Αν χρειάζεται ένα λογοπαίγνιο για να δώσει τη διάσταση μιας κατάστασης, ας είναι. Πέρυσι, στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, το κορυφαίο φόρουμ στον κόσμο σχετικά με τις διεθνείς σχέσεις, εκφράστηκε ισχυρά η προειδοποίηση για την “απουσία Δύσης” (Westlessness).
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Του Andreas Kluth για το Bloomberg Opinion
Όλες οι εξελίξεις έκτοτε απέδειξαν την ύπαρξη του σχετικού κινδύνου, καθώς ο ρυθμός με τον οποίο ο κόσμος γίνεται ολοένα και λιγότερο επηρεαζόμενος από τη Δύση – και, ως εκ τούτου, άτακτος – συνεχίζει να επιταχύνεται.
AUKUS και Γαλλία
Η τελευταία ένδειξη του φαινομένου είναι η AUKUS, η νέα γεωπολιτική συμμαχία της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, η οποία έχει ως προφανή αντίπαλο την Κίνα.
Να τη λοιπόν και πάλι: η παλιά Αγγλόσφαιρα, ως διακριτή οντότητα σε σχέση με την ευρύτερη Δύση. Η υπόνοια πίσω από τις γραμμές είναι ότι, όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση πραγματικών απειλών – στον 21ο αιώνα, όπως και στον 20ό – είναι οι “αρχαίοι” γλωσσικοί και πολιτισμικοί δεσμοί που δημιουργούν “συνεκτικό ιστό”.
Η Γαλλία υπό τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι τόσο εξοργισμένη για τον τρόπο που την σνόμπαραν όσο ήταν κάποτε υπό τον Σαρλ ντε Γκολ ή άλλους Γάλλους “πετεινούς”. Ως μέρος της συμμαχίας AUKUS, η Αυστραλία θα αγοράσει πυρηνικά υποβρύχια από τους ομολόγους της αγγλόφωνους, αντί για συμβατικά υποβρύχια από τη Γαλλία, όπως είχε συμφωνηθεί σε προηγούμενη φάση. Ο Μακρόν ανακάλεσε τους πρέσβεις του στην Ουάσινγκτον και την Καμπέρα και τώρα ετοιμάζεται για παρατεταμένα “μούτρα” σε διεθνές επίπεδο.
Μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ακούσει πολλά από εκείνον τις επόμενες εβδομάδες για την “ευρωπαϊκή κυριαρχία” και “αυτονομία”, νεφελώδη συνθήματα τα οποία προωθεί παράλληλα με πιο υποβλητικές αναφορές για τον υποτιθέμενο “εγκεφαλικό θάνατο” του ΝΑΤΟ, το οποίο παραμένει η πιο συγκεκριμένη εκδήλωση της στρατηγικής ύπαρξης αυτού που αποκαλείται Δύση.
Αν ήταν στο χέρι του Μακρόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς πλέον το φορτίο των “ενοχλητικών” Βρετανών, θα έπρεπε επιτέλους να γίνει μια ξεχωριστή γεωπολιτική και στρατιωτική δύναμη, ικανή να κοιτάζει στα μάτια τις ΗΠΑ – και πιθανότατα υπό την ηγεσία της Γαλλίας.
Οι “συνήθεις ύποπτοι” σε μερικές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες άρχισαν να ενώνουν τη φωνή τους με εκείνη του Μακρόν, ιδίως μετά την αποτρόπαιου χαρακτήρα αποχώρηση των Δυτικών από το Αφγανιστάν. Και εκεί, οι Ευρωπαίοι ένιωσαν προδομένοι από τους Αμερικανούς, οι οποίοι δεν μπήκαν στον κόπο να διαβουλευτούν ή να συντονιστούν με ουσιαστικό τρόπο με τους συμμάχους τους καθώς αποχωρούσαν.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η έκκληση για έναν “ευρωπαϊκό στρατό” επανήλθε. Σε αυτήν την τελευταία επανάληψή της, η ιδέα είναι να ξεκινήσουμε με μια δύναμη της ΕΕ μεγέθους 5.000 στρατιωτών, ένα είδος ειδικής, ελίτ δύναμης η οποία θα μπορούσε να είχε διασφαλίσει το αεροδρόμιο της Καμπούλ χωρίς αμερικανική βοήθεια. Συγχωρήστε τον σκεπτικισμό μου, αλλά αυτοί οι 300 Σπαρτιάτες δεν θα υπάρξουν ποτέ.
Η Ευρώπη απλώς δεν… θέλει
Είναι κατανοητό οι Ευρωπαίοι να νιώθουν απογοητευμένοι που δεν τους παίρνουν και τόσο στα σοβαρά, είτε πρόκειται για ανταγωνιστές όπως η Ρωσία και η Κίνα, είτε για φίλους όπως οι ΗΠΑ και η Αυστραλία. Αντί όμως να βγάζουν “καπνούς” μη μπορώντας να κάνουν τίποτε, θα ήταν καλύτερα να ρίξουν μια ειλικρινή ματιά στον εαυτό τους για να ανακαλύψουν τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό.
Θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ρωτώντας τη Λιθουανία, γνωστό πρώην θύμα του σοβιετικού ιμπεριαλισμού, η οποία είναι σήμερα υπερήφανο μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Η συγκεκριμένη έγινε η τελευταία μιας σειράς ευρωπαϊκών χωρών η οποία έλαβε το πλήρες “πρόγραμμα” εκφοβισμού – bullying από το Πεκίνο.
Ο λόγος είναι ότι το Βίλνιους επέτρεψε στην Ταϊβάν, την οποία η Κίνα θεωρεί αποσχισθείσα επαρχία της, να δημιουργήσει γραφείο διπλωματικής εκπροσώπησής της στο λιθουανικό έδαφος. Σε αντίποινα, το Πεκίνο απέσυρε τον πρεσβευτή του στη Λιθουανία, άσκησε πίεση στο λιθουανικό διεθνές εμπόριο και γενικά έσφιξε τη μέγγενη γύρω από τη βαλτική χώρα.
Οι ΗΠΑ προσέφεραν αμέσως την υποστήριξή τους στη Λιθουανία. Η ΕΕ; Τα κράτη-μέλη της δεν είναι και τόσο σίγουρα. Εξάλλου, κάνουν πολλές “δουλειές” με την Κίνα – τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας – και πιστεύουν ότι η Λιθουανία θα μπορούσε να φερθεί πιο διπλωματικά.
Το βάρος έπεσε στον πρωθυπουργό της Σλοβενίας, ο οποίος κατέχει σήμερα την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ, με τον τελευταίο να καλεί τους ομολόγους του ηγέτες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών να υποστηρίξουν τη Λιθουανία σε σύνοδό τους η οποία είναι προγραμματισμένη σε περίπου δύο εβδομάδες.
Έτσι πηγαίνει το πράγμα, χώρα τη χώρα, κρίση την κρίση, απειλή την απειλή. Οι Ευρωπαίοι δεν βλέπουν τον κόσμο και τους κινδύνους που ενυπάρχουν σ’ αυτόν με τον ίδιο τρόπο, ούτε αισθάνονται ότι είναι “συνιδιοκτήτες” των προβλημάτων της Δύσης.
Το γερμανικό “αίσχος”
Ρίξτε μια ματιά στο Βερολίνο, το οποίο απέρριψε τις εκκλήσεις των ΗΠΑ, της Πολωνίας και άλλων χωρών και δημιούργησε έναν αγωγό ο οποίος συνδέει τη Γερμανία με τη Ρωσία, δηλαδή με τον πιο άμεσο κίνδυνο για την ειρήνη στην ήπειρο. Η Μόσχα σχεδιάζει να ξεκινήσει την τροφοδοσία του αγωγού με φυσικό αέριο εντός των επόμενων εβδομάδων.
Το σοκ του τραμπισμού στις ΗΠΑ είναι σίγουρα ένας λόγος για την τάση της “απουσίας Δύσης” – ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν κατάλαβε ποτέ – και πολύ περισσότερο δεν εκτίμησε ιδιαιτέρως – την έννοια μιας “Δύσης” η οποία να έχει ως ενιαίο στόχο της να υποστηρίζει τις ανοικτές κοινωνίες και την παγκόσμια τάξη.
Οι Ευρωπαίοι φέρουν, ωστόσο, τουλάχιστον ισόποση ευθύνη. Δεν έχουν καταστήσει τους στρατούς τους ικανούς να διεξαγάγουν έναν πραγματικό πόλεμο χωρίς τους Αμερικανούς. Και δεν έχουν αναλάβει την ευθύνη τους για τη διαχείριση των μεγαλύτερων γεωπολιτικών απειλών ανά τον κόσμο, οι οποίες τώρα περιλαμβάνουν την Κίνα.
Η Γερμανία είναι το καλύτερο παράδειγμα. Είναι πιθανώς η μόνη χώρα, χάρη στο οικονομικό της βάρος, η οποία θα μπορούσε να ωθήσει την ΕΕ να γίνει ισχυρότερη και ως εκ τούτου “αυτόνομη”. Ωστόσο δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον να το πράξει.
Αντίθετα, αμελεί εμφατικά τον στρατό της και προσποιείται ότι τα προβλήματα του κόσμου είναι για να τα αντιμετωπίζουν άλλοι, κυρίως οι ΗΠΑ. Στις τηλεοπτικές συζητήσεις μεταξύ των υποψηφίων για την καγκελαρία της Γερμανίας, εν όψει των εκλογών της ερχόμενης Κυριακής, κανένας δεν είχε τίποτε να πει για την εξωτερική πολιτική ή την πολιτική ασφάλειας. Πρόκειται για αίσχος.
Όσο διήρκεσε, η Δύση – όχι με την εθνοκεντρική, αλλά με την κανονιστική έννοια του όρου – έκανε τον κόσμο, σε γενικές γραμμές, καλύτερο. Συνεπώς, ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός της προμηνύει κακά μαντάτα για τη σταθερότητα και την ειρήνη.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να συνεχίσουν να προσπαθούν να διασώσουν αυτή την έννοια της Δύσης, μολονότι άλλοι, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία, σοφά καταρτίζουν και ένα σχέδιο Β’. Τελικώς, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι πρέπει να αποφασίσουν τι θέλουν – και στη συνέχεια να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να καταστούν αξιόπιστοι.