Last updated on 14 Απριλίου, 2021 at 09:05 μμ
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!«Μπορώ να υποθέσω πως ο κακούργος του έργου θα είναι σίγουρα ένας Αμερικάνος. Το ερώτημα είναι: εγώ ή κάποιος άλλος;»
Ο Χένρι Κίσινγκερ απευθύνεται στον Μακάριο στις 2 Οκτωβρίου 1974.
Το βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη το 2017 προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις στην Κύπρο, κυρίως από πλευράς ΑΚΕΛ, γιατί πάει κόντρα στην εμπεδωμένη και απλουστευτική «αλήθεια» σχετικά με το ρόλο των μεγάλων δυνάμεων την κρίσιμη περίοδο 1974 – 1977.
Το σύνθημα «ΝΑΤΟ – CIA – Προδοσία», αυτό που συνοψίζει εμβληματικά την κυρίαρχη (ατεκμηρίωτη) «βεβαιότητα», αποτέλεσε το συγκολλητικό υλικό της μακαριακής ερμηνείας της πρόσφατης ιστορίας της Κύπρου και δεν άφησε χώρο σε άλλη αφήγηση να αναπτυχθεί. Ώς σήμερα, στην περίπτωση που είναι κανείς κριτικός ως προς τους χειρισμούς του Μακαρίου, χρεώνεται κατ’ ευθείαν στους χουντικούς και τους πραξικοπηματίες.
Δεν υπάρχει πολύς χώρος για μια «τρίτη» αφήγηση που να εξετάζει τον ρόλο των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της ΕΣΣΔ, της Ελλάδας, του Μακαρίου και του Κληρίδη στις πραγματικές τους διαστάσεις. Γράφει ο Δρουσιώτης:
Η Αριστερά θα μπορούσε να αποτελέσει το αντίβαρο, να ξεπεράσει τους εθνικούς διαχωρισμούς και να καταστεί η γέφυρα συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού. Όμως το ΑΚΕΛ, εξαρτημένο και καθοδηγούμενο από τη Μόσχα, συμπορεύτηκε με τον Μακάριο και έγινε ο στυλοβάτης της πολιτικής του, διότι αν πετύχαινε ο στόχος της ανατροπής των ισορροπιών της Ζυρίχης θα μειωνόταν η επιρροή της Δύσης στην Κύπρο, ενώ μέσα από την εκκόλαψη της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης υπονομευόταν η συνοχή του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο. (σελ. 20)
ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Κεντρικό πρόσωπο αυτής της περιόδου, «ο κακός της Ιστορίας», δεν είναι άλλος από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ, για τον οποίο κυκλοφορούν τόσες πολλές ιστορίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο που θα μπορούσε από μόνος του να αποτελέσει θέμα ενός βιβλίου «μυθολογίας». Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει Ελληνοκύπριος που θα διαβάσει το βιβλίο και δεν θα εξοργιστεί με την ανοχή του Κίσινγκερ στο πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Άλλο ανοχή, όμως, κι άλλο η πεποίθηση ότι ο Κίσινγκερ σχεδίασε μαζί με τους χουντικούς το πραξικόπημα και μαζί με τους Τούρκους την εισβολή.
Μια τέτοια πεπλανημένη εντύπωση για το ρόλο των ΗΠΑ (και τον αντίστοιχο ωραιοποιημένο ρόλο της ΕΣΣΔ), εκτός του ότι δεν τεκμηριώνεται από τις πηγές, είναι πολιτικά επικίνδυνη γιατί δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς εξελίχθηκε η τραγωδία της Κύπρου, πώς ανέλυσαν την κατάσταση οι βασικοί παίκτες και γιατί έδρασαν όπως έδρασαν μετά την πρώτη τουφεκιά που έπεσε έξω από το προεδρικό μέγαρο.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Δρουσιώτη, «η ΕΣΣΔ, όπως και οι ΗΠΑ, δεν είχε πρωτογενή στρατηγικά συμφέροντα στην Κύπρο ούτε ήθελε να μετατρέψει το νησί σε Κούβα της Μεσογείου.
Η ΕΣΣΔ δεν επιδίωκε τίποτε περισσότερο από τη συνέχιση της συμμετοχής της Κύπρου στο κίνημα των Αδεσμεύτων και τη συνεργασία του Μακαρίου με το ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα, το ΑΚΕΛ. Αυτό που την ενδιέφερε πρωτίστως ήταν να μην απορροφηθεί η Κύπρος από το ΝΑΤΟ, είτε με την Ένωση είτε με τη διπλή Ένωση.
Η ΕΣΣΔ, η οποία λόγω των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή έχανε την επιρροή της στην περιοχή, ήταν αποφασισμένη να μην επιτρέψει τη νατοποίηση της Κύπρου και, ως εκ τούτου, αξιολόγησε ως ύψιστο εθνικό της συμφέρον τη μη επικράτηση του πραξικοπήματος στο νησί» (σελ. 43). Γι’ αυτό και στήριξε τον Μακάριο, καταδίκασε έντονα το πραξικόπημα στέλνοντας έντονα διαβήματα προς κάθε κατεύθυνση, ενώ ταυτόχρονα επαναλάμβανε σε κάθε περίσταση ότι «η ελληνική επίθεση έγινε με την υποστήριξη συγκεκριμένων κύκλων του ΝΑΤΟ» (σελ. 104).
Η Τουρκία, όπως και η Βρετανία, «διαβάζουν» αμέσως την ΕΣΣΔ και το ρόλο που πάει να παίξει. Η Τουρκία λαμβάνει υπ’ όψη τις σοβιετικές ευαισθησίες και, αμέσως, διαβεβαιώνει την ΕΣΣΔ πάνω από μια φορά ότι η στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο σκοπό είχε να φέρει μια εξισορρόπηση των δυνάμεων στο νησί και ότι η Κύπρος θα παρέμενε στους Αδέσμευτους και δεν θα εντασσόταν στο ΝΑΤΟ.
Μόλις η ΕΣΣΔ είδε ότι τα συμφέροντά της τελικά εξυπηρετούνταν με την τουρκική επέμβαση, δίνει πλήρη κάλυψη στην τουρκική εισβολή στις 21 Ιουλίου. Την ώρα που η τουρκική αεροπορία βομβάρδιζε την Κύπρο και ενώ είχαν αποβιβαστεί στο νησί 6.000 Τούρκοι στρατιώτες, το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων Tass μετέδιδε τις δηλώσεις του Ντενκτάς ότι “οι τουρκικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Κύπρο για να πολεμήσουν ενάντια στη χούντα, όχι ενάντια στους Ελληνοκύπριους» (σελ. 105).
Στη δεύτερη εισβολή, μάλιστα, η ΕΣΣΔ δεν εξέδωσε καν ανακοίνωση. Ο δε μόνιμος αντιπρόσωπος της ΕΣΣΔ στον ΟΗΕ, Τζέικοπ Μάλικ, απέφυγε να καταδικάσει την Τουρκία για την επανάληψη των επιχειρήσεων και επικεντρώθηκε στη μη εφαρμογή του ψηφίσματος 353 (που αφορούσε το πραξικόπημα), το οποίο ήταν ήδη ξεπερασμένο από τα γεγονότα.
Το αμερικανικό εμπάργκο όπλων έσπρωξε την Τουρκία περισσότερο προς την ΕΣΣΔ.
Κύπρος| Η στάση της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στη τουρκική εισβολή της Κύπρου το 1974
Τον Ιούλιο του 1975 οι δύο χώρες υπέγραψαν συμφωνία με την οποία η Τουρκία εξασφάλισε δάνειο από την ΕΣΣΔ για την κατασκευή εργοστασίων παραγωγής αλουμινίου και σιδήρου, ενώ έκανε σημαντικά ανοίγματα και στον στρατιωτικό τομέα.
