Eλλάδα-Τουρκία: Το στρατηγικό χάσμα ισχύος

Last updated on 14 Απριλίου, 2021 at 08:57 μμ

Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!
ισχύος

Ο Poincare, ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός, είπε κάποτε ότι ο πόλεμος είναι πειραματική επιστήμη στην οποία δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν πειράματα. Τα περιθώρια για πειραματισμούς είναι ακόμα στενότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα που, αν δούμε τα πράγματα έστω και σε μεσοπρόθεσμη απλώς ιστορική προοπτική, περπατούν πάνω στην κόψη του ξυραφιού.

Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμμία φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του. Απεναντίας μάλιστα, το 1974 την καταστροφή την προκάλεσε, άμεσα τουλάχιστον, η ολέθρια πραξικοπηματική ενέργεια που προήλθε από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Και αν αυτά τα έκαμαν οι δικτάτορες, οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις σίγουρα δεν έχουν λόγους να είναι υπερήφανες για τη χλιαρή έως ανύπαρκτη αντίδρασή τους απέναντι στον ξεριζωμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Η αποδεδειγμένη ανικανότητα του ελληνικού κράτους να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος -δηλαδή να επιτελέσει την κατ’ εξοχήν αποστολή του- συνιστά τον ανησυχητικότερο οιωνό για το μέλλον. Γιατί ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του.

Η συρρίκνωση της Ελλάδας

Ενώ το ελληνικό έθνος συρρικνώνεται ακατάπαυστα για να συμπέσει με ένα κράτος, του οποίου τα σύνορα έχουν ουσιαστικά διαμορφωθεί ήδη από το 1913, η Τουρκία διανύει τον αντίθετο ακριβώς δρόμο: τα σύνορα του οθωμανικού κράτους συρρικνώθηκαν για να συμπέσουν λίγο-πολύ, την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τα σύνορα, μέσα στα όποια όφειλε να ζήσει στο έξης το τουρκικό έθνος. Χάρις στη μεγάλη προσωπικότητα του Κεμάλ, η απότομη και οδυνηρή αυτή μετάβαση όχι μόνο δεν συνεπέφερε τον πολιτικό κατακερματισμό, αλλά απεναντίας συνδέθηκε μ’ ένα μεταρρυθμιστικό έργο, μ’ ένα νέο αίσθημα ανάτασης καί με μια νέα συλλογική μυθολογία, απ’ όπου η Τουρκία μπορεί ν’ αντλεί άμεσα ακόμα και σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα αργότερα.

Λίγο μετά την εγκατάσταση της Τουρκίας και της Ελλάδας στα σημερινά τους περίπου σύνορα και επίσης μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών η Ελλάδα είχε 6.200.000 κατοίκους (απογραφή 1928) και η Τουρκία 13.600.000 (απογραφή 1927), ήτοι πάνω-κάτω τους διπλάσιους. Μόλις σε διάστημα μιας γενεάς η διαφορά αυτή διπλασιάστηκε: η Ελλάδα είχε πληθυσμό 8.400.000 κατοίκων (απογραφή 1961) και η Τουρκία 31.100.000 (απογραφή 1964), ήτοι σχεδόν τετραπλάσιο. Μετά από μίαν ακόμη γενεά η Ελλάδα έχει πληθυσμό 10.200.000 (απογραφή 1991), ενώ η Τουρκία έχει ξεπεράσει τα 62.000.000: η διαφορά έχει περάσει το εξαπλάσιο, και ακόμα κρισιμότερη είναι η διαφορά των ρυθμών της αύξησης (σ.σ.: με την απογραφή του 2008, ο πληθυσμός της Τουρκίας έχει ξεπεράσει τα 70.000.000, ενώ της Ελλάδος σύμφωνα με την απογραφή του 2001, είναι περίπου 11.000.000).

Γύρω στο 2020 η Τουρκία θα έχει φτάσει ή και ξεπεράσει τα 100.000.000, δηλαδή το σημερινό εξαπλάσιο θα έχει γίνει δεκαπλάσιο, ενώ παράλληλα η Ελλάδα, έχοντας μετατραπεί εν τω μεταξύ πλήρως σε χώρα ηλικιωμένων, θα δέχεται ισχυρότατη δημογραφική πίεση και από μίαν άλλη, όχι οπωσδήποτε φιλική πλευρά.

Διαφορά ελληνοτουρκικής νοοτροπίας

Μόνον εκεί όπου κοχλάζει νεανικό αίμα γεννιούνται ιδέες ικανές να κινητοποιήσουν μάζες, όσο “πρωτόγονες” κι αν φαίνονται οι ιδέες αυτές στα μάτια δημογραφικά φθινόντων γειτόνων εκλεπτυσμένων από την ξαφνική ευζωία ή διανοουμένων που εξ επαγγέλματος παράγουν ιδεολογίες του ειρηνιστικού ευδαιμονισμού υπό τις διαφορετικότερες μορφές. Αυτή ακριβώς είναι η κρίσιμη ιστορική διαφορά ανάμεσα στη σημερινή Ελλάδα και στη σημερινή Τουρκία. Η Ελλάδα, αφ’ ότου το έθνος συνέπεσε ουσιαστικά με το κράτος, δεν έχει ζωτικούς ιστορικούς και πολιτικούς στόχους έξω από τα σύνορά της, της λείπει δηλαδή ακριβώς ό,τι κρατά ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο σε ένταση καί εγρήγορση υποχρεώνοντάς το να υπερβαίνει αδιάκοπα τον εαυτό του (όπως π.χ. έγινε στους Βαλκανικούς Πολέμους).

Τέτοιοι στόχοι δεν είναι ούτε οι μάχες οπισθοφυλακής για το Κυπριακό, όπου συχνότατα η ανάγκη μετατρέπεται σε φιλοτιμία, ούτε η “Ευρωπαϊκή ένταξη”, η οποία στην ουσία της δεν είναι παρά η διαφοροτρόπως καρυκευμένη και μεταμφιεσμένη επιθυμία άλλοι να μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάνε τα σύνορά μας. Ακριβέστερα: αυτά όλα θα μπορούσαν ν’ αποτελούν επί μέρους εθνικές επιδιώξεις υπό την προϋπόθεση ενός σφύζοντος γεωπολιτικού δυναμικού υπό τις συνθήκες της γεωπολιτικής συρρίκνωσης είναι απλά υποκατάστατα και κατά μέγα μέρος σκιαμαχίες.

Και ενώ οι ελληνικοί εθνικοί στόχοι έχουν de facto περιορισθεί σε μια παθητική αυτοσυντήρηση, όπου διάφορες ρητορικές εξάρσεις εκπληρώνουν την ψυχολογική λειτουργία της υπεραναπλήρωσης, η Τουρκία -ανισομερής, αντιφατική, εν πολλοίς άμορφη ακόμα, αλλά με ακμαίες πηγές στοιχειακής γεωπολιτικής ενέργειας- κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από τα σύνορά της μέσα σε ευρύτατους χώρους, προς τους οποίους την ωθούν πολύ νωπές και ενεργές ηγεμονικές μνήμες καθώς και ζωντανές ακόμα φυλετικές, γλωσσικές και ιστορικές συγγένειες.

Πηγή: “Θεωρία του πολέμου”, Παναγιώτης Κονδύλης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *