
Την εκλογή Δημοκρατικών υποψηφίων στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα των ΗΠΑ ακολουθεί πάντα μια…«ελπίδα» ότι η υπερδύναμη θα μετατραπεί σε μία δύναμη σταθερότητας, δημοκρατίας κι ευημερίας για το σύνολο του πλανήτη. Το 1960 η «ελπίδα» ήταν ο Κένεντι, to 1976 ήταν ο Κάρτερ, το 1992 ο Κλίντον, το 2008 ο Μπαράκ Ομπάμα και σήμερα ο Τζο Μπάιντεν.
Για το τι συνέβη κατά τις προεδρίες Κένεντι, Κάρτερ, Κλίντον και Ομπάμα μιλάει η Ιστορία. Δεν θα σταθούμε εκεί. Κάποιοι τα κατάφεραν καλύτερα, κάποιοι χειρότερα. Θα πάμε κατευθείαν στον εν ενεργεία πρόεδρο προκειμένου να θυμίσουμε ορισμένες πτυχές της μακρόχρονης πολιτικής δράσης του ως γερουσιαστή.
Ήδη από το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1990, όταν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις επικρατούσαν στην Σοβιετική Ένωση και τις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ο γερουσιαστής από το Ντέλαγουερ αναδεικνύονταν σε ένθερμο υποστηρικτή της επεμβατικής ιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Χωρίς το αντίβαρο της ΕΣΣΔ και στην αυγή ενός μονοπολικού κόσμου, η αμερικανική υπερδύναμη έπρεπε, σύμφωνα με τον Μπάιντεν, να παρεμβαίνει στρατιωτικά σε όποιο σημείο του πλανήτη κρίνει αναγκαίο.
Να τι γράφει στο βιβλίο της «The Contenders» (2008) η βρετανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Λόρα Φλάντερς:
«Τις τελευταίες δεκαετίες, ως μέλος της Επιτροπής Εξωτερικής Πολιτικής της Γερουσίας, (ο Μπάιντεν) έχει σταθερά θέση υπέρ του επεμβατισμού, προωθώντας την άποψη ότι οι ΗΠΑ, ως η μόνη υπερδύναμη, θα πρέπει να παρεμβαίνει – στο πλαίσιο του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, ή και μόνη της – προκειμένου να προλαβαίνει γενοκτονίες, να διατηρεί την ειρήνη και να προωθεί την ειρήνη. Κατά την προεδρία Κλίντον, παρότρυνε την επέμβαση στη Βοσνία και στήριξε την επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο. Πιο πρόσφατα, επιχειρηματολόγησε υπέρ μιας διαμεσολάβησης στο Νταρφούρ, ακόμη και με στρατιωτικές δυνάμεις…» [1].
Βομβαρδίστε τους Σέρβους…
Η περίπτωση της αμερικανικής επέμβασης στην πρώην Γιουγκοσλαβία, της οποίας ο δημοκρατικός γερουσιαστής υπήρξε από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές, είναι χαρακτηριστική. Ήδη από το 1992, από το ξεκίνημα δηλαδή της αιματοχυσίας στην πρ. Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, ο Μπάιντεν παρότρυνε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να άρει το εμπάργκο όπλων προς τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη προκειμένου να ενισχυθεί ο στρατός των βόσνιων μουσουλμάνων ενάντια στους σερβοβόσνιους.
Φυσικά κανείς δεν πρέπει να ξεχνά (άρα και να ‘ξεπλένει’) τα εγκλήματα πολέμου που έγιναν στη Γιουκοσλαβία. Να μην ξεχνάμε τους ομαδικούς τάφους και τις σφαγές που έλαβαν χώρα στη Γιουγκοσλαβία.