Το ρωσικό αεροπλανοφόρο Kiev περνούσε το Βόσπορο με προορισμό τη Μεσόγειο για πρώτη φορά στις 18 Ιουλίου 1976, την ίδια στιγμή που ο Τύπος στην Κύπρο βρισκόταν σε μόνιμη αντιαμερικανική υστερία και καλούσε τον Μακάριο να πάει «τώρα στη Μόσχα, στους πιστούς φίλους μας».
Αντίθετα από την ΕΣΣΔ, στο πραξικόπημα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κίσινγκερ, κωλυσιεργεί για να μη διεθνοποιηθεί το ζήτημα. Φοβάται την εξάρτηση του Μακαρίου από τους Σοβιετικούς και εκτιμά πως, εάν επέστρεφε, αναγκαστικά θα στηριζόταν στην Αριστερά, αφού δεν μπορούσε πια να στηριχθεί στη Ελλάδα» (σελ. 51). Υποπίπτει σε σφάλμα: επικεντρώνεται στον Μακάριο και όχι στη σχέση Τουρκίας – Σοβιετικής Ένωσης (σελ. 51).
Ο ίδιος ο Κίσινγκερ παραδέχεται αργότερα, σε συνέντευξή του στους New York Times, ότι η διαχείριση της κυπριακής κρίσης υπήρξε η μεγαλύτερη διπλωματική αποτυχία του και το απέδωσε στην υποτίμηση του ρόλου του τουρκικού στρατού: «Κραδαίνοντας καρότα παρά μαστίγια και αποστέλλοντας υφυπουργούς Εξωτερικών αντί ανώτερους στρατηγούς να μιλήσουν με τους Τούρκους στρατοκράτες, δεν καταφέραμε τίποτα», δήλωνε (σελ. 130).
Όταν μετά την παρουσίαση του βιβλίου στη Λευκωσία πλησίασα τον συγγραφέα λέγοντάς του πειρακτικά ότι «μας ανέτρεψε το μανιχαϊστικό σχήμα με το οποίο βλέπουμε τους Αμερικανούς ως την πηγή όλων των κακών που μας βρήκαν και, αντίστοιχα, τους Ρώσους ως τους ιστορικούς συμμάχους της Κύπρου», μου απάντησε ότι «σημασία έχει τι λένε τα αρχεία. Εγώ ό,τι βρήκα για τους Αμερικανούς και τους Ρώσους το κατέγραψα.
Δεν απέκρυψα τίποτα για το ρόλο του Κίσινγκερ ή οποιουδήποτε άλλου παίκτη. Από κει και πέρα, έρευνα κάνουμε για να αναδείξουμε την πολυπλοκότητα ενός προβλήματος που ακόμα μας βασανίζει.
Αλίμονο αν στο πίσω μέρος του μυαλού μας έχουμε συνεχώς ποιον θα δικαιώσουμε ή πώς θα επιβεβαιώσουμε τα σχήματα που έχουν ορισμένοι εκ των προτέρων μέσα στο κεφάλι τους».
Βεβαίως, το ΑΚΕΛ αντέδρασε έντονα στους ισχυρισμούς του βιβλίου. Και ο λόγος είναι γιατί η έρευνα του Δρουσιώτη δεν νοιάζεται για τους δικαιωτικούς μύθους είτε του κομμουνιστικού κόμματος είτε οποιασδήποτε πλευράς. Και δεν διστάζει να φανερώσει τον τραγικό ρόλο που έπαιξε το ΑΚΕΛ ως απολύτως καθοδηγούμενο και εξαρτημένο (όχι μόνο πολιτικά, αλλά και οικονομικά) κόμμα από την ΕΣΣΔ, η οποία δεν καταδίκασε ούτε μια φορά την τουρκική εισβολή, αλλά μόνο κατάγγελλε τον «ιμπεριαλισμό και το ΝΑΤΟ».
Η επίσκεψη του Εζεκία Παπαϊωάννου και του Ανδρέα Φάντη (γενικός γραμματέας και βοηθός γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ) στη Μόσχα, τον Σεπτέμβριο του 1974, κατέληξε σε αδιέξοδο, επειδή «οι Σοβιετικοί δεν αποδέχονταν να περιλαμβάνεται στην κοινή ανακοίνωση θέση για την απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων» (σελ. 220).
