο πολιτικό χρόνο και για άλλο νομοσχέδιο. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του Δημοκρατικού Κόμματος στην πρωτεύουσα Ουάσινγκτον δεν ήταν διατεθειμένο να θέσει προτεραιότητες.
Οργή
Οι Δημοκρατικοί εξακολουθούν να μην ακούνε. Αντί να πουν στον Μάντσιν ότι θα δέχονταν οποιαδήποτε εκδοχή του νομοσχεδίου με την οποία να συμφωνεί και εκείνος, ξεσπούν εναντίον του.
Η διευθύντρια Επικοινωνίας του Λευκού Οίκου, Τζεν Πσάκι, απαίτησε ο Μάντσιν “να αλλάξει ξανά τη θέση του και να τιμήσει τις πρότερες δεσμεύσεις του”. Η Δημοκρατικη ομοσπονδιακή βουλευτής Πραμίλα Τζαγιαπάλ, η οποία εκλέγεται στην πολιτεία Ουάσιγκτον των δυτικών ΗΠΑ και η οποία ηγείται της “Προοδευτικής Ομάδας” (σ.μ. αριστερή πτέρυγα-τάση των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο), τον κατηγορεί για “προδοσία” και υπονοεί (χωρίς τεκμηρίωση) ότι πολλοί κάτοικοι της Δυτικής Βιρτζίνια θα αισθανθούν το ίδιο.
Η συνάδελφός της από τη Μινεσότα, Ιλχάν Ομάρ, δηλώνει ότι ο Μάντσιν ενεργεί λόγω κινήτρων “διαφθοράς και προσωπικού συμφέροντος”. Τίποτε από τα παραπάνω δεν πρόκειται να εξασφαλίσει στους “προοδευτικούς” την 50ή ψήφο που χρειάζονται στην ομοσπονδιακή Γερουσία των 100 γερουσιαστών για να επιτύχουν εκείνο που επιθυμούν – και αυτό εάν υποτεθεί ότι έχουν εξασφαλισμένες τις υπόλοιπες 49.
Ο Μπάιντεν εξελέγη ως αντιΤραμπ και όχι ως “προοδευτικός”
Δεν είναι μόνο ο Μάντσιν που οι Δημοκρατικοί αρνούνται να ακούσουν. Ο Μπάιντεν προσπάθησε να συγκεντρώσει υποστήριξη για το νομοσχέδιο λέγοντας ότι “είναι εκείνο για το οποίο ψήφισαν 81 εκατομμύρια άνθρωποι”. Ένα μεγάλο τμήμα αυτών των ψηφοφόρων, ωστόσο, ήθελε απλώς τον Ντόναλντ Τραμπ εκτός εξουσίας.
Ο Μπάιντεν είχε καταλάβει καλά αυτήν την πολιτική πραγματικότητα το 2020: γι’ αυτό η ομιλία του στη Συνδιάσκεψη του Δημοκρατικού Κόμματος, όταν έλαβε το χρίσμα του υποψηφίου προέδρου των ΗΠΑ, επικεντρώθηκε πολύ περισσότερο στον χαρακτήρα του έναντι εκείνου του Τραμπ παρά στις διαφορές πολιτικής μεταξύ τους. Πραγματοποίησε εκστρατεία για μια εντολή να μην είναι Τραμπ – και την έλαβε. Και μόνον τότε προσπάθησε να μετατρέψει τη νίκη του σε μια εντολή για να συγκροτήσει έναν “κουβά” άσχετων μεταξύ τους ριζοσπαστικών “προοδευτικών” πολιτικών που τελικά έλαβαν μορφή στο νομοσχέδιο Build Back Better.
Οι ακτιβιστές της “προοδευτικής” πτέρυγας των Δημοκρατικών αντιδρούν στην αποτυχία του νομοσχεδίου διαμαρτυρόμενοι για τη δομή του αμερικανικού ομοσπονδιακού συστήματος διακυβέρνησης, στην οποία στηρίζεται η δύναμη του Μάντσιν να μπλοκάρει το νομοσχέδιο. Δεν τους πειράζει που οι Δημοκρατικοί είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν κυβερνητικές πλειοψηφίες χρησιμοποιώντας αυτή τη δομή στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν. Δεν τους λέει τίποτε, επίσης, ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχουν θεσπιστεί πολλά νομοσχέδια για μεγάλες δημοσιονομικές δαπάνες με ισχυρή δικομματική υποστήριξη Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, ειδικά στη Γερουσία.
Το μάθημα από τον Μπιλ Κλίντον
Το Build Back Better ήταν ασυνήθιστο ως μια προσπάθεια υλοποίησης μιας εκτεταμένης, στενά κομματικής ατζέντας σε ένα πολύ οριακά διχασμένο Κογκρέσο. Ούτε ο Μπιλ Κλίντον ούτε ο Μπαράκ Ομπάμα προσπάθησαν να επιφέρουν τόσο μεγάλες και εκτεταμένες αλλαγές στο πεδίο των δημοσιονομικών δαπανών, ακόμη κι όταν είχαν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων.
Το επόμενο στάδιο θρήνου θα είναι η “απόγνωση” για το μέλλον της κυβέρνησης Μπάιντεν, αν όχι για εκείνο της ίδιας της δημοκρατίας στις ΗΠΑ. Οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να καταστήσουν το νομοσχέδιο μια σοβαρή δοκιμασία για την προεδρία του Μπάιντεν, χωρίς να έχουν επικοινωνήσει καν ποτέ στην κοινή γνώμη περί τίνος ακριβώς πρόκειται.
Ωστόσο, οι Δημοκρατικοί προχωρούν παραπέρα, λέγοντας ότι ο Μάντσιν “σακατεύει” πολιτικά τον Μπάιντεν, τόσο επειδή ελπίζουν ότι μια τέτοια κατηγορία θα κάνει τον γερουσιαστή να αλλάξει γνώμη, όσο και επειδή είναι πραγματικά έξαλλοι με αυτό που θεωρούν ως πολιτικό πείσμα του.
Ο Κλίντον κατάφερε να επανεκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της νομοθετικής ατζέντας του για την υγειονομική περίθαλψη στο Κογκρέσο – και επρόκειτο για μια μακρόσυρτη και επώδυνη κατάρρευση, που ολοκληρώθηκε με μια ομιλία σε κοινή σύνοδο Βουλής και Γερουσίας.
Η επιστροφή του Κλίντον, ωστόσο, περιελάμβανε μια μετακίνηση προς τα δεξιά και μια μείωση των φιλοδοξιών του. Το μεγαλύτερο νομοθετικό του επίτευγμα μετά την “καταστροφή” του στο πεδίο της υγείας ήταν η κεντροδεξιά αναδιάρθρωση των ομοσπονδιακών κρατικών πολιτικών στο πεδίο του κράτους πρόνοιας. Ο τότε επικεφαλής του αμερικανικού κράτους είχε δηλώσει ότι η εποχή του μεγάλου δαπανηρού κράτους είχε τελειώσει, κάτι που δεν ήταν αλήθεια, ωστόσο σήμαινε ότι δεν θα επαναλάμβανε τα ίδια λάθη.
Το παράδειγμα επιτυχίας του Κλίντον μετά από μια ήττα στο Κογκρέσο δεν είναι, λοιπόν, κάτι από το οποίο οι σημερινοί Δημοκρατικοί ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να λάβουν μαθήματα. Ας δούμε πόσο καλά θα λειτουργήσει το να βάζουν τις φωνές μήπως και μεταπείσουν τον γερουσιαστή Μάντσιν.