Η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt αναλύει την κατάσταση στην αγορά της Ευρώπης και εξετάζει τις ευθύνες της Ρωσίας, τονίζοντας ότι δεν είναι δικαιολογημένο να κατηγορείται ως αποκλειστική υπεύθυνη για την κρίση.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Ιστορικά, το μέσο κόστος του φυσικού αερίου για την παραγωγή ενέργειας στην Ευρώπη κυμαινόταν από 15 ως 20 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh). Σήμερα, ωστόσο, η τιμή διαμορφώνεται στο επίπεδο-ρεκόρ των 65 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι έχει υπετριπλασιαστεί μέσα σε διάστημα λίγων μηνών.
Σύμφωνα δε με τους ειδικούς, το τέλος της «ανηφόρας» δεν είναι ορατό. «Η έντονη άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου για τόσο μεγάλο διάστημα είναι πρωτόγνωρη, δήλωσε στην Handelsblatt ο ειδικός σε θέματα ενέργειας, Φάμπιαν Χούνεκε.
Κι αυτό είναι κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι ο επικείμενος χειμώνας θα είναι ιδιαιτέρως βαρύς, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις. Ειδικά δε όσον αφορά στους καταναλωτές, ο αντίκτυπος θα είναι ορατός όχι μόνο στις τιμές των λογαριασμών ενέργειας, αλλά και σε εκείνες των βασικών ειδών διατροφής και άλλων προϊόντων, όπου καταγράφονται ήδη δυσβάσταχτες αυξήσεις.
Οι βασικές αιτίες
Γιατί συμβαίνει, όμως, αυτό και ποιοι φέρουν τη βασική ευθύνη; Σύμφωνα με το ρεπορτάζ και την ανάλυση του συντάκτη της παραπάνω γερμανικής εφημερίδας, Κλάους Στράτμαν, πέντε είναι οι βασικοί λόγοι.
Πρώτον, ο προηγούμενος χειμώνας, της περιόδου 2020-’21, ήταν πιο ψυχρός σε σύγκριση με τον μέσο όρο. Κι αυτό, σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, είχε ως συνέπεια να «αδειάσουν» οι αποθηκευτικοί χώροι από τις ποσότητες αερίου, καθώς η ζήτηση συνεχίστηκε για μεγαλύτερο διάστημα από ό,τι συνήθως.
Δεύτερον, η ανάγκη αναπλήρωσης των αποθεμάτων οδήγησε σε πολύ μεγάλη ζήτηση στη διάρκεια του καλοκαιριού, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στην αύξηση των τιμών, με βάση τον θεμελιώδη νόμο της αγοράς.
Τρίτον, η ζήτηση από τις χώρες της Ασίας έχει αυξηθεί δυσανάλογα, τουλάχιστον σε σύγκριση με την προ κορονοϊού περίοδο. Με αποτέλεσμα, όπως είναι προφανές, οι τιμές να υποστούν νέες ανοδικές πιέσεις, καθώς φάνηκε να υπάρχει δυσκολία κάλυψης της ζήτησης.
Τέταρτον, έχει πρακτικά διακοπεί η τροφοδοσία των ευρωπαϊκών αγορών με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), με αποτέλεσμα να προκαλείται επιπλέον κενό. Αυτό ισχύει κυρίως για το αμερικανικό, καθώς οι παραγωγοί του αναζητούν – κάτι που θεωρείται απολύτως φυσικό – τις περιοχές και τις χώρες που προσφέρουν τις καλύτερες τιμές και έχουν καταλήξει ότι αυτές βρίσκονται τη συγκεκριμένη περίοδο στην Ασία.
Πέμπτον, αν και η Gazprom τήρησε όλους τους όρους των συμβολαίων και παρέδωσε τις προβλεπόμενες ποσότητες, υπήρξαν δύο απρόοπτα που τους έχουν προκαλέσει προβλήματα και έχουν επίσης συμβάλει στην άνοδο των τιμών: Αφενός, μια πυρκαγιά σε ένα πεδίο άντλησης, που τους ανάγκασε να ρίξουν στην αγορά μεγάλο μέρος των αποθεμάτων τους. Και αφετέρου, οι υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες στη διάρκεια του καλοκαιριού, που είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν ιδιαιτέρως μεγάλες ανάγκες στην εσωτερική αγορά.
Είναι αθώα η Μόσχα και η Gazprom;
Μήπως, όμως, όλα τα παραπάνω «αθωώνουν» τη Ρωσία, καθώς δεν περιλαμβάνουν ένα από τα επιχειρήματα που ακούγονται περισσότερο αυτό το διάστημα: Ότι η Gazprom προκαλεί μια τεχνητή κρίση στην Ευρώπη, θέλοντας να εκβιάσει και να επιταχύνει το πράσινο φως για τη λειτουργία του Nord Stream 2.
Η αλήθεια, σύμφωνα με την Handelsblatt, είναι ότι ναι μεν η κρίση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τεχνητή, σε κάθε περίπτωση όμως εξυπηρετεί τέλεια τις επιδιώξεις της Μόσχας, η οποία μπορεί εύλογα να υποστηρίξει πως χωρίς τα 55 δισ. κυβικά του συγκεκριμένου αγωγού τα πράγματα θα συνεχίσουν να είναι δύσκολα. «Από ρωσικής πλευράς, πρόκειται για μια ιδανική κατάσταση», δηλώνει η Κίρστεν Βέστφαλ, του Ιδρύματος για την Οικονομία και την Πολιτική (SWP).
Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να παραθέσουμε μια ακόμη διαπίστωσή της: «Προειδοποιώ να μην ρίχνουμε την ευθύνη αποκλειστικά στη Ρωσία. Σε τελική ανάλυση, η αγορά λειτουργεί σήμερα ακριβώς με τον τρόπο που η Κομισιόν ευχόταν πάντα».
“…και το ψωμί τριακόσια…”