Στο εσωτερικό, η εφημερίδα Χαραυγή αλλοίωνε συχνά τις ανακοινώσεις των σοβιετικών αξιωματούχων, προσθέτοντας ή αφαιρώντας φράσεις για να γίνουν πιο συμβατές με το πνεύμα που επικρατούσε στην Κύπρο.
Όλος ο φιλομακαριακός Τύπος της εποχής μιλά για τους σοβιετικούς φίλους της Κύπρου και αποκαλύπτει συνεχώς τις «σκευωρίες» του δυτικού παράγοντα και του ΝΑΤΟ. Οι λέξεις και οι «αποκαλύψεις» για τα «μαγειρέματα» των αμερικανοβρετανών αποτελούν την καθιερωμένη, αξεπέραστη νόρμα έκφρασης για το Κυπριακό μέχρι σήμερα (σελ. 307, 311, 332, 333).
Ο τραγικός επίλογος της ιστορίας αυτής της περιόδου κλείνει με το αγγλοαμερικανοκαναδικό σχέδιο λύσης, στα τέλη του 1978, με το οποίο όχι μόνο επιστρεφόταν η πόλη της Αμμοχώστου, αλλά και η ευρύτερη περιοχή, περιλαμβανομένων των χωριών νοτίως της περιοχής Λευκωσίας – Αμμοχώστου, αλλά και εξασφαλιζόταν η αποχώρηση στρατευμάτων με την προοπτική πλήρους αποστρατιωτικοποίησης καθώς και η συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στις δομές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με βάση την πληθυσμιακή αναλογία, ό,τι τελοσπάντων σήμερα μοιάζει απομακρυσμένο και ανέφικτο.
Ενώ αρχικά το ΑΚΕΛ τοποθετήθηκε θετικά απέναντι στο σχέδιο αυτό, «γιατί θα οδηγούσε επιτέλους το Κυπριακό στη λύση του», άλλαξε στάση μετά το γεύμα που παρέθεσε ο πρέσβης της ΕΣΣΔ Σεργκέι Αστάβιν στα μέλη της γραμματείας και σε μερικά μέλη του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος. Κανείς δεν ξέρει τι διαμείφθηκε στο γεύμα.
Οι δηλώσεις πάντως του γενικού γραμματέα, Εζεκία Παπαϊωάννου, κινήθηκαν στη γραμμή του σοβιετικού πρακτορείου ειδήσεων Τας: «Απορρίπτουμε οποιαδήποτε συζήτηση πάνω στο πλαίσιο για λύση του Κυπριακού που υποβλήθηκε από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τον Καναδά ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, γιατί η ενέργεια αυτή είναι επέμβαση στα εσωτερικά μας» (σελ. 590).
ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΗΠΑ – ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Εκτός από το κεντρικό ερώτημα που διατρέχει το βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη, η παράθεση των γεγονότων αναδεικνύει ένα σωρό θέματα που είναι κρίσιμης σημασίας για να κατανοήσουμε την πολύπλοκη πραγματικότητα που δημιουργήθηκε το 1974 .
Ένα τεράστιο δεύτερο κεφάλαιο που ανοίγει με την έρευνα του Δρουσιώτη είναι η διαφορετική στάση που τήρησαν οι αμερικανοβρετανοί απέναντι στο πραξικόπημα και την τουρκική προέλαση.
Όσο κι αν συνηθίσαμε να τους βλέπουμε χοντροκομμένα, ως ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο που συνήθως ορίζεται με την ασαφή φράση «ο δυτικός παράγοντας», η έρευνα του Δρουσιώτη φανερώνει πως «αμέσως μετά το πραξικόπημα η βρετανική θέση ήταν ταυτόσημη με εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης, με τη διαφορά ότι το κίνητρο των Βρετανών ήταν η αναίρεση των επιχειρημάτων που θα επικαλούνταν η Τουρκία για να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο, ενώ των Σοβιετικών η ενίσχυσή τους.
Η βρετανική διπλωματία γνώριζε το Κυπριακό πολύ καλύτερα απ’ ό,τι ο Κίσινγκερ και ήταν σε θέση να προβλέψει τις περιπλοκές που θα είχε η τουρκική επέμβαση. Η Βρετανία είχε φυσική παρουσία στο νησί λόγω των βάσεων και, παρά την αμφισβήτηση του καθεστώτος τους από το ΑΚΕΛ, θεωρούσε τη συνεργασία της με τον Μακάριο πολύ ικανοποιητική» (σελ. 57).
Αντίθετα, ο Κίσινγκερ, σε καταγεγραμμένη συνομιλία του με τον Νίξον, θεωρεί ότι «εάν ο Μακάριος επιστρέψει πίσω με αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να εκδιώξει τους Έλληνες αξιωματικούς από το νησί και στη συνέχεια οι κομμουνιστές θα καταστούν κυρίαρχη δύναμη» (σελ. 58). Γι’ αυτό και σκέφτεται, σε αντίθεση με τους Βρετανούς, τη λύση της διπλής ένωσης – ή του Κληρίδη.
Η διάσταση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ – Βρετανίας κορυφώθηκε μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εισβολής. «Ήρθε η ώρα να αντισταθούμε στους Τούρκους και να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι σοβαρολογούμε» λέει στις 11 Αυγούστου 1974 ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Τζέημς Κάλαχαν στον απεσταλμένο του Κίσινγκερ, Άρθουρ Χάρτμαν.
Ο Κάλαχαν ήρθε σε έντονη αντιπαράθεση με τον Κίσινγκερ για την ήπια στάση που κρατούσε απέναντι στους Τούρκους, εξέφρασε μάλιστα την πρόθεση «να χρησιμοποιήσει ακόμα και στρατιωτικά μέσα για να τους αποτρέψει» (σελ. 176).
Μέσα από δεκάδες καταγεγραμμένες συνδιαλέξεις και διπλωματικά έγγραφα που αντάλλαξε η κυβέρνηση της Βρετανίας με την κυβέρνηση των ΗΠΑ αλλά και από τις σκληρές, δημόσιες δηλώσεις του Κάλαχαν ότι «οι βρετανικές δυνάμεις είναι αποφασισμένες να ανοίξουν πυρ στην περίπτωση τουρκικής προέλασης» (σελ. 175), φαίνεται η μεγάλη διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.
Ενδεικτικά αναφέρω εδώ μια πρόταση που είπε ο Κάλαχαν στον Κίσινγκερ στις 11 Αυγούστου 1974. «Όσο σκληρότερος είσαι μαζί τους, τόσο περισσότερο θα σε ακούσουν», του είπε, και του έφερε ως παράδειγμα τον τρόπο αντίδρασης στην απόπειρα κατάληψης του αεροδρομίου της Λευκωσίας, όταν ενίσχυσε την UNFICYP με βρετανούς στρατιώτες των βάσεων στους οποίους δόθηκε η εντολή να αμυνθούν σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης, ενώ ταυτόχρονα απείλησε την Τουρκία ότι θα σηκώσει τα Φάντομ που είχε στις βάσεις ως απάντηση στην απόπειρα των τουρκικών στρατευμάτων να καταλάβουν το Αεροδρόμιο Λευκωσίας» (τηλεγράφημα Κάλαχαν στην Άγκυρα, 12 Αυγούστου 1974).
Ο Δρουσιώτης καταλήγει στο συμπέρασμα πως «ακόμα κι αν δικαιολογείται ένα αίσθημα πικρίας των Ελληνοκυπρίων έναντι των ΗΠΑ για την ανοχή που επέδειξαν στην τουρκική εισβολή, οι ευθύνες που η κοινωνία και η πολιτική ηγεσία επιρρίπτει στη Βρετανία είναι αδικαιολόγητες. Στην πραγματικότητα, η Βρετανία κατέβαλε ειλικρινείς προσπάθειες να αποτρέψει την τουρκική εισβολή και στη συνέχεια να περιορίσει τις επιπτώσεις της» (σελ. 583).