Η θέση του Τζο Μπάιντεν υπέρ μιας αμερικανονατοϊκής στρατιωτικής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία ήταν ήδη ξεκάθαρη από το 1993, όταν και κάλεσε δημόσια την- νεοεκλεγείσα τότε — κυβέρνηση Κλίντον και το ΝΑΤΟ να προβούν σε βομβαρδισμούς σερβικών θέσεων. Είναι άκρως ενδιαφέροντα τα όσα γράφει, με τον απαραίτητο κυνισμό που διακρίνει τις υπερδυνάμεις, ο ίδιος ο Μπάιντεν στα απομνημονεύματα του που κυκλοφόρησαν το 2008:
«Εγώ πίεσα τον πρόεδρο Κλίντον να ξεκινήσει τους βομβαρδισμούς σε σερβικές στρατιωτικές θέσεις στο Κόσοβο και το Βελιγράδι. Επέμενα να του λέω να προχωρήσει, πως η κοινή γνώμη στην Ευρώπη ήταν ενάντια στον Μιλόσεβιτς. Για μένα, όμως, ήταν εύκολο να το λέω. Ήταν ο Κλίντον που θα έπαιρνε την ευθύνη». [2]
Και συνεχίζει ο τότε γερουσιαστής: «Το Μάρτη του 1999 έφερα (στη Γερουσία) εισήγηση απόφασης με την οποία εξουσιοδοτούνταν ο πρόεδρος να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο προκειμένου να εμποδίσει την γενοκτονία (sic) που επιχειρούσε ο Μιλόσεβιτς στο Κόσοβο. Με την αποφασιστικότητα του Κλίντον το ΝΑΤΟ ξεκίνησε να βομβαρδίζει τους Σέρβους το 1999».
Η επίθεση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία κράτησε 78 ολόκληρα μερόνυχτα. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των ημερών, ο Μπάιντεν συμβούλευε τον Κλίντον να μην κάνει ούτε βήμα πίσω, μέχρι να αναγκαστεί να συνθηκολογήσει ο Μιλόσεβιτς.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής που προώθησε και στήριξε σθεναρά ο Τζο Μπάιντεν στο ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας είναι γνωστά.
Συνοπτικά αναφέρουμε:
Ρίχτηκαν πάνω από 500.000 βόμβες, εκ των οποίων 35.450 περιείχαν 15 τόνους απεμπλουτισμένου ουρανίου (απαγορευμένου από τις Διεθνείς Συνθήκες) που συνεχίζει μέχρι και σήμερα, 20 χρόνια μετά, να προκαλεί σοβαρές ασθένειες. Δολοφονήθηκαν πάνω από 2.500 άμαχοι, γυναίκες και παιδιά, ενώ τραυματίστηκαν περισσότεροι από 12.500 άνθρωποι. Σε δεκάδες χιλιάδες υπολογίζονται οι αγνοούμενοι, ενώ ανυπολόγιστες υπήρξαν οι υλικές καταστροφές.



Υπέρ του πολέμου στο Ιράκ
Η Γιουγκοσλαβία, ωστόσο, δεν είναι η μοναδική περίπτωση που ο κ. Μπάιντεν υπήρξε σημαιοφόρος των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Ως γερουσιαστής ψήφισε υπέρ του πολέμου στο Ιράκ το 2003 και ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ομπάμα τάχθηκε υπέρ των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στη Λιβύη και την Συρία.
Από το 1998, ο γερουσιαστής Μπάιντεν είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ προκειμένου να εκδιωχθεί ο Σαντάμ Χουσεϊν. Τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, σε άρθρο του στην Washington Post, ο Τζο Μπάιντεν έγραφε πως «ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθούμε τον Σαντάμ είναι μια μεγάλη στρατιωτική επέμβαση, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ» [3].
Το 2002, σιγοντάροντας την κυβέρνηση Μπους και τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπλερ, ο κ. Μπάιντεν υιοθετούσε δημόσια τα επιχειρήματα περί κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής από το καθεστώς Σαντάμ. Χρόνια αργότερα αποδείχθηκε περίτρανα ότι τέτοια όπλα ουδέποτε υπήρξαν και πως η επίκληση τους δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα για τη βάρβαρη ιμπεριαλιστική επέμβαση που ισοπέδωσε τη χώρα.
Το 2009 ο Μπάιντεν έγινε ο 47ος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 2017. Τώρα είναι ο 46ος Πρόεδρος των ΗΠΑ
[1] Flanders, Laura, 2007. The Contenders. Seven Stories Press, σελ.178 & 181.
[2] Biden, Joe, 2008. Promises to Keep: On Life and Politics. Random House, σελ. 285–288.
[3] The Washington Post, 19 Σεπτ. 1998.