ΜΑΚΑΡΙΟΣ – ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΔΥΟ ΓΡΑΜΜΕΣ
Χρειάζεται να αναφερθεί το γεγονός ότι το πολιτικό στίγμα της διαπραγματευτικής πορείας μας στο Κυπριακό θεμελιώνεται αυτή την περίοδο. Θα μπορούσε να γραφτεί άλλο ένα βιβλίο με θέμα τον πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ του Μακαρίου και του Κληρίδη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που έως ένα βαθμό αντικατόπτριζε τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης στην Κύπρο. Η μεγάλη διάσταση μεταξύ της μακαριακής και της κληριδικής σχολής σκέψης οριστικοποιείται το καλοκαίρι του 1974.
Πού βρισκόταν το κύριο σημείο διαφωνίας των δύο προσεγγίσεων; Η μακαριακή σχολή έκανε λόγο για μακροχρόνιο ασυμβίβαστο, διεθνοποιημένο αγώνα. Η σχολή Κληρίδη, αντίθετα, διεκδικούσε ειρηνευτική προσπάθεια για άμεση συμφωνία, για έναν οδυνηρό συμβιβασμό, σύμφωνα με τους όρους που χρησιμοποιούσε, ασφαλώς εντός του συγκεκριμένου πλαισίου της δυτικής συμμαχίας.
Η γραμμή Κληρίδη ηττήθηκε. Γενικώς, δεν υπάρχει άλλος πολιτικός στην Κύπρο που να πολεμήθηκε τόσο άγρια όσο ο Γλαύκος Κληρίδης την περίοδο 1974 – 77.
Τελικά, η συμμαχία των μακαριακών δυνάμεων κατάφερε να αφήσει τον Δημοκρατικό Συναγερμό (ΔΗΣΥ) του Κληρίδη εκτός Βουλής για πέντε χρόνια, παρά το 26% που είχε κερδίσει στις βουλευτικές εκλογές του 1976. «Κληρίδης – προδότης», «Κληρίδης, χούντα, ΝΑΤΟ, ΣΙΑ, Προδοσία» φώναζαν οι οπαδοί του Λυσσαρίδη, συχνά υπό το κροτάλισμα των αυτόματων όπλων (σελ. 496), ενώ οι προεκλογικές αφίσες του ΑΚΕΛ παρέμειναν σεμνότερες με μόνο σύνθημα το
«Χούντα, ΝΑΤΟ, ΣΙΑ, Προδοσία».
Υπάρχει μια χαρακτηριστική φράση του Κληρίδη που δείχνει τη μεγάλη απόσταση η οποία τον χώριζε από τον Μακάριο, στον τρόπο με τον οποίο «διάβαζαν» τις ραγδαίες εξελίξεις που συνέβαιναν το καλοκαίρι του 1974. Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εισβολής, ο Μακάριος στέλνει τις προτάσεις του στον Κίσινγκερ την 1η Αυγούστου 1974 προκειμένου να υπάρξει πολιτική λύση στο Κυπριακό.
Όταν ο Κληρίδης διαβάζει τις προτάσεις του Μακαρίου, που ζητάει επιστροφή στη Ζυρίχη και αποχώρηση τουρκικού και ελληνικού αποσπάσματος στρατού, την ίδια ώρα που οι Τούρκοι με 20.000 στρατιώτες πάνω στο νησί έχουν ήδη επιβάλει με την πρώτη εισβολή τη θέση τους και έχουν κάνει σαφές στην πρώτη διάσκεψη της Γενεύης ότι δεν αποδέχονται τίποτα λιγότερο από λύση δύο ζωνών, χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις από τον διεθνή παράγοντα, σχολιάζει λακωνικά ότι «ο Μακαριώτατος είναι δραματικά εκτός πραγματικότητας» (σελ. 164).
Η καίρια περιγραφή του Κληρίδη επιβεβαιώνεται σε πολλά σημεία του βιβλίου. Για παράδειγμα, ο Μακάριος είναι για άλλη μια φορά «δραματικά εκτός πραγματικότητας» όταν δηλώνει, στις 19 Ιουλίου 1974, ώρα 3.30 μ.μ., πως «όπως εξελίσσονται τα πράγματα θεωρώ μικρότερο τον κίνδυνο από την Τουρκία από ό,τι τον κίνδυνο από εκείνους» (εννοεί τους πραξικοπηματίες).
Γι’ αυτό ο Μακάριος ζητά τη διαμεσολάβηση των Άγγλων, για να συνεργαστούν με την Τουρκία καταγγέλλοντας την Ελλάδα για εισβολή στην Κύπρο: «Δεν νομίζω οι Τούρκοι να έχουν οποιαδήποτε δικαιολογία για μονομερή επέμβαση.
Μέχρι τώρα είχαν σκεφτεί την επέμβαση μόνο για αποτροπή της Ένωσης ή εξελίξεων μη αποδεκτών από την τουρκική κοινότητα. Αυτά τα πράγματα δεν είναι τα βασικά ζητήματα στην παρούσα περίπτωση», είναι η απάντηση του Μακαρίου στο ερώτημα των Βρετανών αν ανησυχεί για πιθανή τουρκική επέμβαση στην Κύπρο (σελ. 39).
Μια από τις πιο δύσκολες στιγμές του Κληρίδη ως διαπραγματευτή της ελληνοκυπριακής πλευράς πρέπει να ήταν όταν βρέθηκε με το πιστόλι στον κρόταφο στη δεύτερη διάσκεψη της Γενεύης:
Θα έπρεπε να πείσει την ελληνοκυπριακή πλευρά εντός 24 ωρών για το αδιανόητο, για κάτι που ούτε ο ίδιος, ούτε βέβαια ο Μακάριος μπορούσε να δεχτεί, αλλά ο Κληρίδης πρέπει να το είδε καθαρά μπροστά του: είτε η ελληνοκυπριακή πλευρά θα αποδεχόταν τον γεωγραφικό διαχωρισμό που θα αποτελούσε το 20 – 30% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα επηρέαζε άλλες 90.000 ανθρώπους και θα οδηγούσε στην απώλεια τεράστιων περιουσιών, ή οι Τούρκοι θα έπαιρναν αυτό που ήθελαν με τη βία.
Οι περισσότερες πολιτικές προβλέψεις του Κληρίδη, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν. Σε αντίθεση με τον Μακάριο που διατήρησε μια μαξιμαλιστική/εξωπραγματική στρατηγική πριν και μετά τα γεγονότα του 1974, στρατηγική που όπως φάνηκε στο μέλλον οδήγησε σε λύσεις πολύ χειρότερες, δηλαδή σε λύσεις λιγότερο συμβατές με τα εθνικά συμφέροντα και της Ελλάδας και των Ελληνοκυπρίων, ο Κληρίδης αντιλαμβανόταν με τρομερή οξύνοια τα πραγματικά δεδομένα της κάθε στιγμής, εκτιμούσε σωστά τα συμφέροντα, τις πιθανές κινήσεις και τις δυνατότητες ελιγμών των μεγάλων παικτών, των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της ΕΣΣΔ και της Τουρκίας και αντιλαμβανόταν πλήρως πού οδηγούσαν οι μακαριακοί πειραματισμοί με τους Αδέσμευτους.
Υπάρχει στο βιβλίο μια ξεχωριστή, συγκλονιστική συνομιλία μεταξύ του Μακάριου και του Κληρίδη, στην εθνική σύσκεψη που έγινε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1974. Όταν διαβάζεις το κείμενο της συνομιλίας αυτής αισθάνεσαι πως δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα από τις διαμάχες των εθνικών συσκέψεων εκείνης της περιόδου, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει την τραγική ειρωνεία της τύχης, μια και ο Κληρίδης προβλέπει το ίδιο του το τέλος:
Κληρίδης: «Σέβομαι τις απόψεις του Μακαριώτατου, αλλά διαφωνώ απολύτως […] Δεν θα αποφύγωμεν να δεχθούμεν την λύσιν του bioregional (διπεριφερειακή/διζωνική ομοσπονδία), αλλά εις το πρώτον στάδιον θα πρέπει να αρχίσωμεν από το multiregional federation (πολυφερειακή ομοσπονδία), το οποίο αμφιβάλλω εάν θα δεχθή η Τουρκία. Όποιος υπογράψη τοιαύτην λύσιν θα καταστραφή πολιτικώς. Δεν άκουσα κανένα επιχείρημα εάν δεχόμεθα ομοσπονδίαν, αλλά απλώς αναβάλλομεν την λήψιν αποφάσεως. Πρέπει να αποφασίσωμεν, διότι άλλως δεν μπορώ να συνεχίσω να διαπραγματεύωμαι με τον κ. Ντενκτάς. Θα πρέπει να αναλάβει κάποιος άλλος […]»
Μακάριος: «Είπατε ότι αυτός ο οποίος θα υπογράψη θα πρέπει να θυσιασθή. Ποία θα είναι η αξία μιας συμφωνίας μη αποδεκτής από τον Κυπριακόν λαόν, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ούτος δεν πείθεται εύκολα;»
Τελικά, αυτός που θυσιάσθηκε ήταν ο Κληρίδης, με την κατηγορία του «προδότη» και του «διχοτομικού», επίθετα που αθροίστηκαν με την άλλη κατηγορία, αυτή του «πραξικοπηματία». Αντικαταστάτης του Κληρίδη στις διαπραγματεύσεις ορίστηκε ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το θάνατο του Μακαρίου εξελέγη ο Σπύρος Κυπριανού με τη στήριξη του ΑΚΕΛ (βλ. Αρχείο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τόμος 8ος, σ.244)
Η εξαντλητική παράθεση των αρχείων της έρευνας του Δρουσιώτη (τηλεγραφήματα, διπλωματική αλληλογραφία, απομαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, πρακτικά συναντήσεων, εφημερίδες, προσωπικά αρχεία πολιτικών, ομιλίες και δηλώσεις) καταγράφουν λεπτό προς λεπτό τη στάση των κεντρικών παικτών αμέσως μετά το πραξικόπημα, ενώνοντας τα κομμάτια του παζλ σε μια συνεκτική αφήγηση με νόημα. Ο Δρουσιώτης εξετάζει τα κίνητρα, τα συμφέροντα και τις αιτίες που οδήγησαν τον κάθε παίκτη να δράσει όπως έδρασε.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να αποφύγει τη λογική τού «ποιος φταίει;», «ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός της Ιστορίας;», αν και δεν διστάζει να πάρει θέση όταν οι πηγές του το επιτρέπουν. Προφανώς, σε μια ιστορική πολιτική ανάλυση δεν παίζουν ρόλο μόνο οι πηγές και η μελέτη αρχείων. Παίζουν ρόλο οι υποθέσεις εργασίας και τα ερωτήματα που βάζει κανείς στις πληροφορίες με τις οποίες τον εφοδιάζουν οι πηγές του. Γι’ αυτό και η ιστορική έρευνα, η πολιτική ανάλυση, όπως όλες οι κοινωνικές επιστήμες, δεν είναι πολιτικά ουδέτερες.
Ο Μακάριος Δρουσιώτης είναι συνεπής και σ’ αυτό. Δεν κρύβεται πίσω από μια δήθεν ουδέτερη, επιστημονικοφανή αφήγηση. Δηλώνει εξ αρχής ότι στόχος του βιβλίου του είναι να «ανασκευάσει την επικρατούσα άποψη όσον αφορά τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων στο πραξικόπημα και την εισβολή του 1974 ».
Ρένα Χόπλαρου. Εργάζεται στις Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας της Λευκωσίας, είναι τακτική αρθρογράφος της εφημερίδας της Λευκωσίας Πολίτης και μέλος της τεχνικής επιτροπής διαπραγμάτευσης του Κυπριακού με αντικείμενο τα ανθρωπιστικά θέματα.